ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Οχτώβρη 2004
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο

Με αφορμή τη νέα, ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας που αποφάσισε πρόσφατα η Σύνοδος υπουργών Εργασίας της ΕΕ

«Οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος έχουν σημασία για την αγορά. Η κεφαλαιοκρατική όμως κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους - της εργατικής δύναμης - όταν αντικρίζει τους εργάτες σαν πουλητές» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ.2ος σελ. 315).

Οι υπουργοί Εργασίας της ΕΕ συζήτησαν την περασμένη Δευτέρα το κείμενο που πάει για τελική έγκριση στη Σύνοδο Κορυφής το Δεκέμβρη σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι ο μέσος ημερήσιος εργάσιμος χρόνος δε θα υπολογίζεται σε 24ωρη και εβδομαδιαία βάση, αλλά σε ετήσια! Σήμερα, με βάση οδηγία της ΕΕ προβλέπεται ότι σε διάστημα τεσσάρων μηνών ο μέσος όρος ωρών εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 48 ώρες ανά εβδομάδα. Με βάση αυτό ο εργοδότης μπορεί να αναγκάζει τον εργαζόμενο να δουλεύει ημερήσια πολύ περισσότερες ώρες από το 8ωρο, αρκεί ο μέσος όρος που προκύπτει στο τετράμηνο να είναι 48 ώρες ανά εβδομάδα. Π.χ. να δουλεύει για δύο μήνες 55 ώρες την εβδομάδα και τους υπόλοιπους δύο 41 ώρες την εβδομάδα.

Με το νέο κείμενο για την ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να παραβιάζουν και το μέσο όρο των 48 ωρών και ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας να φθάνει μέχρι και τις 65 ώρες, όταν υπάρχει συμφωνία μεταξύ «κοινωνικών εταίρων σε κατάλληλο επίπεδο» ή αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων να γίνεται συμφωνία «μεταξύ του εργοδότη και ενός επιμέρους εργαζόμενου». Δηλαδή, η παραβίαση του ωραρίου προβλέπεται να πραγματοποιηθεί είτε με τη σύμφωνη γνώμη των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών πλειοψηφιών είτε μέσω του εξαναγκασμού του εργαζόμενου από τον εργοδότη να αποδεχτεί μια τέτοια συμφωνία μπροστά στο φόβο της ανεργίας.


Στα ίδια πλαίσια προτείνεται μία ακόμα ρύθμιση που χειροτερεύει τους όρους εργασίας. Μέχρι σήμερα προβλεπόταν ότι αν οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να εργάζονται περισσότερες ώρες από το κανονικό στη διάρκεια μιας μέρας μπορούσαν να πάρουν άμεσα ισοδύναμη περίοδο αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Με την προτεινόμενη ρύθμιση ο εργοδότης μπορεί να αναβάλει τη χορήγηση αυτής της περιόδου για σχεδόν τρεις ημέρες.

Τέλος, η πρόταση για αναθεώρηση της οδηγίας θεσπίζει μια νέα κατηγορία εφημεριών ετοιμότητας, το «ανενεργό» μέρος εφημεριών ετοιμότητας. Κατά τη διάρκεια της «ανενεργούς εφημερίας» ο εργαζόμενος θα είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται στο χώρο εργασίας στη διάθεση του εργοδότη, αλλά αν δε χρειαστεί να δουλέψει, αυτός ο χρόνος δε θα θεωρείται εργάσιμος!!!

Βεβαίως δε γνωρίζουμε πώς ακριβώς θα αξιοποιηθούν οι δυνατότητες ευελιξίας που δίνονται στην κάθε επιχείρηση με την ετήσια διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου. Γιατί υπάρχουν πολλές δυνατότητες. Για παράδειγμα να εργάζεται ο εργάτης τη μια μέρα ή μερικές μέρες 15 ώρες, άλλες μέρες 5 ώρες και άλλες 7 ώρες, άλλωστε ο εργάσιμος χρόνος καθορίζεται εβδομαδιαία ως τις 65 ώρες. Μπορεί επίσης να εργάζονται για μερικούς μήνες σταθερά για 12,5 ώρες και μερικούς μήνες σταθερά για 6,5 ώρες. Θα δούμε λοιπόν όλες αυτές τις περιπτώσεις.

Επιδιώξεις

Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι καπιταλιστές επιμένουν να διαμορφωθούν τέτοιες συνθήκες σχετικά με τον εργάσιμο χρόνο, που να αξιοποιούν την εργατική τάξη για όσο χρόνο θέλουν, δηλαδή σ' αυτόν που εξυπηρετεί τις ανάγκες των επιχειρήσεών τους. Και στην 4μηνη διευθέτηση αλλά πολύ περισσότερο στην ετήσια, καταργούν ολοκληρωτικά το σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο. Ετσι, όταν θα έχουν ανάγκη αύξησης της παραγωγής, γιατί αυτό θα ζητά η αγορά, τότε θα αυξάνουν ανάλογα τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο. Οταν δε θα υπάρχει τέτοια ανάγκη, θα τον μειώνουν. Αυτή η κατάσταση φαίνεται σαν μια παρέμβαση στην παραγωγή σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, με την οποία θα μπορούν να αυξομειώνουν την παραγωγή τους, έτσι που να ανταποκρίνεται στη ζήτηση, αλλά κυρίως για να μην αναγκαστούν να σταματήσουν την παραγωγή, (κρίση). Ως εδώ σαν επιδίωξη γίνεται φανερή. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό.

Στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ αναφέρει: «Η αναστολή της παραγωγής θα αδρανοποιούσε ένα μέρος της εργατικής τάξης και θα έθετε έτσι το άλλο, το απασχολημένο μέρος της σε συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα υποχρεωνόταν να δεχτεί μια πτώση του μισθού της εργασίας κάτω ακόμα και από το μέσο επίπεδο, που για το κεφάλαιο έχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα, που θα είχε αν με το μέσο μισθό θα αυξανόταν η σχετική ή η απόλυτη υπεραξία» (322).

Αν λοιπόν σκεφτούμε ότι μόνιμη επιδίωξη είναι η αύξηση των κερδών, ή ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης να έχει τις λιγότερες συνέπειες το κεφάλαιο, επιδιώκουν την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, δηλαδή την αύξηση της υπεραξίας που απομυζούν από τη δουλιά του εργάτη. Ετσι, πίσω απ' αυτές τις επιδιώξεις της ΕΕ για τέτοιες ρυθμίσεις στον εργάσιμο χρόνο, κρύβεται ένα «μυστικό». Το πώς δηλαδή μέσα από τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου αυξάνουν τα καπιταλιστικά κέρδη. Μόνιμη επωδός των καπιταλιστών στην επιδίωξή τους να επιτύχουν μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, είναι η μείωση του λεγόμενου εργατικού κόστους κατά τους καπιταλιστές, ή το φτήναιμα του εργάτη, όπως είναι το σωστό. Πώς γίνεται αυτό; Το «κλειδί» για την αποκάλυψη του «μυστικού, μας το δίνει ο Μαρξ.

Ας το παρακολουθήσουμε μέσα από αποσπάσματα από το μνημειώδες έργο του «Το Κεφάλαιο», σχετικά με την εργατική δύναμη και τον εργάσιμο χρόνο.


Για την εργάσιμη μέρα και την εργατική δύναμη

Οταν αναφερόμαστε στον εργάσιμο χρόνο αναφερόμαστε πάντα και υποχρεωτικά στην εργάσιμη μέρα και όχι στη βδομάδα, το μήνα, το έτος κλπ. Οπως ο φυσικός χρόνος της ζωής του ανθρώπου υπολογίζεται με βάση τη φυσική μέρα, δηλαδή το 24ωρο, έτσι υπολογίζεται και ο εργάσιμος χρόνος και ο μισθός της εργασίας. Ο Μαρξ στο δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει: «Η εργάσιμη μέρα είναι η φυσική μονάδα μέτρησης για τη λειτουργία της εργατικής δύναμης...» (σελ. 153).

Εργάσιμος χρόνος

«Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία, εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης. (180)

Οπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους. (183)

Ετσι, ο χρόνος εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης, αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης, ή η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των μέσων συντήρησης, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της. (183)

Το μέρος, λοιπόν, της εργάσιμης μέρας, που στη διάρκειά της συντελείται αυτή η αναπαραγωγή (σ.σ. της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης) το ονομάζω αναγκαίο χρόνο εργασίας και την εργασία, που ξοδεύτηκε στο διάστημά της, αναγκαία εργασία. Αναγκαία για τον εργάτη, γιατί είναι ανεξάρτητη από την κοινωνική μορφή της εργασίας του. Αναγκαία για το κεφάλαιο και τον κόσμο του, γιατί ο κόσμος αυτός έχει για βάση του τη διαρκή ύπαρξη του εργάτη. (228 - 229)

Η δεύτερη περίοδος του προτσές εργασίας, που ο εργάτης μοχθεί πέρα από τα όρια της αναγκαίας εργασίας, του στοιχίζει βέβαια εργασία, ξόδεμα εργατικής δύναμης, δε δημιουργεί όμως αξία γι' αυτόν. Δημιουργεί υπεραξία, που χαμογελάει του κεφαλαιοκράτη με όλες τις χάρες μιας δημιουργίας εκ του μηδενός. Το μέρος αυτό της εργάσιμης μέρας το ονομάζω χρόνο υπερεργασίας και την εργασία που ξοδεύεται στη διάρκειά του υπερεργασία». (229)

Σχετικά με την αξιοποίηση του εργάσιμου χρόνου

«Ο κεφαλαιοκράτης αγόρασε την εργατική δύναμη στην ημερήσια αξία της. Του ανήκει η αξία χρήσης της για το διάστημα μιας εργάσιμης μέρας. Απέκτησε έτσι το δικαίωμα να βάζει τον εργάτη να δουλεύει γι' αυτόν στο διάστημα μιας μέρας. Τι είναι όμως μια εργάσιμη μέρα; Πάντως λιγότερο από μια φυσική μέρα ζωής. Πόσο λιγότερο; Ο κεφαλαιοκράτης έχει τη δική του άποψη γι' αυτό το ultima thule (έσχατο όριο), για το αναγκαίο όριο εργάσιμης μέρας. Σαν κεφαλαιοκράτης είναι μονάχα προσωποποιημένο κεφάλαιο. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο όμως έχει ένα και μοναδικό κίνητρο ζωής, το κίνητρο να αξιοποιείται, να δημιουργεί υπεραξία, να απορροφά με το σταθερό του μέρος, με τα μέσα παραγωγής, όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα υπερεργασίας. Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία, που ζωντανεύει μονάχα σαν το βρικόλακα ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά. Ο χρόνος που εργάζεται ο εργάτης είναι χρόνος που στη διάρκειά του ο κεφαλαιοκράτης καταναλώνει την εργατική δύναμη που αγόρασε απ' αυτόν. Αν ο εργάτης καταναλώνει το διαθέσιμο χρόνο του για τον εαυτό του κλέβει έτσι τον κεφαλαιοκράτη.

Βλέπουμε πως, αν παραβλέψουμε τα τελείως ελαστικά όρια της εργάσιμης μέρας, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δε βάζει καθόλου όρια στην εργάσιμη μέρα, επομένως και στην υπερεργασία. Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη μέρα και αν είναι δυνατό να κάνει μια εργάσιμη μέρα δύο. Από την άλλη μεριά, η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πουλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη μέρα σ' ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο και τα δύο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δύο δίκαια αποφασίζει η βία. Γι' αυτό, στην ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, η ρύθμιση της εργάσιμης μέρας παρουσιάζεται σαν πάλη για τα όρια της εργάσιμης μέρας - πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλαδή την τάξη των κεφαλαιοκρατών, και στο συνολικό εργάτη, δηλαδή την εργατική τάξη». (242 - 246)

Από τα παραπάνω συνεπάγεται πως όταν αυξάνται ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος αυξάνεται και η υπερεργασία, δηλαδή η εκμετάλλευση. Το ίδιο και όταν στα πλαίσια του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου μειώνεται ο αναγκαίος χρόνος εργασίας. Και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν σταθερές και μόνιμες επιδιώξεις των καπιταλιστών. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και άλλοι τρόποι αύξησης της εκμετάλλευσης, με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, που επιτυγχάνεται με τις διάφορες μορφές διευθέτησης του χρόνου εργασίας, όπως θα δούμε παρακάτω.

  • Ολες οι αναφορές από τον Κ. Μαρξ, είναι από το έργο του «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος.

Μη αναπλήρωση της αξίας της εργατικής δύναμης

Ας δούμε την περίπτωση που οι εργάτες εργάζονται για μερικούς μήνες σταθερά για 12,5 ώρες και μερικούς μήνες σταθερά για 6,5 ώρες, χωρίς βεβαίως πληρωμή υπερωριών και χωρίς να αλλάζουν οι άλλοι όροι, μισθοί μεροκάματα κλπ.

Με αυτή τη ρύθμιση δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι στη διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρόνου ο εργάτης δουλεύει χωρίς να χάνει, αφού ούτε ο συνολικός εργάσιμος χρόνος αλλάζει ούτε το μεροκάματο ή ο μισθός εργασίας. Είναι, όμως, έτσι ακριβώς; Και αν είναι, τότε γιατί οι καπιταλιστές κόπτονται για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου; Και το πρόβλημα εντοπίζεται μόνο στην αναστάτωση της ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του από τη μη κανονική εργάσιμη μέρα; 'Η το γεγονός ότι χάνοντας για κάποιο χρονικό διάστημα τον ελεύθερο χρόνο του, ο οποίος του παραχωρείται σε κάποιο άλλο διάστημα, φαινομενικά «απλόχερα», σημαίνει ότι συνολικά οι όροι ζωής του δεν αλλάζουν; Οτι η θέση του μέσα στην παραγωγή από την άποψη του πλούτου που παράγει και του μεριδίου που καρπώνεται δε χειροτερεύει;

Φθορά που δεν αναπληρώνεται

Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η αυξομείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ανεξάρτητα αν ο συνολικός σε διάστημα, π.χ. τετράμηνο ή ετήσια, μπορεί να μην αλλάζει, όπως επίσης δεν αλλάζει και ο μισθός της εργασίας, είναι μια μορφή έντασης της εκμετάλλευσης, ακριβώς γιατί στη διάρκεια που ο εργάτης δουλεύει περισσότερες από την κανονική εργάσιμη μέρα ώρες, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει πολλαπλάσια, αφού και η φθορά της μεγαλώνει. Αρα ένα μέρος της δεν αναπληρώνεται, καταστρέφεται δηλαδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε άλλο χρονικό διάστημα δουλεύει λιγότερες ώρες τη μέρα. Που σημαίνει και μείωση της ικανότητας του εργάτη να μπορεί να εργάζεται στο μέλλον με την ίδια ποιότητα και ποσότητα εργατικής δύναμης όπως πριν. Είναι η γοργή φθορά στην υγεία του, η οποία πράγματι δεν αναπληρώνεται. Και αυτό γιατί η αξία της εργατικής δύναμης, μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της.

Σχετικά μ' αυτό ο Μαρξ αναφέρει ότι:

«Οταν στο κλάσμα

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα

μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της...

Από τον καθορισμό της τιμής της εργασίας με το κλάσμα:

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών

βγαίνει πως η απλή παράταση της εργάσιμης ημέρας ρίχνει την τιμή της εργασίας, όταν δε γίνεται καμιά αντιστάθμιση» (563 - 564).

Επομένως εδώ έχουμε μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, που συνεπάγεται αύξηση των καπιταλιστικών κερδών, γιατί η μείωση του χρόνου της εργάσιμης μέρας σε επόμενο χρονικό διάστημα δεν αντισταθμίζει την αύξηση του χρόνου της εργάσιμης μέρας που προηγήθηκε χωρίς την πληρωμή υπερωρίας. Αυτός είναι και ο ουσιαστικός λόγος της επιμονής των καπιταλιστών για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ