Αμεση μετεγκατάσταση απαιτεί ο σύλλογος γονέων
Την έντονη διαμαρτυρία του για τις απαράδεκτες συνθήκες (υγιεινής) του Νηπιαγωγείου στο Βαθύ του Δήμου Αυλίδας, εκφράζει ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου, απαιτώντας τη μετεγκατάστασή του σε άλλο κτίριο που θα τηρεί, τουλάχιστον, τα στοιχειώδη. Η διαμαρτυρία και η διεκδίκηση αυτή του Συλλόγου τέθηκε για συζήτηση στο τελευταίο Νομαρχιακό Συμβούλιο στην Εύβοια, με πρωτοβουλία της ΝΑΣ, παρουσία και του ΔΣ του Συλλόγου.
Στο Νηπιαγωγείο του Βαθέος Αυλίδας που στεγάζεται σε νοικιασμένο κτίριο 120 τ.μ., με αυλή μόνο 40 τ.μ., φοιτούν 68 νήπια. Σ' αυτό το μικρό χώρο για τόσα παιδιά, μόνο μία από τις τρεις αίθουσες αερίζεται και φωτίζεται κανονικά.
Το νηπιαγωγείο διαθέτει μόνο δυο τουαλέτες που καταλήγουν σε βόθρο λυμάτων, ο οποίος μάλιστα, είναι κοινός με διπλανό μικροβιολογικό εργαστήριο! Και το άκρως απαράδεκτο είναι ότι ο βόθρος εκκενώνεται, με το σωλήνα του βυτιοφόρου να περνάει μόνο μέσα από την αίθουσα μαθήματος (!) και τα λύματα να στάζουν πάνω στη μοκέτα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η υγεία των νηπίων.
Τη διαπίστωση της παραπάνω ανθυγιεινής κατάστασης έχει καταγράψει και η Διεύθυνσης Υγείας και Δημόσιας Υγιεινής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας από τις 14 Δεκέμβρη 2007 και με έγγραφό της (αρ. πρωτ. 8609) που υπογράφει η διευθύντριά της, καλεί τις αρμόδιες υπηρεσίες να προχωρήσουν τις δικές τους ενέργειες.
Παρ' όλα αυτά, δυο μήνες μετά, τα 68 παιδιά εξακολουθούν να πηγαίνουν στο ίδιο νηπιαγωγείο και τόσο η δημοτική επιτροπή Παιδείας του Δήμου Αυλίδας, όσο και η νομαρχιακή, δεν έχουν λύσει το πρόβλημα.
Να μην προχωρήσει στην ψήφιση του νομοσχεδίου για την έρευνα, καλεί την κυβέρνηση η Ομοσπονδία των πανεπιστημιακών (ΠΟΣΔΕΠ), που με αφορμή την επαναφορά του νομοσχεδίου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, επαναφέρει την εκφρασμένη αντίθεση της πανεπιστημιακής και ερευνητικής κοινότητας στην πολιτική για την έρευνα, που ακολουθείται στο πλαίσιο των αποφάσεων της ΕΕ.
«Η κυβέρνηση επιμένει να προβάλλει ως μεταρρύθμιση την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση της έρευνας προς όφελος των επιχειρήσεων. Δεν εξασφαλίζει την αναγκαία κρατική χρηματοδότηση προς τα Πανεπιστήμια στερώντας τους έτσι τις προϋποθέσεις να αναπτύσσουν, με διαφανή διαχείριση, αυτοδύναμη ερευνητική δραστηριότητα σε όλα τα επιστημονικά πεδία, με γνώμονα τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και την εξέλιξη των επιστημών», τονίζει η ΠΟΣΔΕΠ, που επαναφέρει και το αίτημά της για άμεση συνάντηση με τους υπουργούς Παιδείας και Οικονομικών, προκειμένου να τους εκθέσει τις διεκδικήσεις των πανεπιστημιακών και να απαιτήσει άμεσες δεσμεύσεις.
Τα μεταπτυχιακά διπλώματα που χορήγησε το Γενικό Τμήμα του Παντείου Πανεπιστημίου κινδυνεύουν να βρεθούν στον «αέρα», καθώς το Γ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), υπό επταμελή διευρυμένη σύνθεση, έκρινε ότι αυτά τα Τμήματα, σύμφωνα με το νόμο 1268/1982, δεν μπορούν να καταρτίζουν ιδιαίτερο πρόγραμμα σπουδών.
Βέβαια, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι με βάση τη διαδικασία της Μπολόνια, έχει προχωρήσει στη χώρα μας η διάσπαση των σπουδών σε κύκλους, με την ειδίκευση - που θα έπρεπε όλοι οι απόφοιτοι της ανώτατης εκπαίδευσης να έχουν - να πετιέται εκτός του «πρώτου κύκλου» σπουδών (προπτυχιακού). Ετσι έχει δημιουργηθεί γενικά ένα συνονθύλευμα μεταπτυχιακών προγραμμάτων - αμφισβητούμενης αξίας πολλές φορές - τα οποία βασίζονται συνήθως, σε γνώσεις που θα έπρεπε οι φοιτητές να λαμβάνουν πριν την απόκτηση του πτυχίου τους.
Το ΣτΕ, με βάση την υπόθεση που εξέτασε, επισημαίνει ότι την οργάνωση και λειτουργία των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών αναλαμβάνουν τα Τμήματα των ΑΕΙ που καλύπτουν συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης και χορηγούν πτυχίο μετά την επιτυχή περάτωση των προπτυχιακών σπουδών. Μόνο τα Τμήματα αυτά, κατά το ΣτΕ, μπορούν να οργανώσουν μεταπτυχιακές σπουδές και στη συνέχεια θα απονέμουν μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης και διδακτορικό δίπλωμα. Αντίθετα, τα Γενικά Τμήματα που δεν καταρτίζουν ιδιαίτερο πρόγραμμα σπουδών, δεν μπορούν να οργανώσουν προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών.
Επομένως, κατά τους δικαστές του ΣτΕ, ο υπουργός Παιδείας παράνομα ενέκρινε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Γενικού Τμήματος το 2004. Στο ΣτΕ είχε προσφύγει ο καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου, του Παντείου Πανεπιστημίου, Ι. Στράγγος.