ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 25 Οχτώβρη 2000
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο ρόλος της Ορθοδοξίας

Ηεπίσημη βυζαντινή εκκλησία ακολουθούσε την Ορθοδοξία. Την εποχή αυτή, Ορθοδοξία (= ορθή δόξα) σημαίνει συμμόρφωση προς το δόγμα, δηλαδή προς τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που απαρτίζονταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία από επισκόπους. Αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι την Ορθοδοξία τη διαμόρφωνε ο επισκοπικός κλήρος, δηλαδή η ηγεσία της Εκκλησίας. Την εποχή που μας απασχολεί εδώ, δηλ. τον 7ο αιώνα, το κράτος που χάνει τη μια επαρχία μετά την άλλη, απευθύνει στον πρόμαχο της Ορθοδοξίας Μάξιμο τον Ομολογητή την ακόλουθη κατηγορία: Από όλα αυτά που έκανες, είναι φανερό το γεγονός ότι έχεις μίσος για τον αυτοκράτορα και το κράτος του, επειδή εσύ μόνος παρέδωσες στους Σαρακηνούς την Αίγυπτο, την Αλεξάνδρειας και την Πεντάπολη και την Αφρική.22

Για να είναι σοβαρή, μια ιστορική κρίση πρέπει να αποδίδει σύνθετες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Τον έβδομο αιώνα η βασική διαφορά ανάμεσα στην Ορθοδοξία Ανατολής και Δύσης είναι η εξής: στην Ανατολή, δηλαδή στο Βυζάντιο, η ηγεσία της Εκκλησίας αποτελεί το πιο συμπαγές και ανθεκτικό τμήμα της αρχαίου τύπου άρχουσας τάξης που το κοσμικό της τμήμα, η συγκλητική αριστοκρατία καταρρέει. Στη Δύση, αντίθετα, η ηγεσία της Εκκλησίας μόλις έχει πετύχει την προσχώρηση στην Ορθοδοξία βαρβαρικών λαών μαζί με την άρχουσα τάξη τους, δηλαδή λαών που μόλις έχουν ξεπεράσει το φυλογενετικό σύστημα και βρίσκονται στο δρόμο προς το σχηματισμός μιας φεουδαρχικής αριστοκρατίας.23 . Ετσι, στη Δύση, η ηγεσία της Εκκλησίας υποστηρίζεται από μια άρχουσα τάξη σε άνοδο, σε αντίθεση με το Βυζάντιο, όπου η πρωτοβυζαντινή συγκλητική αριστοκρατία περνάει την επιθανάτια αγωνία της. Γι' αυτό και ολόκληρη η βυζαντινή άρχουσα τάξη του έβδομου αιώνα, κοσμική και κληρική, είναι ορθόδοξη, φανατικά αντιαιρετική και έχει τα βλέμματα και τις ελπίδες της στραμμένες προς την ορθόδοξη παπική Δύση.

Το τελειωτικό χτύπημα θα δεχτεί η πρωτοβυζαντινή ορθόδοξη άρχουσα τάξη τον 8ο αιώνα, στη διάρκεια της λεγόμενης Εικονομαχίας, οπότε ο εξαιτίας των συνθηκών αγροτοποιημένος και στρατιωτικοποιημένος λαός θα στραφεί δυναμικά ενάντια στο πιο ανθεκτικό τμήμα της, δηλαδή στον επισκοπικό και μοναστικό κλήρο. Είναι η εποχή όπου θα εμφανιστεί ο όρος κοίνωσις (κοινωνικοποίηση / δήμευση) της εκκλησιαστικής περιουσίας24 και που θα διαρκέσει μόνο όσο χρειάζεται, ώσπου η στρατιωτική ηγεσία, αυτού του αγροτικού και στρατιωτικού λαού να συμβιβαστεί με την ηγεσία του κλήρου και, οι δυο ηγεσίες μαζί, να αποτελέσουν τον πυρήνα μιας νέας βυζαντινής άρχουσας τάξης κατά τα τέλη του 8ου / αρχές 9ου αιώνα.25

Αυτό είναι το κοινωνικό νόημα του τέλους της Εικονομαχίας το 843, που αποκαλείται όχι τυχαία, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στο εξής, όχι μόνο όλα θα είναι ορθόδοξα στο Βυζάντιο, κράτος, κοσμική αριστοκρατία, κλήρος και ηγεσία του, και λαός, αλλά θα παρατηρηθεί και το ακόλουθο πολύ σημαντικό γεγονός: η ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, θα πορευτεί προς τη φεουδαρχοποίηση με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από ό,τι το βυζαντινό κράτος που εμποδίζεται από τις αρχαϊκές ρωμαϊκές αρχές και δομές, στις οποίες στηρίζεται.26 Το γεγονός αυτό που αυξάνει τη δύναμη της Εκκλησίας, καθώς συμπορεύεται άνετα με τις γενικές μεσαιωνικές συνθήκες της εποχής, συντελεί στο να κατορθώνει πάντα η ηγεσία της Εκκλησίας να συγκρατεί ολόκληρο το κράτος και την κοινωνία προσδεμένα στην επιρροή και, γενικά στην ιδεολογία της.

Ταυτόχρονα όμως, ο σχηματισμός της νέας βυζαντινής άρχουσας τάξης με ιδεολογικό καθοδηγητή την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθιστούν την τελευταία έναν περίπου υπερκρατικό παράγοντα που μπορεί, σε μια επίδειξη δύναμης, να φτάσει ακόμα και στη ρήξη με την επίσης φεουδαρχικά αναπτυγμένη και επίσης ορθόδοξη Δυτική Εκκλησία που, αυτή, δεν υπακούει σε κοσμική εξουσία27 και, επιπλέον, ασκεί τεράστια πνευματική επιρροή στη Δύση.28

Το περιβόητο σχίσμα των Εκκλησιών του 1054 που πρέπει να προήλθε μάλλον από επίδειξη ισχύος και αδιαλλαξίας και από τις δυο εκκλησιαστικές ηγεσίες, και αυτή της Ανατολής και αυτή της Δύσης, οδήγησε στο να αποκαλείται στο εξής ορθόδοξη η Ανατολική Εκκλησία,29 δηλαδή αυτή των πατριαρχείων Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, ενώ η Δυτική Εκκλησία που υπακούει στον πάπα της Ρώμης αποκαλείται καθολική.30 Πέρα από τις τυπικές αυτές ονομασίες και η Ανατολική και η Δυτική Εκκλησία θέλουν να είναι ορθόδοξες, δηλαδή να κατέχουν την πλήρη αυθεντία στην ερμηνεία της θρησκείας και επίσης και οι δύο εκκλησίες θέλουν να είναι καθολικές, δηλαδή να αγκαλιάζουν το σύνολο των χριστιανών.

Στα χρόνια μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών

Στα χρόνια που ακολουθούν το Σχίσμα του 1054, η Ορθόδοξη Εκκλησία διευρύνει ακόμα περισσότερο το χώρο των δραστηριοτήτων της. Μετά τον εκχριστιανισμό των Ρώσων και των Βουλγάρων, η πνευματική δικαιοδοσία και επιρροή της εντείνονται πολύ πιο πέρα από τα πολιτικά σύνορα της αυτοκρατορίας.31

Αν όμως η ρήξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη Δύση το 1054 θα μπορούσε να εκληφθεί σαν απόπειρα χειραφέτησής της από τη βυζαντινή κρατική εξουσία που, αυτή, επιδίωκε σταθερά από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα συνεννόηση με τη Δύση32, από τώρα δηλαδή από το 1081, οπότε την εξουσία παίρνει ο αριστοκρατικός οικογενειακός συνασπισμός Κομνηνοί, Δούκες και Αγγελοι, και στο εξής, βυζαντινό κράτος και Ορθόδοξη Εκκλησία ταυτίζονται σχεδόν εντελώς, επικρατεί μεγάλος συντηρητισμός και δεν παρατηρούνται πια μεγάλες έριδες ανάμεσα σε αυτοκράτορες και πατριάρχες, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Αυτό το τελευταίο δεν αποκλείεται να οφείλεται στον τρόμο που αρχίζει να εμπνέει η Δύση με τους ισχυρούς φεουδαρχικούς σταυροφορικούς στρατούς της σε μια βυζαντινή άρχουσα τάξη, της οποίας το κληρικό τμήμα είναι πολύ πιο φεουδαρχοποιημένο, πολύ πιο μορφωμένο33 και, έτσι, ισχυρότερο από το λαϊκό της τμήμα, που επί Κομνηνών αρχίζει να μιμείται τα δυτικά πρότυπα.34 Οταν σε μια μεσαιωνική κοινωνία ισχυροποιείται η Εκκλησία, τότε το εμπόριο και η βιοτεχνία βρίσκονται σε αδυναμία να απευθύνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα σε ολόκληρη την κοινωνία και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι συντεχνίες στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα μετά το Σχίσμα του 1054, παύουν να διαδραματίζουν το ρόλο που διαδραμάτιζαν τουλάχιστον ως την εξέγερση του 1042.35

Στο ιδεολογικό επίπεδο, η βυζαντινή Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται ακόμα πιο δύσπιστη προς κάθε νεοτερισμό, ακόμα λιγότερο ανεκτική και τώρα η κρατική εξουσία συμβαδίζει απόλυτα με τις αποφάσεις της. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης γίνεται τελείως αδιάλλακτο απέναντι στους Δυτικούς, τους Λατίνους, όπως τους αποκαλεί: «Λατίνοι... δυσέρωτες όντες των παρ ημίν αγαθών κακογνωμονούσιν αεί περί το ημέτερον γένος και κακών εισίν τέκτονες διά παντός», θα γράψει ο Νικήτας Χωνιάτης36 , ένας από τους σημαντικότερους βυζαντινούς ιστορικούς.

Η θεολογική, φυσικά ορθόδοξη, κατάρτιση γίνεται τώρα απαραίτητο προσόν για την απόκτηση μιας ανώτερης κρατικής θέσης, οπότε, νομοτελειακά, οι διανοούμενοι της εποχής θα συγκρουστούν με το άκαμπτο κατεστημένο.37 Από την εποχή αυτή κατάγεται το ογκώδες έργο του Ευθύμιου Ζιγαβηνού, γνωστό με το όνομα «Δογματική πανοπλία»38 , όπου καταγγέλλονται συλλήβδην όλες οι αιρέσεις, μαζί με τους Μονοφυσίτες γενικά, τους Αρμένιους ειδικά, τους Παυλικιανούς και τους Βογομίλους, καθώς και τους Μουσουλμάνους.

Την εποχή αυτή θα καταδικαστεί η διδασκαλία του Ιωάννη Ιταλού39 που, ανάμεσα στα άλλα, υποστήριζε ότι η λαϊκή, μη θεολογική επιστήμη διέθετε μια δική της αλήθεια, ότι τα θαύματα του Χριστού και των αγίων ήταν αντίθετα προς τη φύση και ότι, αν οι ιδέες ήταν αιώνιες (νεοπλατωνική αρχή), αιώνια ήταν και η ύλη και η αιωνιότητα των ιδεών και της ύλης προέρχεται περισσότερο από τις πράξεις των ανθρώπων παρά από τη θέληση του θεού.

Παρόλο που σε μια Νεαρά του 1095 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) βελτιώνει κάπως τις συνθήκες απελευθέρωσης των δούλων, στην τότε χριστιανική σκέψη επικρατούν σταθερά οι αρχαίες αντιλήψεις περί δουλείας. Μπορεί ο χριστιανισμός να κήρυξε ότι δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος μπροστά στο θεό, αλλά στη Νεαρά του Αλεξίου διαβάζουμε: Εν ανθρώποις είδεν η τύχη δεσποτείαν και δουλείαν διάφορα40 . Στη σύγχρονη κοινωνία (χίλια εκατό χρόνια περίπου μετά το Χριστό) η τύχη κατέταξε τους ανθρώπους σε αφέντες και δούλους.

Σε μια έξαρση του δογματικού του ζήλου, το κράτος του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού ορίζει το 1116 ότι ο αρχηγός της λαϊκής αίρεσης των Βογομίλων, με μεγάλη απήχηση στις βουλγαρικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, μοναχός Βασίλειος θα καεί στην πυρά μέσα στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης: «Και η φλόγα, σαν να είχε μανία εναντίον του, καταβρόχθισε αυτόν τον ασεβή τόσο πολύ, ώστε να μην δημιουργηθεί η παραμικρή μυρωδιά ούτε να αλλάξει ο καπνός, αλλά μόνο να σηκωθεί μια λεπτή γραμμή καπνού ακριβώς στη μέση της πυράς», περιγράφει με εντυπωσιακή βραχυλογική ακρίβεια το τέλος του αιρετικού μια εκλεπτυσμένη γυναίκα, η πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Αννα Κομνηνή41 που, μαζί με το ευσεβέστατο πλήθος, παρακολουθεί ψύχραιμα την απάνθρωπη εκτέλεση42.

Η συμβίωση χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών

Παράλληλα όμως με τη θρησκευτική αδιαλλαξία απέναντι σε όλους που επικρατεί επί Κομνηνών, το κράτος και η Εκκλησία που συμπορεύονται πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους ότι η παλιά κοιτίδα του ανθρώπινου δυναμικού της αυτοκρατορίας, η Μικρασία, κατέχεται τώρα στο μεγαλύτερό της μέρος από τους Μουσουλμάνους Σελτζούκους Τούρκους και Ντανισμεντίδες.43

Η ομαλή συμβίωση χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών υπό τουρκική διοίκηση απαιτούν λίγο-πολύ ειρήνη με τους αλλόθρησκους.44 Ετσι, είτε αναγκαστικά εξαιτίας των συνθηκών, είτε σε συνδυασμό με την αδιαλλαξία προς τη Δύση που επικρατεί μετά το Σχίσμα, η Ορθόδοξη Εκκλησία έρχεται σε σχέσεις με το Ισλάμ που δεν είναι πια τόσο εχθρικές και ανταγωνιστικές όπως στο παρελθόν, ανεξάρτητα από τις πολιτικές σχέσεις που υπάρχουν κάθε φορά ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους μουσουλμάνους. Πρόκειται για διεργασίες που, για την ώρα, είναι μόνο υπόγειες, αλλά που θα κορυφωθούν αργότερα με την καταφανή προτίμηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τους Οθωμανούς Τούρκους απέναντι στους Λατίνους.

Ετσι, π.χ., ακόμα και το 13ο αιώνα υπό σελτζουκική κατοχή υπάρχουν μοναστήρια, των οποίων τα κτήματα και οι καλλιεργητές υπόκεινται φορολογικά στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης - Νίκαιας Γερμανό Β΄ (1222-1240).45 Οσο κι αν αυτό μπορεί να έχει τις απαρχές του στις λαμπρές και οικείες συνθήκες ειρήνης με τους Σελτζούκους επί Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180),46 εύκολα καταλαβαίνει ο καθένας ότι, ενώ το κράτος χάνει επαρχίες και φόρους, η Εκκλησία εισπράττει φόρους ακόμα και από το εξωτερικό. Αυτή η αντίστροφη διαδικασία εξασθένησης της δύναμης του βυζαντινού κράτους και ισχυροποίησης της δύναμης της Ορθόδοξης Εκκλησίας αντίστοιχα θα οδηγήσει την τελευταία στην πραγματικά ηγεμονική θέση της μέσα στην κοινωνία της Τουρκοκρατίας.

Στο μεταξύ, το κράτος, ιδιαίτερα επί Ιωάννη Κομνηνού (1118-1143), θα κάνει ορισμένες απόπειρες για εκκλησιαστική ένωση με τη Δύση. Σε ένα αυτοκρατορικό γράμμα προς τον πάπα Ινοκέντιο Β΄ (1130-1143) το 1139 π.χ. διαβάζουμε: Τι γαρ άλλο της αληθούς της εκκλησίας ενώσεως προσήκει τους Χριστιανούς ημάς προτιμάν... ην ο σωτήρ τω οικείω εξαγοράσατο αίματι;47 Είναι φανερό όμως ότι, στις ενέργειες αυτές, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, ούτε δείχνει την παραμικρή διάθεση για συμφιλίωση. Αντίθετα, μάλιστα, ένα γράμμα του Αλέξιου Δ΄ Αγγελου (1203- 1204) προς τον πάπα Ινοκέντιο Γ΄ (1197-1214) το 1203, το οποίο υπόσχεται υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας (nos inducturos orientalem ecclesiam) στην εκκλησιαστική κεφαλή ολόκληρης της χριστιανοσύνης (ad hoc ipsum caput ecclesiasticum totius christianitatis)48 είναι σαν να δίνει το σύνθημα για ολοκληρωτική αντίσταση στους Λατίνους που ήδη στρατοπεδεύουν έξω από τα τείχη και που θα πάρουν την πόλη τον Απρίλη του 1204.

Στο εξής, η αδιαλλαξία της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στους Δυτικούς θα συμβαδίσει με τη βαθμιαία αρχικά προτίμησή της και, στη συνέχεια, προσκόλλησή της στις μεταγενέστερες (μετά το Βυζαντινό αυτοκράτορα) ανατολικού τύπου δεσποτείες, δηλαδή τον Οθωμανό σουλτάνο και το Ρώσο τσάρο.49 «Πραγματικά, ένας λόγος που οι Τούρκοι πρέπει να επιτιμηθούν, είναι το ότι επέτρεψαν στη βυζαντινή θεοκρατία να αναπτυχθεί με έναν τρόπο που ακόμα και οι Ελληνες αυτοκράτορες δε θα μπορούσαν να ονειρευτούν. Αντικειμενικά, στην Τουρκία έχουν απομείνει μόνο 2 θρησκείες, οι Τούρκοι και ο ελληνοσλαβικός πληθυσμός. Και οι δύο είναι υπόδουλοι, ή τουλάχιστον ο τελευταίος μέσα σε μια κοινωνία οργανωμένη πάνω σε κληρική βάση, και αυτό ισχυροποιήθηκε κάτω από την τουρκική κατοχή».50

Στη διαπίστωση αυτή, που ανήκει στον Μαρξ, δεν έχω απολύτως τίποτα να προσθέσω.

1 Προς Εβραίους ΙΑ΄, 1.

2 Φ. Ενγκελς. Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ίδιοκτησίας και του κράτους (ρωσ.) Μόσχα 1970, κεφ. 7: Ο σχηματισμός του κράτους στους Γερμανούς, 172.

3 ΚΜΕ. Θέματα Ελληνικής Ιστορίας. Μαρξιστική προσέγγιση, Αθήνα 1995. 47-48.

4 E. Renan, Marc - Aurele et la fin du monde antique, Paris 1882, 615.

5 A. H. M. Jones. Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, Αθήνα 1962. 53.

6 Codex Justinianus I, 4, 17.

7 Novellae Justiniani 7, προοίμιον, σ. 49 Schoell - Kroll.

8 NJ 43 του 537, σ. 269-273.

9 CJ I. 2. 14.

10 CJ I. 2. 24.

11 Φ. Ενγκελς. Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία. Μαρξ - Ενγκελς. Απαντα (αγγλ.) 10. 405. Μόσχα 1978.

12 NJ 8, έτος 535, κεφ. 8, σ. 72.

13 CJ X. 27, 3.

14 CJ V. 4. 29.

15 Κ. Μαρξ. Το Κεφάλαιο, τόμ. 1. Αθήνα 1978, 747.

16 Φ. Ενγκελς. Ο πόλεμος των χωρικών, στο ίδιο, 404.

17 J. Leroy. Moines et monasteres du Proche - Orient. Paris 1957, 187.

18 Ζώσιμος, Ε΄ 35. Mendelssohn.

19 M. V. Levcenko. Cerkovnye imuscestva V-VVvv. v Vostocno - rimskoi imperii. Vizantiskii Vremennik 2. 1949. 11-59.

20 Θεοφάνης 302-303 de Boor.

21 Leontios von neapolis. Leben des heiligen Johannes des Barmherzigen. Erzbischofs von Alexantrien. hsg. von H. Gelzer, Freiburg 1893, κεφ. 23.

22 Relatio motionis inter Maximum et socium eius coram principibus et secretario, στο J.D. Mansi. Sactorum Conciliorum nova et amplissima collectio, τόμ. XI, sthl. 3. Ex his quae jecisti cunctis factum est manifestum, quod odio habeas imperatorem et rempublicam eius. Tu enim solus Aegvptum et Alexandriam et Pentapolim et Africam Saracenis tradidisti. Πρβλ. W. Brandes. «Juristische» Krisenbewaltigung im 7. Jahrhundert? Die Prozesse gegen Papst Martin l. und Maximos Homologetes. Fontes Minores 10. 1998. 141-212, εδώ 183.

23 ΚΜΕ. Θέματα Ελληνικής Ιστορίας, στο ίδιο 37-38.

24 Τ. Λουγγής. Δοκίμιο για την κοινωνική εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων «Σκοτεινών αιώνων» (602-867), Αθήνα 1985, 47-63.

25 Α. Ρ. Kazdan. Ob aristokratizacii vizantiiskogo obscestva obscestva. Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta 11, 1968, 47-53.

26 Z. V. Udalcova - K. A. Osipova. Otlicitelnve certy feodalnych otnosenii v Vizantii. Vizantiiskii Vremennik 36, 1974, 13-27.

27 Βλ. Allgemeine Gescichte des Mittelalters von einem Autorenkollektiv unter der Leitung von B. Topfer. Berlin 1985. 268-271. Επίσης F. X. Seppelt. Geschichte der Papste. Bd. III: Die Vormachtstellung des Papsttums im Hochmittelalter. Munchen 1956.

28 Τ. Λουγγής. Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας (324-1204), β΄ εκδ. Αθήνα 1998. 283.

29 S. Runciman. The Byzantine Theocracy. Cambridge 1977, 129 κε.

30 D. M. Nicol. Byzantium and the Papacy in the XIth Century. Variorum Reprints. London 1972. 12-16.

31 Βλ. το συλλογικό τόμο Priniatije Christinstva narodami central noi i jugovostocnoi Evropy i kres-cenije Rusi. Moskva 1988.

32 T. Lounghis. Der Verfall des Papsttums im X. Jh. als Ergebnis der deutsch-byzantinischen Annaherung. Βυζαντιακά 14, 1994, 217-236.

33 A. P. Kazhdan - Ann Wharton Epstein. Change in Byzantine Cultur in the Eleventh and Twelfth Centuries, Berkeley - Los Angeles - London 1985. 50-51.

34 Ετσι θα πρέπει να ερμηνευτεί αυτό που επαναλαμβάνεται από πολλούς ιστορικούς, ιδιαίτερα για τη βασιλεία του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), ότι τότε υπάρχει άκρατη δυτικοφιλία. Βλ. Α. Π. Καζντάν. Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας (1081-1261), Βυζαντιακά 3, 1983, 91-110.

35 Τ. Λουγγής. Χρονικόν περί της αναιρέσεως του αποβασιλέως κυρού Μιχαήλ του Καλαφάτου και των κατ' αυτήν συμβάντων, Βυζαντιακά 18. 1998. 73-104.

36 Χωνιάτης, 301 van Dieten.

37 Kazhdan - Epstein, στο ίδιο, 158.

38 Patrologia Graeco-latina, τόμος 130.

39 P. Stephanou. Jean Italos, philosophe et humaniste. Roma 1949. R. Browning. Enlightment and Repression in Byzantium in the Eleventh and Twelfth Century. Past and Present 69, 1975, 10-17. P. Clucas. The Trial of John Italos and the Crisis of Intellectual Values in Byzantium. Munchen 1981.

40 Ι. και Π. Ζέπων, Jus Graecoromanum, τόμος Ι, Αθήνα 1931, 341-346.

41 Αννα Κομνηνή ΙΕ΄, 10, 4, τόμ. Γ΄, σ. 218 Leib.

42 Ως τότε, στο Βυζάντιο τιμωρούνταν με θάνατο στην πυρά κινήσεις ενάντια στην καθεστηκυία τάξη δηλαδή για καθαρά πολιτικούς λόγους: το 610, το σώμα του νεκρού σφετεριστή / αυτοκράτορα Φωκά κάηκε στο φόρον (αγορά) του Βοός. Το 932, ο ηγέτης της λαϊκής εξέγερσης στο Οψίκιον Βασίλειος ο Χαλκόχειρ κάηκε ζωντανός στην πλατεία Αμαστριανού. Το 966, ο Νικηφόρος Φωκάς θανάτωσε στην πυρά στους Ονοράτες (ασιατική ακτή Βοσπόρου) δύο γυναίκες, μάνα και κόρη, που είχαν πετάξει από μια στέγη κεραμίδια ή τούβλα εναντίον του στη διάρκεια της λιτανείας που έγινε στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.

43 S. Vryonis Jr. The Decline of Madieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century, Berkeley - Los Angeles - London 1971.

44 K. Belke, Paphlagonien und Honorias (Tabula imperii byzantini 9). Wien 1996, 110-112.

45 Belke, Paphlagonien, 116.

46 Συνθήκη ειρήνης το 1147, Κίνναμος, 66 CSHB. Συνθήκη ειρήνης του 1161/1162, Κλίνναμος, 205-207.

47 Ο. Kresten - A. Muller. Die Auslandsschreiben der byzantinischen Kaiser des ll, Und 12, Jahrhunderts. Specimen einer Kritischen Ausgabe. Byzantinische Zeischrift 86/87, 1993/1994, 402-429, εδώ 425.

48 Ο. Kresten. Diplomatische und historische Beobachtungen zu den in den Kanzleiregistern Papst lnnozenz III, uberlieferten Austandsschreiben byzantinischer Kaiser. Romische historische Mitteilungen 37, 1995, 41-79, εδώ 78.

49 ΚΜΕ, Θέματα ελληνικής ιστορίας στο ίδιο. 50-68.

50 Μαρξ στον Ενγκελς, 3 Μάη του 1854. Απαντα (αγγλ.), 39 Μόσχα 1983, σ. 447.

ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ «ΑΝΑΤΟΛΗ - ΔΥΣΗ»


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ