Κυριακή 30 Γενάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (17ο)
Το ΚΚΕ και οι βιοτέχνες

Αφού ανοίξαμε τη συζήτηση για τις κοινωνικές συμμαχίες, και κύρια για τα μικροαστικά στρώματα της πόλης, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να τη συνεχίσουμε. Και λέω «συζήτηση», γιατί σε επίπεδο θεωρητικών επεξεργασιών και πολιτικής δράσης έχουμε ακόμα πολλή δουλιά μπροστά μας. Και είμαστε υποχρεωμένοι να εμβαθύνουμε, αν θέλουμε να δυναμώσουμε την πολιτική του μετώπου, αν θέλουμε να «συντομεύσουμε» το δρόμο προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Παρά τις όποιες αδυναμίες του κομματικού δυναμικού, έχουν δημιουργηθεί σήμερα οι προϋποθέσεις για ένα άλμα και στην πολιτική μας και τη θεωρία. Χρέος μας είναι να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες, να γενικεύσουμε την εμπειρία, να δώσουμε ώθηση στη συνείδηση αυτών των λαϊκών στρωμάτων. Ετσι θα αποφύγουμε ευκολίες και ερασιτεχνισμούς, που μπορεί να μην είναι το κύριο στο ξεδίπλωμα της πολιτικής μας στα μικροαστικά στρώματα της πόλης, όμως δημιουργούν εμπόδια και αστοχίες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.

Η εικόνα που δίνουν τα στοιχεία της πρόσφατης απογραφής του 2001, σε σύγκριση με αυτήν του 1991, για τα μικροαστικά στρώματα της πόλης είναι πάνω - κάτω η εξής: Τα μικροαστικά στρώματα της πόλης παρέμειναν περίπου σταθερά (μείωση κατά 2% σε απόλυτους αριθμούς). Στην εσωτερική τους διάρθρωση, παρουσιάζεται το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο στοιχείο να μειώνονται οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και να αυξάνονται οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό, και μάλιστα σχεδόν όσοι λείπουν από τη μια κατηγορία εμφανίζονται στην άλλη. Με κραυγαλέα περίπτωση το εμπόριο, όπου οι αυτοαπασχολούμενοι από το 63% πέφτουν στο 27% και οι εργοδότες εκτινάσσονται από το 28% στο 69%, χωρίς σημαντική μείωση του συνολικού αριθμού τους. Δηλαδή, σαν να έκαναν προσλήψεις κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και έγιναν εργοδότες, και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Δεν μπορούμε, βέβαια, να μεταφέρουμε τα στατιστικά στοιχεία ατόφια στην κοινωνία και, πολύ περισσότερο, αυτά τα στοιχεία, που φέρνουν τη σφραγίδα της αστικής ανάλυσης. Ομως, δεν μπορώ να δεχτώ στρουθοκαμηλισμούς του τύπου «φταίνε τα στοιχεία», γιατί δεν μπορούμε αλλού να τα θεωρούμε αξιόπιστα και αλλού χαλκευμένα. Ούτε θα συμφωνήσω με επιδερμικές αναλύσεις του τύπου «είναι δείγμα συγκέντρωσης κεφαλαίων», γιατί η συγκέντρωση έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εργοδοτών και όχι την αύξησή τους. Τέλος πάντων, αυτό είναι ένα θέμα προς διερεύνηση.

Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που δείχνουν οι στατιστικές, είναι ότι ο τομέας της παραγωγής στα μικροαστικά στρώματα εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος (με μια μείωση από το 39% στο 34%), καλύπτοντας το 1/3 του συνόλου. Και είναι ένα θέμα που έχει γενικότερη αξία για το Κόμμα. Σ' αυτό προσθέτω και το γεγονός ότι οι κομματικές δυνάμεις αποτελούνται στην πλειοψηφία από βιοτέχνες και εκεί βρίσκεται η κύρια συνδικαλιστική μας επιρροή. Η άποψη ότι οι πολιτικές διώξεις ώθησαν πολλούς κομμουνιστές να ανοίξουν μικροεπιχειρήσεις, δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Ενα ζήτημα είναι ότι από τη μεταπολίτευση έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια. Ενα δεύτερο ότι ο βασικός όρος που είναι αναγκαίος για να επιβιώσει μια μικροεπιχείρηση είναι οικονομικός και όχι πολιτικός. Και ένα τρίτο ότι οι διωκόμενοι πολιτικά κατευθύνθηκαν και στο εμπόριο και στην παραγωγή, όμως εδώ επιβίωσε και αναπτύχθηκε η κομματική και συνδικαλιστική μας επιρροή, ενώ στο εμπόριο και τις «υπηρεσίες» δεν είχε την ίδια τύχη. Κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Για να δούμε!

Κατ' αρχήν υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα της πόλης και τα αντίστοιχα του χωριού (τους μικρομεσαίους αγρότες), που έχει να κάνει με τη θέση τους στην παραγωγή. Οι μικρομεσαίοι αγρότες απασχολούνται στο σύνολό τους στην παραγωγή, δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης που είναι διασπαρμένοι σε ολόκληρη τη σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας. Το 1/3 έχει άμεση σχέση με την παραγωγή (κύρια είναι βιοτέχνες), το 1/3 απασχολείται στο εμπόριο και οι υπόλοιποι στον τουρισμό και τις «υπηρεσίες» (με όποιο περιεχόμενο δίνει σ' αυτούς τους όρους η αστική στατιστική ανάλυση). Ετσι, ενώ όταν απευθυνόμαστε στους αγρότες η πολιτική μας μπορεί να είναι ενιαία, όταν αναφερόμαστε στα μικροαστικά στρώματα της πόλης, η ίδια πολιτική απαιτεί διαφοροποιήσεις και εξειδικεύσεις που έχουν άμεση σχέση με τη θέση κάθε τμήματος στην παραγωγή.

Θα μου πείτε, έχει κάποιο πρακτικό νόημα αυτός ο διαχωρισμός;

Πρώτ' απ' όλα, οι βιοτέχνες είναι άμεσοι παραγωγοί και μάλιστα δεμένοι με την παραγωγική διαδικασία, αφού είναι και ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Ισχύει για όλους αυτό; Οχι, βέβαια. Γι' αυτούς που η υπεραξία που καρπώνονται δεν έχει τέτοιο ύψος που να τους «απελευθερώνει» από την άμεση παραγωγική εργασία. Με γενικούς στατιστικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απασχολούν το πολύ 3-4 άτομα, που στη βιοτεχνία (με τις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής δραστηριότητας) το όριο αυτό πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερο και στους άλλους κλάδους λίγο μικρότερο. Αυτό το δέσιμο με την παραγωγή δίνει στους βιοτέχνες ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο επίπεδο της συνείδησης, σε σχέση με τα υπόλοιπα μικροαστικά στρώματα της πόλης. Για παράδειγμα, όταν ένας βιοτέχνης υπολογίζει την τιμή ενός εμπορεύματος, είναι υποχρεωμένος να συμπεριλάβει σ' αυτήν την αξία που πραγματοποιήθηκε στην επιχείρησή του (από τη δική του εργασία και των απασχολούμενων σ' αυτήν). Ο πιο μικρός έμπορος, αντίθετα, την αμοιβή του τη βλέπει σαν ένα ποσοστό κέρδους πάνω στην τιμή αγοράς (στην πραγματικότητα, διαχειρίζεται υπεραξία που παράχθηκε έξω από την επιχείρησή του, στη σφαίρα της παραγωγής).

Επειτα, στην καρδιά των θέσεων μας για τους μικροαστούς βρίσκεται ο συνεταιρισμός που θα τους δώσει τη δυνατότητα να κάνουν τη δικιά τους συγκέντρωση σαν τη μοναδική αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην επέλαση των μονοπωλίων. Οχι όμως οποιοσδήποτε συνεταιρισμός (παρότι όλοι έχουν την ίδια αξία στον καπιταλισμό), αλλά ο παραγωγικός συνεταιρισμός. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Εχει άμεση σχέση με το στρατηγικό στόχο του Κόμματος για το σοσιαλισμό. Ο παραγωγικός συνεταιρισμός είναι ένα αποτελεσματικό μέσον συνένωσης της διασπαρμένης μικρής παραγωγής και ένταξής της στο νέο ανώτερο επίπεδο κοινωνικοποίησης της εργασίας, που απαιτεί ο σοσιαλισμός. Ετσι, που στην πορεία προς τον κομμουνισμό ο παραγωγικός συνεταιρισμός να μοιάζει όλο και περισσότερο με τις υπόλοιπες κοινωνικοποιημένες σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες. Δεν ισχύει το ίδιο για τους εμπορικούς συνεταιρισμούς, αφού το σοσιαλιστικό κράτος είναι υποχρεωμένο πολύ γρήγορα να θέσει όλο το εμπόριο κάτω από τον άμεσο έλεγχό του. Με άλλα λόγια, λέμε στους βιοτέχνες, «σας χρειαζόμαστε και στο σοσιαλισμό, γιατί είσαστε τμήμα της παραγωγικής βάσης της χώρας και θα βελτιώσουμε αποφασιστικά τις συνθήκες εργασίας και το εισόδημά σας με την ένταξή σας στο σοσιαλιστικό καταμερισμό εργασίας μέσω του συνεταιρισμού». Στους μικρέμπορους και τους άλλους μικροαστούς θα μπορούσαμε να πούμε, «ε, θα σας βρούμε καμιά άλλη δουλιά να κάνετε, που να είναι και χρήσιμη στην κοινωνία».

Ελπίζω να μην ακούγονται «κινέζικα» τα παραπάνω. Και μια και η κουβέντα το έφερε στα κινέζικα, θα δείτε βιοτέχνες και μικρέμπορους να αγανακτούν το ίδιο με την εισβολή των κινέζικων εμπορευμάτων. Ομως, ο μικρέμπορος θα ήταν ευχαριστημένος, αν πούλαγε ο ίδιος τα κινέζικα, αντί για τα μονοπώλια του εμπορίου και τους ίδιους τους Κινέζους, ενώ ο μικροβιοτέχνης οδηγείται έτσι και αλλιώς στην καταστροφή.

Τέλος πάντων, η σημασία που έχουν οι μικροβιοτέχνες για το Κόμμα σε σχέση με τους υπόλοιπους μικροαστούς είναι αντίστοιχη (τηρουμένων των αναλογιών) με την ιδιαίτερη αξία που έχει το βιομηχανικό προλεταριάτο σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Αρα, το ποιος είναι πιο αδύνατος οικονομικά, δε μας φθάνει σήμερα για να προσδιορίσουμε τη θέση των μικροαστικών στρωμάτων στο μέτωπο και, πολύ περισσότερο, τη στάση τους απέναντι στο σοσιαλισμό. Το κριτήριο της φτώχειας, όσο κι αν είναι ευκολοχώνευτο από τα συνδικαλιστικά ακροατήρια, από μόνο του, δεν προσφέρει και πολλά στο επίπεδο της συνείδησης, που είναι και το πιο κρίσιμο για ένα κομμουνιστικό κόμμα.

Αν, λοιπόν, ανοίξει στα γεμάτα η συζήτηση για τα μικροαστικά στρώματα, που θα ανοίξει, τέτοιου είδους «λεπτομέρειες», στις οποίες αναλώνεται το σημείωμα αυτό, θα βρουν τη θέση τους.

Και από ό,τι καταλαβαίνετε, δε θα αφορούν μόνο τα μικροαστικά στρώματα.

Βασίλης Μαμάης

Αθήνα


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ