Σάββατο 2 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Σκέψεις με αφορμή το 16ο Συνέδριο

Με αφορμή την πραγματικά πολυτάραχη και ενδιαφέρουσα διαδρομή ανάμεσα στα δύο συνέδρια, θα ήθελα να παραθέσω ορισμένες σκέψεις.

Κατ' αρχάς το θέμα των δραματικών γεγονότων που οδήγησαν στη διάλυση της Σ. Ενωσης και των άλλων χωρών της Κ. Αν. Ευρώπης. Το ΚΚΕ, προς τιμή του, προχώρησε το 1995 σε δημόσιο διάλογο, κάτι που επέτρεψε στα μέλη και στους οπαδούς του να εκφράσουν τις απόψεις τους, πάνω στο κεφαλαιώδες αυτό θέμα. Και είναι γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που συμμετείχαν στο διάλογο, εξέφρασε την άποψη ότι στις χώρες αυτές ο σοσιαλισμός υπονομεύτηκε εκ των έσω, από την ίδια την κομματική ηγεσία του ΚΚΣΕ, ενώ μια μειοψηφούσα άποψη εξέφρασε διαφορετικές θέσεις. Ομως προς θεού. Τέτοια θεμελιώδη θέματα δεν μπορούν και δεν είναι δυνατό να εξαντλούνται στα πλαίσια κομματικών Σωμάτων. Είναι θέματα που θα απασχολήσουν το κομμουνιστικό κίνημα, τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους τα επόμενα 30-50 ίσως και 100 χρόνια. Είναι επομένως θέματα ανοιχτά στην πολιτική και ιστορική έρευνα.

Οτι το θέμα δεν έχει κλείσει, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ορισμένοι σύντροφοι στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου θέτουν ζήτημα, το σώμα των συνέδρων να καταδικάσει το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και να αποκαταστήσει τις πολιτικές επιλογές του Ι.Στάλιν και κατ' επέκταση το ρόλο του Ν. Ζαχαριάδη, πρώην γραμματέα του ΚΚΕ.

Δεν υπεισέρχομαι στο θέμα αν η μια ή η άλλη πλευρά έχει δίκιο, αν πρέπει να καταδικαστεί το 20ό συνέδριο και ο ρόλος του Χρουστσόφ ή να αποκατασταθεί ο ρόλος του Ι.Στάλιν. Απλώς θέλω να παρατηρήσω ότι η ιστορική και πολιτική ανάλυση της Σ.Ενωσης δεν μπορεί παρά να γίνει με γνώμονα, τη μαρξιστική κοσμοθεωρία, η οποία πρωτίστως στρέφεται στην εξέταση των υλικών σχέσεων παραγωγής και με βάση αυτές διεισδύει στην ανάλυση του πολιτικού εποικοδομήματος. Η γνωστή θέση του Μαρξ ότι «η οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας αποτελεί την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στο οποίο αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης», δεν μπορεί παρά να έχει εφαρμογή και στην περίπτωση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Και από την άποψη αυτή, ίσως θα πρέπει να εξετάσουμε πιο εξαντλητικά την οικονομική διάρθρωση των χωρών αυτών, από το να αναζητάμε απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα με βάση τις εξελίξεις σε πλευρές του πολιτικού εποικοδομήματος, έστω και στις πιο ελκυστικές και φανταχτερές, όπως είναι οι προσωπικότητες του κομμουνιστικού κινήματος.

Και με αφορμή αυτό, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η βίαιη αντίδραση για το πρόσφατο βιβλίο του Κ. Κάππου που εκδηλώθηκε με άρθρο του σ. Πολυμερίδη στο «Ρ», είναι εν πολλοίς ανεξήγητο. Οχι μόνο γιατί ο συγγραφέας του βιβλίου είναι από τους λίγους που, αν και έφυγε από το ΚΚΕ, με τις πράξεις του απέδειξε ότι πονάει το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα - εκατοντάδες άλλοι που έφυγαν είτε προς τα «δεξιά», είτε προς τα «αριστερά», αποδείχτηκε ότι αναζητούσαν προσχηματικούς λόγους, για να πάνε και να βολευτούνε με τους νικητές - αλλά γιατί διανύουμε μια περίοδο που τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να ενθαρρύνονται. Ακόμα και στην περίπτωση που οι απόψεις που εκφράζονται είναι διαφορετικές από τις κυρίαρχες απόψεις στο κόμμα. Μόνο έτσι θα βρούμε την άκρη.

Το δεύτερο θέμα είναι αυτό του εθνικού προβλήματος που ενέσκηψε στις αρχές της δεκαετίας του '90, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Είναι ένα θέμα φλέγον και ακανθώδες, που αν δεν προσεχτεί μπορεί να δημιουργήσει σοβαρότατα προβλήματα πολιτικής και ιδεολογικής υφής. Με ένα εκατομμύριο μετανάστες στη χώρα μας, οι οποίοι βίαια εντάχθηκαν στο «βιομηχανικό στρατό», που έχει στη διάθεσή της η αστική τάξη, δημιουργούνται νέα δεδομένα για το εργατικό κίνημα της χώρας.

Κατ' αρχάς το πρόβλημα το προσεγγίζουμε - και δε νομίζω ότι υπάρχουν αντιρρήσεις στο σημείο αυτό - από τη σκοπιά ότι η ταξική ενότητα των εργατών, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας και θρησκευτικής συνείδησης, είναι το ζητούμενο. Στην πράξη όμως το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό όσο η θεωρητική του προσέγγιση. Εμπόδιο στην ταξική ενότητα των εργατών, Ελλήνων και μεταναστών, μπαίνει ο εθνικισμός, η εθνικιστική ιδεολογία, η οποία σήμερα εκφράζεται με τόσες μορφές, όσα και τα κράτη της χερσονήσου του Αίμου. Ετσι έχουμε τον ελληνικό, τον τουρκικό, τον αλβανικό, τον βουλγάρικο εθνικισμό - δεν αποκλείεται η Σερβία υπό αμερικανική πλέον ομπρέλα να μπει κι αυτή στο χορό των διεκδικήσεων - και όλοι τους ζητούν να επεκταθούν ο ένας σε βάρος του άλλου. Ολοι βέβαια οι εθνικισμοί ελέγχονται και πατρονάρονται από τους μεγάλους αδελφούς, τον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Ο τουρκικός βέβαια εθνικισμός έχει το χρίσμα του γενικού δερβέναγα της περιοχής και από τη σκοπιά αυτή οι βολές κατά εδαφικών περιοχών της ελληνικής επικράτειας δεν έχουν μόνο θεωρητικό χαρακτήρα. Ο δε ελληνικός εθνικισμός προβάλλει το «όραμα» της ισχυρής Ελλάδας, σε βάρος φυσικά των «φτωχών» βαλκάνιων γειτόνων, οι οποίοι όμως, υπό την υψηλή εποπτεία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχουν σηκώσει κεφάλι και θέτουν ζήτημα τσαμουριάς (αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός). Για να αποδειχτεί ότι το κουβάρι είναι πάρα πολύ μπλεγμένο και το ζητούμενο, η ενότητα όλων των εκμεταλλευομένων πάνω σε ταξική βάση κινδυνεύει από τους εθνικιστικούς κρωγμούς εκατέρωθεν. Γι' αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή και θεωρητική εμβάθυνση πάνω στο εθνικό πρόβλημα.

Γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε να ταυτίσουμε είτε με τους Σημίτηδες, τους Μπίστηδες, τους Κουναλάκηδες και τους Κρεντετέρηδες (εκφραστές του εθνικισμού made in USA) είτε με τους Καμμένους, Ανδρεουλάκους και τους Παπαθεμελήδες, πρεσβευτές του εθνικισμού, ακροδεξιάς υφής. Και οι δύο παραλλαγές εθνικισμού αποτελούν εκφράσεις πολιτικών απόψεων, το ίδιο παρακμιακών και αποκρουστικών, συνάμα όμως στα τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα και να μελετήσουμε πως το εργατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης αντιμετώπισε το εθνικό πρόβλημα σε μια πολυεθνική πόλη με ισχυρές παρουσίες ελλήνων, τούρκων, Εβραίων, βουλγάρων κλπ. Πάντως, το πρόβλημα καίει και χρειάζεται προσοχή. Αυτό αποδεικνύουν διάφορες εκδηλώσεις του, όπως το θέμα της σημαίας με τον Αλβανό μαθητή, η υστερία που εκδηλώθηκε μετά την ήττα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από το εθνικό συγκρότημα της Αλβανίας κλπ.

Αυτές τις σκέψεις ήθελα να παρουσιάσω και για να ελαφρύνει κάπως ο αναγνώστης, θα ήθελα σε όσους αμφισβητούν την ενωτική πολιτική του ΚΚΕ, να θέσω το ακόλουθο κουίζ. Ποιοι ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες που οδήγησαν το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, ένα κόμμα εξόχως «εκσυγχρονιστικό», το οποίο μέχρι σήμερα έχει υιοθετήσει όλες τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, να αποβάλει την ακραία σημιτική του έκφραση και να παίρνει όρκους - θεωρητικά τουλάχιστον - ότι στις ερχόμενες δημοτικές εκλογές δε θα συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΝΙΑΡΗΣ

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ