ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 2 Δεκέμβρη 2000
Σελ. /40
«Είμαστε τόσο διαφορετικοί, που καλύτερα να χωρίσουμε»

Οπως από τις ως τώρα παρεμβάσεις στον προσυνεδριακό διάλογο, αλλά κι από την πολύχρονη πείρα της εσωκομματικής μας ζωής διαφαίνεται, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του Κόμματος διαπιστώνει ότι η απαρέγκλιτη τήρηση των αρχών λειτουργίας του Κόμματος και η δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας αποτελούν τη στερεή βάση, αλλά και το εφαλτήριο επίτευξης των στρατηγικών στόχων του Κόμματος, επίτευξης που προσδιορίζει και το λόγο ύπαρξής του. Με την έννοια αυτή, η άκριτη αποδοχή των Θέσεων της ΚΕ από τη συντριπτική πλειοψηφία των παρεμβάσεων, ιδίως συντρόφων που μετέχουν σε καθοδηγητικά όργανα και φυσικά κατ' αναλογία και των κομματικών μελών, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα τόσο για τη μαρξιστική κατάρτισή μας, όσο και για τη δυνατότητά μας να συνεισφέρουμε στην παραπέρα ανάπτυξη του Κόμματος, αλλά και της θεωρίας μας. Προσωπικά οι Θέσεις της ΚΕ με βρίσκουν σύμφωνο στο συντριπτικά μεγάλο (ποσοτικά) κομμάτι τους κι έτσι δεν κρίνω σκόπιμο να σταθώ σ' αυτό το κομμάτι, αφού εξάλλου επάξια το χειροκρότησαν οι περισσότεροι προλαλήσαντες. Είναι κατά την αντίληψή μου φανερό ότι σ' ολόκληρη την κομματική ιεραρχία συστεγάζονται μαζί με τους κομμουνιστές, ρεφορμιστικές και σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, πράγμα που προσδιορίζει όσον αφορά τους μεν αλλά και τους δε «τι κόμμα θέλουμε». Αυτή ακριβώς η (απαράδεκτη για κομμουνιστικό κόμμα) συγκατοίκηση υποχρεώνει την κομματική ηγεσία σε μια τακτική ισορροπιών, αποτελέσματα της οποίας είναι αφ' ενός οι εκπτώσεις σε κυρίαρχα ιδεολογικά θέματα και αφ' ετέρου η ανάδειξη ακόμα κι ανώτατων στελεχών με οπορτουνιστικές αντιλήψεις. Δεδομένου όμως ότι η σύνθεση του στελεχικού δυναμικού και η ποιότητά του προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα της κομματικής δράσης, το ζήτημα της ανάδειξης στελεχών ανάγεται σε κυρίαρχο και άμεσης για επίλυση προτεραιότητας. Βασικό κριτήριο στην ανάδειξη στελεχών πρέπει να είναι η σωστή κομμουνιστική ιδεολογική τους τοποθέτηση και η δυνατότητα συνεχούς βελτίωσής τους. Βάση της σωστής εφαρμογής της πολιτικής στελεχών, πρέπει ν' αποτελέσουν: 1. Το ξεκαθάρισμα του ήδη υπάρχοντος στελεχικού δυναμικού σ' αυτή την κατεύθυνση. 2. Η άμεση ανατροπή και η κατάργηση της τακτικής των ισορροπιών, από την οποία απορρέει η τοποθέτηση οπορτουνιστών σε όργανα και επιτροπές (π.χ. Ντρέκος στην Επιτροπή Θέσεων!!!!). 3. Η προϊστορία των στελεχών και ο ρόλος τους στις περιόδους κομματικών κρίσεων συνεχίζουν να αγνοούνται, με αποτέλεσμα ακόμη και τα ανώτερα όργανα του Κόμματος, σε μεγάλο ποσοστό να αποτελούνται από στελέχη που στην περίοδο της τελευταίας κομματικής κρίσης έπαιξαν από ύποπτο έως αρνητικό ρόλο, πράγμα που προσδιορίζει την τρέχουσα και τη μελλοντική τους τακτική. Και φυσικά η ΚΕ δε δικαιούται να τους δείχνει την εμπιστοσύνη που επικαλείται το ΠΓ, στο με ημερομηνία 4/11/2000 ενημερωτικό σημείωμά του για το Θεωνά. Τα πιο πάνω ισχύουν βεβαίως και για τα στελέχη που αναδεικνύονται σε δημόσιες θέσεις, η παράθεση των ονομάτων των οποίων θα κάλυπτε σημαντικό από το χώρο μου, αφού ο κατάλογος είναι μάλλον τεράστιος. Καμιάς μορφής ασυλία λοιπόν και για κανέναν μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα, αφού άπειρες φορές έχει αποδειχτεί στην πράξη το λαθεμένο της εξίσωσης «μέλος του Κόμματος = σώνει και καλά ορθός κομμουνιστής». Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθούν και οι μεγάλες ευθύνες της ΚΕ για παραβίαση των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και του καταστατικού του Κόμματος (από την ίδια), αφού παραμένει διστακτική και εν πολλοίς αναποτελεσματική η τακτική της στην επιβολή της υποταγής των μειοψηφουσών στις πλειοψηφούσες απόψεις.

Οσον αφορά το Μέτωπο, σίγουρα η συγκρότησή του δε γίνεται με προϋπόθεση τη συμφωνία για το σοσιαλισμό (Θέση 20). Εμείς όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το Μέτωπο δεν το οικοδομούμε μόνο για την εξυπηρέτηση τακτικών στόχων, αλλά κυρίως για την εξυπηρέτηση του στρατηγικού μας στόχου. Ετσι φαντάζει τουλάχιστον αφελές και αντιιστορικό ότι κερδίζοντας το Μέτωπο τις εκλογές, θα σχηματίσει κυβέρνηση με στόχο την ανατροπή της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, η οποία θα επιτρέψει το σχηματισμό τέτοιας κυβέρνησης, βοηθώντας από μόνη την ανατροπή της. Ιστορικά αυτό συνέβη μόνο μια φορά, αλλά ανάποδα (όρα Γκορμπατσόφ - Γιέλτσιν). Η αξιοποίηση του στοιχείου των συμβιβασμών (τελευταία παράγραφος της θέσης 19), πρέπει να έχει σαφή όρια, στα οποία θεωρώ πως δε χωράνε τραμπούκοι που μας ξυλοκόπησαν στην προ ετών απεργία της ΚΟΚΑ ΚΟΛΑ και που με γνήσιο αμερικάνικο στιλ προσήλθαν στην πρόσφατη πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΠΑΜΕ.

Ολόκληρη η πρώτη παράγραφος της Θέσης 30, όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, αναφέρεται ότι ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας αποτελεί ο εργατικός κοινωνικός έλεγχος, θα μπορούσε είτε να έχει αντιγραφεί από κείμενο του ΣΥΝ είτε να αποτελεί συμβολή του διαγραφέντος Ντρέκου στη διαμόρφωση των Θέσεων, αφού δε λαμβάνει υπόψη ότι η δημοκρατία είναι έννοια ταξική και ότι αφού η αστική δημοκρατία βρίσκεται στην υπηρεσία των μονοπωλίων, σε καμιά περίπτωση δε δέχεται εργατικό κοινωνικό έλεγχο, ο οποίος σαν σύνθημα χωράει μόνο μέσα σε οπορτουνιστικά κεφάλια.

Το μείζον θέμα της ανατροπής (όρος αδόκιμος και υπό επανεξέταση και το αναφέρω αυτοκριτικά, αφού κι εγώ προσωπικά συνέβαλα τα μέγιστα για την επικράτησή του) του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ξεπερνιέται με μια παράγραφο της Θέσης 44 περί απολογισμού της ΚΕ και με τη δεκατεσσάρων σειρών Θέση 49, πρέπει κατά την αντίληψή μου να βρεθεί άμεσα στο επίκεντρο των ιδεολογικών επεξεργασιών του Κόμματος, αφού οι εκτιμήσεις του πανελλαδικού σώματος για τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων όχι μόνο αποτελούν, κατά γενική ομολογία, μια πρώτη εκτίμηση που χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας, αλλά και κατά την αντίληψη μιας σειράς συντρόφων, όπως προέκυψε από τον τότε εσωκομματικό διάλογο, αλλά και από τον παρόντα, δε βαδίζει σε σωστή κατεύθυνση, αφού δεν παίρνει υπόψη τον παράγοντα «20ό Συνέδριο», θεωρεί, τουλάχιστον αφελώς, ότι οικοδομούνταν σοσιαλισμός ως την έσχατη στιγμή και αγνοεί τον τρόπο που λειτούργησαν ή δε λειτούργησαν βασικοί νόμοι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Βεβαίως, μια τέτοια επεξεργασία προϋποθέτει ουσιαστική αυτοκριτική των επί δεκαετίες πεπραγμένων μας, πράγμα που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα, ώσπου ν' αποφασίσουμε και, κυρίως η κομματική ηγεσία, να το πράξουμε. Επίσης, προϋποθέτει αποβολή αντιλήψεων παντογνωσίας του τύπου «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», που εξέφρασε ο Γ. Πολυμερίδης κριτικάροντας την ΚΟΜΕΠ Νο 3/2000 τη μόνη σοβαρή, πλην του δικού μας πανελλαδικού σώματος, προσπάθεια ερμηνείας του «υπαρκτού» και μάλιστα όταν πρόκειται για αφιλοκερδείς μελετητές, του ήθους και της ποιότητας του Κ. Κάππου, μεγάλο κομμάτι της σχετικής μελέτης, του οποίου νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη. Παρεμπιπτόντως, νομίζω ότι τέτοιες προσπάθειες συμβολής στην ανάπτυξη της θεωρίας μας δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ισχνή παρουσία του βιβλίου στα κομματικά βιβλιοπωλεία, αλλά με δημιουργική συζήτηση στην κατεύθυνση του κοινώς ζητουμένου. Εξάλλου ο συγκεκριμένος συναγωνιστής πρέπει να θεωρηθεί μάλλον αξιοποιήσιμος (και αντί άλλων αξιοποιηθέντων θα έλεγα) στο χτίσιμο του Μετώπου, παρά αποδιοπομπαίος τράγος του κινήματος.

Οσον αφορά τέλος το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, όχι μόνο πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, ότι δηλαδή για την καταμέτρηση των χωρίς εισαγωγικά κομμουνιστικών κομμάτων, αρκούν τα δάχτυλα των χεριών μας, αλλά και να σταματήσουμε συνδιαλεγόμενοι με τα εντός εισαγωγικών σαν να πρόκειται για όντως κομμουνιστικά, αλλά σαν γενικά προοδευτικής κατεύθυνσης κόμματα. Η χωρίς κριτική δημοσίευση των απόψεών τους στα κομματικά έντυπα όχι μόνο περνάει αντιδραστικές ιδεολογίες στα δυστυχώς ακατατόπιστα κατά πλειοψηφία μέλη και οπαδούς μας, αλλά μπολιάζει και τη θεωρία μας με ό,τι πιο αντιδραστικό προέκυψε από την αδυναμία των κομμουνιστικών κομμάτων, εν μέσω του πανικού τους από τις «ανατροπές», να τις ερμηνεύσουν. Σαφώς και πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες συντονισμού δράσης, αλλά ο αναγκαίος στόχος για τη δημιουργία κομμουνιστικής διεθνούς πρέπει να είναι καθαρός: δε θα χωράνε σ'αυτήν «κομμουνιστικά», αλλά μόνο κομμουνιστικά κόμματα και στα κομμουνιστικά κόμματα δε θα χωράνε «κομμουνιστές», αλλά μόνο κομμουνιστές. Ο Β. Τιούλκιν το είπε καθαρά στη διεθνή συνάντηση του Ιούνη: «Είμαστε τόσο διαφορετικοί, που καλύτερα να χωρίσουμε».

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Σ. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

ΚΟΒ Λογιστών της ΚΟΘ

Απαραίτητη συμβολή

Μετά τις δολοφονίες των άξιων αρχηγών του Κομμουνιστικού Κόμματος των μπολσεβίκων και του οδηγού των λαών, για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό με τη Δικτατορία του Προλεταριάτου, σ. Στάλιν από τους εγκληματίες ρεβιζιονιστές Χρουστσόφ, Γκορμπατσόφ, Γιέλτσιν και άλλους. Με το 20ό Συνέδριο του Χρουστσόφ, που σκοπό είχε να δυσφημίσει το θεωρητικό και πρακτικό έργο του. Μάζεψε λοιπόν κάμποσα εγκληματικά στοιχεία, ψευτοδιανοούμενους που εκτόξευαν βρώμικες ψευτιές και λασπολογίες, όπως Σολζενίτσιν και άλλους, εξαφάνισαν τα βιβλία των μπολσεβίκων που φώτιζαν κάθε λογικό άνθρωπο.

Απαραίτητη συμβολή στις Θέσεις του ΚΚΕ μπροστά στο 16ο Συνέδριο είναι ανάγκη η απαίτηση καταδίκης του κακόφημου 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ 1956.

Επίσης απαραίτητη είναι η προβολή του θεωρητικού και πρακτικού έργου του σ. Ι.Β. Στάλιν για να δούμε εμείς οι κομμουνιστές άσπρη μέρα και να υποστηρίξουμε τις θέσεις της 6ης Ολομέλειας του δοξασμένου ΚΚΕ 1934 σ. Ν. Ζαχαριάδη και Δ. Γληνού, θέσεις του Μαρξισμού - Λενινισμού - Σταλινισμού ο οποίος έκανε το παγκόσμιο θαύμα του 20ού αιώνα που ανέτρεψαν οι ρεβιζιονιστές τροτσκιστές, διαλυτές του κομμουνισμού και έφεραν το σκοτάδι και την προσωρινή καταστροφή στην ανθρωπότητα. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να υπάρχει διεθνιστική ενότητα, αλληλεγγύη και συνεργασία με κόμματα πάνω σε σταθερές αρχές. Το πρότυπο μιας τέτοιας διεθνιστικής ενότητας είναι οι βάσεις και οι αρχές της Γ` Διεθνούς. Υπάρχουν και λειτουργούν μια σειρά κόμματα κομμουνιστικά σταλινικά σε όλη τη Γη όπως έκαναν οι μπολσεβίκοι και ο Στάλιν, που όταν ήταν στον ΟΗΕ απέτρεπε πολέμους, έστελνε τελεσίγραφα να σταματούν εκτελέσεις αγωνιστών με καταδίκες σε θάνατο και τόσες ανθρώπινες ενέργειες και ο ΟΗΕ ήταν υποστηρικτής των λαών, όχι των ιμπεριαλιστών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΨΩΜΑΔΕΛΗ

Νίκαια

Το Κόμμα έχει αρχές

Γιατί πάντα οι διαφωνούντες με το Κόμμα βρίσκουν την περίοδο των εκλογών ή Συνεδρίου, να διαφωνήσουν;

Μιλούν για αδιάλλακτη και εχθρική θέση απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων. Μα όταν το Κόμμα εγκαταλείψει τις θέσεις και την πάλη για σοσιαλισμό και λαϊκή εξουσία, ποια θα είναι η διαφορά απ' όλα τα υπόλοιπα κόμματα; Καμία. Δηλαδή, να φτιάξουμε και στο Κόμμα εκσυγχρονιστική πτέρυγα, σημιτική πτέρυγα. Δεν ξέρουν ότι αυτό θέλει η αστική τάξη; Ξέρουν, αλλά ο σκοπός τους είναι απώτερος. Γι' αυτό το Κόμμα πρέπει να αντιδρά νωρίς όταν φαίνονται τέτοιες τάσεις συντρόφων και όχι καθυστερημένα και με χαλαρότητα. Τα προηγούμενα γεγονότα έδειξαν ότι κινούνται με άλλα ελατήρια και προθέσεις. Αλλωστε το Κόμμα δε θα το κάνουμε φούρνο του Χότζα. Αλίμονο αν το Κόμμα υλοποιεί όλες τις απόψεις διαφωνούντων. Ο καθένας που μπήκε στο Κόμμα, ήξερε ότι το Κόμμα έχει Καταστατικό και αρχές. Να είναι βέβαιοι ότι το 16ο Συνέδριο θα έχει μεγάλη επιτυχία.

Συντροφικά

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΖΙΟΥΒΑΡΑΣ

Νέος Παντελεήμονας Πιερίας

Σκέψεις με αφορμή το 16ο Συνέδριο

Με αφορμή την πραγματικά πολυτάραχη και ενδιαφέρουσα διαδρομή ανάμεσα στα δύο συνέδρια, θα ήθελα να παραθέσω ορισμένες σκέψεις.

Κατ' αρχάς το θέμα των δραματικών γεγονότων που οδήγησαν στη διάλυση της Σ. Ενωσης και των άλλων χωρών της Κ. Αν. Ευρώπης. Το ΚΚΕ, προς τιμή του, προχώρησε το 1995 σε δημόσιο διάλογο, κάτι που επέτρεψε στα μέλη και στους οπαδούς του να εκφράσουν τις απόψεις τους, πάνω στο κεφαλαιώδες αυτό θέμα. Και είναι γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που συμμετείχαν στο διάλογο, εξέφρασε την άποψη ότι στις χώρες αυτές ο σοσιαλισμός υπονομεύτηκε εκ των έσω, από την ίδια την κομματική ηγεσία του ΚΚΣΕ, ενώ μια μειοψηφούσα άποψη εξέφρασε διαφορετικές θέσεις. Ομως προς θεού. Τέτοια θεμελιώδη θέματα δεν μπορούν και δεν είναι δυνατό να εξαντλούνται στα πλαίσια κομματικών Σωμάτων. Είναι θέματα που θα απασχολήσουν το κομμουνιστικό κίνημα, τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους τα επόμενα 30-50 ίσως και 100 χρόνια. Είναι επομένως θέματα ανοιχτά στην πολιτική και ιστορική έρευνα.

Οτι το θέμα δεν έχει κλείσει, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ορισμένοι σύντροφοι στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου θέτουν ζήτημα, το σώμα των συνέδρων να καταδικάσει το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και να αποκαταστήσει τις πολιτικές επιλογές του Ι.Στάλιν και κατ' επέκταση το ρόλο του Ν. Ζαχαριάδη, πρώην γραμματέα του ΚΚΕ.

Δεν υπεισέρχομαι στο θέμα αν η μια ή η άλλη πλευρά έχει δίκιο, αν πρέπει να καταδικαστεί το 20ό συνέδριο και ο ρόλος του Χρουστσόφ ή να αποκατασταθεί ο ρόλος του Ι.Στάλιν. Απλώς θέλω να παρατηρήσω ότι η ιστορική και πολιτική ανάλυση της Σ.Ενωσης δεν μπορεί παρά να γίνει με γνώμονα, τη μαρξιστική κοσμοθεωρία, η οποία πρωτίστως στρέφεται στην εξέταση των υλικών σχέσεων παραγωγής και με βάση αυτές διεισδύει στην ανάλυση του πολιτικού εποικοδομήματος. Η γνωστή θέση του Μαρξ ότι «η οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας αποτελεί την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στο οποίο αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης», δεν μπορεί παρά να έχει εφαρμογή και στην περίπτωση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Και από την άποψη αυτή, ίσως θα πρέπει να εξετάσουμε πιο εξαντλητικά την οικονομική διάρθρωση των χωρών αυτών, από το να αναζητάμε απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα με βάση τις εξελίξεις σε πλευρές του πολιτικού εποικοδομήματος, έστω και στις πιο ελκυστικές και φανταχτερές, όπως είναι οι προσωπικότητες του κομμουνιστικού κινήματος.

Και με αφορμή αυτό, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η βίαιη αντίδραση για το πρόσφατο βιβλίο του Κ. Κάππου που εκδηλώθηκε με άρθρο του σ. Πολυμερίδη στο «Ρ», είναι εν πολλοίς ανεξήγητο. Οχι μόνο γιατί ο συγγραφέας του βιβλίου είναι από τους λίγους που, αν και έφυγε από το ΚΚΕ, με τις πράξεις του απέδειξε ότι πονάει το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα - εκατοντάδες άλλοι που έφυγαν είτε προς τα «δεξιά», είτε προς τα «αριστερά», αποδείχτηκε ότι αναζητούσαν προσχηματικούς λόγους, για να πάνε και να βολευτούνε με τους νικητές - αλλά γιατί διανύουμε μια περίοδο που τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να ενθαρρύνονται. Ακόμα και στην περίπτωση που οι απόψεις που εκφράζονται είναι διαφορετικές από τις κυρίαρχες απόψεις στο κόμμα. Μόνο έτσι θα βρούμε την άκρη.

Το δεύτερο θέμα είναι αυτό του εθνικού προβλήματος που ενέσκηψε στις αρχές της δεκαετίας του '90, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Είναι ένα θέμα φλέγον και ακανθώδες, που αν δεν προσεχτεί μπορεί να δημιουργήσει σοβαρότατα προβλήματα πολιτικής και ιδεολογικής υφής. Με ένα εκατομμύριο μετανάστες στη χώρα μας, οι οποίοι βίαια εντάχθηκαν στο «βιομηχανικό στρατό», που έχει στη διάθεσή της η αστική τάξη, δημιουργούνται νέα δεδομένα για το εργατικό κίνημα της χώρας.

Κατ' αρχάς το πρόβλημα το προσεγγίζουμε - και δε νομίζω ότι υπάρχουν αντιρρήσεις στο σημείο αυτό - από τη σκοπιά ότι η ταξική ενότητα των εργατών, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας και θρησκευτικής συνείδησης, είναι το ζητούμενο. Στην πράξη όμως το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό όσο η θεωρητική του προσέγγιση. Εμπόδιο στην ταξική ενότητα των εργατών, Ελλήνων και μεταναστών, μπαίνει ο εθνικισμός, η εθνικιστική ιδεολογία, η οποία σήμερα εκφράζεται με τόσες μορφές, όσα και τα κράτη της χερσονήσου του Αίμου. Ετσι έχουμε τον ελληνικό, τον τουρκικό, τον αλβανικό, τον βουλγάρικο εθνικισμό - δεν αποκλείεται η Σερβία υπό αμερικανική πλέον ομπρέλα να μπει κι αυτή στο χορό των διεκδικήσεων - και όλοι τους ζητούν να επεκταθούν ο ένας σε βάρος του άλλου. Ολοι βέβαια οι εθνικισμοί ελέγχονται και πατρονάρονται από τους μεγάλους αδελφούς, τον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Ο τουρκικός βέβαια εθνικισμός έχει το χρίσμα του γενικού δερβέναγα της περιοχής και από τη σκοπιά αυτή οι βολές κατά εδαφικών περιοχών της ελληνικής επικράτειας δεν έχουν μόνο θεωρητικό χαρακτήρα. Ο δε ελληνικός εθνικισμός προβάλλει το «όραμα» της ισχυρής Ελλάδας, σε βάρος φυσικά των «φτωχών» βαλκάνιων γειτόνων, οι οποίοι όμως, υπό την υψηλή εποπτεία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχουν σηκώσει κεφάλι και θέτουν ζήτημα τσαμουριάς (αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός). Για να αποδειχτεί ότι το κουβάρι είναι πάρα πολύ μπλεγμένο και το ζητούμενο, η ενότητα όλων των εκμεταλλευομένων πάνω σε ταξική βάση κινδυνεύει από τους εθνικιστικούς κρωγμούς εκατέρωθεν. Γι' αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή και θεωρητική εμβάθυνση πάνω στο εθνικό πρόβλημα.

Γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε να ταυτίσουμε είτε με τους Σημίτηδες, τους Μπίστηδες, τους Κουναλάκηδες και τους Κρεντετέρηδες (εκφραστές του εθνικισμού made in USA) είτε με τους Καμμένους, Ανδρεουλάκους και τους Παπαθεμελήδες, πρεσβευτές του εθνικισμού, ακροδεξιάς υφής. Και οι δύο παραλλαγές εθνικισμού αποτελούν εκφράσεις πολιτικών απόψεων, το ίδιο παρακμιακών και αποκρουστικών, συνάμα όμως στα τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα και να μελετήσουμε πως το εργατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης αντιμετώπισε το εθνικό πρόβλημα σε μια πολυεθνική πόλη με ισχυρές παρουσίες ελλήνων, τούρκων, Εβραίων, βουλγάρων κλπ. Πάντως, το πρόβλημα καίει και χρειάζεται προσοχή. Αυτό αποδεικνύουν διάφορες εκδηλώσεις του, όπως το θέμα της σημαίας με τον Αλβανό μαθητή, η υστερία που εκδηλώθηκε μετά την ήττα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από το εθνικό συγκρότημα της Αλβανίας κλπ.

Αυτές τις σκέψεις ήθελα να παρουσιάσω και για να ελαφρύνει κάπως ο αναγνώστης, θα ήθελα σε όσους αμφισβητούν την ενωτική πολιτική του ΚΚΕ, να θέσω το ακόλουθο κουίζ. Ποιοι ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες που οδήγησαν το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, ένα κόμμα εξόχως «εκσυγχρονιστικό», το οποίο μέχρι σήμερα έχει υιοθετήσει όλες τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, να αποβάλει την ακραία σημιτική του έκφραση και να παίρνει όρκους - θεωρητικά τουλάχιστον - ότι στις ερχόμενες δημοτικές εκλογές δε θα συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ