ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Ιούλη 1996
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η "απελευθέρωση" της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας

Μετά την πρόσφατη απόφαση των υπουργών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η προώθηση της Ενιαίας Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου σε Παραγωγή - Μεταφορά και Διανομή δεν είναι μόνο διακηρυγμένος πολιτικός στόχος, αλλά συγκεκριμένη οδηγία - "ντιρεκτίβα" προς τα κράτη - μέλη. Μετά οκτώ χρόνια ατέλειωτων συζητήσεων Γάλλοι και Γερμανοί κατέληξαν σε συμφωνία, συμβιβάζοντας τις διαφορές τους. Διαφορές, που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν να κάνουν με το ΑΝ θα προχωρήσει η "φιλελευθεροποίηση" στον τομέα αυτό, αλλά με το ΠΩΣ και το ΠΟΤΕ αυτή θα προχωρήσει.

Είναι πλέον ζήτημα χρόνου ν' αρχίσει η διαδικασία "απελευθέρωσης" της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Να μπορούν δηλαδή ορισμένοι καταναλωτές να επιλέγουν τον παραγωγό απ' όπου θ' αγοράζουν Ηλεκτρική Ενέργεια, ανεξάρτητα απ' το αν αυτός είναι δημόσιο ή ιδιώτης κι απ' το αν βρίσκεται σ' αυτήν ή σε άλλη χώρα της ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό καταργείται κάθε έννοια εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού με σοβαρούς υπερεπενδυτικούς ή υποεπενδυτικούς κινδύνους. Κινδύνους, που συνδέονται άμεσα με κατασπατάληση πόρων στην πρώτη περίπτωση και με την επάρκεια στον εφοδιασμό σε Ηλεκτρική Ενέργεια στη δεύτερη. Κι ας αναρωτηθούμε: Χωρίς εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, μπορεί άραγε να υπάρχει αξιόπιστη πολιτική βιομηχανικής ή περιφερειακής ανάπτυξης;

Οι "επιλέξιμοι καταναλωτές", δηλαδή οι καταναλωτές που θα μπορούν να συμμετέχουν σ' αυτό το παζάρι κιλοβατωρών, σύμφωνα με την ΕΕ, θα είναι το 1999 όσοι καταναλώνουν σε ετήσια βάση πάνω από 40 GWH, δηλαδή το 22,66% της κατανάλωσης σε ετήσια κλίμακα, το 2002 όσοι καταναλώνουν από 9 GWH και πάνω δηλαδή το 30,5% της κατανάλωσης των κρατών - μελών. Το 2008 προβλέπεται η επανεξέταση του ζητήματος στην προοπτική της πλήρους απελευθέρωσης.

Δύο είναι οι πιθανές εναλλακτικές λύσεις για τα κράτη - μέλη, προκειμένου να υλοποιήσουν την κατεύθυνση αυτή: Πρώτον η διαπραγματεύσιμη πρόσβαση τρίτων στο Δίκτυο και δεύτερον το μοντέλο του Μοναδικού Αγοραστή (ΜΑ). Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο οι "επιλέξιμοι καταναλωτές" θα επιλέγουν δημόσιο ή ιδιώτη παραγωγό μέσα ή έξω απ' το χώρο που καλύπτει το Δίκτυο και θα μπορούν να διαπραγματεύονται την πρόσβαση στο Δίκτυο και να κλείνουν συμβάσεις μεταξύ τους. Στη δεύτερη περίπτωση, το μοντέλο του ΜΑ, οι διαπραγματεύσεις και οι συμφωνίες γίνονται διά μέσου ενός νομικού προσώπου, που είναι μοναδικός αγοραστής μέσα στο Δίκτυο. Ο ΜΑ διασφαλίζει τιμολόγιο χωρίς διακρίσεις έναντι της χρήσης του Δικτύου Μεταφοράς και Διανομής. Φυσικά οι "επιλέξιμοι καταναλωτές" έχουν τη δυνατότητα να κλείνουν συμφωνίες με ιδιώτες ή δημόσιους παραγωγούς εντός ή εκτός του χώρου ευθύνης του ΜΑ. Ο τελευταίος μπορεί ν' αρνηθεί ν' αγοράσει Ηλεκτρική Ενέργεια, μόνο αν δε διαθέτει την απαραίτητη ισχύ για μεταφορά - διανομή.

Η ΔΕΗ ήδη "προσαρμόζεται": Το θεσμικό πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων επιτρέπει ήδη στους ιδιώτες να κατασκευάζουν μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και από Φυσικό Αέριο. Ο νόμος περί "εκσυγχρονισμού" (βλ. μετοχοποίηση) των ΔΕΚΟ, χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση απ' το συνδικαλιστικό κίνημα, προωθεί την αποψίλωση των ΔΕΚΟ - και της ΔΕΗ - από κάθε κοινωνικό - αναπτυξιακό χαρακτηριστικό και καθιερώνει ιδιωτικοοικονομικά (δηλαδή κερδοσκοπικά) κριτήρια διαχείρισης και λειτουργίας και προωθεί την ιδιωτικοποίηση του "μάνατζμεντ". Εναρμονισμένα με τα παραπάνω είναι τα διάφορα σχέδια "εκσυγχρονισμού" της ΔΕΗ, όπως το ΘΑΛΗΣ, που προωθούν την πολυδιάσπαση της Επιχείρησης, για να διευκολύνουν την είσοδο των ιδιωτών επενδυτών στις πλέον κερδοφόρες δραστηριότητες της Επιχείρησης. Το μοντέλο του Μοναδικού Αγοραστή προϋποθέτει το διαχειριστικό διοικητικό διαχωρισμό της Παραγωγής απ' τη Μεταφορά και τη Διανομή. Οι διαδικασίες αυτές ήδη άρχισαν με τον καθ' όλα αναγκαίο λογιστικό διαχωρισμό. Οι παράλογες αυξήσεις στα τιμολόγια τα τελευταία χρόνια προετοίμασαν την κοινή γνώμη ν' αποδεχτεί την "απελευθέρωση της αγοράς", την κατάργηση του μονοπωλίου της ΔΕΗ. Το χτύπημα στα δικαιώματα των εργαζομένων στη ΔΕΗ - Ωράριο, ασφάλιση, αναδοχές, μονιμότητα - θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους εργαζόμενους στη χώρα μας. Οταν στη μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανική επιχείρηση χτυπιούνται εργασιακά δικαιώματα - κεκτημένα, όλοι καταλαβαίνουμε τι θα γίνει στις μικρότερες βιομηχανικές μονάδες...

Ο Ελληνας επίτροπος αρμόδιος για Θέματα Ενέργειας ομολόγησε ότι αυτοί που θα κερδίσουν απ' την απελευθέρωση της αγοράς είναι οι βιομήχανοι ("Βήμα" 23.6.96). Γι' αυτό άλλωστε και η Ενωση Εργοδοτών και Βιομηχάνων της Ευρώπης (UVICE) χαιρέτισαν τις αποφάσεις αυτές (βλ. "Ναυτεμπορική" 22.6.96). Είναι γεγονός πως μόνο οι μεγάλες ηλεκτροβόρες βιομηχανίες θα μπορούν να εκμεταλλευτούν τον ανταγωνισμό και να πετύχουν καλύτερες τιμές. Ποιο θα είναι όμως το αντίτιμο; Ποιος θα πληρώσει το κόστος υπερεπενδύσεων στον τομέα της Ηλεκτροπαραγωγής; Το κόστος για την ασφάλεια του συστήματος που παραμένει στο Δημόσιο; Ποιος θα πληρώσει τους φουσκωμένους λογαριασμούς των μικρών και μεσαίων καταναλωτών, που δε θα μπορούν να συμμετέχουν στον ανταγωνισμό; Ποιος θα πληρώσει το κόστος της ουσιαστικής κατάργησης κάθε έννοιας κεντρικού ενεργειακού σχεδιασμού; Υπονόμευση της περιφερειακής ανάπτυξης;

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως η τιμολογιακή πολιτική παραμένει στον έλεγχο του Δημοσίου. Δε σημαίνει αυτό τίποτε απολύτως. Αν η σχέση εσόδων - εξόδων μετά την ιδιωτικοποίηση των κερδοφόρων τομέων κλονιστεί, τότε με δυο τρόπους μπορεί μια Δημόσια Επιχείρηση να καλύψει τις ζημιές - είτε με αύξηση τιμολογίων ιδιαίτερα στους τομείς που δε συμμετέχουν σε ανταγωνισμό (λαϊκή - οικιακή κατανάλωση), είτε από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Και είναι γνωστό ποιοι πληρώνουν τους φόρους στη χώρα μας.

Είπε βέβαια ο κ. Παπουτσής ("Βήμα" 23.6.96) πως "ο ανταγωνισμός θα φέρει περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες στους μικρούς καταναλωτές". Κι αυτό όμως δεν επαληθεύεται από τη διεθνή εμπειρία: Στη Μεγάλη Βρετανία, χώρα - πιλότο για την απελευθέρωση της αγοράς, καταστράφηκε ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός, υπήρξαν απολύσεις προσωπικού (40%), μειώσεις αποδοχών κλπ. Παρ' όλα αυτά τα τιμολόγια αυξήθηκαν και αυξάνονται με ρυθμούς υψηλότερους του πληθωρισμού.

Χρειάζεται ακόμα να επισημάνουμε πως για να συμμετέχει και ο μικρός καταναλωτής στην ελεύθερη αγορά, θα πρέπει ν' "απελευθερωθεί" και η Διανομή. Αυτό συνεπάγεται την κατάργηση του ενιαίου τιμολογίου μ' όλη τη συνέπεια που θα έχει αυτό για την περιφερειακή ανάπτυξη, ιδιαίτερα για απομακρυσμένες ακριτικές περιοχές.

Πάντως σε κάθε περίπτωση και στην Ευρωπαϊκή Ενωση εκφράζεται έντονος σκεπτικισμός για το αν και κατά πόσο η απελευθέρωση της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας έναντι των ανταγωνιστών της. Σύμφωνα μάλιστα με την "Πράσινη Βίβλο" για την Ενέργεια: "Κατά μέσο όρο η πλειοψηφία των κλάδων της κατασκευαστικής βιομηχανίας έχει σχετικά χαμηλό άμεσο ενεργειακό κόστος, που κυμαίνεται από 0%-5% του κόστους παραγωγής. Αντιθέτως, ορισμένοι τομείς έχουν μέσο ενεργειακό κόστος που κυμαίνεται μεταξύ 10% και 20%. Πρόκειται για τις βιομηχανίες παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού,ορισμένες βιομηχανίες εξαγωγής ορυκτών και βασικών υλών και τη χαλυβουργία. Αλλοι κλάδοι παρουσιάζουν σημαντικό ενεργειακό κόστος, το οποίο όμως κυμαίνεται σε μέσο επίπεδο μεταξύ 5% και 10%".

Η πολιτική της ΕΕ και στον τομέα της Ενέργειας μπορεί και πρέπει ν' ανατραπεί: Η πάλη όλων των εργαζομένων στη ΔΕΗ, στις ΔΕΚΟ, γενικότερα όλου του ελληνικού λαού. Η κοινή δράση με τους εργαζόμενους των άλλων χωρών της ΕΕ και όχι μόνο. Ο συντονισμός του αγώνα με όλες εκείνες τις κοινωνικές ομάδες (αγρότες, βιοτέχνες, μικροί καταναλωτές κλπ.) που πλήττονται και σήμερα απ' τη φιλομονοπωλιακή τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ - μονοπώλιο και που θα πληρώνουν ακόμη περισσότερο αύριο το ρεύμα της "ανταγωνιστικής" ΔΕΗ. Ολοι αυτοί έχουν άμεσο συμφέρον ν' αντιπαλέψουν τις συνέπειες, άρα και την πολιτική της ΕΕ, το κίνημα αυτό μπορεί ν' ανακόψει, όπως έγινε στη Γαλλία, και τελικά ν' ανατρέψει τους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς του Διευθυντηρίου και των υποτακτικών κυβερνήσεων.

Γιώργος ΓΙΩΡΓΗΣ

Μέλος του ΔΣ της ΕΔΟΠ ΔΕΗ

Στέλεχος της ΕΣΚ ΔΕΗ

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ
Τεχνογνωσία, "ξένες επενδύσεις" και εξάρτηση

Δεκάδες είναι τα δισεκατομμύρια που πληρώνουμε κάθε χρόνο σε γνωστά πολυεθνικά μονοπώλια για δικαιώματα χρήσης νέων τεχνολογιών. Με τα δικά μας χρήματα γίνονται και οι υποτιθέμενες "ξένες επενδύσεις". Ο μύθος της σύγκλισης και το βάθεμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης

Για κάθε 1.000 τσιγάρα "Μάλμπορο" που παράγει η καπνοβιομηχανία "Παπαστράτος" πληρώνει στη γνωστή πολυεθνική "Φίλιπ Μόρις" - πρωτογενή παραγωγό των τσιγάρων αυτών - 1,66 δολάρια ΗΠΑ, τα οποία αποτελούν δικαιώματα παραγωγής, περισσότερο γνωστά με τον αγγλικό όρο "Royalty" (ρόγιαλτι).

Αν τώρα λάβουμε υπόψη ότι η κατανάλωση των τσιγάρων "Μάλμπορο" έφτασε το 1995 τα 3,93 δισ. τσιγάρα ή τα 196,6 εκατομμύρια πακέτα, τότε προκύπτει ότι τα δικαιώματα παραγωγής που πλήρωσε το 1995 η "Παπαστράτος" στη "Φίλιπ Μόρις" έφτασαν στο καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό ύψους 1,566 δισ. δραχμών ή στα 6,5 εκατομ. δολάρια ΗΠΑ.

Ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο πολυεθνικός- πολυκλαδικός αυτός γίγαντας διαχειρίζεται τα συγκεκριμένα κονδύλια που εισπράττει από την "Παπαστράτος". Από τα 1,66 δολάρια, τα 1,05 τα παρακρατεί η θυγατρική εταιρία "Φίλιπ Μόρις Ελλάς", ενώ τα υπόλοιπα 0,5 αποστέλλονται στην Ολλανδία, όπου η πολυεθνική έχει εγκαταστήσει το στρατηγείο της για τις δραστηριότητές της στην Ευρώπη. Με τα χρήματα που παρακρατεί η θυγατρική στην Ελλάδα, η "Φίλιπ Μόρις" κατάφερε να εξαγοράσει τη γνωστή εταιρία "Φιέστα Καφέ", συνιδρυτής της οποίας ήταν ο γνωστός ολυμπιονίκης στην ελληνορωμαϊκή πάλη Π. Γαλακτόπουλος.Η "Φίλιπ Μόρις" έχει ιδρύσει στη χώρα μας την επίσης γνωστή εταιρία τροφίμων "Kraft" (Κραφτ). Ο κύκλος δραστηριοτήτων του πολυεθνικού αυτού μονοπωλίου στη χώρα μας περισσότερο κινείται στο χώρο των τροφίμων και σε άλλες δραστηριότητες, παρά στα τσιγάρα, χάρη στα οποία έχει γίνει γνωστή σε παγκόσμια κλίμακα.

Η περίπτωση της "Φίλιπ Μόρις", εν μέρει, ρίχνει φως στο πολυδιαφημισμένο κεφάλαιο... "ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα", το οποίο έχει γίνει αντικείμενο παραπληροφόρησης και δημαγωγίας από την πλευρά των εκπροσώπων του κεφαλαίου. Οι απολογητές του καπιταλισμού στη χώρα μας, από τις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου ακόμα, στήριζαν την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας στη διαβόητη "συνεργασία" με το ξένο κεφάλαιο, στο οποίο προσέφεραν "γην και ύδωρ", προκειμένου να... μας προτιμήσει ως χώρα επενδύσεων. Ενώ όμως σε προπαγανδιστικό επίπεδο οι αναφορές στις δήθεν "ευεργετικές" επιπτώσεις από τις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα δίνουν και παίρνουν, πρακτικά πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον τομέα αυτό. Οι επενδύσεις που πραγματοποιεί για παράδειγμα η "Φίλιπ Μόρις" στη χώρα μας, αλλά και ο τρόπος που αυτές γίνονται, σίγουρα δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις προβάλλεται το γεγονός ότι μια μεγάλη πολυεθνική πραγματοποιεί "επενδύσεις". Αυτό αποτελεί τίτλο τιμής για κάθε αστική κυβέρνηση και για τις ηγετικές ομάδες των εμποροβιομηχάνων, οι οποίοι έχουν αποδεχτεί το ρόλο του κολαούζου του διεθνούς κεφαλαίου. Αυτό που δε θα πουν ποτέ, αλλά αντίθετα θα το έχουν εφτασφράγιστο μυστικό, είναι ότι πολλές φορές οι ξένες επενδύσεις γίνονται με χρήματα του ελληνικού λαού.Η περίπτωση της "Φίλιπ Μόρις", που κάνει στη χώρα μας μπίζνες χωρίς να έχει εισρεύσει συνάλλαγμα από το εξωτερικό, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και - βεβαίως - κάθε άλλο παρά μοναδική. Το εκπληκτικό της υπόθεσης είναι ότι οι επενδύσεις αυτές εντάσσονται στο καθεστώς των αποικιακών νόμων "περί προστασίας των ξένων επενδύσεων", το οποίο προβλέπει αυξημένα φορολογικά και άλλα προνόμια.

Η τεχνολογική υποδούλωση

Τα δικαιώματα παραγωγής που πληρώνει η εταιρία "Παπαστράτος" στη "Φίλιπ Μόρις", είναι από τις χαρακτηριστικές και αποκαλυπτικές περιπτώσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες εμπορεύονται την τεχνολογική τους υπεροχή και απομυζούν υπεραξία σε διεθνές επίπεδο, εις βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών και ειδικότερα των εργαζόμενων των χωρών αυτών. Σήμερα στη χώρα μας εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες επιχειρήσεις - βιομηχανικές αλλά και εμπορικές - έχουν συνάψει συμφωνίες με τα πιο γνωστά πολυεθνικά μονοπώλια του κόσμου, οι οποίες τους επιτρέπουν τη χρήση έτοιμων ξένων μεθόδων παραγωγής. Πρόκειται για συμφωνίες παραχώρησης τεχνογνωσίας (Knowhow Agreements) ή συμφωνίες Licehse. Δικαιώματα πληρώνουν επίσης οι εταιρίες στην περίπτωση που χρησιμοποιούν το όνομα των ξένων πολυεθνικών ή ακόμα και στην περίπτωση διακίνησης των εμπορευμάτων τους στα όρια των αγορών της χώρας τους. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της αλυσίδας σούπερ μάρκετ "Βερόπουλος", η οποία χρησιμοποιεί στον τίτλο το όνομα της γνωστής πολυεθνικής SPAR.

Αν και δεν είναι γνωστό το ποσό που πληρώνουν οι ελληνικές εταιρίες για τις διάφορες συμφωνίες που συνάπτουν με τα μεγάλα πολυεθνικά συγκροτήματα - τα οικονομικά υπουργεία ισχυρίζονται ότι δεν έχουν συγκεντρωτικά στοιχεία οικονομικής φύσης για τις συμφωνίες αυτές - σίγουρα αυτό θα μετριέται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δραχμές.

Ανισότιμες σχέσεις

Οι συμφωνίες αυτές ευθέως αναγάγουν στις ανισότιμες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ της μειοψηφίας των ιμπεριαλιστικών χωρών από τη μια πλευρά και της μεγάλης πλειοψηφίας των καθυστερημένων και αναπτυσσόμενων χώρων από την άλλη. Στις σύγχρονες συνθήκες η υποδούλωση ολόκληρων τμημάτων του πλανήτη δε γίνεται με ένοπλες επεμβάσεις, αν και αυτές χρησιμοποιούνται όπου κρίνεται ότι είναι... αναγκαίες. Σήμερα πλέον μπορεί το αποικιοκρατικό σύστημα να κατέρρευσε, οι σχέσεις εξάρτησης και ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, όμως, διατηρήθηκαν, πιο αφανείς, περισσότερο δυσδιάκριτες, αλλά πάντα ισχυρές. Ισως περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν. Σήμερα, για παράδειγμα, αν μια αναπτυσσόμενη χώρα μπει στη "μαύρη λίστα" και αποκλειστεί από τη χρήση των νέων τεχνολογιών, οι οποίες παράγονται, αναπτύσσονται και ελέγχονται σχεδόν ασφυκτικά από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες, είναι καταδικασμένη σε οικονομική κατάρρευση.

Τα ζητήματα της εξάρτησης, που στις σημερινές συνθήκες ένταξης της χώρας μας στην ΕΕ προσλαμβάνουν διαστάσεις εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, καθώς και η υποτιθέμενη σύγκλιση βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια. Η άρχουσα τάξη και τα κυβερνητικά εκτελεστικά της όργανα, τα κόμματα και άλλες δυνάμεις, που ανεξάρτητα από επί μέρους διαφορές τάσσονται αναφανδόν υπέρ της λογικής του μονόδρομου, καθώς και οι λογής λογής απολογητές του καπιταλισμού, προσπαθούν να μας πείσουν ότι η περίφημη "σύγκλιση" με την Ευρώπη είναι υπόθεση των ονομαστικών δεικτών της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Και μάλιστα, κόντρα σε κάθε λογική, ισχυρίζονται ότι η υλοποίησή της θα οδηγήσει στην ευημερία και την εξάλειψη των περιφερειακών ανισοτήτων. Πρόκειται ασφαλώς για μύθο, με τον οποίο προσπαθούν να καλύψουν το αποκρουστικό πρόσωπο της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ όχι μόνο δε θα οδηγήσει στον περιορισμό των περιφερειακών ανισοτήτων, αλλά αντίθετα θα τις επιτείνει. Η εφαρμογή της δημιουργεί και θα δημιουργήσει στο μέλλον μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των αδύνατων και ισχυρών χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα οξύνει σε μεγαλύτερο βαθμό τις ταξικές και κοινωνικές αντιθέσεις. Η τυχόν υλοποίησή της όχι μόνο δε θα οδηγήσει σε σύγκλιση μιας και ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του, αλλά αντίθετα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας νέου τύπου αποικιοκρατίας, όπου ο βάναυσος οικονομικός εξαναγκασμός έχει - και θα έχει- τον πρώτο λόγο.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
Δυσοίωνες οι τάσεις της απασχόλησης στις χώρες της ΕΕ

Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας, η οποία αποκτά πλέον εφιαλτικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα να αποκαλείται "μάστιγα του αιώνα", σ' έναν κόσμο που "υπερηφανεύεται" για την ανάπτυξή του. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, το 30% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού - περί τα 820 εκατ. άτομα - είναι χωρίς εργασία ή υποαπασχολούνται, ποσοστό που χαρακτηρίζεται ως το υψηλότερο από την εποχή του μεγάλου κραχ της δεκαετίας του '30.

Ιδιαίτερα στους κόλπους της ΕΕ, καταγράφονται πάνω από 20 εκατ. άνεργοι. Το πρόβλημα της απασχόλησης δεν αφήνει, φυσικά, ανεπηρέαστο και ένα ιδιαίτερο κομμάτι της οικονομίας, τον πιστωτικό τομέα. Διάφορες πληροφορίες και στοιχεία διεθνών οργανισμών επισημαίνουν ότι ο τραπεζικός τομέας, και γενικότερα ο πιστωτικός τομέας, δεν αποτελεί πλέον πηγή απασχόλησης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ (1993), η τραπεζική απασχόληση στη Γαλλία, κατά την περίοδο 1990 - 1992, παρουσιάζει ταχύτατους ρυθμούς μείωσης. Το ίδιο παρατηρείται και στη Βρετανία, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλούς, ως η μεγαλύτερη πιστωτική αγορά, από πλευράς τζίρου. Η απασχόληση δείχνει μια επιταχυνόμενη καθοδική πορεία κατά την περίοδο 1989 - 1993.

Στην Ιταλία, από το 1993 και μετά, η απασχόληση μειώνεται σταθερά, ενώ για τη Δανία τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αναφέρουν ότι, μεταξύ 1988 και 1995, η τραπεζική απασχόληση μειώθηκε σχεδόν κατά 18%.Για τη Νορβηγία, τα στοιχεία της Ενωσης Νορβηγικών Τραπεζών αναφέρουν μείωση της απασχόλησης κατά 24%,στην περίοδο 1989 - 1992. Στη Φινλανδία, επίσης, ο τραπεζικός τομέας κατά την περίοδο 1990 - 1995 έχασε το 1/3 της εργατικής του δύναμης. Το ίδιο συμβαίνει και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, και φυσικά και στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με στοιχεία των διαφόρων διεθνών οργανισμών, ερευνητών, μελετητών, εμπειρογνωμόνων κλπ., το πρόβλημα της απασχόλησης εμφανίζεται κυρίως στις εμπορικές και στις συνεταιριστικές τράπεζες, ενώ λιγότερο εμφανίζεται στις επενδυτικές, εξαιτίας των συγχωνεύσεων και εξαγορών των διαφόρων πιστωτικών ιδρυμάτων. Κεντρικό σημείο αναφοράς της μείωσης της απασχόλησης στον τραπεζικό τομέα, όπως επισημαίνουν οι διάφοροι μελετητές, είναι η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων, εξαιτίας της "φιλελευθεροποίησης" του πιστωτικού συστήματος.

Παράλληλα, σχολιάζεται, επίσης, ότι η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων πιστωτικών ιδρυμάτων και οι οδηγίες της ΕΕ συμβάλλουν στην επιτάχυνση του πιστωτικού ανταγωνισμού, με τα παραπάνω αποτελέσματα. Ιδιαίτερα επισημαίνεται η αρνητική επίδραση της νέας τεχνολογίας και της πληροφορικής στην απασχόληση στον τραπεζικό και πιστωτικό τομέα. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, η μείωση της τραπεζικής απασχόλησης θα φτάσει τουλάχιστον το 4% τα επόμενα χρόνια. Κατά συνέπεια, διάφοροι εργοδοτικοί κύκλοι επισημαίνουν την ανάγκη της αναπροσαρμογής του εργατικού δυναμικού στον πιστωτικό τομέα, μέσω της εθελοντικής εξόδου του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, μέσω εσωτερικών μετακινήσεων του προσωπικού, είτε μέσω της χρησιμοποίησης του συστήματος της διανομής της εργασίας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές, που έγιναν στο Συνέδριο της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της ΕΕ, στους Δελφούς, στις 6 - 7 Ιούνη 1996, σχετικά με τις Συλλογικές Συμβάσεις στον τραπεζικό τομέα, που σηματοδοτούν και τις γενικότερες εξελίξεις στον τομέα αυτό.

Πιο συγκεκριμένα, για την Ολλανδία αναφέρεται ότι υπογράφτηκαν Συλλογικές Συμβάσεις 3ετούς διάρκειας για μισθολογικές αυξήσεις μεταξύ 2 - 3%. Για το ζήτημα του ωραρίου αναφέρεται ότι οι μεγαλύτερες τράπεζες έχουν εισηγηθεί προς το παρόν την 36ωρη εβδομαδιαία εργασία, ενώ υπάρχει και ένας αριθμός μικρότερων τραπεζών, που έχει ήδη αποφασίσει ότι όλοι οι υπάλληλοι θα εργάζονται σε 40ωρη εβδομαδιαία βάση. Παράλληλα, σημειώνεται και μια ελαστικότητα των εργάσιμων ημερών, μιας και οι τράπεζες εισηγούνται κανονική διάρκεια των εργάσιμων ημερών από Δευτέρα μέχρι και το Σάββατο.

Για τη Νορβηγία η Ομοσπονδία Εργοδοτών των Νορβηγικών Τραπεζών συντάσσεται με την άποψη ότι οι καθημερινές εργάσιμες ώρες θα πρέπει να είναι μεταξύ 6 π.μ. και 9 μ.μ., καθώς επίσης και οι εβδομαδιαίες εργάσιμες ημέρες να είναι από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο.

Στη Δανία οι τράπεζες προωθούν ένα νέο μισθολογικό σύστημα, το οποίο, όπως αναφέρεται, παράδειγμά του είναι το σουηδικό μισθολογικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο το γενικότερο μισθολογικό πλαίσιο διαχωρίζεται σ' ένα οργανικό και σ' ένα επιχειρησιακό μέρος. Τέλος, στη Δανία, προωθείται και ένα σύστημα εξυπηρέτησης πελατών και κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά ένα κείμενο της Ενωσης Κοινοτικών Τραπεζών, με την ένδειξη "Εμπιστευτικό", αναφορικά με τη χρησιμότητα μιας μελέτης σχετικά με την "Επίδραση της εισαγωγής του ενιαίου νομίσματος στην απασχόληση στον τραπεζικό τομέα".

Μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι:

  • Σύμφωνα με την Εκτελεστική Επιτροπή της Ενωσης Τραπεζών, μια τέτοια μελέτη θα ήταν ανεπιθύμητη ή τουλάχιστον πρόωρη, και θα μπορούσε να προβάλει πολιτικούς κινδύνους, αν δοθεί τόση μεγάλη σημασία στο ζήτημα των απωλειών θέσεων εργασίας στον τραπεζικό τομέα, εξαιτίας των μειώσεων σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως του συναλλάγματος, του Dealing Room κ.ά.
  • Θα ήταν πολιτική παραφροσύνη, για μια μελέτη χρηματοδοτούμενη μάλιστα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και υποστηριζόμενη από την Ενωση Τραπεζών, να βγάλει εχθρικές αποφάσεις, ως προς το ενιαίο νόμισμα, όταν και οι δύο αγωνίζονται υπέρ της υποστήριξης της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενωσης. Τέλος, στο παραπάνω "Εμπιστευτικό" κείμενο, αναφέρεται και ένας προκαταρκτικός κατάλογος θεμάτων, μεταξύ των οποίων αναφέρονται:

- Σχετικά με την ελαστικότητα του εργάσιμου χρόνου και της απασχόλησης στον τραπεζικό τομέα. Ιδιαίτερα αναφέρεται στην ανάπτυξη της ελαστικότητας προς την κατεύθυνση του 24ωρου Telebanking, της έναρξης της εργασίας, της μερικής απασχόλησης κλπ.

- Αναφορικά με την επίδραση της αύξησης του ανταγωνισμού στην απασχόληση, από την αύξηση των τραπεζικών δραστηριοτήτων από ασφαλιστικές εταιρίες, από επιχειρήσεις έκδοσης πιστωτικών καρτών κλπ.

Από τα παραπάνω αναφερόμενα συνάγεται το συμπέρασμα ότι μαύρα σύννεφα μαζεύονται πάνω από τους εργαζόμενους στον πιστωτικό τομέα, και φυσικά οι προβλέψεις κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι για τους εργαζόμενους.

Το συνδικαλιστικό κίνημα στις τράπεζες πρέπει και είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσει ότι η κυβερνητική πολιτική στον πιστωτικό τομέα, συνεπικουρούμενη και από τις πολιτικές δυνάμεις του "ανήκομε στο Μάαστριχτ", είναι επικίνδυνη, τόσο για τον τόπο, όσο και για το λαό γενικότερα, και η αντίδραση επιβάλλεται να είναι άμεση και δυναμική, ούτως ώστε να αποτελέσει ανάχωμα των αντεθνικών και αντιλαϊκών εξελίξεων που επιφυλάσσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ και κατ' επέκταση η ΟΝΕ.

Μιχάλης ΚΑΧΡΗΣ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, το 30% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού - περί τα 820 εκατ. άτομα - είναι χωρίς εργασία ή υποαπασχολούνται, ποσοστό που χαρακτηρίζεται ως το υψηλότερο από την εποχή του μεγάλου κραχ της δεκαετίας του '30



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ