Οσον αφορά στη γεωργική απασχόληση μεταξύ των δύο απογραφών 1991 και 1999-2000 μειώθηκε κατά 14,6% (από 200.393.389 εργατοημέρες σε 171.124.759 εργατοημέρες). Την ίδια όμως περίοδο αυξήθηκε κατά 41% η απασχόληση των μισθωτών (μόνιμων, εποχιακών και αμειβόμενων κατ' αποκοπή), από 15.315.259 ημερομίσθια σε 21.597.342 ημερομίσθια (Πίνακας 4).
Ετσι, το 1999-2000 η μισθωτή εργασία αποτελούσε το 12,6% της συνολικής αγροτικής απασχόλησης και το 1991 το 7,6%. Παρά τη σημαντική αύξηση το ποσοστό της μισθωτής εργασίας παραμένει ακόμα πολύ μικρό σε σχέση με το μέσο κοινοτικό όρο, που το 2000 ήταν υπερδιπλάσιος (26,6%). Εκτός από τη συνολική ποσότητα της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερη σημασία έχει και η σχέση ανάμεσα στη μισθωτή εργασία που προέρχεται από μόνιμο και εποχιακό προσωπικό. Επειδή η απασχόληση εποχιακού προσωπικού αφορά σε οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, ενώ η απασχόληση μόνιμου προσωπικού αφορά σε επιχειρηματικές εκμεταλλεύσεις.
Στη χώρα μας, ανάμεσα στις δύο απογραφές 1991 και 1999-2000, ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που χρησιμοποιούν μόνιμους εργάτες αυξήθηκε κατά 90,2%, από 3.881 σε 7.381, παρά το γεγονός ότι την ίδια περίοδο το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε κατά 5,5%, από 861.623 σε 814.349. Ομως, το ποσοστό της μόνιμης μισθωτής εργασίας το 1999-2000 στο σύνολο της μισθωτής εργασίας είναι πολύ μικρό, 12,5%, όταν το αντίστοιχο μέσο κοινοτικό ποσοστό ήταν 60,5%, όπως επίσης πολύ μικρός είναι και ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που χρησιμοποιούν μόνιμη μισθωτή εργασία, μικρότερη του 1% του συνολικού αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Εξίσου δύσκολη είναι και η συνδικαλιστική οργάνωση των εποχιακών εργατών γης, οι οποίοι είναι περισσότεροι αριθμητικά, αλλά δε δουλεύουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή κατά τη διάρκεια του έτους. Ορισμένοι από αυτούς έρχονται από γειτονικές χώρες κατά την περίοδο των εργασιών και μετά φεύγουν για τη χώρα τους. Πρέπει να επισημανθεί όμως ότι στους εποχιακούς εργαζόμενους, που στην απογραφή 1999-2000 ανέρχονται στο 1.352.073 άτομα, συμπεριλαμβάνονται ημεδαποί και αλλοδαποί που δουλεύουν έστω και μία μέρα. Αυτοί που έχουν σημαντικό εισόδημα ή κύριο εισόδημα από τη μισθωτή εργασία ως εργάτες γης είναι πολύ λιγότεροι και στη συντριπτική τους πλειοψηφία αλλοδαποί.
Για τον υπολογισμό του ποσοστού του οικονομικά ενεργού αγροτικού πληθυσμού σε σχέση με το συνολικό οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας παίρνονται υπόψη οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μισθωτοί που τον περισσότερο χρόνο εργασίας τον πραγματοποιούν σε αγροτικές δραστηριότητες.
Το 2002 το 38,7% των ατόμων αυτών ήταν μεγαλύτερα των 55 ετών, ενώ το 2001 το 37,7% ήταν μεγαλύτερα των 55 ετών, στοιχείο που δείχνει την ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων νέων αγροτών, τα οποία δεν μπορούν να αποτρέψουν τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού.
Στη διάρκεια 1990-2000 οι ακαθάριστες γεωργικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είχαν μια μέση ετήσια αύξηση σε σταθερές τιμές 3,4%, σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία του 1980, όπου τη δεύτερη πενταετία σε σχέση με την πρώτη είχαν μια μείωση κατά 28,7% (Πίνακες 5 και 6).
Η ανατροπή της αρνητικής πορείας της δεύτερης πενταετίας του 1980, που παρατηρήθηκε στη δεκαετία του 1990, δεν αύξησε την αγροτική παραγωγή και το καθαρό αγροτικό εισόδημα, επειδή η αύξηση των συνολικών επενδύσεων ήταν αποτέλεσμα της αύξησης των επενδύσεων του μηχανολογικού γεωργικού εξοπλισμού και όχι του κλασικού αγροτικού κεφαλαίου (ζωικού και φυτικού) που συνέχισε να μειώνεται και μάλιστα με γρηγορότερους ρυθμούς (Πίνακας 7).
Ο πρώτος αφορά στις ποσοστώσεις που καθορίστηκαν μέχρι το 2013 με βάση το μέσο όρο της τριετίας 2000-2002, που και αυτές είχαν καθοριστεί με βάση το μέσο όρο της τριετίας 1990-1992. Δηλαδή, ο όγκος της αγροτικής παραγωγής το 2013 στην καλύτερη περίπτωση αποφασίστηκε να είναι ο ίδιος με αυτόν του 1991. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανάπτυξη όταν με διοικητικά μέτρα και οικονομικές κυρώσεις αποφασίστηκε η αγροτική παραγωγή να καθηλωθεί στα επίπεδα του 1991. Γι' αυτό λένε συνειδητά ψέματα οι πολιτικές δυνάμεις, που θεωρούν μονόδρομο την ΚΑΠ, όταν μιλάνε για ανάπτυξη της γεωργίας.
Ο δεύτερος αφορά στη στήριξη της γεωργίας που με την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ μειώνεται σημαντικά, επειδή μέχρι και το 2013 όχι μόνο τα πραγματικά αλλά και τα ονομαστικά κονδύλια που δίνονται στα αγροτικά προϊόντα θα είναι μειωμένα σε σχέση με το μέσο όρο της τριετίας 2000-2002. Βέβαια, η κυβέρνηση της ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ισχυρίζονται ότι διασφάλισαν μέχρι το 2013 τα γεωργικά κονδύλια με βάση την τριετία 2000-2002. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος, επειδή εννοούν τα ονομαστικά και όχι τα πραγματικά (αποπληθωρισμένα) κονδύλια με βάση την τριετία 2000-2002 και επειδή αποκρύπτουν τη μείωση κατά 5% του ποσού των αποσυνδεδεμένων επιδοτήσεων που θα ξεπερνά τα 5.000 ευρώ ανά αγροτική εκμετάλλευση, όπως επίσης και τις μειώσεις που συμφώνησαν σε ορισμένα προϊόντα, όπως στο σκληρό σιτάρι και στο ρύζι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στο βαμβάκι και στον καπνό η κυβέρνηση της ΝΔ.
Η μείωση κατά 50% των επιδοτήσεων στον καπνό μετά το 2010 και η αποσύνδεση μεγάλου ποσοστού της επιδότησης από την παραγωγή θα έχει αποτέλεσμα την κατάργηση της καπνοκαλλιέργειας με καταστροφικές συνέπειες σε ορισμένους νομούς της χώρας.
Ολα τα παραπάνω στοιχεία, που περιγράφουν την κατάσταση, την εξέλιξη και την προοπτική της αγροτικής οικονομίας, μπορούν να οδηγήσουν σε ορισμένα κοινωνικοπολιτικά συμπεράσματα.
Πρώτο: Η ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας είναι αδύνατη στα πλαίσια του κοινοτικού καταμερισμού εργασίας με τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας. Οσες πολιτικές δυνάμεις υπόσχονται ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας στα πλαίσια της ΚΑΠ επειδή θα κάνουν καλύτερη διαχείριση, συνειδητά εξαπατούν τους αγρότες. Ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας σε όφελος του λαού και της μικρομεσαίας αγροτιάς προϋποθέτει ανυπακοή, σύγκρουση, ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ.
Δεύτερο: Σταθερά και μεθοδικά στα χρόνια εφαρμογής της ΚΑΠ στη χώρα μας προωθείται η καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας. Ομως, παρά τις αλλαγές που έχουν γίνει, κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής γεωργίας και από αριθμητικής αλλά και από παραγωγικής πλευράς παραμένει ο μικρομεσαίος αγρότης, του οποίου η κατάσταση χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει.
Τέταρτο: Το υψηλό ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ και η κοινωνική του σύνθεση ευνοούν αντικειμενικά τη συμμαχία του με την εργατική τάξη. Εμπόδια σ' αυτή τη συμμαχία αποτελεί η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού και οι επιδοτήσεις οι οποίες λειτουργούν πυροσβεστικά και αποπροσανατολιστικά.
Πέμπτο: Η μείωση της αγροτικής απασχόλησης και του ποσοστού του Ακαθάριστου Εγχώριου Γεωργικού Προϊόντος στο συνολικό ΑΕΠ δε θα πρέπει να υποβαθμίσει στην αντίληψή μας το γεγονός της στρατηγικής σημασίας της αγροτικής οικονομίας, η οποία παράγει στρατηγικής σημασίας προϊόντα και διασφαλίζει τη διατροφή του λαού μας.
Με βάση αυτά τα συμπεράσματα η πολιτική των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα μικρομεσαία στρώματα της υπαίθρου και της πόλης που προωθεί το ΚΚΕ είναι επίκαιρη, όμως η σημασία της μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, επειδή η αριθμητική μείωση της αγροτιάς στον καπιταλισμό αποτελεί αντικειμενική νομοτέλεια.