Η ιδιαίτερα υψηλή κερδοφορία και η αυξημένη κινητικότητα στον κλάδο, αφορούν κυρίως τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, που αποτελούν το 3,2% των επιχειρήσεων και τζιράρουν το 48% των συνολικών πωλήσεων
Στον κλάδο της παραγωγής Τροφίμων και Ποτών, το 2007, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, καταγράφτηκαν 1.248 μεγάλες επιχειρήσεις, που λειτουργούν ως «Ανώνυμες Εταιρείες», είτε ως «Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης». Φετινή μελέτη του ΙΟΒΕ ανεβάζει τον αριθμό των επιχειρήσεων αυτών στις 1.534.
Αυτές που θεωρούνται μεγάλες επιχειρήσεις και απασχολούν πάνω από 250 εργαζόμενους - και τις οποίες τις περισσότερες τις γνωρίζουμε όλοι μας - είναι μόλις 49. Αυτές οι 49 αν και αποτελούν το 3,2% του συνόλου των επιχειρήσεων του κλάδου, διακινούν το 47-50% των τροφίμων και ποτών που κυκλοφορούν στην αγορά και καρπώνονται το 76-82% των κερδών ολόκληρου του κλάδου.
Με βάση τα στοιχεία του 2006:
Στον Πίνακα 1 εμφανίζονται τα κέρδη που σημείωσαν την τετραετία 2004-2007 οι 15 πρώτες επιχειρήσεις του κλάδου Τροφίμων - Ποτών, με κριτήριο το ενεργητικό τους. Τα στοιχεία δεν χρειάζονται και ιδιαίτερο σχολιασμό. Αρκεί να αναλογιστούμε το εξής: Μέσα σε μια τετραετία 15 μόλις επιχειρηματικοί όμιλοι, εμφάνισαν επίσημα καθαρά κέρδη της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή η καθολική και ολομέτωπη επίθεση που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση στα εκατομμύρια των εργατικών νοικοκυριών, υποτίθεται πως γίνεται για να βρεθούν όλο κι όλο 3 δισ. ευρώ, όσο υπολογίζεται η υπέρβαση του ελλείμματος στα δημοσιονομικά με βάση τους κανόνες και τα κριτήρια της ΕΕ.
Ο κλάδος των τροφίμων αποτελείται από 9 υποκλάδους, η σύνθεση των οποίων φαίνεται στον πίνακα 2. Από μόνος του μπορεί να μη λέει τίποτα, ας αναλογιστούμε όμως τι κρύβουν μερικές από αυτές τις κωδικοποιήσεις.
Ζωικά και φυτικά έλαια: Εδώ υπάρχει κυρίαρχος. Είναι η πολυεθνική Unilever που μαζί με την ΜΙΝΕΡΒΑ ελέγχουν το 65% της διακίνησης του ελαιόλαδου, το 98% των πωλήσεων σε μαργαρίνες, και μαζί με την ΚΡΑΦΤ το 89% στις μαγιονέζες.
Κρέας και Προϊόντα κρέατος: Στον υποκλάδο, κυριαρχούν παραδοσιακά ο ΝΙΚΑΣ και ο ΥΦΑΝΤΗΣ, αλλά καινούριοι παίχτες είναι η ΚΡΕΤΑ ΦΑΡΜ και ο όμιλος Φιλίππου της ΦΑΓΕ, που με την Hellenic Quality Foods (πρώην Μιμίκος) διατηρεί πάνω από 1.500 φάρμες με ωριαία παραγωγή 9.000 κοτόπουλα.
Στα μη αλκοολούχα ποτά, την πλέον δεσπόζουσα θέση στην αγορά έχει η πολυεθνική Κόκα-Κόλα, ελέγχοντας το 77%. Ακόμα 12% ανήκει στην PEPSIC ΗΒΗ, ενώ το υπόλοιπο 11% το μοιράζονται δεκάδες (μπορεί και εκατοντάδες) μικρές βιοτεχνίες τοπικού κύρια χαρακτήρα. Στον κλάδο της μπίρας, το 70% ανήκει στην ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΙΑ και το 14% στον όμιλο Μπουτάρη.
Αρτοσκευάσματα, Σνακ, Ζυμαρικά: Εδώ τον τόνο τον δίνει η Αλλατίνη και ο Κατσέλης, που την τελευταία δεκαετία, κατάφεραν να γιγαντώσουν τις αντίστοιχες μονάδες, αξιοποιώντας τα δεδομένα που τους προσέφερε η οικονομική πολιτική.
Στα φρούτα και τα λαχανικά ο βαθμός συγκέντρωσης δεν έχει προχωρήσει ακόμα τόσο όσο σε άλλους υποκλάδους, κύρια λόγω των καταναλωτικών συνηθειών και της εκτεταμένης δομής που έχει η ελληνική αγορά.
Αφήσαμε για το τέλος τον κλάδο των γαλακτοκομικών. Ενας κλάδος όπου συνυπάρχουν: Ο μέχρι ανοιχτής εξόντωσης επιχειρηματικός ανταγωνισμός, για το γάλα, το γιαούρτι, το παγωτό, και τα διάφορα επιδόρπια. Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις. Ο εξαγωγικός προσανατολισμός των ελληνικών επιχειρήσεων. Η συνεργασία των ελληνικών μονοπωλίων με πολυεθνικές του κλάδου. Η πολυσυζητημένη δημιουργίαν των καρτέλ, που βεβαίως δεν υπάρχουν μόνο σε αυτόν τον κλάδο κλπ. Κουμάντο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κάνει η ΒΙΒΑΡΤΙΑ, πρώην ΔΕΛΤΑ που τώρα ανήκει στον πολυεθνικό όμιλο της MIG.
Μέχρι πριν από 2-3 χρόνια την αγορά του γάλακτος την μοιράζονταν η ΔΕΛΤΑ με την ΦΑΓΕ, αφήνοντας ένα ποσοστό περί το 25%-30% στις άλλες γαλακτοβιομηχανίες. Η ΦΑΓΕ στην προσπάθειά της να απογειώσει την κερδοφορία της και να αποκτήσει μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά, επιχείρησε να λανσάρει πιο μαζικά, από ό,τι κάνουν ξένες πολυεθνικές στη χώρα, το λεγόμενο γάλα μακράς διάρκειας, κάτι που μέχρι σήμερα δεν «περπατάει» στην ελληνική αγορά. Χάνοντας συνεχώς πόντους, αποχωρεί από την αγορά του παστεριωμένου γάλακτος, αφήνοντας μόνη της την ΔΕΛΤΑ. Πρόσφατα στοιχεία για τα μερίδια της αγοράς δεν υπάρχουν.
Εκείνο που υπάρχει όμως είναι ότι τα μεγέθη των κεφαλαίων, οι ανάγκες για συνεχείς επενδύσεις, η τάση για συνεργασία με όλο και περισσότερους άλλους κλάδους και τομείς της οικονομίας, αποκτούν τέτοιες διαστάσεις, που αναγκαστικά οι σύγχρονες γαλακτοβιομηχανίες δεν μπορούν να παραμένουν μόνο εταιρείες παραγωγής γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο βαθμός της υψηλής κοινωνικοποίησης της παραγωγής τους, δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Ηδη από την προηγούμενη δεκαετία, η ΔΕΛΤΑ, στα πλαίσια βεβαίως της προσπάθειας των Δασκαλοπουλαίων να εξασφαλίσουν ακόμα μεγαλύτερα υπερκέρδη, είχε εντάξει στους κόλπους της την παραγωγή κατεψυγμένων ειδών, διάφορα είδη έτοιμων φαγητών και σνακς, είχε αποκτήσει αλυσίδα ταχυφαγείου (ΓΚΟΥΝΤΙΣ), είχε αναπτύξει μεγάλο στόλο μεταφορικών μέσων κλπ. Η διαδικασία αυτή, η ακόμα μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση της παραγωγής της, επιταχύνεται και μετά την ένταξη της ΔΕΛΤΑ-ΒΙΒΑΡΤΙΑ στον όμιλο της MIG, που πλέον δεν αποτελεί απλά μία «εταιρεία χαρτοφυλακίου», αλλά αναμιγνύεται ενεργά με την λειτουργία και την παραγωγική διαδικασία μιας σειράς επιχειρηματικών ομίλων.
Το κυνηγητό του κέρδους και η αναγωγή του σε αποκλειστικό στόχο - επιδίωξη της οικονομικής δραστηριότητας, δημιουργεί στην κοινωνία δύο πόλους. Στην μία, βρίσκονται οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και τα αφεντικά τους, μια χούφτα μεγαλοεπιχειρηματίες που καρπώνονται τον μόχθο της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων. Στην άλλη βρίσκονται όλοι οι άλλοι: Στην περίπτωση του κλάδου του γάλακτος, οι κτηνοτρόφοι, που πέρσι τέτοιο μήνα πούλαγαν το γάλα τους με 0,43 ευρώ το λίτρο και σήμερα τους το αρπάζουν με 0,37 ευρώ, οι εργαζόμενοι του κλάδου, για τους οποίους χειροτερεύουν συνεχώς οι συνθήκες και οι όροι εργασίας, οι άλλοι εργαζόμενοι και τα λαϊκά νοικοκυριά συνολικά, που πληρώνουν όλο και πιο ακριβά, αγοράζοντας όλο και πιο αμφισβητούμενης ποιότητας γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούν στην παραγωγή και στους κλάδους των τροφίμων και ποτών (και όχι μόνο) και η ανάγκη για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών των εργαζομένων-παραγωγών και των εργαζομένων-καταναλωτών, δείχνουν ότι η μοναδική προοπτική για την πραγματική και αέναη ανάπτυξη της παραγωγής προς όφελος όλου του λαού, απαιτεί την ριζική αλλαγή των δεδομένων που ισχύουν, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και των δικτύων διανομής και την ένταξή τους σε μια άλλου τύπου ανάπτυξη, που στο επίκεντρο της σχεδιοποιημένης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, θα βρίσκεται ο ίδιος ο λαός.