ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 9 Δεκέμβρη 2000
Σελ. /40
Ανάγκη για μεγαλύτερη ακόμα εμβάθυνση

Το 16ο Συνέδριο μπορεί και πρέπει να συμβάλει με αποφασιστικό τρόπο στην ανάπτυξη της επαναστατικής σκέψης του Κόμματος και την πιο αποτελεσματική του δράση. Οι Θέσεις αποτελούν, αναμφίβολα, μια θετική βάση συζήτησης. Αρκετά πράγματα, όμως, χρειάζονται συζήτηση, διόρθωση, μεγαλύτερη ανάπτυξη. Μερικά γενικά ζητήματα:

1. Οι διαπιστώσεις σε σχέση με τις χώρες που επιχειρούν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό πρέπει να γίνουν με πιο σαφή τρόπο. Η εκτίμηση, για παράδειγμα, για την Κίνα, εμπεριέχει μισόλογα, που εκφράζουν διάθεση κριτικής, αλλά και κατανόησης! Παράλληλα, η άποψη που διατυπώνεται για την πρωτοβουλία των «πέντε της Σαγκάη» δεν αναδεικνύει με ταξικό τρόπο τις ιμπεριαλιστικές διεργασίες που αυτή εκφράζει.

2. Οι εκτιμήσεις που κάνουμε για το ρόλο και το χαρακτήρα των κομμάτων του λεγόμενου διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι γενικόλογες και καθόλου κατατοπιστικές. Εκτός από αυτό, το συνέδριο είναι ανάγκη να προωθήσει με αποφασιστικότητα τη δημιουργία μιας νέας Κομμουνιστικής Διεθνούς.

3. Ηρθε η στιγμή το Κόμμα να κάνει μια γενναία ιστορική αυτοκριτική αποτίμηση κρίσιμων και επίμαχων ιστορικών του στιγμών, όπως η Ολομέλεια του 1956, η πορεία προς το 1989, η κυβέρνηση Τζανετάκη. Χωρίς αυτήν, η σημερινή πολιτική του Κόμματος δείχνει ως κάτι το απροσδιόριστο, αφού δεν κολλάει πουθενά με επιλογές τύπου «Τζανετάκη». Και σίγουρα η απάντηση σ' αυτό δεν είναι ότι οι επιλογές αυτές αποτέλεσαν προϊόν άλλης εποχής σε άλλες συνθήκες. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν προϊόν άλλης αντίληψης.

4. Στα καθήκοντα του Κόμματος για το επόμενο χρονικό διάστημα, η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ισχυροποίησή του πρέπει να γίνεται με αταλάντευτη και συνεχή πάλη ενάντια στις ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές απόψεις. Στο εσωτερικό του Κόμματος, αυτό δεν μπορεί να γίνει με ανάπτυξη άτυπων πλατφορμών και εξασφάλισης διόδων επικοινωνίας για τις απόψεις διαφόρων (βλ. Κωστόπουλου - Ντρέκου), μέσω των ενημερωτικών επιστολών.

Η πάλη, τέλος, ενάντια στο ρεφορμισμό δεν μπορεί να γίνει ΜΟΝΟ με καταστατικές μεθόδους, αλλά κυρίως με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους. Η διαγραφή κάποιων προσώπων, χωρίς διαγραφή της αντίληψης, μέσα και από την ιστορική αυτοκριτική, που οι «Κωστόπουλοι» υπηρέτησαν για μια δεκαετία, τουλάχιστον (βλ. δεκαετία '80), είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, αντιφατική και αδιέξοδη αντιμετώπιση του ζητήματος.

Σχετικά με τη Λαϊκή Εξουσία

Οι απόψεις σχετικά με τη λαϊκή εξουσία και, κατά προέκταση, τη λαϊκή οικονομία αποτελούν κεντρικό ζήτημα των Θέσεων της ΚΕ. Σε σχέση με αυτό, μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες κριτικές παρατηρήσεις.

1. Αξιολογώντας το περιεχόμενο της έννοιας «λαϊκή εξουσία», διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχει οριοθέτηση, που μπορεί να ερμηνευτεί ως σαφής αντίφαση, ανάμεσα σ' αυτό που έχει στο Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου και στις Θέσεις της ΚΕ. Το Πρόγραμμα χαρακτηριστικά τονίζει ότι «...πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική». (σελ. 38). Παρακάτω, επίσης, λέει ότι «σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση ως όργανο λαϊκής εξουσίας.... Χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της» (σελ. 38-39).

Στις Θέσεις της ΚΕ, η έννοια λαϊκή εξουσία αποκτά το ακόλουθο περιεχόμενο. «Το Μέτωπο πρέπει να προβάλει μια πολιτική σαφώς οριοθετημένη και διαμετρικά αντίθετη προς την πολιτική των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους. Να διαγράφει και να δεσμεύεται μπροστά στο λαό με τις κεντρικές κατευθυντήριες ιδέες, υπέρ της λαϊκής εξουσίας και της λαϊκής οικονομίας». (σελ. 18-19). Από τις παραπάνω αναφορές είναι φανερό ότι η έννοια «λαϊκή εξουσία» στο Πρόγραμμα χρησιμοποιείται, προκειμένου να περιγραφεί η σοσιαλιστική εξουσία ή η εξουσία του Μετώπου, που θα προέλθει από επαναστατική και όχι αστική διαδικασία και η οποία ταυτίζεται ή χωρίζεται τυπικά από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αντίθετα, στις Θέσεις η έννοια «λαϊκή εξουσία» και κατά προέκταση η «λαϊκή οικονομία», που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά, αποκτά περιεχόμενο μιας φάσης εφαρμογής ενδιάμεσων πολιτικών στόχων αντιιμπεριαλιστικού και αντιμονοπωλιακού χαρακτήρα πριν από την επαναστατική εξουσία, τη δικτατορία, δηλαδή, του προλεταριάτου.

2. Οι Θέσεις, με τις απόψεις για τη «λαϊκή εξουσία» - «λαϊκή οικονομία», οδηγούν σε μια μονομερή εμβάθυνση του Προγράμματος του Κόμματος. Η μονομέρεια αυτή είναι μάλιστα απολυτοποιημένη, αντιδιαλεκτική και οδηγεί σε αδιέξοδα ή στην απομάκρυνση από το σοσιαλιστικό στόχο.

Το Πρόγραμμα, λοιπόν, είναι ανοιχτό στα ενδεχόμενα και τις μορφές κορύφωσης της ταξικής πάλης, που θα δημιουργούν αστάθεια στο αστικό καθεστώς και συνθήκες κατάκτησης της εξουσίας.

Συγκεκριμένα:

α. Αναφέρεται σε μη κοινοβουλευτικό τρόπο. Στην περίπτωση αυτή, η εξουσία ταυτίζεται ή τυπικά χωρίζεται από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Σε σχέση με αυτό το ενδεχόμενο, είναι προφανές ότι οι Θέσεις της ΚΕ για τη «λαϊκή εξουσία» και τη «λαϊκή οικονομία» μπορούν να θεωρηθούν αναντίστοιχες με το ζητούμενο και το αναγκαίο.

Μια τέτοια εξουσία είναι βέβαιο ότι δε θα πρέπει να προχωρήσει στην εφαρμογή μιας ΑΛΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής, βέβαια, αλλά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Σε σχέση, λοιπόν, με αυτήν την περίπτωση, που αποτελεί, όμως, έτσι και αλλιώς στρατηγικό στόχο του Κόμματος, αλλά και του ΜΕΤΩΠΟΥ από τη σκοπιά του Κόμματος, οι Θέσεις ΔΕΝ ΠΡΟΧΩΡΟΥΝ σε παραπέρα εμβάθυνση, αλλά παραμένουμε στα γενικά περιγραφικά στοιχεία που αναφέρονται στο κεφάλαιο «Οικοδόμηση του Σοσιαλισμού» στο Πρόγραμμα.

β. Το Πρόγραμμα αναφέρεται ακόμη και σε περίπτωση κατάκτησης της εξουσίας με κοινοβουλευτικό τρόπο. Στην περίπτωση αυτή, εκτιμάται ότι θα υπάρξει μια βραχύχρονη περίοδος εξουσίας και δράσης της κυβέρνησης του ΜΕΤΩΠΟΥ. Σ' αυτήν την περίπτωση, σύμφωνα πάντα με το Πρόγραμμα, μπορούν να δρομολογηθούν κυβερνητικά μέτρα, που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο (σελ. 39). Είναι προφανές ότι η ουσία των Θέσεων για τη «λαϊκή εξουσία» αφορούν αυτή την περίπτωση, αυτή την ενδεχόμενη ενδιάμεση βραχύβια φάση.

Ετσι, παρά τα αντίθετα που αναφέρονται στο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, η εμβάθυνση της πολιτικής σκέψης στις Θέσεις για τη δράση του Κόμματος, αντικειμενικά απομακρύνεται από το σοσιαλιστικό στόχο, είναι μονόπλευρη, απολυτοποιημένη και αντιδιαλεκτική.

Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν επεξεργασμένοι ενδιάμεσοι στόχοι, ότι είναι λάθος η ανάλυση για τη «λαϊκή εξουσία» - «λαϊκή οικονομία». Τα ερωτήματα, όμως, που μπαίνουν είναι γιατί η εμβάθυνση στις Θέσεις περιορίζεται στο ζήτημα μιας ενδεχόμενης μορφής, βραχύβιας και κοινοβουλευτικής, προερχόμενης λαϊκής εξουσίας; Πώς το ΚΚΕ θα κατευθύνει τη δράση του, ώστε να βαθαίνει τη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και των συμμάχων του στο ΜΕΤΩΠΟ, για την ανάγκη ρήξης και ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, όταν η επαναστατική του σκέψη έχει εξαντληθεί στο τι θα γίνει στην ενδεχόμενη βραχύβια φάση; Μήπως όλα αυτά δεν οδηγούν σε ανολοκλήρωτες πολιτικές θέσεις, σε θέσεις όπου απουσιάζει ο τελικός στόχος, ο σοσιαλισμός; Πώς το Κόμμα, όμως, θα διαπαιδαγωγήσει νέους επαναστάτες από την εργατική τάξη και τη νεολαία; Με προτάσεις όμως, όπως για παράδειγμα για τις μειονότητες, όπου μιλάμε γενικόλογα για τα δικαιώματά τους, χωρίς, όμως, να λέμε λέξη πουθενά ότι η ενότητα της εργατικής τάξης στηρίζεται στην αναγνώριση του βασικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης, η επαναστατική ζύμωση και ενότητα είναι δύσκολη.

Η εργατική τάξη, ο λαός, οι ανάγκες της ταξικής πάλης, οι σημερινοί και οι ενδεχόμενοι αυριανοί σύμμαχοί μας απαιτούν ασφαλώς επεξεργασμένες θέσεις, που να αντιστέκονται στη σημερινή κατάσταση. Οι Θέσεις της ΚΕ για τη «λαϊκή εξουσία» ανταποκρίνονται επαρκώς σ' αυτό. Απαιτούν, όμως, και επεξεργασμένη πρόταση και συγκεκριμένο όραμα, για το πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε τη σοσιαλιστική αναγέννηση του τόπου. Η απουσία τέτοιου προσδιορισμού θα μας καθιστά αναποτελεσματικούς και ανεπαρκείς σε όλα τα ενδεχόμενα που μπορεί να φέρει η ταξική πάλη, σ' αυτά που υπηρετούμε ιστορικά.

Συντροφικά

ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΣΙΝΑΣ

Μέλος της ΝΕ Κέρκυρας

Για το ΚΚΕ του 21ου αιώνα

Συμμετέχοντας στον προσυνεδριακό διάλογο δε θα μπορούσα να μη σημειώσω τις αρκετές και ενδιαφέρουσες απόψεις που αναπτύχθηκαν στη διάρκειά του, σημάδι πως είμαστε σε καλό δρόμο. Ο προβληματισμός πάνω στις Θέσεις και η έκφραση διαφορετικής έως και αντίθετης άποψης είναι απόδειξη ζωντάνιας και δυστυχώς για αρκετά χρόνια παραμελούσαμε να ενθαρρύνουμε τέτοιες διεργασίες. Θες τα ψυχικά κατάλοιπα της περιόδου '89-'92, θες η ανάγκη να επιτευχθεί η επιβίωση - πρωτίστως - και να διατηρηθεί η ενότητα του Κόμματος ξεχάσαμε να διαφωνούμε και να είμαστε ανεκτικοί στις διαφορετικές απόψεις, κυρίως μέσα στο Κόμμα.

Κι αν αυτό, κάποια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ίσως και να ήταν αναγκαιότητα, σήμερα που το κόμμα δουλεύει για να χτίσει το Μέτωπο πρέπει να περάσει στο επόμενο στάδιο, να γίνει ένα μελίσσι όπου πολλές διαφορετικές απόψεις, με εξασφαλισμένη εκ των προτέρων την ελευθερία έκφρασης θα συντίθενται και θα συγκρούονται, δίνοντας κίνηση στο Κόμμα. Με γνώμονα την ανάγκη ενίσχυσης της εσωκομματικής δημοκρατίας θα προσπαθήσω να προσεγγίσω ορισμένα σημαντικά, κατά τη γνώμη μου ζητήματα.

Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός

Χάρηκα βλέποντας τον έντονο προβληματισμό σχετικά με τη λειτουργία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ας μου επιτραπεί, προκειμένου να αναπτύξω τη θέση μου, να παρομοιάσω το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό με τον κινητήρα του αυτοκινήτου: Με το κατάλληλο καύσιμο (εμπεριστατωμένη γνώμη - ελευθερία έκφρασης) μετατρέπει την έκρηξη που δημιουργούν οι διαφορετικές απόψεις σε έργο και κινεί το όχημα. Το τιμόνι το κρατά η ηγεσία και αυτή ευθύνεται για την κατεύθυνσή του. Οταν όμως αυτή η μηχανή δεν τροφοδοτείται με το κατάλληλο καύσιμο, τότε στην καλύτερη περίπτωση δεν καταφέρνει να κινήσει το Κόμμα και στη χειρότερη μπορεί ακόμα και να το βλάψει. Δεν είναι λοιπόν πανάκεια ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, είναι όμως η καλύτερη μέθοδος ελέγχου και αξιοποίησης διαφορετικών απόψεων, πολύτιμο εργαλείο στη δουλιά μας για το μέτωπο και το σοσιαλισμό. Σήμερα όμως στο Κόμμα υπερισχύει ο συγκεντρωτισμός της δημοκρατίας και είναι ανάγκη να βρούμε τη χρυσή τομή.

Θέμα Κωστόπουλου

Το σχοινί έχει δύο άκρες δήλωνε σε συνέντευξή του πριν λίγο καιρό ο Μήτσος Κωστόπουλος (Μ.Κ.) και θα συμφωνήσω. Για την κατάληξη της υπόθεσης όμως, φταίνε και οι δύο πλευρές καθώς τραβούσαν το σχοινί που όταν έσπασε τραυμάτισε το Κόμμα (ευτυχώς όχι ανεπανόρθωτα). Κύρια ευθύνη βαραίνει το ίδιο το Κόμμα, που αντί να αδράξει την ευκαιρία και να μετατρέψει τη διαφορετική προσέγγιση που εκφράστηκε από τους διαφωνούντες εν γένει, σε απόδειξη της ελευθερίας που επικρατεί στο εσωτερικό του, προχώρησε σε μια διαγραφή τόσο τραβηγμένη, ώστε σε κάποιους δημιουργήθηκε η εικόνα ενός Κόμματος τόσο θεσμολατρικού, που χάνει τελικά την ουσία των πραγμάτων. Πολύ χειρότερα, αυτή η διαγραφή έδωσε σε κάποιους την αφορμή να κριτικάρουν έως και να βάλλουν, όχι αδικαιολόγητα πάντα, κατά του Κόμματος για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα, καλλιεργώντας την εικόνα ενός ΚΚΕ αντιδημοκρατικού και απολυταρχικού. Ο Μ.Κ. έχει το δικό του μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση, καθώς αν και παλιός στο κίνημα, αγνόησε πως για την ηθική ενός κομμουνιστή φτάνει στα όρια της αμαρτίας η εκτός των τειχών κριτική στο Κόμμα. Και συνεπώς η διαγραφή με βάση το γράμμα του κομματικού «νόμου» του ήταν σε ένα βαθμό επιλογή του. Θα διαφωνήσω απόλυτα με τα περί βρόμικων αφρών που ανέφερε, είναι εκφράσεις που δεν ωφελούν στην εποικοδομητική κριτική, δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις για το Κόμμα και αν μη τι άλλο είναι άδικες για τους συντρόφους που επωμίστηκαν το έργο της καθοδήγησης σε δύσκολους καιρούς και αναμφισβήτητα κατάφεραν τουλάχιστον να κρατήσουν το Κόμμα ζωντανό.

Θεωρώ αναγκαίο να επανεξεταστούν οι διαγραφές και να αποκατασταθούν οι σχέσεις του Κόμματος με τους συντρόφους και αντίστροφα, από τη στιγμή που και οι ίδιοι το επιθυμούν. Στο δρόμο για το Μέτωπο δεν έχουμε την πολυτέλεια να χαραμίζουμε τη βοήθεια κανενός.

Συμμαχίες

Πολύς λόγος έγινε για τις συμμαχίες που ανέπτυξε το Κόμμα, τομέας που αποτελεί πεδίο τριβής της ιδεολογικής διαπάλης. Πιστεύω ότι δεν αξίζει η όλη διαπάλη να επικεντρώνεται σε δύο μεμονωμένα πρόσωπα, μιας και είναι ξεκάθαρο ότι οποιοσδήποτε τίμιος άνθρωπος μπορεί να έρθει στο μέτωπο και από κει και πέρα να κριθεί στην πράξη αν είναι εθνικιστής ή θρησκόληπτος, οπότε και αναπροσαρμόζονται οι σχέσεις του με το Κόμμα. Το πρόβλημα πιστεύω δεν είναι στη συμμαχία μας με τους απέναντι, αλλά στην έλλειψη συμμαχιών με τους δίπλα μας. Ομορες δυνάμεις, που οι διαφωνίες μας είναι πολύ λιγότερες από όλα αυτά που μας ενώνουν, δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, τμήματα και ρεύματα του Συνασπισμού που δυσανασχετούν για την πορεία απορρόφησής του από το σύστημα, μεγάλες λαϊκές δυνάμεις που βρίσκονται εγκλωβισμένες στο ΠΑΣΟΚ, το ΔΗΚΚΙ, ακόμα και σαν πολιτικός σχηματισμός, περιμένουν από το πρωτοπόρο κόμμα της εργατικής τάξης να τους απλώσει το χέρι για να αγωνιστούν μαζί.

Η πορεία προς το Μέτωπο

Η έλλειψη ενός εχθρού με ένα πρόσωπο απροκάλυπτα βίαιο και εκμεταλλευτικό, όπως οι Γερμανοί κατακτητές το 1940, κάνει σχεδόν αδύνατη την άμεση δημιουργία ενός μετώπου με ΑΑΔ χαρακτηριστικά. Αρα το Μέτωπο σήμερα θα προέλθει από τα ρυάκια που αναφέρονται και στη Θέση 24 του φυλλαδίου. (Σημειώνω πως κατά τη γνώμη μου η θέση αυτή αδικήθηκε μιας και έτυχε μια απλής αναφοράς, ενώ θα έπρεπε να αναπτυχθεί περισσότερο). Και τα ρυάκια αυτά, τα επιμέρους μέτωπα θα πρέπει σε πρώτη φάση ή καλύτερα όπου δε γίνεται διαφορετικά, να συσπειρώνουν γύρω από τη λύση του προβλήματος ασχέτως από τις ερμηνείες που υπάρχουν για τα αίτιά του. Μπορούμε να συνεργαστούμε με πολλούς, σε επίπεδο γειτονιάς για την επίλυση του μικρότερου προβλήματος, σε επίπεδο δήμου ή νόμου για κάποιο μεγαλύτερο κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι το πλαίσιο των αιτημάτων θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο κυρίως στη ρεαλιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων, κάτι που μπορεί όμως να γίνει ταυτόχρονα και παγίδα αν μείνουμε εκεί, αν σταματήσουμε να συνδέουμε το ειδικό με το γενικότερο. Παγίδα όμως είναι και αν βρίσκεται στην άλλη άκρη: Αν μένεις στο γενικό, μην μπορώντας να το συνδέσεις με το ειδικότερο ή αν παραβλέπεις τη διαλεκτική σχέση που αυτά έχουν. Το τελευταίο παρατηρείται έντονα στο Κόμμα, τολμώ να πω πως αποτελεί κυρίαρχη αντίληψη για αρκετά χρόνια. Αυτή η λογική αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για κάθε συνεργασία καθώς προϋποθέτει συμφωνία (πλήρη ή σε μεγάλο βαθμό) στο γενικό και όχι στην κοινή δράση πάνω στο ειδικό.

Νομίζω λοιπόν, ότι στην παρούσα φάση και για τα επόμενα χρόνια (εκτός συγκλονιστικού απροόπτου) η δράση μας θα επικεντρωθεί εκ των πραγμάτων στην οικοδόμηση των επιμέρους μετώπων και αν καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε τις καταστάσεις θα βγούμε πολλαπλά ωφελημένοι. Τα επιμέρους μέτωπα δίνουν τη δυνατότητα προσέγγισης μεταξύ των μαζικών κινημάτων αλλά και των πολιτικών δυνάμεων, ρίχνουν γέφυρες επικοινωνίας και στο βαθμό που έχουν αποτελέσματα κερδίζουν στη συνείδηση του κόσμου.

Ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε

Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσουμε μπροστά είναι να ξεκαθαρίσουμε τις σχέσεις μας με το παρελθόν. Εχουν περάσει ήδη 11 χρόνια από τα κοσμογονικά γεγονότα του 1989, χρόνος ικανός για μια πρώτη ολοκληρωμένη επίσημη εκτίμηση καθώς η προηγούμενη προσπάθεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχής. Το σημειώνω αυτό γιατί 11 χρόνια μετά, κάθε κομμουνιστής στις συζητήσεις του με τον κόσμο καλείται πρώτα απ' όλα να απολογηθεί για τις αμαρτίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, λες και εμείς είμαστε υπεύθυνοι για τα όποια λάθη έγιναν. Η προσκόλλησή μας τόσα χρόνια στο μοντέλο του σοσιαλισμού που εφαρμόστηκε στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες άγγιξε τα όρια της εμμονής, τις συνέπειες της οποίας πληρώνουμε τώρα. Δε ζητώ να αποκηρυχτεί η προσπάθεια για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, σε καμία περίπτωση, πιστεύω απλά ότι η προσπάθεια αυτή πρέπει να μπει στο μικροσκόπιο της κριτικής ανάλυσης.

Ελπίζοντας ότι τα παραπάνω θα προσφέρουν στη διαδικασία ζύμωσης της πολιτικής του Κόμματος, ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει το Μέτωπο και να εκπληρώσει την ιστορική του αποστολή, κλείνω την παρέμβασή μου στο διάλογο υπογραμμίζοντας την ανάγκη να δρούμε με βάση αυτά που μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε το Κόμμα στον 21ο αιώνα και να τον κάνουμε ένα σύγχρονο μηχανισμό για την πραγμάτωση των πανανθρώπινων ιδανικών που πρεσβεύει η Μαρξιστική - Λενινιστική θεωρία μας.


ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΡΟΣ
ΟΒ Γαλατσίου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ