ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Γενάρη 2005
Σελ. /32
Το ΚΚΕ και οι βιοτέχνες

Αφού ανοίξαμε τη συζήτηση για τις κοινωνικές συμμαχίες, και κύρια για τα μικροαστικά στρώματα της πόλης, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να τη συνεχίσουμε. Και λέω «συζήτηση», γιατί σε επίπεδο θεωρητικών επεξεργασιών και πολιτικής δράσης έχουμε ακόμα πολλή δουλιά μπροστά μας. Και είμαστε υποχρεωμένοι να εμβαθύνουμε, αν θέλουμε να δυναμώσουμε την πολιτική του μετώπου, αν θέλουμε να «συντομεύσουμε» το δρόμο προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Παρά τις όποιες αδυναμίες του κομματικού δυναμικού, έχουν δημιουργηθεί σήμερα οι προϋποθέσεις για ένα άλμα και στην πολιτική μας και τη θεωρία. Χρέος μας είναι να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες, να γενικεύσουμε την εμπειρία, να δώσουμε ώθηση στη συνείδηση αυτών των λαϊκών στρωμάτων. Ετσι θα αποφύγουμε ευκολίες και ερασιτεχνισμούς, που μπορεί να μην είναι το κύριο στο ξεδίπλωμα της πολιτικής μας στα μικροαστικά στρώματα της πόλης, όμως δημιουργούν εμπόδια και αστοχίες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.

Η εικόνα που δίνουν τα στοιχεία της πρόσφατης απογραφής του 2001, σε σύγκριση με αυτήν του 1991, για τα μικροαστικά στρώματα της πόλης είναι πάνω - κάτω η εξής: Τα μικροαστικά στρώματα της πόλης παρέμειναν περίπου σταθερά (μείωση κατά 2% σε απόλυτους αριθμούς). Στην εσωτερική τους διάρθρωση, παρουσιάζεται το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο στοιχείο να μειώνονται οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και να αυξάνονται οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό, και μάλιστα σχεδόν όσοι λείπουν από τη μια κατηγορία εμφανίζονται στην άλλη. Με κραυγαλέα περίπτωση το εμπόριο, όπου οι αυτοαπασχολούμενοι από το 63% πέφτουν στο 27% και οι εργοδότες εκτινάσσονται από το 28% στο 69%, χωρίς σημαντική μείωση του συνολικού αριθμού τους. Δηλαδή, σαν να έκαναν προσλήψεις κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και έγιναν εργοδότες, και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Δεν μπορούμε, βέβαια, να μεταφέρουμε τα στατιστικά στοιχεία ατόφια στην κοινωνία και, πολύ περισσότερο, αυτά τα στοιχεία, που φέρνουν τη σφραγίδα της αστικής ανάλυσης. Ομως, δεν μπορώ να δεχτώ στρουθοκαμηλισμούς του τύπου «φταίνε τα στοιχεία», γιατί δεν μπορούμε αλλού να τα θεωρούμε αξιόπιστα και αλλού χαλκευμένα. Ούτε θα συμφωνήσω με επιδερμικές αναλύσεις του τύπου «είναι δείγμα συγκέντρωσης κεφαλαίων», γιατί η συγκέντρωση έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εργοδοτών και όχι την αύξησή τους. Τέλος πάντων, αυτό είναι ένα θέμα προς διερεύνηση.

Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που δείχνουν οι στατιστικές, είναι ότι ο τομέας της παραγωγής στα μικροαστικά στρώματα εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος (με μια μείωση από το 39% στο 34%), καλύπτοντας το 1/3 του συνόλου. Και είναι ένα θέμα που έχει γενικότερη αξία για το Κόμμα. Σ' αυτό προσθέτω και το γεγονός ότι οι κομματικές δυνάμεις αποτελούνται στην πλειοψηφία από βιοτέχνες και εκεί βρίσκεται η κύρια συνδικαλιστική μας επιρροή. Η άποψη ότι οι πολιτικές διώξεις ώθησαν πολλούς κομμουνιστές να ανοίξουν μικροεπιχειρήσεις, δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Ενα ζήτημα είναι ότι από τη μεταπολίτευση έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια. Ενα δεύτερο ότι ο βασικός όρος που είναι αναγκαίος για να επιβιώσει μια μικροεπιχείρηση είναι οικονομικός και όχι πολιτικός. Και ένα τρίτο ότι οι διωκόμενοι πολιτικά κατευθύνθηκαν και στο εμπόριο και στην παραγωγή, όμως εδώ επιβίωσε και αναπτύχθηκε η κομματική και συνδικαλιστική μας επιρροή, ενώ στο εμπόριο και τις «υπηρεσίες» δεν είχε την ίδια τύχη. Κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Για να δούμε!

Κατ' αρχήν υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα της πόλης και τα αντίστοιχα του χωριού (τους μικρομεσαίους αγρότες), που έχει να κάνει με τη θέση τους στην παραγωγή. Οι μικρομεσαίοι αγρότες απασχολούνται στο σύνολό τους στην παραγωγή, δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης που είναι διασπαρμένοι σε ολόκληρη τη σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας. Το 1/3 έχει άμεση σχέση με την παραγωγή (κύρια είναι βιοτέχνες), το 1/3 απασχολείται στο εμπόριο και οι υπόλοιποι στον τουρισμό και τις «υπηρεσίες» (με όποιο περιεχόμενο δίνει σ' αυτούς τους όρους η αστική στατιστική ανάλυση). Ετσι, ενώ όταν απευθυνόμαστε στους αγρότες η πολιτική μας μπορεί να είναι ενιαία, όταν αναφερόμαστε στα μικροαστικά στρώματα της πόλης, η ίδια πολιτική απαιτεί διαφοροποιήσεις και εξειδικεύσεις που έχουν άμεση σχέση με τη θέση κάθε τμήματος στην παραγωγή.

Θα μου πείτε, έχει κάποιο πρακτικό νόημα αυτός ο διαχωρισμός;

Πρώτ' απ' όλα, οι βιοτέχνες είναι άμεσοι παραγωγοί και μάλιστα δεμένοι με την παραγωγική διαδικασία, αφού είναι και ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Ισχύει για όλους αυτό; Οχι, βέβαια. Γι' αυτούς που η υπεραξία που καρπώνονται δεν έχει τέτοιο ύψος που να τους «απελευθερώνει» από την άμεση παραγωγική εργασία. Με γενικούς στατιστικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απασχολούν το πολύ 3-4 άτομα, που στη βιοτεχνία (με τις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής δραστηριότητας) το όριο αυτό πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερο και στους άλλους κλάδους λίγο μικρότερο. Αυτό το δέσιμο με την παραγωγή δίνει στους βιοτέχνες ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο επίπεδο της συνείδησης, σε σχέση με τα υπόλοιπα μικροαστικά στρώματα της πόλης. Για παράδειγμα, όταν ένας βιοτέχνης υπολογίζει την τιμή ενός εμπορεύματος, είναι υποχρεωμένος να συμπεριλάβει σ' αυτήν την αξία που πραγματοποιήθηκε στην επιχείρησή του (από τη δική του εργασία και των απασχολούμενων σ' αυτήν). Ο πιο μικρός έμπορος, αντίθετα, την αμοιβή του τη βλέπει σαν ένα ποσοστό κέρδους πάνω στην τιμή αγοράς (στην πραγματικότητα, διαχειρίζεται υπεραξία που παράχθηκε έξω από την επιχείρησή του, στη σφαίρα της παραγωγής).

Επειτα, στην καρδιά των θέσεων μας για τους μικροαστούς βρίσκεται ο συνεταιρισμός που θα τους δώσει τη δυνατότητα να κάνουν τη δικιά τους συγκέντρωση σαν τη μοναδική αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην επέλαση των μονοπωλίων. Οχι όμως οποιοσδήποτε συνεταιρισμός (παρότι όλοι έχουν την ίδια αξία στον καπιταλισμό), αλλά ο παραγωγικός συνεταιρισμός. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Εχει άμεση σχέση με το στρατηγικό στόχο του Κόμματος για το σοσιαλισμό. Ο παραγωγικός συνεταιρισμός είναι ένα αποτελεσματικό μέσον συνένωσης της διασπαρμένης μικρής παραγωγής και ένταξής της στο νέο ανώτερο επίπεδο κοινωνικοποίησης της εργασίας, που απαιτεί ο σοσιαλισμός. Ετσι, που στην πορεία προς τον κομμουνισμό ο παραγωγικός συνεταιρισμός να μοιάζει όλο και περισσότερο με τις υπόλοιπες κοινωνικοποιημένες σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες. Δεν ισχύει το ίδιο για τους εμπορικούς συνεταιρισμούς, αφού το σοσιαλιστικό κράτος είναι υποχρεωμένο πολύ γρήγορα να θέσει όλο το εμπόριο κάτω από τον άμεσο έλεγχό του. Με άλλα λόγια, λέμε στους βιοτέχνες, «σας χρειαζόμαστε και στο σοσιαλισμό, γιατί είσαστε τμήμα της παραγωγικής βάσης της χώρας και θα βελτιώσουμε αποφασιστικά τις συνθήκες εργασίας και το εισόδημά σας με την ένταξή σας στο σοσιαλιστικό καταμερισμό εργασίας μέσω του συνεταιρισμού». Στους μικρέμπορους και τους άλλους μικροαστούς θα μπορούσαμε να πούμε, «ε, θα σας βρούμε καμιά άλλη δουλιά να κάνετε, που να είναι και χρήσιμη στην κοινωνία».

Ελπίζω να μην ακούγονται «κινέζικα» τα παραπάνω. Και μια και η κουβέντα το έφερε στα κινέζικα, θα δείτε βιοτέχνες και μικρέμπορους να αγανακτούν το ίδιο με την εισβολή των κινέζικων εμπορευμάτων. Ομως, ο μικρέμπορος θα ήταν ευχαριστημένος, αν πούλαγε ο ίδιος τα κινέζικα, αντί για τα μονοπώλια του εμπορίου και τους ίδιους τους Κινέζους, ενώ ο μικροβιοτέχνης οδηγείται έτσι και αλλιώς στην καταστροφή.

Τέλος πάντων, η σημασία που έχουν οι μικροβιοτέχνες για το Κόμμα σε σχέση με τους υπόλοιπους μικροαστούς είναι αντίστοιχη (τηρουμένων των αναλογιών) με την ιδιαίτερη αξία που έχει το βιομηχανικό προλεταριάτο σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Αρα, το ποιος είναι πιο αδύνατος οικονομικά, δε μας φθάνει σήμερα για να προσδιορίσουμε τη θέση των μικροαστικών στρωμάτων στο μέτωπο και, πολύ περισσότερο, τη στάση τους απέναντι στο σοσιαλισμό. Το κριτήριο της φτώχειας, όσο κι αν είναι ευκολοχώνευτο από τα συνδικαλιστικά ακροατήρια, από μόνο του, δεν προσφέρει και πολλά στο επίπεδο της συνείδησης, που είναι και το πιο κρίσιμο για ένα κομμουνιστικό κόμμα.

Αν, λοιπόν, ανοίξει στα γεμάτα η συζήτηση για τα μικροαστικά στρώματα, που θα ανοίξει, τέτοιου είδους «λεπτομέρειες», στις οποίες αναλώνεται το σημείωμα αυτό, θα βρουν τη θέση τους.

Και από ό,τι καταλαβαίνετε, δε θα αφορούν μόνο τα μικροαστικά στρώματα.

Βασίλης Μαμάης

Αθήνα

Α. Η αίσθηση πως ο κύκλος της υποχώρησης των δυνάμεων του σοσιαλισμού οδεύει προς τη λήξη του, δυναμώνει. Η αρχική αυτοπεποίθηση των κυρίαρχων τάξεων μεταβάλλεται σε σκεπτικισμό, απαισιοδοξία, αβεβαιότητα. Η ιστορική εποχή που εγκαινίασε η οκτωβριανή επανάσταση, αυτή της γενικής κρίσης του καπιταλισμού και της μετάβασης στο σοσιαλισμό, δεν έχει κλείσει.

Με την ήττα του σοσιαλισμού στις χώρες της Ευρώπης, την ΕΣΣΔ και τη ΛΔ Μογγολίας, αναδύεται μια πρωτότυπη κατάσταση: Η διάσπαση του κόσμου σε δύο αντίθετα κοινωνικά συστήματα ξεπερνιέται τρόπον τινά αλλά δεν αναιρείται. Εξαφανίζεται ο σοσιαλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, στις υπόλοιπες χώρες υποχωρούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεν ανατρέπεται όμως η σοσιαλιστική εξουσία.

Μετά το πρώτο σοκ, το Κομμουνιστικό Κίνημα ανασυντάσσεται. Αρκετά κόμματα ανασυγκροτούνται, κατακτούν θέσεις, δίνουν ενδιαφέρουσες επεξεργασίες. Σήμερα το Κομμουνιστικό Κίνημα αντιμετωπίζει ένα δεύτερο αντεπαναστατικό κύμα: με έξαρση αντικομμουνισμού, καταστολή, πιέσεις ακόμα και κρατικές επεμβάσεις για την περιθωριοποίηση, διάσπαση και αποδυνάμωση κομμουνιστικών δυνάμεων. Σε χώρες της Ευρώπης υπάρχουν ΚΚ παράνομα ή αντιμέτωπα με ασφυκτικά εμπόδια στη δράση τους.

Ουσιαστική πλευρά αυτού του δεύτερου κύματος μετά την αντεπανάσταση είναι η σφοδρότητα της ιδεολογικής επίθεσης, της πίεσης για ενσωμάτωση, για άμβλυνση - εγκατάλειψη φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Οι σημαντικές αποκλίσεις σε στρατηγικά ζητήματα στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος το καθιστούν πιο ευάλωτο.

Ιδιαίτερη αρνητική εξέλιξη αποτελεί η ίδρυση του λεγόμενου Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πέρα από τις επιδιώξεις ή αυταπάτες κομμάτων που συμμετέχουν, στον πυρήνα του μορφοποιείται ένα διαλυτικό - συμβιβαστικό ρεύμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της σύμφυσης οπορτουνιστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων με μηχανισμούς της ΕΕ.

Β. Το Κόμμα μας έχει διαμορφωμένο πρόγραμμα και στρατηγική παίρνοντας υπόψη και τις εξελίξεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Η λενινιστική ανάλυση δεν αποκόβει την πολιτική του ιμπεριαλισμού από την οικονομία του. Ξεκινά από το ότι ιμπεριαλισμός σημαίνει μονοπωλιακός καπιταλισμός, σημειώνει την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού. Στην Ελλάδα είναι διαμορφωμένος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στρατηγική μας: η εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι αυτή που θα αντικαταστήσει την εξουσία των μονοπωλίων. Τα 15ο και 16ο Συνέδρια έχουν περιγράψει τους τρόπους και τους δρόμους μέσα από τους οποίους μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση του Μετώπου, τις πιθανές ατραπούς που θα ακολουθήσει η πάλη για τη λύση του ζητήματος της εξουσίας.

Ωστόσο, το ότι η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή πάλη εντάσσεται οργανικά στην πάλη για το σοσιαλισμό δε σημαίνει και ότι αυτά ταυτίζονται. Βεβαίως, υπάρχουν άλλες δυνάμεις -στη χώρα μας και διεθνώς - που ασπάζονται μια τέτοια άποψη. Ορισμένοι ξεκινούν από μια αντιλενινιστική αντίληψη περί «ολοκλήρωσης» του καπιταλισμού, άλλοι δε ισχυρίζονται πως η χώρα μας είναι ή αναδύεται σε ιμπεριαλιστική δύναμη - κάτι που βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίφαση με την πείρα του λαϊκού κινήματος και τις πολιτικές εξελίξεις. Ανάλογες γνώμες εκφράστηκαν σποραδικά και στο διάλογο.

Μια τέτοια άποψη, εκτός των άλλων, αγνοεί την υπόδειξη πως «το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού συνίσταται στο ότι όλος ο κόσμος, όπως το βλέπουμε, χωρίζεται σήμερα σε πολλά καταπιεζόμενα έθνη και σ' ένα μηδαμινό αριθμό εθνών που καταπιέζουν, που διαθέτουν κολοσσιαία πλούτη και μεγάλη στρατιωτική δύναμη... Η τεράστια πλειοψηφία... ανήκουν στα καταπιεζόμενα έθνη» (Λένιν, έκθεση για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα στο ΙΙ Συνέδριο της ΚΔ). Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται από τον Στάλιν, την ΚΔ, συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της κομμουνιστικής στρατηγικής.

Θεωρώ την τοποθέτηση του Προγράμματος και των Θέσεων της ΚΕ σαφή. Σε αρμονία με την υπογράμμιση του Λένιν πως «Χαρακτηριστικές για αυτή την εποχή δεν είναι μόνο οι δύο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά, είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης».

Γ. Σημαντική κινητικότητα χαρακτηρίζει τις εξελίξεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι ανακατατάξεις και αναδιατάξεις δυνάμεων αποκτούν μια ταχύτητα αξιοσημείωτη. Νέες δυνάμεις αναδύονται, η Ιαπωνία (πάντα δεύτερη παγκόσμια οικονομία) ανακάμπτει φιλόδοξα και επιθετικά, άξονες και αντιάξονες σχηματίζονται και διαλύονται, δυνάμεις και χώρες αλλάζουν στρατόπεδα, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις ξεπηδούν και χάνονται ξαφνικά. Ο ανταγωνισμός «μερικών μεγάλων Δυνάμεων που τείνουν προς την ηγεμονία», οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις αποκτούν μια οξύτητα εκρηκτική.

Ιδιαίτερα αξίζει να σημειωθεί η τάση επιστροφής σε «κλασικές» μορφές αποικιακής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, με την άμεση στρατιωτική κατοχή εδαφών, την επιβολή προτεκτοράτων. Στην ουσία αυτό που παρατηρούμε είναι η επανεκκίνηση της πάλης για την αναδιανομή εδαφών που είχε «παγώσει» με την κατάρρευση του αποικιακού συστήματος. Το «εθνικό ζήτημα» επανέρχεται με νέα μορφή.

Τι προοπτική όμως ανοίγουν τα παραπάνω; Πώς διαμορφώνονται οι εφεδρείες του ιμπεριαλισμού; Ποια η επίπτωση αγώνων και δυνάμεων που θα έρχονται σε αντίθεση με την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, έχοντας μικρή ή και καμία απολύτως σχέση με την προοπτική μιας νέας κοινωνίας (λ.χ. η ιρακινή Αντίσταση);

Θεωρώ ότι η σημασία τους έγκειται στην επίδρασή τους - έως εξαιρετικού βαθμού - στο στιγμιαίο συσχετισμό δύναμης. Ο Γκράμσι διέκρινε 3 κατηγορίες ή βαθμούς συσχετισμών: α) τον κοινωνικό συσχετισμό, που είναι αντικειμενικός για δοσμένη στιγμή, β) το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, που εκφράζει το βαθμό αυτοσυνείδησης και οργάνωσης των διάφορων κοινωνικών τάξεων και ομάδων και γ) τον στρατιωτικό συσχετισμό - με την τεχνική και πολιτική του διάσταση - άμεσα αποφασιστικός για την ιστορική στιγμή.

Δ. Διευρύνεται αντικειμενικά η δυνατότητα να συσπειρωθούν ευρύτατα λαϊκά στρώματα, λαοί και κινήματα, στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στο έδαφος των αυξανόμενων και περίπλοκων αντιθέσεων που πυροδοτεί ο ιμπεριαλισμός.

Παράλληλα οξύνεται η αντίθεση κεφάλαιο - εργασία. Διαφαίνεται μια τάση προς ολοένα οξυνόμενες κοινωνικές συγκρούσεις. Για την ΕΕ οι σοφοί της CIA εκτιμούν, όπως διαβάσαμε πρόσφατα, πως «μπορεί να γνωρίσει μεγάλη κρίση και ορισμένα μέλη της να ακολουθήσουν εντελώς δική τους πορεία, έστω και αν παραμείνουν τυπικά μέλη», ακόμα και να εκδηλωθούν «ακραία πολιτικά φαινόμενα σε περιόδους οικονομικής κρίσης στην ΕΕ». Ο ρόλος της εργατικής τάξης και του κινήματός της, η κατάσταση του Κομμουνιστικού Κινήματος αναδείχνονται σε παράγοντες καθοριστικής σημασίας.

Η αντιμετώπιση της αρνητικής κατάστασης στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, κατά τη γνώμη μου, θα γίνεται παράλληλα και στο έδαφος της προώθησης της συσπείρωσης των συστατικών στοιχείων του παγκόσμιου επαναστατικού ρεύματος.

Αξονες μιας ενεργητικής διεθνούς πολιτικής για την παρέμβαση και συμβολή του Κόμματος μπορούν να είναι:

-- Η υπεράσπιση της ιστορίας, των παραδόσεων του Κομμουνιστικού Κινήματος και του Λενινισμού.

-- Η απόκρουση του αντικομμουνισμού, των διώξεων, της καταστολής.

-- Η διεθνιστική αλληλεγγύη, ιδιαίτερα προς τους λαούς που προσπαθούν να οικοδομήσουν το Σοσιαλισμό, και όσους αντιμετωπίζουν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και επιθέσεις.

-- Η προώθηση πολλαπλών, πολυεπίπεδων, διαφορικών μορφών συνεργασίας των ΚΚ.

-- Η σταθεροποίηση της δράσης ενάντια σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, με διεθνείς συσπειρώσεις κομμάτων και κινημάτων (πείρα από «Δράση Θεσ/κη 2003», ΑντιΝΑΤΟικές κινητοποιήσεις στην Κωνσταντινούπολη, ΑντιΝΑΤΟικό κέντρο κλπ.).

-- Η συστηματοποίηση του διαλόγου για τη σοσιαλιστική προοπτική και το Σοσιαλισμό.

-- Η ευέλικτη πολιτική συσπείρωσης στα διεθνή κινήματα και οργανώσεις.

-- Η αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία, το δεξιό και αριστερό οπορτουνισμό, τα αντίπαλα ιδεολογικά ρεύματα (τροτσκισμός, μαοϊκοί κλπ.).

-- Η αντιμετώπιση προσπαθειών για παραπέρα διάσπαση, διάχυση και κατακερματισμό του Κομμουνιστικού Κινήματος.

-- Η επαγρύπνηση για σχέδια υπονόμευσης (για πόσες «κόκκινες ρέγκες» θα διαβάσουμε στο μέλλον).

Ο προλεταριακός διεθνισμός αποτελεί συστατικό της ιδεολογίας του Κόμματός μας.

Το σημαντικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται προσυνεδριακά, το γεγονός ότι ο διεθνισμός και πατριωτισμός αποτελούν συστατικά των αγωνιστικών παραδόσεων, διαμορφώνουν μια στέρεη βάση για την παραπέρα ανάπτυξη των διεθνιστικών φυσιογνωμικών του χαρακτηριστικών και τη συμβολή του στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα - στο μέτρο των δυνατοτήτων και λαμβάνοντας πάντα υπόψη το σχετικό βάρος της χώρας μας στο διεθνές πεδίο.

Νίκος Σερετάκης

Τμήμα Διεθνών Σχέσεων

Η δουλιά του Κόμματος και της ΚΝΕ στη νεολαία της επαρχίας

Οι θέσεις της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο του Κόμματός μας διαπραγματευόμενες τα προβλήματα της νεολαίας, αλλά και το ζήτημα της δουλιάς μας προς αυτήν, παρά το εύρος των θεμάτων που εξετάζουν, δεν κάνουν ιδιαίτερο λόγο για τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντάει η δράση μας μέσα στις ιδιαίτερες και πολύ δύσκολες συνθήκες στην επαρχία.

Η ΚΕ μέσα στις Θέσεις της για το 17ο Συνέδριο παραθέτει πολύ σωστά τα προβλήματα γενικά της νεολαίας, σήμερα όμως η νεολαία στην επαρχία αντιμετωπίζει το συνδυασμό των προβλημάτων αυτών με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην επαρχία, δηλαδή τη φτώχεια, την ανεργία, την εγκατάλειψη, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, της άνισες ευκαιρίες και την έλλειψη διεξόδων, τον απομονωτισμό, τα ναρκωτικά, τις τοπικιστικές και άλλες στρεβλές αντιλήψεις που αναπόφευκτα δημιουργούνται. Η δουλιά μας εκεί είναι αντικειμενικά δύσκολη και η δράση μας αναγκαστικά περιορισμένη, και φυσικά όλα αυτά δε θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστες και τις Κομματικές Οργανώσεις (ΚΟ) εκεί. Οι στρεβλές και λανθασμένες αντιλήψεις που παρουσιάζονται στις γραμμές μας εκεί, η μη απόλυτη κατανόηση και συνεπώς εφαρμογή του Προγράμματος του Κόμματος, το ανεπαρκές ιδεολογικοπολιτικό ατσάλωμα και η «γηραιά» σύνθεση των ΚΟ είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα που συναντιούνται συχνά εκεί. Συνεπώς, η καθυστέρηση της δουλιάς μας με τη νεολαία στην επαρχία οφείλεται:

1. Στις αντικειμενικές συνθήκες και δυσκολίες που υπάρχουν εκεί, που το ίδιο το σύστημα έχει γεννήσει.

2. Στις ίδιες τις ΚΟ, που πληγωμένες και αυτές από τις συνθήκες, ως κομμάτι και αυτές του ντόπιου πληθυσμού, αδυνατούν όχι μόνο να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τη νεολαία και την ΚΝΕ, αλλά και γενικά στις ιστορικά κληρονομημένες υποχρεώσεις που τις βαραίνουν προς την ίδια την τάξη που τις γέννησε.

Ολα αυτά, σύντροφοι, αναδεικνύουν την ανάγκη της ισχυροποίησης των ΚΟ εκεί. Ισχυροποίηση ιδεολογικοπολιτική, αλλά και στη σύνθεση.

Πρώτα απ' όλα είναι επιτακτική ανάγκη το σπάσιμο των στρεβλών αντιλήψεων στις γραμμές μας και κυρίως περί των καθοδηγητικών μας υποχρεώσεων προς την ΚΝΕ, όπως και μπαίνει πολύ σωστά από την ΚΕ στις Θέσεις της. Να καταλάβουμε ότι η ΚΝΕ δεν μπορεί να είναι κάτι το ξέχωρο από το Κόμμα, αλλά η συνέχειά του.

Πολύ σημαντική βοήθεια σε αυτό θα είναι και το «νέο αίμα» στις γραμμές των ΚΟ. Νέα στελέχη ειδικευμένα και προσανατολισμένα στη δουλιά με τη νεολαία, που θα μπορούν να εκφράσουν στο ακέραιο το πρόγραμμα και την ιδεολογία του Κόμματός μας, θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στην ιδεολογικοπολιτική θωράκιση των ΚΟ και να δώσουν νέα ώθηση στα ζητήματα της νεολαίας.

Ακόμα, είναι αναγκαίος ο εποικοδομητικός έλεγχος από τα πάνω προς τα στελέχη των ΚΟ και της ΚΝΕ, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των ΚΟ στην επαρχία και τα αισθήματα της απομόνωσης και της απογοήτευσης, που αναπόσπαστα από το όλο σκηνικό δημιουργούνται.

Τέλος, για να μπορέσουν αυτά να προχωρήσουν, να μπορέσουμε να προχωρήσουμε προς τη λαϊκή συμμαχία, πρέπει η νέα ΚΕ, που θα εκλεγεί από το 17ο Συνέδριο, να δώσει τη λύση στα χρόνια βαρίδια του Κόμματός μας που είναι η αργή και μη ικανοποιητική ανάδειξη στελεχών σε όλους τους χώρους. Στελεχών ικανών να μετατρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε τοπικά ζητήματα της κάθε περιοχής σε δυσαρέσκεια προς την κυρίαρχη πολιτική, ικανών να συνδέουν την εκάστοτε τακτική σε διάφορα ζητήματα με τον στρατηγικό μας στόχο.

Η ισχυρή νεολαία πηγάζει από το ισχυρό Κόμμα, και γι' αυτό πρέπει όλα τα σφυριά της ισχυροποίησης του Κόμματος στην ύπαιθρο να πέσουν στις Αχτίδες και στις ΚΟΒ της υπαίθρου και τότε η ΚΝΕ θα μπορέσει να βρει και εκεί τον ζωτικό χώρο που της ανήκει και να συμβάλει και αυτή με παρεμβάσεις της στους μαθητές, στους νέους εργαζόμενους, τους άνεργους, για ένα ΚΚΕ πιο ισχυρό, για το Λαό, τη Λαϊκή Συμμαχία, το Σοσιαλισμό.

Φρυδάς Βαγγέλης

Μέλος του ΝΓ ΚΝΕ Καβάλας



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ