Οι «ωδίνες», που δείχνουν να περνούν τα πολιτικά κόμματα της ολιγαρχίας μετά τις εκλογές, προβληματίζουν για το αν και κατά πόσο προετοιμάζεται το αστικό πολιτικό σκηνικό της «επόμενης μέρας»
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, κανείς δε γνωρίζει αν όσοι ήταν εντός του ΣΥΝ χτες, θα είναι και αύριο... Ηδη, το κύμα αποχωρήσεων από την Κουμουνδούρου έπαψε να έχει χαρακτηριστικά μεμονωμένου αναχωρητισμού (με τα δυο στελέχη της ΚΠΕ που αποχώρησαν από τις τάξεις του κόμματος πριν δυο βδομάδες) και, πλέον, έπειτα από την ανακοίνωση Μπίστη ότι «διαφωνεί και φεύγει», παίρνει διαστάσεις «διαζυγίου» μεταξύ μιας ολόκληρης και συγκροτημένης ομάδας του κόμματος με τον υπόλοιπο κορμό του ΣΥΝ.
Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στη ΝΔ και το παιχνίδι εξουσίας που παίζεται στα ηγετικά κλιμάκια της Ρηγίλλης, δεν έχουν κάνει ακόμα τον κύκλο τους. Αντιθέτως, εκείνο που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη είναι οι πάσης φύσεως ...κυκλωτικές κινήσεις: Του Καραμανλή στον Καρατζαφέρη, του Καρατζαφέρη (εμπλουτισμένες με αρκετή χυδαιότητα) στον Σπηλιωτόπουλο, του Μητσοτάκη στον Καραμανλή, του Εβερτ στον Μητσοτάκη, των «λοχαγών» στους «βαρόνους», των «βαρόνων» στους... κ.ο.κ.
Παράλληλα, όλη η φιλολογία περί «μεσαίου» χώρου φαίνεται να προκαλεί τα αντανακλαστικά εκείνων, που είτε θεωρούν πως μπορούν να «παίξουν» πολιτικά, διατηρώντας μια αυτόνομη παρουσία στα άκρα δεξιά του πολιτικού συστήματος, είτε εκείνων των επίδοξων αρχηγών, που βλέπουν ότι, εφ' όσον το πολιτικό παιχνίδι καθοριστεί με κανόνες που θα έχουν τη σφραγίδα του Καραμανλή, τότε, άλλοι από αυτούς θα μείνουν «δεύτεροι» (Ντόρα Μπακογιάννη) ή άλλοι ίσως βρεθούν ακόμα και εκτός «γηπέδου» (Σουφλιάς, Αβραμόπουλος, επί παραδείγματι).
Σε κάθε περίπτωση, τα περί «ισοδύναμου» εκλογικού αποτελέσματος, με τα οποία η ΝΔ επιχειρούσε να διασκεδάσει την εκλογική ήττα της, έχουν ξεχαστεί. Πολύ περισσότερο, δε, έχουν ξεχαστεί τα θρυλούμενα περί «αδιαμφισβήτητης» κυριαρχίας του Καραμανλή στο εσωτερικό του κόμματος, όπως και οι απολυτότητες ότι τα προβλήματα ενότητας της ΝΔ τελείωσαν το βράδυ των εκλογών. Ισα - ίσα, όπως αποδεικνύεται, εκείνο το βράδυ ήταν που άρχισαν...
Οσον αφορά στο ΠΑΣΟΚ, οι κόντρες Πάγκαλου - Βενιζέλου που υπενθύμισαν σε πολλούς ότι έρχεται (αργά ή γρήγορα) η ...δύσκολη ώρα της διαδοχής, σε συνδυασμό με τις εσωκομματικές ισορροπίες που επιδιώκεται να τηρούνται μεταξύ των πρωτοκλασάτων σε κάθε κυβερνητική κίνηση (π.χ. Ολυμπιάδα), είναι πλευρές, που απλώς πιστοποιούν ότι αυτή τη φορά, μετά την τελευταία τους εκλογική επικράτηση, στη Χαρ. Τρικούπη δεν είχαν καιρό για ...πανηγύρια. Αντίθετα, όχι μόνο δεν υπήρξαν επινίκια, αλλά, από την επομένη της 9ης Απρίλη, εκείνο που δίνει το στίγμα στο κυβερνητικό κόμμα είναι μια αγχώδης επίκληση των «αλλαγών» που τις ζητούν όλα τα στελέχη (του κ. Σημίτη προεξάρχοντος) και πάντα υπό τη μόνιμη επωδό πως «το ΠΑΣΟΚ έφτασε τα όριά του».
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, όμως, μετά από «δικές του» πρωτοβουλίες, δίνεται η δυνατότητα να αντανακλώνται στο γενικότερο πολιτικό σκηνικό διεργασίες και κινήσεις, που είναι και φαίνονται ότι είναι διεργασίες ευρύτερες. Και φαίνονται ότι αφορούν το συνολικό πολιτικό σκηνικό, επειδή στο ΠΑΣΟΚ η κατοχή των ιμάντων νομής της εξουσίας επιτρέπει αυτές οι διεργασίες να μην καλύπτονται από τον κουρνιαχτό των υπόκωφων ακόμα εσωκομματικών ερίδων και διενέξεων. Για παράδειγμα, οι προαναγγελίες αλλαγών στον εκλογικό νόμο, ή στη διοικητική δομή της χώρας (που θα συμπαρασύρουν και το εκλογικό σύστημα), αλλά, ακόμα περισσότερο, οι επίσημες πλέον τοποθετήσεις πως το ΠΑΣΟΚ θέλει να παίξει το ρόλο του «μοχλού» για τη «μετεξέλιξη» και «ανασύνθεση» του πολιτικού τοπίου, είναι στοιχεία που βεβαιώνουν ότι «κάτι γίνεται», γενικώς...
Πριν γίνει μια προσπάθεια σύνθεσης των παραπάνω, πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα που περιγράφτηκε είναι έκδηλα αναντίστοιχη με ό,τι θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει μετά από μια εκλογική αναμέτρηση, όπου ο δικομματισμός (χωρίς να προσμετρούνται οι «παραπόταμοί του») έλαβε ένα ποσοστό της τάξης του 87%. Αντί, όμως, το αποτέλεσμα των εκλογών να λειτουργήσει «καθησυχαστικά», τουλάχιστον, για την ολιγαρχία και για τους δυο κομματικούς πυλώνες της, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, βλέπουμε τα κόμματά της να ταλανίζονται, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο. Και το ερώτημα τίθεται εύλογα: «Γιατί»;
Ισως η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που έλεγε προχτές ο πρωθυπουργός: «Καθώς θα πηγαίνουμε στο 2004 - έλεγε - θα είναι πολύ δύσκολο να πείθουμε για τις διαχωριστικές γραμμές μας με τη ΝΔ, ξαναγυρνώντας στο 1990 - '93». Αν προσθέσουμε και την εκτίμηση του ΕΓ του ΠΑΣΟΚ για το εκλογικό αποτέλεσμα, ότι στις 9 Απρίλη η «διαχωριστική γραμμή διατηρήθηκε, αλλά αποδυναμωμένη», τότε μάλλον πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η άρχουσα τάξη δεν αποκλείεται να επιδιώκει την οικοδόμηση του πολιτικού της συστήματος, στη βάση, πλαστών πάντα, αλλά «νέων» διαχωριστικών γραμμών.
Το ερώτημα που τίθεται, συνεπακόλουθα, είναι αν το παιχνίδι εξαπάτησης των λαϊκών μαζών, ειδικά σε μια περίοδο απόλυτης «γαλαζοπράσινης» συναίνεσης γύρω από το «μονόδρομο» της ΟΝΕ, μπορεί να συνεχίσει να διευθύνεται στην κεντρική πολιτική σκηνή από τον κλασικό δικομματισμό. `Η, μήπως, τρεις δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση, θέλει και ο δικομματισμός τον ...εκσυγχρονισμό» του, μέσα από τη διαμόρφωση των «κεντροαριστερών» και «κεντροδεξιών» σχημάτων, που θα «ανανεώσουν» τα τεχνητά διλήμματα, με στόχο το μελλοντικό εγκλωβισμό των λαϊκών στρωμάτων; Μόλις προχτές ο γραμματέας του ΠΑΣΟΚ μιλούσε για «συμμαχίες», με στόχο τη «μετεξέλιξη» του πολιτικού συστήματος...
Εδώ, εξίσου υπαρκτό ερώτημα, όπως προκύπτει από τις διεργασίες των ημερών, είναι και το εξής: Η ολιγαρχία (που οι εκπρόσωποί της συνηθίζουν τελευταία να μιλούν για τα «πολιτικά άκρα»), έχει, άραγε, αποφασίσει ότι μπορεί να αναπαλαιώσει το πολιτικό της σύστημα, αξιοποιώντας - αφού πρώτα τη δημιουργήσει - και μια αυτόνομη Ακροδεξιά στην Ελλάδα; Επιπλέον, οι πυκνές αναφορές στο άλλο «άκρο» (που κατ' αυτούς δεν είναι παρά το ΚΚΕ...) τι σημαίνουν; Οτι η είσοδος στην ΟΝΕ σηματοδοτεί και την επιβολή μιας δημοκρατίας αντίστοιχης της ...Μπούντεσμπαγκ, που θα στρέφεται απροσχημάτιστα εναντίον όλων εκείνων που δε συναινούν στο ...Ράιχ της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης;
Η ερωτηματικώ τω τρόπω απεικόνιση της κατάστασης δηλώνει, προφανώς, ότι θα ήταν εξαιρετικά πρόχειρο να δοθεί αυτή τη στιγμή μια ολοκληρωμένη απάντηση. Εξίσου προφανές είναι, όμως, ότι δε θα αργήσει η συμπλήρωση του παζλ. Γι' αυτό πρέπει να προβληματιζόμαστε από τώρα και να πάρουμε τα μέτρα μας, ενόψει των πολιτικών «εφευρέσεων», που θα λανσάρει η άρχουσα τάξη, για να δώσει «οξυγόνο» στο πολιτικό της σύστημα, που, ενόψει και των επερχόμενων κοινωνικών συγκρούσεων, πολύ φοβάται ότι «έχει φτάσει τα όριά του». Πρέπει, κυρίως, να προετοιμαζόμαστε, επειδή, τότε που θα συμπληρωθεί το παζλ, εκείνη η αλήθεια που λέει ότι δεν αρκεί να εξηγούμε τον κόσμο, αλλά το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε (άρα, η εργατική τάξη πρέπει να προετοιμάζεται πολιτικά γι' αυτό), θα είναι αμείλικτη.
Αυτούς τους στόχους, η τουρκική διπλωματία τους προωθεί με συνέπεια και υπομονή, δεκαετίες τώρα, φροντίζοντας μάλιστα να τους διακηρύττει κάθε φορά που το θεωρεί απαραίτητο, είτε με το «άγριο», όπως στην υπόθεση των Ιμίων, είτε με το «χαμόγελο» του Ι. Τζεμ σε όλη αυτή την περίοδο που κρατά η «άνοιξη» της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Η συνέπεια και η ειλικρίνεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έχει αρχίσει και αποδίδει καρπούς, καθώς η ελληνική κυβέρνηση συνομιλεί με την Αγκυρα, έστω κι αν παραμένει σε ισχύ η θέση που διατυπώθηκε και προκάλεσε την κρίση των Ιμίων: Πως, δηλαδή, στο Αιγαίο υπάρχουν βράχοι και νησίδες με αδιευκρίνιστο από τις Διεθνείς Συνθήκες καθεστώς. Με δεδομένη και αμετακίνητη αυτή τη θέση, η Τουρκία όχι μόνο απέσπασε την ελληνική συμφωνία για την αναβάθμιση των σχέσεών της με την Ευρώπη, αλλά εξασφάλισε και το δικαίωμα, με βάση τα συμφωνηθέντα στο Ελσίνκι, να συζητήσει διμερώς με την Ελλάδα, όσα θέματα θεωρεί πως αποτελούν ελληνοτουρκικές διαφορές.
Η προηγούμενη βδομάδα μπορεί να θεωρηθεί η αφετηρία της ελληνοτουρκικής συζήτησης για θέματα «υψηλής πολιτικής». Με άλλα λόγια, για θέματα που η Τουρκία έχει αναγορεύσει σε ελληνοτουρκικές διαφορές και η Αθήνα αρνούνταν να συζητήσει. Το «πέπλο», πίσω από το οποίο θα πραγματοποιηθεί αυτή η συζήτηση, είναι η διαδικασία για την εγκατάσταση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στο Αιγαίο. Ηδη, τα υπουργεία Αμυνας των δύο χωρών επεξεργάζονται, κατ' άλλους έχουν ήδη επεξεργαστεί και ανταλλάξει, καταλόγους με προτεινόμενα προς υιοθέτηση ΜΟΕ. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία της ανταλλαγής των καταλόγων, λοιπόν, εγκαινιάζεται η συζήτηση και καταρτίζεται η ατζέντα της συζήτησης. Πίσω από αυτό το πέπλο, η ελληνική κυβέρνηση καλύπτει ακόμη τις αναθεωρημένες της θέσεις, επιμένοντας να υποστηρίζει ότι δε συζητά θέματα εθνικής κυριαρχίας. Πρόκειται για «σοφιστεία», η οποία πολύ σύντομα θα αποκαλυφθεί, καθώς η ταχεία συνολική διευθέτηση των θεμάτων του Αιγαίου δεν επιδιώκεται μόνο από την Αγκυρα, αλλά και από την Ουάσιγκτον και κυρίως απ' αυτήν.
Ηδη, τη βδομάδα που πέρασε, η τουρκική διπλωματία έσπευσε να υπογραμμίσει, για μια ακόμη φορά, την πάγια επιδίωξή της, για αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο. Με προφορικό διάβημα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών διαμαρτυρήθηκε στην ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα για δύο θέματα: Πρώτον, για στρατιωτικές και πολιτικές εργασίες που εκτελούνται σε γεωγραφικούς σχηματισμούς στο Αιγαίο. Δεύτερο, για τα εγκαίνια του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος, το οποίο, κατά δήλωση της πολιτικής ηγεσίας του ελληνικού υπουργείου Αμυνας, αποτελεί πια ομπρέλα προστασίας της ελληνικής επικράτειας, από τη Θράκη έως το Καστελόριζο. Αυτό, σύμφωνα με το τουρκικό διάβημα, δε συνάδει με το νέο κλίμα που διαμορφώνεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ετσι, λοιπόν, η τουρκική διπλωματία, την ίδια στιγμή που ξεκινά η συζήτηση για τα θέματα του Αιγαίου κάτω από το μανδύα της εγκατάστασης ΜΟΕ, σπεύδει να υπενθυμίσει και να διευκρινίσει, αν αυτό είναι απαραίτητο, πως δεν έχει αλλάξει θέσεις περί ύπαρξης γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο, στις οποίες η Ελλάδα παρανόμως αναπτύσσει δραστηριότητες.
Η ελληνική κυβέρνηση, προσερχόμενη στο τραπέζι του διαλόγου με την Τουρκία, έχει τελικά, εμμέσως, αποδεχτεί την τουρκική ατζέντα και προετοιμάζεται να συζητήσει εφ' όλης της ύλης. Η επανεμφάνιση την περασμένη βδομάδα στο προσκήνιο (στη σύσκεψη Σημίτη - Παπανδρέου στο Μέγαρο Μαξίμου) του καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου, ειδικού για τα θέματα του Δικαίου Θαλάσσης και των μηχανισμών του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, στενού φίλου του πρωθυπουργού και για μικρό διάστημα υφυπουργού Εξωτερικών, Χρ. Ροζάκη, αποκαλύπτει την κατεύθυνση των ελληνικών προετοιμασιών...