Η τοποθέτηση του υπουργού Υγείας είναι χαρακτηριστική: «Η κοινωνία έχει ανάγκη μια αίσθηση ανακούφισης, γιατί είναι ζορισμένη και δυσφορεί απέναντι στα μέτρα λιτότητας που εμπεριέχονται στη συμφωνία με τους δανειστές».
Αυτή είναι η επιδίωξη της κυβέρνησης: Να δημιουργήσει την αίσθηση στα λαϊκά στρώματα και όχι να θεσμοθετήσει για να λειτουργούν κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες δημόσιες και δωρεάν για όλους. Να έχουν την αίσθηση ότι έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και νοσηλεία, ότι στο κλειστό ιατρείο του Κέντρου Υγείας ή του ΠΕΔΥ υπάρχει γιατρός κι ας υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις και κενά.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ένα δείγμα των «παράλληλων» μέτρων όπου η κυβέρνηση κάνει το μαύρο - άσπρο.
Παράλληλα με τα μέτρα στήριξης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων σε περίοδο οικονομικής κρίσης και την αυξανόμενη ανεργία, δίνει στους ανασφάλιστους «το δικαίωμα να πληρώσουν» όπως και οι ασφαλισμένοι, για να έχουν κανένα φάρμακο ή όταν φτάσουν στο «απροχώρητο» να μπουν στο νοσοκομείο για να μην πεθάνουν στο δρόμο. Το πού θα βρουν χρήματα να πληρώσουν οι άφραγκοι και καταχρεωμένοι ανασφάλιστοι, δεν απασχολεί.
Παράλληλα με τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των δημόσιων νοσοκομείων που οδηγεί στις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό, εξοπλισμό, σε κλειστά κρεβάτια χειρουργείου και Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, «προσφέρει» τη δήθεν διαφάνεια στις μακροχρόνιες λίστες αναμονής για χειρουργείο, που μακραίνουν λόγω της παραπάνω πολιτικής.
Παράλληλα με την παντελή έλλειψη γιατρών στις απομακρυσμένες περιοχές, στα νησιά κ.λπ., «επιτρέπει» στους δήμους να δίνουν συσσίτιο και κανένα «πουρμπουάρ» στους γιατρούς, ως δέλεαρ για να καλύψουν τις περιοχές αυτές.
Η κυβέρνηση προβάλλει ότι το νομοσχέδιο έχει ένα «αδιαμφισβήτητο θετικό κοινωνικό πρόσημο». Δε λέει, όμως, για ποιον. Το θετικό πρόσημο δεν είναι υπέρ του λαού, αλλά υπέρ του κεφαλαίου, γι' αυτό επιχειρείται και με αυτά τα μέτρα να μην επιβαρύνονται το κεφάλαιο και το κράτος του.
Επίσης, παρουσιάζει την υγειονομική κάλυψη των ανασφάλιστων ως «άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων». Ομως, την κοινωνική ανισότητα δεν την προσδιορίζει ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους εργαζόμενους, εκεί που πραγματικά υπάρχει και συνεχώς διευρύνεται. Εκφραση της κοινωνικής ανισότητας είναι και τα εκατομμύρια των ανασφάλιστων, αλλά και των ασφαλισμένων που συνεχώς αυξάνουν τις πληρωμές τους για υπηρεσίες Υγείας.
Τα μέτρα της κυβέρνησης δεν αμβλύνουν αυτήν την ανισότητα, αλλά κινούνται στην πεπατημένη των προηγούμενων. Αφήνουν στο απυρόβλητο το κεφάλαιο και ενοποιούν προς τα κάτω, στο ελάχιστο, τις παροχές Υγείας για όλους. Ακόμα και αυτά τα ψίχουλα των 100 εκατ. ευρώ για ένα χρόνο, για την κάλυψη των 2,5 εκατομμυρίων ανασφάλιστων, η κυβέρνηση τα ονομάζει «καθολική κάλυψη σε ενισχυμένη δημόσια περίθαλψη», ενώ δε θα δίνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά «φορτώνονται» στον ΕΟΠΥΥ, δηλαδή στα λεηλατημένα από το κράτος και το κεφάλαιο ασφαλιστικά ταμεία.
Η κυβέρνηση επαναφέρει ως αιτία των προβλημάτων στην Υγεία το «νεοφιλελεύθερο» μοντέλο, αφού με αυτό, όπως ισχυρίζεται, «υπήρχε συνεχής συρρίκνωση της δημόσιας περίθαλψης και του κοινωνικού κράτους». Ετσι, επιχειρεί να συσκοτίσει ότι η όποια πολιτική διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, την οποία και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ υπηρετεί, για το λαό έχει τον ίδιο αντιλαϊκό χαρακτήρα και αποτέλεσμα.
Διότι λαϊκά δικαιώματα και ανάγκες από τη μια και ανάπτυξη με επιχειρηματικούς ομίλους από την άλλη, είναι σε πλήρη διάσταση και δεν μπορεί να λέγεται «κοινωνικό κράτος». Στον καπιταλισμό, η πρόληψη, η θεραπεία και η αποκατάσταση της υγείας των εργαζομένων και των οικογενειών τους αποτελεί για το κεφάλαιο και το κράτος του «κόστος» και εμπόδιο της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του, το οποίο πρέπει να κρατιέται όσο γίνεται σε χαμηλά επίπεδα. Ολα αυτά υπηρετεί στο ακέραιο και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όπως όλα τα αστικά κόμματα σε όλα τα κράτη στην ΕΕ - και όχι μόνο - με μνημόνια ή όχι, με ευρώ ή όχι.
«Η σταδιακή ανάπτυξη και ενίσχυση του δημόσιου τομέα» που προβάλλει η κυβέρνηση, γίνεται με τα κριτήρια της επιχειρηματικότητας των δημόσιων Μονάδων Υγείας και της εμπορευματοποίησης των εργασιών τους, όπως κάνει με το νοσοκομείο στη Σαντορίνη, που είναι τάχα «δημόσιο», αλλά λειτουργεί από Ανώνυμη Εταιρεία.
Με κριτήρια «κόστους - οφέλους», «βιωσιμότητας» και με ελάχιστη κρατική χρηματοδότηση, προβλέπεται να μπορεί να λειτουργεί με τα έσοδα από την πώληση των εργασιών του προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τους ασθενείς απευθείας ή με πληρωμή μέσω τοπικής φορολογίας (αύξηση εισιτηρίου στο τελεφερίκ της Σαντορίνης). Γι' αυτό, ακόμα και οι ελάχιστες «προσλήψεις» που γίνονται σε όλα τα νοσοκομεία είναι κυρίως επικουρικοί, με «μπλοκάκι» κ.λπ., που πληρώνονται από τον προϋπολογισμό των νοσοκομείων, προκειμένου να μην επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός.
Αυτό το δημόσιο - επιχειρηματικό σύστημα, με την πολύμορφη στήριξη του ιδιωτικού τομέα, προωθεί η κυβέρνηση και ας πασχίζει με προπαγανδιστικά τερτίπια περί «παράλληλου» - δήθεν φιλολαϊκού - «προγράμματος» να πείσει τα λαϊκά στρώματα για το αντίθετο.
«Εχουν γνώση οι φύλακες», αποκτούν και στην πορεία μεγαλύτερη γνώση και εμπειρία με τη συμμετοχή τους στους ταξικούς αγώνες του εργατικού - ριζοσπαστικού λαϊκού κινήματος. Εμείς λέμε ότι «κοινωνικό κράτος» μπορεί να είναι μόνο το λαϊκό κράτος, με λαϊκή εξουσία, γιατί μόνο τότε μπορεί και η Υγεία να αποτελεί καθολικό και δωρεάν κοινωνικό δικαίωμα και αγαθό.
Μάλιστα, για να πείσει ότι αυτά που ισχυρίζεται «τα γνωρίζει από τα μέσα», αναφέρει ότι ο ίδιος δουλεύει 40 στρέμματα (υποστηρίζει ότι αυτός είναι ο «μέσος όρος» στρεμματικής ιδιοκτησίας στη χώρα μας), με παραδοσιακές καλλιέργειες και όλη του τη ζωή συναναστρέφεται με αγρότες. Θα πάρουμε, λοιπόν, το δικό του παράδειγμα, για να δούμε αν ισχύουν οι ισχυρισμοί του.
Ο Δ. Παπανικολόπουλος γράφει ότι τα δικά του έξοδα καλλιέργειας ανέρχονται στο 20% του εισοδήματος - η αλήθεια είναι ότι το ποσοστό του κόστους παραγωγής είναι πολύ μεγαλύτερο κι ανέβηκε κι άλλο με τα νέα μέτρα για ΦΠΑ 23% στα μέσα και εφόδια και τις αυξήσεις στο αγροτικό ρεύμα και στο αγροτικό πετρέλαιο - που σημαίνει ότι έχουν ήδη αφαιρεθεί 1.600 ευρώ από το εισόδημά του και μένουν 6.400 ευρώ. Με τα μέτρα της κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό, θα πρέπει να πληρώσει (κατ' ελάχιστο) 1.500 ευρώ για την Ασφάλισή του (αν πρέπει ν' ασφαλίσει κι άλλα μέλη της αγροτικής οικογένειας τα ποσά αυξάνονται), που αφαιρούνται από το εισόδημα και μένουν 4.900 ευρώ.
Επ' αυτού, με το νέο Φορολογικό, θα πληρώσει φόρο με συντελεστή 26%, άρα 1.280 ευρώ - την πρώτη φορά θα πληρώσει και 100% προκαταβολή του φόρου της επόμενης χρονιάς - και θα του μείνουν 3.600 ευρώ περίπου. Απ' αυτά, αν αφαιρεθούν ο ΕΝΦΙΑ, οι πληρωμές για τις δηλώσεις ΟΣΔΕ, τα ασφάλιστρα στον ΕΛΓΑ κι άλλα πολλά χαράτσια, το τελικό ποσό που μένει στην τσέπη είναι 3.000 ευρώ περίπου.
Ο κ. Παπανικολόπουλος γράφει ότι «με κάτω από 5.000 ευρώ εισόδημα δεν ζεις οικογένεια, αν τη ζεις σημαίνει ότι απλώς φοροδιαφεύγεις». Το ενδεχόμενο ο φτωχός αγρότης «να ζει και να ζώνεται» φαίνεται ότι δεν περνάει καθόλου από το μυαλό του. Εκτός κι αν εν γνώσει του καταλήγει σε συμπέρασμα που συμφέρει την κυβέρνηση, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της ζωής των φτωχών αγροτών.
Οσον αφορά στον ισχυρισμό του ότι οι μικρομεσαίοι αγρότες τσεπώνουν τις επιδοτήσεις/ενισχύσεις της ΕΕ, η αλήθεια είναι ότι παίρνουν ψίχουλα, αφού, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 80% πάει στις τσέπες του 20% των δικαιούχων που είναι μεγαλοαγρότες και μεγάλες αγροτοκτηνοτροφικές επενδύσεις και μόνο το 20% πάει στο 80% των δικαιούχων, που είναι μικροί και μεσαίοι αγρότες. Ομως, κι αυτά τα ψίχουλα η ΚΑΠ της ΕΕ δεν τα δίνει στους μικρομεσαίους αγρότες επειδή τους νοιάζεται, αλλά για να μπορούν οι εμποροβιομήχανοι ν' αγοράζουν φτηνά από τους παραγωγούς τα προϊόντα, τα οποία, μετά, πουλούν πανάκριβα στους καταναλωτές των λαϊκών στρωμάτων.
Τέλος, ως προς το «τελικό συμπέρασμα» του Δ. Παπανικολόπουλου ότι «ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός κλέβει τον κόπο των αγροτών, όχι η κυβέρνηση», θα συμφωνήσουμε ως προς το πρώτο μέρος, διορθώνοντας ότι ο καπιταλισμός (όχι μόνο ο διεθνής, αλλά και ο ελληνικός) κλέβει τον κόπο των μικρομεσαίων αγροτών. Ομως, για να μπορέσει να συμβεί αυτό, βάζουν το χέρι τους και οι διάφορες κυβερνήσεις του κεφαλαίου, με την πολιτική που ακολουθούν. Οπως έκαναν όλες μέχρι τώρα, όπως κάνει και η κυβέρνηση που ο Δ. Παπανικολόπουλος υπερασπίζεται.