ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 12 Ιούνη 2008
Σελ. /32
Η κατασκευή καλή... το περιεχόμενο μπάζει!

Επτά νέες ταινίες βγαίνουν από σήμερα στις αίθουσες. Θα ξεκινήσουμε, λόγω εντοπιότητας, με τους «Παράνομους» του Νίκου Κούνδουρου! Μια ...πλάγια ματιά, λόγω λογοκρισίας (η ταινία γυρίστηκε το 1958), για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Ακολουθεί η εγκεφαλική ταινία του Βόλκερ Σλέντροφ, «Ούλτσχαμ». Ενα ταξίδι αυτογνωσίας ενός Γάλλου (Ευρωπαίου) στο Καζακστάν, με αντισοβιετικές σάλτσες, δυστυχώς!

«Ο Λαρς και η Κούκλα του», του Κρεγκ Τζιλέσπι, είναι μια «παράξενη» ταινία πολύ καλών προθέσεων (και αποτελεσμάτων). Ενας ψυχικά ταραγμένος βρίσκει τον εαυτό του χάρις στην ανοχή - και τη βοήθεια - του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Το ίδιο τρυφερή - αν και αρκετά αργή - και η ταινία του Σεντρίκ Κλαπίς, «Paris». Ενας νέος που περιμένει μόσχευμα για να αλλάξει την αδύνατη καρδιά του «χαζεύει» από το παράθυρό του τους Παριζιάνους.

«Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων», του Αυστραλού Πίτερ Γουίερ με πολύ δυσκολία βγάζει τους χυμούς του (αλληγορικό), αλλά ξεκουράζει τα μάτια και τα αυτιά (εξαιρετικό εικαστικό και μουσικό αποτέλεσμα). Αντίθετα, «Ο Απίθανος», του Γάλλου Λουί Λετεριέ, χαλάει και τα μάτια και την ακοή. Ενα τέρας δεν αφήνει τίποτα όρθιο! Και κλείνουμε με το «Συμβάν», του ινδογεννημένου Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Χιλιάδες σκόρπια πτώματα και ανάμεσά τους κάποιος που αγωνίζεται να σώσει την οικογένειά του!

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
Οι παράνομοι

Από μια σειρά κακών συγκυριών (για να μην πούμε χειρισμών, που είναι και το σωστότερο) η ταινία δεν έφτασε ποτέ στα μάτια των σημερινών κριτικών. Αυτό την αδικεί. Αφού είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε απλώς παρουσίασή της και όχι κριτική. Η οποία κριτική σίγουρα θα βοηθούσε περισσότερο τόσο τους θεατές όσο και την ίδια την ταινία.

Πρώτα, λοιπόν, θα σας μεταφέρω τι έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου (έχω δει την ταινία προ αμνημονεύτων χρόνων) και στη συνέχεια τι πραγματεύεται. Θυμάμαι μια τραχιά εικόνα, μια εικόνα καθαρά νεορεαλιστική, και ένα θέμα που ήθελε πονηράδα για να αποκωδικοποιηθεί πλήρως. Στη μνήμη μου έχω συγκρατήσει θετικά μηνύματα. Εχω συγκρατήσει εξαιρετικές φυσιογνωμίες και πολύ καλές ερμηνείες (Βανδής, Φυσσούν, Αγγελίδου, Βλάχος). Εχω συγκρατήσει αρκετή αγωνία και μεγάλο ενδιαφέρον. Η ταινία, με άλλα λόγια, έχει καταχωρηθεί πολύ θετικά στη μνήμη μου! Θετικά για το θέμα της αλλά, και κυρίως, για τη γραφή της. Η ταινία του Κούνδουρου ήταν ένα ηχηρό αισθητικό σκαμπίλι στα «κατασκευάσματα» της τότε εποχής. Θυμίζει θαυμάσιες ιταλικές ταινίες εκείνης της περιόδου. Εντονες, ωστόσο, παραμένουν στη μνήμη μου και οι διαφωνίες μου. Είχα βρει την ταινία διστακτική. Σαν να απέφευγε να πει ολόκληρη την αλήθεια. Με αποτέλεσμα, ακόμα και σήμερα, να μην είναι όλα καθαρά στο μυαλό μου. Να πω, τέλος, ότι ακούω ακόμα τώρα τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

«Οι Παράνομοι» έχουν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία. Πέρα από την αυτολογοκρισία του ίδιου του δημιουργού (ο ίδιος έγραψε και το σενάριο), συνάντησαν την επίσημη κρατική λογοκρισία και τη λογοκρισία του παραγωγού. (Η κόπια που θα δείτε είναι αυτή του Κούνδουρου και όχι η λογοκριμένη).

Μόλις έχει τελειώσει ο εμφύλιος. Ενας άντρας επιστρέφει στο χωριό του ύστερα από τρία χρόνια εγκλεισμού του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Βρίσκει αυτόν που τον πρόδωσε και τον σκοτώνει. Για να γλιτώσει καταφεύγει στο βουνό. Εκεί συναντά δυο άλλους κυνηγημένους. Ο ένας είναι επαναστάτης. Ο άλλος του κοινού εγκλήματος (σκότωσε τον αδερφό του για ένα κομμάτι γης).

Οι τρεις αυτοί άντρες θα δεθούν με μεγάλη φιλία. Και οι τρεις είναι «παράνομοι». Προσπαθούν να φτάσουν στη θάλασσα και από εκεί να περάσουν «απέναντι» και να διαφύγουν. Τελικά, τους προλαβαίνει η χωροφυλακή. Ο κύριος ήρωας, αυτός που έκανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, αρπάζει το όπλο και ξέροντας ότι θα πεθάνει διευκολύνει τη φυγή των άλλων δύο.

Παίζουν: Τίτος Βανδής, Πέτρος Φυσσούν, Νέλλη Αγγελίδου, Ανέστης Βλάχος.

Για την ιστορία

Το 1957 ο Νίκος Κούνδουρος καταθέτει το σενάριο της ταινίας προς έγκριση στην Επιτροπή Λογοκρισίας. Το σενάριο απορρίπτεται και η ταινία δεν παίρνει άδεια να γυριστεί. Παρ' όλα αυτά, ο Νίκος Κούνδουρος με ολιγομελή ομάδα τεχνικών και ηθοποιών καταφεύγει στα Μετέωρα και, φιλοξενούμενος σε ένα μοναστήρι, γυρίζει όλη την ταινία στο μαγευτικό τοπίο των Μετεώρων.

Το 1958 η ταινία βγαίνει στους κινηματογράφους. Εκείνη την εποχή, οι ταινίες κυκλοφορούσαν κάθε Δευτέρα, οι κριτικοί τις έβλεπαν την ίδια μέρα και έγραφαν κείμενα για την Τρίτη. Μαζί με τους κριτικούς βλέπει τους «Παράνομους» η Επιτροπή Λογοκρισίας και κάτω από πιέσεις δέχεται να δώσει άδεια για το έργο, με την προϋπόθεση να κοπεί μια σκηνή. Αυτή που δείχνει την εν ψυχρώ δολοφονία ενός αντάρτη από μια διμοιρία αστυφυλάκων. Ο σκηνοθέτης αρνείται να κόψει τη σκηνή και να λογοκρίνει ο ίδιος την ταινία του, με αποτέλεσμα να σταματήσει η προβολή της.

Χρειάστηκε να περάσουν 50 χρόνια, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Ελληνες φίλους του κινηματογράφου να δουν την ταινία ολοκληρωμένη στις κινηματογραφικές αίθουσες.

ΒΟΛΚΕΡ ΣΛΕΝΤΟΡΦ
Ούλτσχαμ

Ο σοσιαλδημοκράτης Γερμανός σκηνοθέτης Βόλκερ Σλέντορφ (ενεργό μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας), έχει όλα τα ελαττώματα ενός σοσιαλδημοκράτη, και μάλιστα ενός διανοούμενου σοσιαλδημοκράτη. Τελεί, δηλαδή, σε μεγάλη ιδεολογική σύγχυση. Στην καλύτερη περίπτωση, αν είναι τίμιος, πασχίζει με λάθος αναλύσεις και προσεγγίσεις, να λύσει ζητήματα που απαιτούν άλλου είδους ιδεολογίες, άλλου είδους αναλύσεις. Αν δεν είναι τίμιος και λειτουργεί κάτω από άλλες σκοπιμότητες, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα...

Η τελευταία ταινία του Σλέντορφ, «Ούλτσχαμ», είναι ένα ακόμα εγκεφαλικό δημιούργημά του. Είναι εγκεφαλική, και από προσωπική ίσως αδυναμία να μιλήσει απλά, αλλά και γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε, η σύγχυση είναι πάντα καλός αγωγός για να περάσεις μαλακά την όποια θολούρα. Ενας Γάλλος φτάνει στο σημερινό Καζακστάν. Στις πρώτες σκηνές, ο ξένος μάς κάνει μια εξωτερική, ωστόσο χρήσιμη, ξενάγηση στην πρώην σοσιαλιστική χώρα. Μας μιλάει για τα πετρέλαιά της και για τις πολυεθνικές που εισέβαλαν στην ασιατική αυτή χώρα και νέμονται τα πάντα. Σε αυτές τις σκηνές πέφτουν και κάποιοι αντικαπιταλιστικοί πυροβολισμοί στον αέρα (μεγάλος ανταγωνισμός των πολυεθνικών πετρελαϊκών εταιρειών, «διαστημικές» πόλεις, «διαστημικός» τρόπος ζωής, κλπ., κλπ.). Αμέσως μετά, όμως, ο Γερμανός δημιουργός μπαίνει στο «κυρίως θέμα» του. Το Καζακστάν, για τον Σλέντορφ, πριν από την εισβολή των πολυεθνικών, υπήρξε τόπος εξορίας και τόπος πυρηνικών δοκιμών της Σοβιετικής Ενωσης. Η οποία Σοβιετική Ενωση μπορεί να «έπεσε», ωστόσο πίσω της άφησε συρματοπλέγματα και ραδιενέργεια! Και χιλιάδες άλλα κακά!

Ομως, επειδή ο άνθρωπος αρέσκεται να εντυπωσιάζει και επειδή δεν έχει ίσως τα κότσια να βγει ανοιχτά αντικομμουνιστής, όπως και αντικαπιταλιστής άλλωστε, ο σοσιαλδημοκράτης πρέπει να δείχνει «ουδέτερος», μετά από το 1/4 της ταινίας παρατάει την ανοιχτή πολιτική και το ρίχνει στη μεταφυσική φιλοσοφία. Θεωρεί, ίσως, έτσι, ότι ξέμπλεξε με την πολιτική και τις δικές του πολιτικές υποχρεώσεις. Ο μυστηριώδης Γάλλος δείχνει να μη νοιάζεται για όλα αυτά. Αλλα φαίνεται να ζητάει η ψυχούλα του (ωστόσο, ο σκηνοθέτης έδειξε εκείνα που ήθελε να δείξει)! Ο Γάλλος περιηγητής, ακολουθώντας το δρόμο της παράδοσης και της ιστορίας φτάνει στην ψηλότερη κορυφή της χώρας, που είναι και σταυροδρόμι πολιτισμών, και εκεί ...εξαγνίζεται. Στη θέση που η παράδοση και η Ιστορία του Καζακστάν έχει κρυμμένους θησαυρούς, αυτός καταθέτει το παρελθόν του, το δικό του προσωπικό παρελθόν. Μια φωτογραφία της γυναίκας του και των παιδιών του. (Δε μάθαμε ποτέ αν χάθηκαν ή τους «θυσίασε» εκεί πάνω.) Καταθέτει τις ενοχές του, και ξαλαφρώνει! Ελεύθερος, πια, από «αμαρτίες» και «φόβους», θα μπορέσει, ίσως, να ερωτευτεί μια πανέμορφη ιθαγενή κοπέλα που τον βοήθησε στη διαδρομή.

Οπως καταλάβατε, έχουμε να κάνουμε με δυο ταινίες! Η πρώτη είναι ένα πολιτικό σχόλιο. Λαθεμένο - σωστό, πρόκειται για πολιτικό σχόλιο. Το δεύτερο μέρος, που είναι και το μεγαλύτερο, είναι μια εσωτερική μεταφυσική αναζήτηση. Μια αναζήτηση η οποία διανθίζεται με μεγαλόστομες φιλοσοφικές κορόνες. Κορόνες που εντυπωσιάζουν, κυρίως τους αμόρφωτους, ενώ παράλληλα κρύβουν τη γύμνια των σκοπών και των επιχειρημάτων. Γιατί όλα αυτά; Ποιος είναι ο Γάλλος; Τι του συνέβη και τον έφερε τόσο μακριά; Και γιατί πρέπει να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή με τα πόδια (δε δέχεται να νοικιάσει αυτοκίνητο, ελικόπτερο, προτιμάει να ταξιδεύει με άλογο!). Η δική του πατρίδα, δεν έχει «ψηλά» βουνά που εξαγνίζουν; Ο πολιτισμός της Γαλλίας, δεν έχει τόσο βαθύ παρελθόν για να αναζητήσει απαντήσεις; Με το άλογο θα νιώθει πως «τρέχει» σιγότερα και θα αφουγκράζεται καλύτερα το ιστορικό παρελθόν;

Τέλος πάντων, σας είπα. Ο Σλέντορφ προσπαθεί να μεταφέρει στο πανί τις, στην καλύτερη περίπτωση, αξεδιάλυτες σκέψεις του. Ομως, και εδώ του βγάζουμε το καπέλο, όσο σαφήνεια του λείπει στις πολιτικές σκέψεις του, τόσο δύναμη διαθέτει η εικόνα του. Από την αρχή, μέχρι το τέλος έχουμε να κάνουμε με δυνατό, δυναμικό, και εξαιρετικό αισθητικά κινηματογράφο. Πέρα από τα πρόσωπα, τα οποία είναι το ένα καλύτερο από το άλλο, μεγάλη συμμετοχή στο τελικό εικαστικό αποτέλεσμα έχουν οι θαυμάσιοι χώροι. Είναι φανερό ότι σε αυτές τις «παραμέτρους» ο Σλέντορφ έδωσε μεγάλη προσοχή και μεγάλο σεβασμό. Οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι. Ο θεατής βγαίνει πραγματικά εντυπωσιασμένος και χορτάτος!

Ξέρω, αρκετοί θα πουν, είτε γιατί συμφωνούν μαζί του είτε, οι περισσότεροι, γιατί δε θέλουν να τους περάσουν για ακαλλιέργητους, για ανθρώπους δηλαδή που δεν πιάνουν τα «κρυφά διανοήματα», πως η ταινία του Σλέντορφ δεν είναι ένα ταξίδι στο σημερινό (καπιταλιστικό) ή μόλις χτεσινό (σοσιαλιστικό) χυδαίο Καζακστάν, αλλά ένα ταξίδι στην ιστορία του ανθρώπου. Οτι ο Γάλλος άφησε πίσω του τον νέο κόσμο (Ι.Χ., πουτάνες, ποτά, ναρκωτικά, δυτικό πολιτισμό) και ήρθε στην ανατολή της φιλοσοφίας, της στωικότητας και του πολιτισμού. Και ότι ο Γερμανός διανοούμενος κινηματογραφιστής επέλεξε αυτήν ακριβώς τη χώρα για το πολύ μακρύ ιστορικό της παρελθόν και για τη μοναδικότητα - και καθαρότητα - του τοπίου της. Και να δεχτούμε αυτήν την άποψη, που είναι μια σκέψη, τίποτα δε διορθώνεται! Τα πολιτικά φάουλ του Σλέντορφ υπάρχουν καταγραμμένα στην οθόνη. Και όσο αυτά υπάρχουν εκεί, εμείς δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε.

Παίζουν: Φιλίπ Τορετόν, Ντέιβιντ Μπένετ, Αγιανάτ Ξενπάι.

παίζονται ακόμα

«Paris»,του Σεντρίκ Κλαπίς.

Ενας νεαρός άντρας μαθαίνει ξαφνικά και αναπάντεχα πως πρέπει να κάνει μεταμόσχευση καρδιάς. Μέχρι να βρεθεί το μόσχευμα στέκεται πίσω από το μελαγχολικό παράθυρό του και παρακολουθεί τους συνανθρώπους του (Παριζιάνους). Οι οποίοι «χορεύουν» για πάρτη του (ο ίδιος είναι χορευτής, μόνο που τώρα δεν μπορεί να χορέψει).

Η ταινία είναι πέρα για πέρα μικροαστική (αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει κάποιες αξίες: τρυφερότητα, καλό γούστο, κατανόηση). Ολοι οι ήρωές της κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους. Και σπαταλάνε τις πολύτιμες μέρες τους, με μικρά καθημερινά πράγματα τα οποία, τελικά, ανακυκλώνουν τα προβλήματα.

Ο θεατής βγαίνοντας από την αίθουσα παίρνει μαζί του μια κάποια κούραση, αφού η ταινία, σε πολλά σημεία, κυλάει αργά και σε πολλά άλλα σημεία δείχνει να επαναλαμβάνεται. Μαζί με την κούραση, ωστόσο, θα πάρει και τα καλά της. Το καλό γούστο στα πράγματα, στις κινήσεις, στις συμπεριφορές.

Παίζουν: Ζουλιέτ Μπινός, Ρομέν Ντουρίς, Φαμπρίς Λουτσινί.

«Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων»,του Πίτερ Γουίερ.

Και ετούτη η ταινία είναι καμωμένη με πολύ καλό γούστο. Η φωτογραφία της είναι άψογη. Η μουσική της (βαλκανικοί ήχοι και κλασική αναγεννησιακή μουσική) θαυμάσια. Ομως, και εδώ τα πράγματα δεν προχώρησαν. Η αποκωδικοποίηση του θέματος χρειάζεται μεγάλους μεγεθυντικούς φακούς. Ο απλός θεατής πολύ λίγα θα καταλάβει και πολύ λιγότερα θα αποστηθίσει!

Και ωστόσο η ταινία μιλάει, με τον απομακρυσμένο δικό της τρόπο, για σημαντικά πράγματα. Με αφορμή ένα επεισόδιο που συνέβη σε ένα Αυστραλιανό (αγγλο-πουριτανικό) κολέγιο στα 1900, την εξαφάνιση τριών μαθητριών και μιας καθηγήτριας, ο δημιουργός της ταινίας φέρνει στην επιφάνεια τη σύγκρουση ανάμεσα στο νέο και στο παλιό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύγκρουση γίνεται ανάμεσα στο μεσαίωνα και την αναγέννηση. Τον μεσαίωνα εκφράζει η αυστηρή διευθύντρια και την αναγέννηση μια νέα καθηγήτρια.

Σας θυμίζω, ωστόσο, πως πρέπει να έχετε τεταμένη την προσοχή σας, να πιάσετε όλους τους διαλόγους, να δείτε και να αναγνωρίσετε όλους τους πίνακες που κρέμονται στους τοίχους, για να καταλήξετε στα ίδια συμπεράσματα με τον σκηνοθέτη της. Μην ξεχάσετε το μεγεθυντικό φακό σας. Αν όλα λειτουργήσουν στην εντέλεια θα βρείτε πολλές αρετές στην ταινία.

Παίζουν: Ρέιτσελ Ρόμπερτς, Βίβιαν Γκρέι, Χέλεν Μορς, Κέρστι Τσάιλντ.

«Ο απίθανος»,του Λουί Λετεριέ.

Στα χίλια περίπου πλάνα της ταινίας η μηχανή δε σταμάτησε ούτε μια φορά να κινείται! Πανοραμίκ δεξιά, πανοραμίκ αριστερά, «τιλ» πάνω, «τιλ» κάτω, ζουμ in, ζουμ out, γερανοί, τράβελινγκ, λήψεις από ελικόπτερα... Γιατί όλα αυτά; Για να σας εντυπωσιάσουν!

Πράγματι, θα εντυπωσιαστείτε! Ομως, τελειώνοντας η ταινία θα νιώσετε ένα μεγάλο κενό και, οι πιο ευαίσθητοι και πολιτικά ενημερωμένοι, θα νιώσετε και οργή. Αφού η κάτασπρη οθόνη, για μια ακόμα φορά, θα γεμίσει αίματα και πτώματα. Και όλα αυτά όχι για κάποιον ...ιερό σκοπό, για να δείτε κάποια ιστορική ταινία εποχής, ας πούμε, αλλά για να δείτε ένα μιλιταριστικό τέρας, έναν υπερμεγέθη άνθρωπο, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο μπροστά του.

Το έχουμε ξαναγράψει. Ο φασισμός δεν έρχεται από τον ουρανό. Βοηθάει και η ...τέχνη. Δε λέμε ότι «Ο Απίθανος», ευθύνεται για τη σημερινή αγριότητα. Λέμε ότι «Ο Απίθανος» βοηθάει να προετοιμαστεί το έγκλημα. Βοηθάει, ιδιαίτερα τη νέα απληροφόρητη γενιά, να εθιστεί στη βία και στο αίμα. Μακριά, λοιπόν! Και μη θεωρήσετε την ταινία «καλοκαιρινή». Ταινία για χαβαλέ. Η ταινία μυρίζει!

Παίζουν: Εντουαρντ Νόρτον, Λιβ Τάιλερ, Τιμ Ροθ, Γουίλιαμ Χαρτ.

«Το συμβάν»,του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν.

Ξαφνικά και χωρίς λόγο μυστηριώδεις τοξίνες μεταφέρονται με τον αέρα στο αίμα των ανθρώπων! Το αίμα τα «παίζει» και οι άνθρωποι, που έχουν εισπνεύσει το μολυσμένο αέρα, «σπρώχνονται» στην αυτοκτονία. Χιλιάδες πτώματα γεμίζουν τους δρόμους, τα πάρκα, τα πάρκινγκ, τα εργοστάσια, τα σπίτια ολόκληρης της Αμερικής.

Η ταινία παρακολουθεί τις προσπάθειες διάσωσης ενός καθηγητή φυσικής και της οικογένειάς του. Ο οποίος, τελικά, καλά το καταλάβετε, σώζεται. Και μαζί με αυτόν σώζεται, αφού πρώτα μας τρομοκρατήσουν με τις αναφορές τους γύρω από την τρομοκρατία, και το αμερικάνικο τρίπτυχο: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια!

Αλλη μια καλογυρισμένη, καλοκατασκευασμένη σωστότερα, ανοησία. Δεν είναι λίγες οι φορές που βάζεις τα γέλια. Είναι τόσο εξωφρενικά αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη που μόνο γέλια προκαλούν. Γέλια και θλίψη για τη χωρίς κανόνες εμπορευματοποίηση της Τέχνης.

Παίζουν: Μαρκ Ουόλμπεργκ, Ζόι, Ντεσάνελ, Τζον Λεγκουιζάμο.

ΚΡΕΓΚ ΤΖΙΛΕΣΠΙ
Ο Λαρς και η κούκλα του

Προσπαθήστε να ξεπεράσετε το σοκ της πλαστικής κούκλας, εγώ αυτό έκανα! Φύγετε μακριά από το σκάνδαλο. Δείτε το «εύρημα» του δημιουργού σαν αφορμή, για να προχωρήσει σε βαθύτερα ζητήματα. Ενας ταραγμένος ψυχικά νέος δεν τολμάει να πλησιάσει, και να αφήσει να τον πλησιάσουν, φυσιολογικοί - κανονικοί - άνθρωποι. Η ταραγμένη ψυχή του τον γεμίζει δέος και φόβο σε κάθε επαφή. Ακόμα και η πιο τρυφερή, αυτή της νύφης του (γυναίκα του αδερφού του). Η πλαστική κούκλα, στην οποία καταλήγει, είναι η άμυνά του. Αλλά και η συντροφιά του.

Ο ψυχικά ταραγμένος νέος, ο οποίος ζει στον κόσμο του, σχεδιάζει στο κομπιούτερ του την ιδανική γυναίκα. Την ιδανική συντροφιά. Αυτή που δε ρωτάει, που δεν περιγελάει, που κατανοεί. Μια πλαστική κούκλα. Σιωπηλή, εχέμυθη και όμορφη. Την οποία φέρνει και παρουσιάζει στον οικογενειακό και κοινωνικό κύκλο του σαν αληθινή φιλενάδα του. Τους ζητάει να αποδεχτούν την επιλογή του. Να τον δεχτούν όπως ακριβώς είναι!

Και από εδώ αρχίζει η ταινία! Και το θέμα που εξετάζει ο σκηνοθέτης. Τόσο η οικογένειά του, αδερφός, νύφη, όσο και οι συνάδελφοί του, η κοινωνία γύρω του, μετά την πρώτη αμηχανία που δείχνουν, κάνουν το σωστό βήμα. Αποδέχονται την πλαστική φιλενάδα του σαν αληθινή γυναίκα. Βοηθάνε τον ήρωα, τον συνάνθρωπό τους, τον αδελφό τους, το φίλο τους, τον συνάδελφό τους, να ξεπεράσει μόνος του τις φοβίες του και να γίνει και αυτός ένας «κανονικός» άνθρωπος.

Καταλάβατε, είμαι σίγουρος, πως έχουμε να κάνουμε με μια τρυφερή και βαθιά ανθρώπινη ταινία. Μια ταινία η οποία δε διστάζει να προτείνει ...κατανόηση. Αν θέλουμε να βοηθήσουμε πρέπει να βοηθήσουμε με τους όρους που έχουν ανάγκη αυτοί που χρειάζονται βοήθεια. Με τους όρους που αυτοί αναγνωρίζουν. (Εδώ ο καθένας βάζει τις δικές του περιπτώσεις: ψυχικά -γενικά - διαταραγμένους, ναρκομανείς, σωματικά ανάπηρους, φοβισμένους, αμόρφωτους, πληγωμένους και πάει ...λέγοντας).

Η ταινία, παρ' όλο το σκαμπρόζικο θέμα της, ούτε μια στιγμή δεν προκαλεί θυμηδία. Είναι τέτοια η κινηματογράφηση, είναι τέτοιες οι ερμηνείες, οι διάλογοι, οι συμπεριφορές, είναι τέτοιος ο σεβασμός του δημιουργού στο θέμα του, που αναγκάζει τον - οποιοδήποτε - θεατή να κάνει αυτό που έκανε ο οικογενειακός και κοινωνικός κύκλος του ήρωα. Να δεχτεί τους όρους (που έχει ανάγκη) του ήρωα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τις περισσότερες περιπτώσεις είναι και δική μας (κοινωνική) ευθύνη οι φοβίες, οι ψυχικές διαταραχές, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές των τραυματισμένων (συν)ανθρώπων μας.

Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Εμιλι Μόρτιμερ, Πολ Σνάιντερ, Πατρίτσια Κλάρκσον.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ