ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Γενάρη 2009
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σχέσεις εξάρτησης ή σχέσεις αλληλεξάρτησης;

Η υπόθεση φυσικού αερίου και οι αντιπαραθέσεις Ρωσίας - Ουκρανίας σχετικά με τη ροή του προς την ΕΕ και ιδιαίτερα τη Γερμανία, έφεραν στην επιφάνεια, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και ένα πρόβλημα που αντανακλά σχέσεις ανάμεσα σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη στο ενεργειακό ζήτημα και τη μεταφορά ενέργειας από κράτος παραγωγό σε κράτος καταναλωτή. Δεν προκύπτει για πρώτη φορά αλλά επανεμφανίζεται και θα ξαναεμφανιστεί. Αυτές οι σχέσεις διέπονται από την πραγματοποίηση των συμφερόντων των μονοπωλίων των δύο κρατών, των οικονομιών τους. Και σ' αυτές τις σχέσεις συνεργασίας συνυπάρχουν ταυτόχρονα και οι ανταγωνιστικές σχέσεις. Με λίγα λόγια, εδώ εμφανίζεται ένα πρόβλημα ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία. Σε έναν τομέα οικονομίας που έχει στρατηγική σημασία.

Δεν είναι βεβαίως το μοναδικό παράδειγμα τέτοιων σχέσεων ανάμεσα σε καπιταλιστικές οικονομίες. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος, αν και είναι η πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία διεθνώς, κράτος ηγέτης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Επίσης, η οικονομία των ΗΠΑ στις σχέσεις της με την Κίνα, εξαρτιέται απ' αυτήν ως προς το γεγονός ότι η Κίνα έχει αγοράσει τεράστιο σε αξίες ποσό ομολόγων των ΗΠΑ. Οικονομικοί αναλυτές κάνουν λόγο για «μπουρλότο» στην αμερικανική οικονομία, στο βαθμό που η Κίνα ζητήσει άμεση ρευστοποίηση των ομολόγων.


Αυτά είναι μερικά παραδείγματα των σχέσεων ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες που μαζί με το βάθεμα της αλληλοδιαπλοκής τους αναδεικνύουν πως ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες δένονται με άλλες με σχέσεις εξάρτησης. Είναι σωστό αυτό; Το πιο σωστό είναι ότι σε συνθήκες ολοένα εντεινόμενης και πιο βαθιάς καπιταλιστικής διεθνοποίησης αυτές οι σχέσεις κρατών είναι σχέσεις αλληλεξάρτησης. Που αντανακλούν και στο πεδίο της πολιτικής αντικειμενικά. Και αυτό είναι φαινόμενο από την εποχή της εδραίωσης του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Δεν είναι καινούριο.

Από την εποχή του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος

Το κεφάλαιο δε γνωρίζει σύνορα στη δράση του. Ο νόμος του κέρδους, απόλυτος νόμος του καπιταλισμού, καθοδηγεί αντικειμενικά τη δράση του. Η ολοένα και σε μεγαλύτερη κλίμακα διευρυμένη αναπαραγωγή του δεν μπορεί να επιτυγχάνεται χωρίς την έξοδό του από τα εθνικά σύνορα, είτε με τη μορφή εξαγωγής κεφαλαίων είτε με τη μορφή εξαγωγής εμπορευμάτων, όταν τα όρια της εθνικής αγοράς γίνονται στενά, ασφυκτικά για την αναπαραγωγή του, για την αποκόμιση του μέγιστου κέρδους. Γι' αυτό και η παγκόσμια αγορά αποτελεί ένα από τα γνωρίσματα του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος.

Στα 1847 οι Μαρξ - Ενγκελς γράφουν σχετικά μ' αυτό στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» (Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς «Διαλεχτά Εργα» τ. 1ος σελ. 21 - 22):«Η μεγάλη βιομηχανία δημιούργησε την παγκόσμια αγορά που την είχε προετοιμάσει η ανακάλυψη της Αμερικής. Η παγκόσμια αγορά έφερε τεράστια ανάπτυξη στο εμπόριο, στη ναυτιλία και τη συγκοινωνία της στεριάς. Σπρωγμένη από την ανάγκη η αστική τάξη να βρίσκει μια κατανάλωση των προϊόντων της ολοένα πλατύτερη, απλώνεται επάνω σε όλη την υφήλιο. Της χρειάζεται για να χωθεί παντού, να εγκατασταθεί παντού, να κατασκευάσει παντού συγκοινωνίες. Με τον τρόπο που εκμεταλλεύεται η αστική τάξη την παγκόσμια αγορά έδωσε στην παραγωγή και στην κατανάλωση όλων των χωρών ένα χαρακτήρα κοσμοπολίτικο. Στη θέση της παλιάς εθνικής αυτάρκειας και αυτοτέλειας έρχεται μια ολόπλευρη επικοινωνία, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών»...

Και συνεχίζουν:

«Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη διαμορφώνει κοσμοπολιτικά την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας. Εκμηδενίστηκαν κι εξακολουθούν καθημερινά να εκμηδενίζονται οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες που η εισαγωγή τους γίνεται ζωτικό ζήτημα για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται πια ντόπιες πρώτες ύλες που βρίσκονται στις πιο απομακρυσμένες ζώνες και που τα προϊόντα τους δεν καταναλώνονται μονάχα στην ίδια τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούριες ανάγκες, που για να ικανοποιηθούν απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας, μπαίνει μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Κι αυτό που γίνεται στην υλική παραγωγή γίνεται και στην πνευματική παραγωγή. Τα πνευματικά προϊόντα των ξεχωριστών εθνών γίνονται κοινό χτήμα. Η εθνική μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα και από τις πολλές εθνικές και τοπικές φιλολογίες διαμορφώνεται μια παγκόσμια φιλολογία» (στο ίδιο, σελ. 24).

Στην εποχή του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού, η αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών οικονομιών των καπιταλιστικών κρατών βαθαίνει, γίνεται ολοένα και πιο στενή, και αυτό έχει σχέση με τη δημιουργία του μονοπωλίου. Το μονοπώλιο έχει την τάση για κυριαρχία, επομένως αυτό βάζει τη σφραγίδα του και στους ρυθμούς επέκτασης και ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς.

Ετσι, το φαινόμενο της αλληλοδιαπλοκής και αλληλεξάρτησης των καπιταλιστικών οικονομιών, δηλαδή η καπιταλιστική διεθνοποίηση, εντείνεται με το πέρασμα από τον προμονοπωλιακό καπιταλισμό στον μονοπωλιακό και οι μορφές εκδήλωσής της ακολουθούν την πορεία εξέλιξης του καπιταλισμού.

Η τάση να διαμορφώνουν σχέσεις μεταξύ τους τα κράτη είναι τάση που διέπει όλη την ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης. Οι όροι με τους οποίους διαμορφώνονται οι σχέσεις μεταξύ των κρατών είναι όροι του εκάστοτε κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Στον καπιταλισμό, είναι σχέσεις ανταγωνιστικές.

Ο καπιταλισμός από τη «βιομηχανική επανάσταση» επιδιώκει να εξάγει τις καπιταλιστικές σχέσεις από ένα κράτος σε άλλα, όπου ακόμη δεν έχουν αναπτυχθεί καπιταλιστικές σχέσεις. Παράδειγμα, οι αποικίες της Αγγλίας, στις οποίες εγκαθιδρύθηκαν βίαια οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής από τους Αγγλους (π.χ., Ινδία).

Μορφές αλληλεξάρτησης στην εποχή του ιμπεριαλισμού

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού η αλληλεξάρτηση παίρνει άλλες μορφές, όπως οι διεθνείς συμφωνίες καπιταλιστών, που φτάνουν έως τους διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Διεθνής Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Ευρωπαϊκή Ενωση, ΝΑΦΤΑ, κλπ.). Αναγκαίους, γιατί η ένταση της αλληλεξάρτησης κάνει αναγκαίες τις διεθνείς κρατικές ή διακρατικές ρυθμίσεις, για να διευκολύνεται η αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Η δράση του κεφαλαίου, στα πλαίσια της διεθνούς αγοράς, δυναμώνει τη διαπλοκή τμημάτων του από διαφορετικά κράτη. Παραμένει, βεβαίως, ως κυρίαρχη η εθνική του βάση. Ετσι, μπορεί η συγκεντροποίησή του (εξαγορές, συγχωνεύσεις, άλλες συμφωνίες, ανάμεσα σε μονοπώλια διαφορετικών κρατών) να συντελείται και σε διεθνικό επίπεδο, αλλά η κυριαρχία του προστατεύεται από συγκεκριμένο κράτος και έχει εθνική αναφορά, παρά τη διεθνική του δράση. Αυτό γίνεται εμφανές και από την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη ή και συνασπισμούς κρατών (π.χ. ΗΠΑ - ΕΕ), ακόμη και ανάμεσα σε εταίρους εντός των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών ενώσεων, όπως, π.χ., ανάμεσα στην Αγγλία και το γαλλογερμανικό άξονα. Το τελευταίο ανάλογο παράδειγμα έχει σχέση με την οικονομική κρίση. Στην προσπάθεια της ΕΕ για διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης, εκφράστηκαν διαφωνίες ανάμεσα στα κράτη - μέλη, π.χ., για το αν πρέπει να ενισχυθούν οι τράπεζες ή οι βιομηχανίες,για τα αν το ταμείο χρηματοδότησης θα είναι ευρωενωσιακό ή εθνιό-κρατικό για κάθε χώρα, για το ζήτημα χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας. Εκδηλώνονται εδώ εσωτερικοί ανταγωνισμοί από τη σκοπιά των ιδιαίτερων συμφερόντων των μονοπωλίων κάθε χώρας, άρα και αδυναμία εφαρμογής ενιαίας πολιτικής. Εκφράστηκε και στο παρελθόν όπως, για παράδειγμα, στον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ, όπου με τους Αγγλοαμερικανούς τάχθηκαν και άλλες χώρες της ΕΕ (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, αλλά και οι νεοεισελθούσες Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, κλπ.), σε αντίθεση με το γαλλογερμανικό άξονα. `Η ακόμη πιο παλιά στη Σύνοδο της Νίκαιας με θέμα την πολιτική ενοποίηση και τη μορφή της ΕΕ, όπου εκφράστηκαν αντιθέσεις στο ζήτημα του τρόπου που θα παίρνονται οι αποφάσεις, τότε ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία. Επίσης, οι σχέσεις αυτές αναπτύσσονται με όρους ανισοτιμίας ανάμεσα στα κράτη, λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ετσι στη διαπλοκή των εθνικών καπιταλιστικών οικονομιών, μέσα από διαπάλη, τη σφραγίδα του βάζει η ισχυρότερη.

Παρ' όλ' αυτά, το ζήτημα των σχέσεων καπιταλιστικών οικονομιών, επομένως και καπιταλιστικών κρατών, ακόμη και αυτών που βρίσκονται σε ενδιάμεση και υποδεέστερη θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα σε σχέση με άλλα ισχυρότερα αν το εξετάσουμε ως ζήτημα σχέσεων εξάρτησης, δεν το εξετάζουμε ολοκληρωμένα και πάντως το θέτουμε λαθεμένα. Εκτός και αν αναλογιστεί κανείς πως η Γερμανία, η οποία εξαρτάται ενεργειακά κατά τα 2/3 από τη Ρωσία, είναι εξαρτημένο κράτος. `Η οι ΗΠΑ εξαρτώνται από την Κίνα.

Τις σχέσεις των καπιταλιστικών οικονομιών, επομένως και κρατών, μόνο αν τις εξετάζουμε μέσα στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησής τους, μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε ολοκληρωμένα σωστά.

Για παράδειγμα, το ισχυρό κράτος, δηλαδή η ισχυρή καπιταλιστική οικονομία, έχει ανάγκη την υποδεέστερη, την ενδιάμεση. Χωρίς αυτήν, χωρίς την εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων σ' αυτήν, το κεφάλαιο δυσκολεύεται στην αναπαραγωγή του. Το ίδιο, βεβαίως, ισχύει και για την υποδεέστερη, την ευρισκόμενη σε ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα οικονομία. Χωρίς τη διαπλοκή της με την ισχυρή καπιταλιστική οικονομία κινδυνεύει η αναπαραγωγή του κεφαλαίου, συνολικά των καπιταλιστικών σχέσεων. Δεν μπορεί, π.χ., να εξηγηθεί διαφορετικά η παρέμβαση των ΗΠΑ ενάντια στην επιλογή της σημερινής κυβέρνησης για τη δημιουργία ενεργειακών αγωγών με τη Ρωσία, ούτε επίσης η επιμονή των ελληνικών κυβερνήσεων για προσέλκυση ξένων επενδυτών χρησιμοποιώντας και πρώην ΔΕΚΟ (ΟΤΕ), και πρώην κρατικής ιδιοκτησίας τράπεζες (Εμπορική).

Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα, η οποία συντελείται σε συνθήκες ανισόμετρης ανάπτυξης και ανταγωνισμού, καθορίζει αντικειμενικά και τις διεθνείς σχέσεις ανάμεσα στα κράτη. Αλλά το κυρίαρχο στοιχείο, η βάση, είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που καθορίζουν και τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, της ΕΕ, που καθορίζουν επίσης την πολιτική της ΕΕ και των κρατών μελών της.

Αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει πρωταρχικά το κίνημα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι η οικονομική βάση, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και η κατάργησή τους. Μόνο μέσα απ'αυτό το δρόμο μπορεί να καταργθούν οι ανισότιμες σχέσεις, που, σε τελευταία ανάλυση,στον καπιταλισμό, ακολουθούν τη νομοτελειακή πορεία του, λόγω της νομοτελειακής πορείας της καπιταλιστικής διεθνοποίησης σε συνθήκες ανισόμετρης ανάπτυξης.

Για την ενδιάμεση και υποδεέστερη θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα

Εχει μεγάλη σημασία, από την άποψη του αγώνα της εργατικής τάξης και της κατεύθυνσής του, η ολοκληρωμένη γνώση της δράσης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος και των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη, όπως αυτές διαμορφώνονται από τη θέση τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, η συνεχής παρακολούθησή τους και η μελέτη τους. Αφ' ενός μεν γιατί αντικειμενικά οι σχέσεις αυτές δεν είναι ισότιμες, αφ' ετέρου γιατί οι μεταξύ τους αντιθέσεις και ανταγωνισμοί, όπως και η μεταξύ τους δημιουργία συμμαχιών και συνασπισμών, προσωρινών ή πιο μόνιμων, εμπεριέχουν ταυτόχρονα και το στοιχείο του συμβιβασμού και του ανταγωνισμού.

Σ' αυτές τις τάσεις, και στη διαμόρφωση αυτών ή των άλλων σχέσεων μεταξύ των οικονομιών και των κρατών, επιδρά και το στοιχείο της «δύναμης» της καπιταλιστικής οικονομίας, των μονοπωλίων, και του καπιταλιστικού κράτους. Αυτό όμως δεν μπορεί να διαχωρίζεται και να εξετάζεται αυτοτελώς, έξω από αυτό που πραγματικά υπηρετεί, την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε κάθε κράτος, την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την ενίσχυση της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου. Επομένως, τόσο η εσωτερική πολιτική που εφαρμόζεται σε κάθε χώρα, όσο και η εξωτερική της πολιτική καθορίζεται από τη θέση της στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, αλλά υπηρετεί συνειδητά την αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης και την ενίσχυσή τους.

Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι μια ολόκληρη ιστορική εποχή στην εξέλιξη του καπιταλισμού και χαρακτηρίζει τις καπιταλιστικές κοινωνίες, σ' όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού σ' αυτές, ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους ανισόμετρη ανάπτυξη.

«Στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι ενταγμένες όλες οι καπιταλιστικές χώρες, ανεξαρτήτως του επιπέδου ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, ανεξάρτητα με ποιες μορφές και τρόπους γίνεται η ένταξη, η ενσωμάτωση, δηλαδή αν γίνεται μέσω της ένταξης στις διακρατικές περιφερειακές, παγκόσμιες καπιταλιστικές ενώσεις ή μέσα από προγράμματα "βοήθειας" των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, μέσα από τις αναβαθμισμένες διακρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, την εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων, μέσω των στρατιωτικών επεμβάσεων και του πολέμου γενικότερα, με ανοιχτές ή συγκαλυμμένες επεμβάσεις στη διαμόρφωση ή αναπαλαίωση του πολιτικού συστήματος, κλπ.» (από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002, σελ. 91 - 92).

Επομένως, η μελέτη, η ερμηνεία της πολιτικής, που εφαρμόζουν οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας, πρέπει να παίρνει υπόψη όλα τα παραπάνω στη διαλεχτική μεταξύ τους σχέση. Και με βάση αυτά να συνειδητοποιούνται οι επιλογές στις συμμαχίες της άρχουσας τάξης, στην ενσωμάτωση σε διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ενώσεις (π.χ., Ευρωπαϊκή Ενωση). `Η τώρα με τη Ρωσία, σύμφωνα με τη στρατηγική της άρχουσας τάξης για γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας στα Βαλκάνια, με την ανάδειξή της ως ενεργειακού κόμβου, προκειμένου να εξυπηρετείται η εξαγωγή και η διείσδυση κεφαλαίου σ' αυτές τις χώρες.

Η επίδραση στην πολιτική των αστικών κυβερνήσεων

Με βάση τα παραπάνω, επομένως, η πολιτική που εφαρμόζεται από τις αστικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, και η εσωτερική και η εξωτερική, αντανακλά και την ενδιάμεση θέση του ελληνικού καπιταλισμού και οι όποιες επιλογές εμφανίζονται ως «αναγκαστική εφαρμογή», με την έννοια ότι οι αστικές κυβερνήσεις δεν αντιτάσσονται σ' αυτές, παρά τη φαινομενικά αρνητική επίδραση στη χώρα, είναι συνειδητές επιλογές που προκύπτουν από τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και ωφελούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου γενικά.

Για παράδειγμα, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ και την ΟΝΕ ήταν επιλογή που εξυπηρετούσε τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, παρά το γεγονός ότι ορισμένα τμήματά της χτυπήθηκαν από την ενιαία εσωτερική αγορά, ή από τις γενικότερες διεθνείς συμφωνίες της Ενωσης με τρίτες χώρες, οι οποίες εμφανίζονται ως υποχρεωτικά εφαρμοστέες από κάθε κράτος - μέλος. Αλλωστε, οι κυβερνήσεις συναποφασίζουν στα πλαίσια της ΕΕ και η στάση καθεμιάς αντανακλά τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κεφαλαίου κάθε χώρας. Το γεγονός ότι χώρες σε υποδεέστερη θέση απ' αυτές που ηγούνται της ΕΕ κάνουν συμβιβασμούς σε σχέση μ' αυτά τα συμφέροντα, όταν έχουν διαφορετική θέση, εκφράζει την ανισομετρία, αλλά δεν αναιρεί το γεγονός ότι ακόμη και αυτό σχετίζεται με τα γενικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου της χώρας.

Σ' αυτή την πραγματικότητα της ανισομετρίας οφείλεται και το χτύπημα, για παράδειγμα, του κλάδου της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, για την οποία Γερμανία και Ολλανδία απαιτούσαν τη μη ανάπτυξή της σε άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, επειδή ήθελαν να έχουν σχεδόν την αποκλειστικότητα στον κλάδο. Επίσης, οι διεθνείς συμφωνίες σε όφελος των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών για εισαγωγές φτηνών εμπορευμάτων των κλάδων κλωστοϋφαντουργίας, ιματισμού, δέρματος και άλλων παραδοσιακών για την Ελλάδα, οδήγησαν στη συρρίκνωση αυτών των κλάδων στη χώρα μας. Σε συνδυασμό βεβαίως με το ότι είναι κλάδοι με χαμηλότερο ποσοστό κέρδους σε σχέση με άλλους, τους λεγόμενους κλάδους έντασης κεφαλαίου. Που σημαίνει ότι το κεφάλαιο επενδύει και αναπτύσσει κλάδους όχι με βάση κυρίως τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες αλλά το γρήγορο και μεγάλο κέρδος. Αλλά ακόμη και αν δεν υπήρχαν αυτές οι σχέσεις και αν αναπτύσσονταν οι παραδοσιακοί κλάδοι που δε θα αναπτύσσονταν, όντας η Ελλάδα έξω από την ΕΕ θα ωφελούνταν η εργατική τάξη, ο λαός από την καπιταλιστική οικονομία;

Η αστική τάξη στην Ελλάδα, βεβαίως, συνολικά δεν έχασε απ' αυτή την εξέλιξη, αφού αναπτύχθηκαν άλλοι τομείς, π.χ., τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, πληροφορική, κατασκευαστικές εταιρείες, κλπ., και μάλιστα στη διαπλοκή τους με το διεθνικό κεφάλαιο κάνουν εξαγωγές κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή (Βαλκάνια, Παρευξείνια, κλπ.). Ενα, επίσης, βασικό ζήτημα είναι ότι, μέσω της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις, ενισχύεται η εξουσία της αστικής τάξης της χώρας που βρίσκεται σε ενδιάμεση, υποδεέστερη θέση. Με το ΝΑΤΟ που μπορεί να επεμβαίνει και στο εσωτερικό των κρατών - μελών του αν κινδυνεύει η εξουσία του κεφαλαίου, αλλά και με την ΕΕ, τους ευρωτρομονόμους, την αστυνομική συνεργασία, κλπ. Η Ελλαδα πράγματι αναπτύχθηκε. Αναπτύχθηκε καπιταλιστικά, άρα αυτή η ανάπτυξη έχει ταξικό αντιλαϊκό περιεχόμενο.

Αλλά ακόμη και αν θεωρήσουμε σωστή, (δεν είναι), την άποψη οτι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ εμπόδισε την ανάπτυξη της, τι ακριβώς την εμπόδισε; Γιατί συρρικνώνεται η αγροτική παραγωγή με ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς; Την ΚΑΠ τα μονοπώλια δεν την επέβαλαν; Γιατί η ανάπτυξη των βιομηχανικών κλάδων δεν είναι ισόμετρη, ανάλογα με τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες που έχει η ντόπια παραγωγική βάση; Δεν είναι τα μονοπώλια που το επιβάλλουν; Αυτό είναι το κύριο και επομένως για να υπάρξει ανάπτυξη σε όφελος του λαού πρέπει να καταργηθούν τα μονοπώλια, η εξουσία τους, να κοινωνικοποιηθεί η ιδιοκτησία τους.

Πάλη για ισοτιμία καπιταλιστικών σχέσεων ή πάλη για το σοσιαλισμό;

Επομένως, η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη να γνωρίσουν και να κατανοήσουν βαθύτερα, στον πυρήνα του, το πρόβλημα: Της συμπεριφοράς της αστικής τάξης, των κυβερνήσεων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έναντι των κυβερνήσεων των λιγότερο αναπτυγμένων. Να το κατανοήσουν ταξικά και όχι με επιφανειακά ηθικά κριτήρια συμπεριφοράς, π.χ., με το διαχωρισμό αφέντες και υπηρέτες, ισχυροί και δουλοπρεπείς, υποτελείς.

Ετσι, για παράδειγμα, το προπαγανδιστικό επιχείρημα ότι εφαρμόζεται μια συγκεκριμένη πολιτική στην Ελλάδα, επειδή αυτό επιβάλλεται από την ΕΕ, όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική, ή όπως οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προκύπτουν από τη στρατηγική της Λισαβόνας, η επιβολή της δε γίνεται επειδή την επεξεργάστηκε η ΕΕ, και γι' αυτό αναγκάζονται οι κυβερνήσεις να την εφαρμόσουν, αλλά επειδή υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου γενικά όλων των κρατών - μελών της ΕΕ, επομένως και της Ελλάδας συγκεκριμένα. Είναι στρατηγική που ενισχύει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Αρα, η αντιλαϊκή πολιτική δεν έρχεται ως αποτέλεσμα επιβολής από την ΕΕ, αλλά ως αποτέλεσμα των αναγκών του κεφαλαίου και στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα συνδιαμόρφωσης αυτής της πολιτικής και με τη συμμετοχή των αστικών κυβερνήσεων της Ελλάδας στα όργανα της ΕΕ. Και όταν στον έναν ή στον άλλο βαθμό αυτή η πολιτική έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα ορισμένων τμημάτων του κεφαλαίου, και υπάρχουν αντιθέσεις, αυτές λύνονται με τη δύναμη των μονοπωλίων. Αλλά ακόμη και έτσι, δηλαδή με περισσότερο ωφελημένα τα μονοπώλια των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, τα γενικά συμφέροντα του κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι ωφελημένα και αυτό φαίνεται τόσο από τις επιδιώξεις των κυβερνήσεων για προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, όσο και από τη διαπλοκή ελληνικών και ξένων κεφαλαίων. Τόσο σε επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα, όσο και σε επιχειρήσεις εμπορικές, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κλπ. Αλλωστε, τι είναι μονοπωλιακοί όμιλοι όπως η «Μαρφίν», ο όμιλος Λάτση, τα διάφορα μεγάλα σούπερ μάρκετ; Συμπράξεις ελληνικών με ξένα κεφάλαια. Για παράδειγμα, η «Καρφούρ» συγχωνεύτηκε με τη «Μαρινόπουλος». Ο όμιλος Λάτση διαπλέκεται με γερμανικά κεφάλαια, κ.ο.κ.

Αυτό, βεβαίως, καθόλου δε σημαίνει ότι η πάλη της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων για την έξοδο από την ΕΕ, απ' όλους τους διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, πρέπει να κατανοείται ως πάλη αυτοτελής και έξω από την πάλη για την ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Γιατί αυτές οι σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης είναι νομοτελειακές.

Αν αναφέρουμε το ζήτημα της εξάρτησης ως ζήτημα αλληλεξάρτησης καπιταλιστικών κρατών και της διαλεχτικής του σχέσης με την οικονομική βάση του καπιταλισμού, είναι γιατί η εστίαση των αιτιών των λαϊκών προβλημάτων στην «εξάρτηση», ή η πιθανότητα άμβλυνσής τους χωρίς «εξάρτηση» (ακόμη και έξω από διακρατικές ενώσεις και σε διμερείς σχέσεις, αυτό που τις καθορίζει είναι η «δύναμη» των μονοπωλίων), δηλαδή στην πολιτική και μάλιστα στις εξωτερικές σχέσεις, χωρίς την αποκάλυψη των πρωταρχικών αιτιών, που είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αφ' ενός είναι λαθεμένη, γιατί δεν παίρνει υπόψη τους νόμους κίνησης του καπιταλισμού, αφ' ετέρου δε συμβάλλει στην ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ως προς την κατεύθυνση της πάλης τους, που πρέπει να είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και η κατάχτηση της εξουσίας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Επομένως, υπονομεύει τη στρατηγική του ΚΚΕ, την πολιτική των συμμαχιών του, την πάλη για τη λαϊκή εξουσία.

Επομένως, αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει πρωταρχικά το κίνημα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, και όχι η κατάργηση των ανισότιμων σχέσεων, μεταξύ κρατών στον καπιταλισμό, που, σε τελευταία ανάλυση, ακολουθούν τη νομοτελειακή πορεία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης σε συνθήκες ανισόμετρης ανάπτυξης.


Του
Στέφανου ΛΟΥΚΑ
μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ