ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 9 Γενάρη 2008
Σελ. /32
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ντοστογιέφσκι και έργο - ντοκουμέντο
«Ημερη» από τη «Νέα Σκηνή»

«Tejas Verdes»
«Tejas Verdes»
Από το Γενάρη του 1876 τα κείμενα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι στις στήλες του περιοδικού «Πολίτης», με γενικό τίτλο «Ημερολόγιο ενός συγγραφέα» αποτελούσαν ένθετο του περιοδικού. Οπως όλα τα έργα του, αποτελούσαν αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας και της ανθρώπινης ύπαρξης, έτσι και όλα, σχεδόν, τα κείμενα στο «Ημερολόγιό» του αυτή τη χρονιά αντλούνταν από δημοσιεύματα για τραγικά προβλήματα παιδιών και εφήβων, κοριτσιών και αγοριών. Τον Ιούνιο του 1876 γνωστοποιήθηκε η αυτοκτονία (λόγω «αισθήματος κενού» που ένιωθε) της νεαρής κόρης του εξόριστου, στο εξωτερικό, αναρχικού Αλεξάντρ Χέρτσεν. Τον Οκτώβρη αυτοκτονεί (από απελπισία) πέφτοντας στο κενό μια φτωχή, ορφανή και άνεργη μοδιστρούλα. Τον ίδιο μήνα ο Ντοστογιέφσκι, στο «Ημερολόγιο», σε κείμενο με τίτλο «Η πραγματικότητα και η τέχνη», τόνιζε μεταξύ άλλων: «(...) Ο,τι κι αν γράψετε, ό,τι κι αν επινοήσετε ή παραστήσετε στα έργα της τέχνης ποτέ σας δε θα φτάσετε την πραγματικότητα. Η φαντασία ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα (...)». Η αυτοκτονία αυτών των κοριτσιών αποτέλεσαν την «πρώτη ύλη» της νουβέλας του «Η ήμερη», με θέμα την αυτοκτονία μιας παντρεμένης κοπέλας. Ενα συνταρακτικό κείμενο για το «αίσθημα κενού» και «απελπισίας», που από κοινωνική ή και ανθρώπινη υπαιτιότητα μπορεί να σκοτώσει τη νιότη. Ο μεγαλοφυής Ντοστογιέφσκι έπλασε ένα δίπολο δράμα, που αρχίζοντας μετά την αυτοκτονία της κοπέλας, αναζητά την αρχή, τα αίτια και τις συνέπειες της τραγωδίας της, μέσα από το μονόλογο του συζύγου μπροστά στο σώμα της νεκρής. Ενας παραληρηματικός μονόλογος, με τον οποίο αναδύεται το τετελεσμένο δράμα της νεκρής αλλά και το αρχόμενο δράμα της ενοχικής συνείδησης και ερημίας του συζύγου. Ενός μεσήλικα, μοναχικού, τσιγκούνη, μονόχνοτου, μίζερου, μαραζιασμένου ενεχυροδανειστή, που παντρεύτηκε μια φτωχή κι ορφανή νεαρή, ουσιαστικά για να τον υπηρετεί. Ο γάμος της κοπέλας με έναν αυταρχικό, ανδροκρατικών αντιλήψεων, σιωπηλό, ανεκδήλωτων αισθημάτων, φιλύποπτο, εγωτικό, ακοινώνητο άντρα, που θεωρεί τη γυναίκα του «αντικείμενο», που του οφείλει ευγνωμοσύνη και εκτίμηση για τη διατροφή και τη στέγη στο άχαρο σπίτι - μαγαζί του, γιγαντώνει το αίσθημα κενού, μοναξιάς, απελπισίας και αυτοκτονικής λύτρωσής της. Ο σύζυγος στην ολονυχτία του με τη νεκρή θέλει δε θέλει ανασκοπεί τη ζωή του, τις μνήμες του, τη γνωριμία με την κοπέλα και την ολιγόχρονη συμβίωσή τους. Ακούσια καταδύεται στα άδυτα του μυαλού, του υποσυνείδητου και της συνείδησής του. Ο λόγος του επιτίθεται, αμύνεται, κομπιάζει, κομματιάζεται από σκέψεις και μισοτελειωμένες φράσεις. Η προσπάθειά του να απολογηθεί, να απενοχοποιηθεί και να αυτοαπαλλαγεί αποτελεί αυτοκατηγορητήρια ομολογία και συνειδητοποίηση του «εγκλήματός» του και των συνεπειών του, του δικού του πια δράματος: Η αξιαγάπητη γυναίκα του είναι νεκρή κι αυτός καταδικασμένος σε απόλυτη πια ερημία. Ενας ζωντανός νεκρός.

«Η ήμερη»
«Η ήμερη»
Το μονολογικό αφήγημα μετατράπηκε σε ένα μοναδικά συναρπαστικό θεατρικό δημιούργημα, χάρη στην εκπληκτικά ιδιοφυή σκηνοθετική σύλληψη και υποκριτική ερμηνεία του Λευτέρη Βογιατζή, σε δική του μετάφραση (από τα ρωσικά), με συνεργάτρια την Ειρήνη Λεβίδη (από τα γαλλικά). Πρόκειται για μια ακόμα πολύ σπουδαία, μεγάλου φιλολογικού, υπαρξιολογικού και θεατρικού μόχθου δημιουργία αυτού του μοναδικά τελειοθήρα θεατρικού δημιουργού. Η ερμηνευτική σύλληψη του Λ. Βογιατζή «δόξασε», αλλά και μεγέθυνε στο έπακρο, την ψυχαναλυτική δεινότητα της ντοστογιεφσκικής γραφής. Το σκηνικό συνθέτουν κομμάτια τζαμιών και καθρεφτών και πολλαπλές βιντεοπροβολές, τις οποίες δημιούργησε ο Γιώργος Σκεύας. Βιντεοπροβολές που λειτουργούν διαρκώς σαν κάτοπτρα των σκέψεων, συναισθημάτων, φόβων του συζύγου. Οι βιντεοπροβολές αποτυπώνουν διαφορετικών μεγεθών, μεμονωμένες ή παράλληλες, αντίστοιχες ή αντίθετες με τα λεγόμενα του συζύγου ψυχοδιανοητικές, συνειδησιακές, χαρακτηρολογικές, συναισθηματικές «στιγμές» του. Αποκαλύπτουν τη βαθύτερη αλήθεια της «συνομιλίας» του με τον εαυτό του, το υποσυνείδητο και τη συνείδησή του. Τη μισή ή ολόκληρη αλήθεια της εξομολόγησης, της ομολογίας, της αυτοκριτικής, απενοχοποίησης και τελικά αυτοενοχοποίησής του. Κινούμενος, καθισμένος, ξαπλωμένος - ζωντανό πτώμα αυτός, συνειδητοποιεί πια τη χωρίς χαρά κι αγάπη ζωή του και τη χαμένη του ευκαιρία για αγάπη και χαρά. Με αυτό το ιδιοφυές σκηνοθετικό «εύρημα» και με την απέριττη υποκριτική ερμηνεία του, ο Λευτέρης Βογιατζής ψηλάφησε και αποκάλυψε το βαθύτατο υπέδαφος κάθε σκέψης, κάθε κίνησης, κάθε φράσης, κάθε λέξης, κάθε σιωπής του αφηγητή. Η σκηνοθεσία και ερμηνεία του έπλασε, αριστουργηματικά ένα «εργαστήριο» ψυχανάλυσης του ενεχυροδανειστή. Μια υπαρξιακή και συνειδησιακή «δίκη», με τον ενεχυροδανειστή υπερασπιστή και κατήγορο του εαυτού του. Ενας άνθρωπος αυτοδικαζόμενος και αυτοκαταδικασμένος στην αβάσταχτη ποινή: Τη δυστυχία της απώλειας, της ενοχής και της μοναξιάς. Συνεργάτες της υπέροχης παράστασης το λιτό σκηνικό της Χλόης Ομπολένσκι, οι πολλαπλών επιπέδων «σκοτεινοί» και «αποκαλυπτικοί» φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου και η εκφραστική, «εύγλωττη» σιωπή της Ελενας Τοπαλίδου (ως «θεατή») και η ηχογραφημένη φωνή της (ως απόηχος λιγοστών φράσεων της νεκρής κοπέλας).

«Tejas Verdes», στο «Συνεργείο»

Η ντοστογιεφσκική ρήση ότι η φαντασία ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα επαληθεύεται περίτρανα με το έργο - ντοκουμέντου «Tejas Verdes» («το ξενοδοχείο των βασανιστηρίων», όπως υποτιτλίζεται), του Ισπανού δραματουργού - σκηνοθέτη Φερμίν Καμπάλ Ριέτα, που παρουσιάζεται στο «Συνεργείο», σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και δυναμική (παρά τα λιτότατα μέσα της) παράσταση «θεάτρου ντοκουμέντου», σε μετάφραση Εύης Στάθη, σκηνοθεσία της νεαρής Γιολάντας Μαρκοπούλου και με συνταρακτικής αλήθειας, ευαισθησίας και συγκίνησης ερμηνείες (άξιες επαίνου όλες) από τις νέες ηθοποιούς Τάνια Παλαιολόγου, Βιολέτα Γύρα, Ρένα Κυπριώτη, Μαρία Αιγινίτου, Δανάη Ρούσσου. Οποιαδήποτε συγγραφική φαντασία θα ωχριούσε μπροστά στο πραξικόπημα, τη δολοφονία του Σαλβαδόρ Αλιέντε και το ανθρωποφαγικό όργιο του δικτάτορα Αουγκούστο Πινοτσέτ κατά του χιλιανού λαού. Απροσμέτρητες ακόμα οι χιλιάδες των δολοφονημένων, αγνοουμένων, νεκρών και σακατεμένων από αποτρόπαια βασανιστήρια Χιλιανών. Αμέτρητα τα άντρα βασανιστηρίων που έστησε το τερατώδες, μακρόχρονα αμερικανόθρεφτο καθεστώς του τυράννου όλου του χιλιανού λαού, του οποίου τη δίκη και καταδίκη με ποικίλα μέσα, «όργανα» και προσχήματα εμπόδισε η «δημοκρατική» Δύση. Σοφά, ο Ισπανός δραματουργός, αντί με τη συγγραφική φαντασία του να διεκτραγωδήσει αυτήν την τραγωδία του χιλιανού λαού, προτίμησε να καταγγείλει τη θηριωδία της δικτατορίας μέσα από ντοκουμέντα, προφορικές μαρτυρίες και καταθέσεις κυρίως, που αφορούσαν σε βασανισμούς νέων γυναικών. Επίκεντρο του έργου ένα από τα πολλά άντρα βασανιστηρίων γυναικών. Το παλιό ξενοδοχείο «Tejas Verdes». «Μάρτυρες» είναι μια φοιτήτρια «εξαφανισμένη» μετά από πολυήμερα βασανιστήρια και τη δολοφονία του αγαπημένου της, μια συναγωνίστρια και «συγκρατούμενη» της φοιτήτριας που για να μη δολοφονήσουν μπροστά στα μάτια της το εξάχρονο παιδί της «έδωσε» ονόματα συντρόφων της, μια «νεκροθάφτισσα» που μαζί με τον νεκρό πια επίσης νεκροθάφτη άντρα της έθαψε αμέτρητους δολοφονημένους, μια «γιατρός» συνεργάτρια των βασανιστών, και μια Ισπανίδα «δικηγόρος», μίσθαρνο όργανο διαστρέβλωσης της αλήθειας, υπεράσπισης και δικαστικής απαλλαγής του εγκληματία Πινοτσέτ από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πυκνή δύναμη και αλήθεια των μαρτυριών, που μέσα από το ατομικό βίωμα συμπυκνώνουν το συλλογικό βίωμα του χιλιανού λαού, η γλωσσική αμεσότητα των μαρτυριών και η δραματοποιητικά εύστοχη αλληλοσύνδεσή τους από τον συγγραφέα, συνθέτουν όχι μόνο μια δυναμική καταγγελία των βασανιστηρίων και της κατάλυσης των ανθρωπίνων, υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και προσκυνήματος στην αντίστασή του, αλλά και ένα ευγόνιμο σκηνικά πεδίο αν πέσει σε ταλαντούχα, ευαίσθητα, ανοιχτά στην αλήθεια, καλλιτεχνικά χέρια. Και σε τέτοια χέρια έπεσε. Στο γκρίζο, κρύο, υγρό, τσιμεντένιο, σκελετό ενός πραγματικού συνεργείου αυτοκινήτων, «σκηνογραφημένο» με μερικά μηχανήματα και μεταλλικά εργαλεία του συνεργείου και με απλά, αρμόζοντα σε κάθε πρόσωπο κοστούμια (Αλεξάνδρα Σιάφκου), με σκιώδεις φωτισμούς (Ηλέκτρα Περσέλη), με εκφραστική κινησιολογία (Αντιγόνη Γύρα), με μουσική επιλογή αρμόζουσα στο ζόφο ενός βασανιστηρίου (Αλκης Κόλλιας), η λιτότατη ρεαλιστική σκηνοθεσία και η απλότητα, φυσικότητα, ψυχοσωματική αλήθεια των ερμηνευτριών, υπηρέτησαν τα μέγιστα τη μορφή, το περιεχόμενο και το στόχο του έργου.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ