Δυσοίωνες προβλέψεις της Κομισιόν για την πορεία της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπό τη σκιά της ύφεσης στις ΗΠΑ
Σύμφωνα με το Γενικό Επιτελείο του μεγάλου κεφαλαίου στις Βρυξέλλες, αναθεωρούνται «προς τα κάτω» οι ρυθμοί ανάπτυξης του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) σε 2,8% κατά μέσο όρο το 2001, ενώ διαπιστώνεται πανευρωπαϊκή «εξασθένιση και υποτονικότητα της οικονομίας», με «διάβρωση στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης». Θετικά στοιχεία χαρακτηρίζονται η «συνεχιζόμενη αυτοσυγκράτηση στους μισθούς» και η «περισσότερη ευελιξία στις αγορές εργασίας και προϊόντων».
Οσον αφορά την Ελλάδα, η Κομισιόν επιβεβαιώνει την απόκλιση των εκτιμήσεων από τα «φουσκωμένα» σενάρια της κυβέρνησης, και αντί τον κυβερνητικό ρυθμό ανάπτυξης («5%») «εκτιμά» ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 4,1% για το 2000, «προβλέπει» μόλις 4,4% για το 2001, και αναμένει με «σενάριο αμετάβλητων πολιτικών» 4,8% για το 2002. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικός πληθωρισμός κάλπαζε στο 4,2% τον περασμένο Δεκέμβρη, η Κομισιόν «εκτιμά» ότι έκλεισε το 2000 με μέση τιμή 2,9% και «προβλέπει» για το 2001 ετήσια μεταβολή 2,6%. Οι Βρυξέλλες απαιτούν «επιτάχυνση» των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, «επίσπευση» της αναθεώρησης του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος «εντός του 2001», και «χαλάρωση» του νομοθετικού πλαισίου για τις απολύσεις, με «αυτοσυγκράτηση των μισθών». Και όλα αυτά όταν η Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα με το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων, μετά την Ισπανία, που εκτινάχτηκε στο 11,0% του εργατικού δυναμικού το 2000, ενώ «προβλέπεται» να κυμανθεί στο 10,5% το 2001.
Ζοφερές προοπτικές αναμένει η Κομισιόν και στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, αφού «η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ προβλέπεται ότι μετά βίας θα εγγίσει το 3,3% κατά το τρέχον έτος, έναντι του 4,8% το 2000». Σύμφωνα με την Κομισιόν «η εξαγγελθείσα ομαλή προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας αποδεικνύεται λιγότερο ομαλή από το αναμενόμενο», ενώ «η ιαπωνική οικονομία εξακολουθεί να μην μπορεί να μπει αποφασιστικά στο δρόμο της ανάκαμψης». Η Κομισιόν κάνει λόγο για «κραδασμούς» και τονίζει ότι «αν ληφθεί υπόψη το χαμηλό επίπεδο της αποταμίευσης στις ΗΠΑ και το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας διαδικασίας αναπροσαρμογής με μεγάλες διακυμάνσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία, καθώς και περαιτέρω αναταραχές στις αγορές μετοχών». Σε μια τέτοια περίπτωση «η εμπιστοσύνη μπορεί να καταρρεύσει και να υπάρξουν φαινόμενα μείωσης του πλούτου τα οποία θα προκαλέσουν αντιδράσεις». Οπως και να 'ναι, πάντως, «οι αποκλίσεις στην ανάπτυξη θα διευρυνθούν».
Η έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία διαψεύδει την κυβέρνηση και συστήνει νέα, σκληρότερα, αντεργατικά μέτρα
Γίνεται φανερό ότι η Κομισιόν διαβλέπει «δυσκολίες» στην εκτέλεση και του φετινού προϋπολογισμού και γι' αυτό προειδοποιεί ότι «πρέπει να εξαντληθούν τα όρια, ακόμη και αν επιμείνουν οι πληθωριστικές πιέσεις». Μ' άλλα λόγια, προειδοποιεί την κυβέρνηση ότι έχει αποτύχει στην υλοποίηση των προσυμφωνηθέντων και πρέπει «πάση θυσία» να πληρωθεί η λυπητερή, από φορολογία και «διαρθρωτικά», αντεργατικά μέτρα. Βασικός «στόχος» η υλοποίηση πρωτογενούς πλεονάσματος, που η Κομισιόν υπολογίζει στο 6,7% του ΑΕΠ για το 2001 και το 2002.
Ο πληθωρισμός «ξέφυγε» το 2000, αφού κυμάνθηκε στο 2,9% σε μέσο ετήσιο επίπεδο, ενώ «έτρεχε» με 4,2% τον περασμένο Δεκέμβρη. Εκτιμάται ότι το 2001 θα κλείσει με ποσοστό ετήσιας μεταβολής το 2,6%, ενώ με δεδομένη τη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων δεν αποκλείονται «ενδεδειγμένα σταθεροποιητικά μέτρα». Οπως απαιτούν οι επιταγές της ΟΝΕ του Μάαστριχτ για τον χαμηλό πληθωρισμό, «κρίσιμο παράγοντα θα αποτελέσουν οι εξελίξεις στο μέτωπο των μισθών». Η δημοσιονομική «πειθαρχία» καλά κρατεί, αλλά για να «μην υπονομευτούν» τα δημόσια οικονομικά, εκτός από τη μεταρρύθμιση του δημοσίου και τις ιδιωτικοποιήσεις «που έχασαν την ορμή τους το 2000», απαιτείται το καθιερωμένο αντεργατικό «πακέτο». Ετσι, για μεν το κεφάλαιο, «βασικές προτεραιότητες» πρέπει να είναι «η περαιτέρω ελάφρυνση των νομοθετικών και διοικητικών βαρών επί των επιχειρήσεων» (!!!) και να «επιταχύνει την απελευθέρωση που έχει συμφωνηθεί στους τομείς του φυσικού αερίου και των θαλάσσιων μεταφορών». Οσον αφορά στις σχέσεις κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας, η Κομισιόν προτείνει, ούτε λίγο-ούτε πολύ, «να συνεχιστούν οι προσπάθειες ώστε να χαλαρώσει περαιτέρω το υφιστάμενο περιοριστικό νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την προστασία της εργασίας». δηλαδή να δοθεί «πράσινο φως» για ανεξέλεγκτες, «οικονομικές» και μαζικές απολύσεις.
Οσον αφορά στην αγορά εργασίας η Κομισιόν επαναλαμβάνει τις αντεργατικές επιταγές της Λισαβόνας (2000) και της Κοπεγχάγης (2001) επαναλαμβάνοντας τη σύνδεση μισθού και «παραγωγικότητας». Οι Βρυξέλλες επιμένουν στη σημασία των «εθελοντικών τοπικών συλλογικών συμβάσεων». Σύμφωνα με την Κομισιόν, «τα μέτρα πρέπει να ενθαρρύνουν τη διαδικασία σχηματισμού των μισθών ώστε να λαμβάνεται καλύτερα υπόψη η διαφορά στην παραγωγικότητα και οι τοπικές συνθήκες στην αγορά εργασίας, να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια τόσο στη γεωγραφική όσο και στην επαγγελματική κινητικότητα, να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα ενεργών πολιτικών στις αγορές εργασίας και να προωθηθεί μια πιο ευέλικτη οργάνωση της εργασίας».
Από τις Βρυξέλλες δεν παραλείπουν, βέβαια, να «στρώσουν το δρόμο» και στις βάναυσες κυβερνητικές προσπάθειες για ριζική ανατροπή του υφισταμένου καθεστώτος ασφάλισης και σύνταξης. Σύμφωνα με την Κομισιόν, πρέπει «να επιταχυνθεί η μεταρρύθμιση της κοινωνικής προστασίας με στόχο τη βιωσιμότητα του καθεστώτος, ειδικότερα η επίσπευση της αναθεώρησης του συνταξιοδοτικού συστήματος που ξεκίνησε το 2001, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού».