ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 8 Σεπτέμβρη 2004
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΡΩΣΙΑ
Παιγνίδια σκοπιμότητας, εν μέσω θρήνου...

Τα νεκρά παιδιά χρησιμοποιούνται τώρα στα παιγνίδια της εξουσίας

Associated Press

Τα νεκρά παιδιά χρησιμοποιούνται τώρα στα παιγνίδια της εξουσίας
ΜΟΣΧΑ - ΜΠΕΣΛΑΝ - ΛΟΝΔΙΝΟ - ΤΕΛ ΑΒΙΒ - ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ.- Ενώ οι κηδείες των θυμάτων της σφαγής στο σχολείο υπ' αριθμόν 1 του Μπεσλάν συνεχίζονταν, σημειώνονταν χθες διαδηλώσεις «ενότητας», τις οποίες κάλεσε η κυβέρνηση του Προέδρου της Ρωσικής ομοσπονδίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, με συμμετοχή, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αστυνομίας που επικαλούνταν το Ασοσιέιτεντ Πρες, 130.000 ανθρώπων.

Ο επίσημος απολογισμός των θυμάτων παρέμενε χθες στους 335 νεκρούς (326 όμηροι, 156 εξ αυτών παιδιά, και στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας και βοήθειας), συν 30 νεκρούς εκ των απαγωγέων, και στους 413 τραυματίες. Στρατιωτικοί αναλυτές χαρακτήριζαν απίστευτο το ότι πάνω από το 40% των ομήρων σκοτώθηκαν και το 40% τραυματίστηκαν.

Ο Πούτιν εξαπέλυσε, αργά προχθές βράδυ, φραστικά πυρά, στη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε σε Δυτικούς δημοσιογράφους, εναντίον όσων τον προτρέπουν να εξετάσει «πολιτική λύση» στο Τσετσενικό, αποκλείοντας «το να συνομιλήσουμε με δολοφόνους παιδιών». Οι εφημερίδες Guardian και Independent, καθώς και το BBC τον φέρουν να είπε υπό μορφή ρητορικού ερωτήματος: «Γιατί δε συναντιέστε με τον Οσάμα μπιν Λάντεν, δεν τον καλείτε στις Βρυξέλλες ή στο Λευκό Οίκο για να πραγματοποιήσετε συνομιλίες, δεν τον ρωτάτε τι θέλει και δεν του το δίνετε, ώστε να σας αφήσει στην ησυχία σας;.. Αν θεωρείτε πιθανό να βάζετε περιορισμούς όταν αντιμετωπίζετε αυτούς τους μπάσταρδους, γιατί εμείς θα έπρεπε να συζητήσουμε με ανθρώπους που είναι δολοφόνοι παιδιών;». Επίσης χθες - και παρά τα πυρά κριτικής που δέχεται από Τύπο και πολιτικούς εντός κι εκτός της χώρας για ανικανότητα στο χειρισμό και προσπάθεια παραπληροφόρησης κι εκμετάλλευσης της τραγωδίας - απέρριψε κάθε ενδεχόμενο να υπάρξει έρευνα για το Μπεσλάν από κοινοβουλευτική επιτροπή.

Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας ανακοίνωνε - σύμφωνα με το Ιντερφάξ - ότι θα ζητήσει την έκδοση ανθρώπων που σχετίζονται με το αποσχιστικό κίνημα και ζουν στο εξωτερικό, περιλαμβανομένων των Αχμέντ Ζακάγιεφ και Ιλίας Αχμάντοφ - που ζουν σε Βρετανία και ΗΠΑ. Ο Ζακάγιεφ, εκπρόσωπος του πρώην Προέδρου που ο Πούτιν θεωρεί «τρομοκράτη», Αχμάντ Καντίροφ, έχει λάβει πολιτικό άσυλο στη Βρετανία, ενώ ο Αχμάντοφ ζει στις ΗΠΑ.

Εισαγγελέας είχε αποδώσει τη Δευτέρα τη σφαγή σε ομάδα που «έλαβε σχετική διαταγή από τους Μπασάγιεφ και Μασχάντοφ». Ο Ζακάγιεφ, από το Λονδίνο, αρνήθηκε κάθε σχέση με την υπόθεση. Είναι αμφίβολο εάν οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Βρετανίας, που πλειοδότησαν στην υποστήριξη προς την κυβέρνηση Πούτιν για τις δικές τους σκοπιμότητες (π.χ. «Είμαστε ενωμένοι για να συντρίψουμε αυτή τη μορφή της τρομοκρατίας», Τόνι Μπλερ), θα εκδώσουν τους συγκεκριμένους Τσετσένους, που χρησιμοποιούν.

ΗΠΑ και Βρετανία εξακολουθούσαν να δηλώνουν, πάντως, ότι προσφέρονται να «παράσχουν βοήθεια», αν και πολιτικοί εντός ΕΕ υιοθετούσαν πιο αμφιλεγόμενες διατυπώσεις.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο από διπλωματικής πλευράς που ανέκυψε χθες ήταν η σύναψη «συμφωνίας συνεργασίας εναντίον της τρομοκρατίας» μεταξύ των κυβερνήσεων Ρωσίας και Ισραήλ, στην οποία κατέληξαν ο Ρώσος ΥπΕξ Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος είχε τη Δευτέρα συνάντηση με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Αριέλ Σαρόν. Ο Λαβρόφ μάλιστα φέρεται, κατά την Χα' αρέτζ και την αγγλόφωνη έκδοση της Pravda στο Διαδίκτυο, να δήλωσε ότι η προσφορά της κυβέρνησης Σαρόν να «μοιραστεί την εμπειρία της στην καταπολέμηση τρομοκρατικών οργανώσεων με τη Ρωσία θα δώσει μια νέα ώθηση στην καταπολέμηση της παγκόσμιας τρομοκρατίας» (!). «Πιστεύω... ότι η τρομοκρατία μπορεί να σταματήσει μόνο με τη συνένωση των προσπαθειών όλων των κρατών». Ισραηλινός αξιωματούχος, από την άλλη, δήλωσε πως οι Ρώσοι «πλέον» αντιλαμβάνονται ότι «το πρόβλημα δεν είναι τοπικό, αλλά η παγκόσμια ισλαμική τρομοκρατική απειλή» (!).

Το χρονικό της σύγκρουσης στην Τσετσενία

Αύγουστος 1991: Απαγόρευση του ΚΚΣΕ και έναρξη της τυπικής διαδικασίας διάλυσης της ΕΣΣΔ. Στην Τσετσενία ο Τζαχάρ Ντουντάεφ, πρώην αξιωματικός των σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων, αναλαμβάνει τα «ηνία» κι αναδεικνύεται Πρόεδρος της Τσετσενίας. Προωθεί τη γραμμή της βήμα βήμα απόσχισης από τη σύνθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επωφελούμενος από τη γραμμή Γιέλτσιν, ο οποίος είχε δώσει το σύνθημα «πάρτε όση αυτοτέλεια μπορείτε να καταπιείτε!», που δόθηκε για τη διευκόλυνση της καταλήστευσης της δημόσιας περιουσίας την οποία είχε συσσωρεύσει τις προηγούμενες δεκαετίες ο σοβιετικός λαός.

1992-1993: Η γραμμή αυτή, της απόσχισης της Τσετσενίας, συναντά αντιδράσεις από την πλειοψηφία του Ανωτάτου Σοβιέτ της Τσετσενίας. Ο Ντουντάεφ στέλνει το στρατό ο οποίος καταλαμβάνει το Κοινοβούλιο, πετώντας μάλιστα μερικούς βουλευτές από τα παράθυρα του κτιρίου. Ο Γιέλτσιν σιωπά! Ο Ντουντάεφ ανοίγει τις αποθήκες του πρώην σοβιετικού στρατού, των οποίων τα υλικά κατά 90% δεν είχαν απομακρυνθεί από την Τσετσενία (υπήρχαν άρματα μάχης, πύραυλοι, ακόμη και πολεμικά αεροπλάνα) κι εξοπλίζει το στρατό του. Υπολογίζεται ότι τα όπλα αυτά έφταναν για να εξοπλίσει σαν αστακούς 100.000 άνδρες.

Το καθεστώς Ντουντάεφ αντλεί τα έσοδά του από τα εργοστάσια επεξεργασίας πετρελαίου, ενώ τμήμα των κερδών το μεταβιβάζει στο Κρεμλίνο (Το 1991 η οικονομία της περιοχής είχε τη δυνατότητα εξόρυξης 4,2 εκατομμυρίων τόνων το χρόνο και διύλισης 18 εκατομμυρίων τόνων. Ταυτόχρονα, από το έδαφός της περνούσαν σημαντικοί αγωγοί πετρελαίου από το Αζερμπαϊτζάν, που κατέληγαν στη Μαύρη Θάλασσα). Στην Τσετσενία δημιουργείται ένα καθεστώς μαφιόζικο, στο οποίο ανθούν η βία, το εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, πλαστών δολαρίων. Η τσετσενική μαφία επεκτείνεται κι αποκτά ισχυρά ερείσματα σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ρωσίας.

Την ίδια περίοδο ο Ντουντάεφ άρχισε να διώχνει τους Ρώσους (που αποτελούσαν το 30% του πληθυσμού στην απογραφή του 1989) από την Τσετσενία, ενώ υπό διωγμό βρίσκονταν και οι οικογένειες-χωριά των πολιτικών του αντιπάλων. Συνολικά τη Δημοκρατία της Τσετσενίας εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν περίπου 500.000 άνθρωποι, από το 1,3 εκατομμύριο που είχε...

1994: Εντείνονται οι διεργασίες για την εκμετάλλευση των πετρελαίων της Κασπίας και των δρόμων μεταφοράς τους στη Δύση. Ο Ντουντάεφ, το πιθανότερο υποκινούμενος και από ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (που επιδίωκαν να αποδυναμώσουν τη Ρωσία στο παιχνίδι των δρόμων του πετρελαίου), ζητά να μεγαλώσει το κομμάτι της «πίτας» του. Σταδιακά αυξάνει τις απαιτήσεις του προς τη Μόσχα και ουσιαστικά ζητά την απόσχιση της Τσετσενίας. Το Κρεμλίνο προχωρά στον εξοπλισμό των πολιτικών αντιπάλων του Ντουντάεφ, οι οποίοι εξαπολύουν επίθεση με άρματα μάχης και βαρύ οπλισμό στην πρωτεύουσα Γκρόζνι το Δεκέμβρη του 1994. Υπέστησαν όμως πλήρη στρατιωτική ήττα από τις δυνάμεις του Ντουντάεφ. Η ήττα αυτή έφερε τη σχεδόν αυτόματη επέμβαση του ρωσικού στρατού στην περιοχή.

Αρχές 1995: Ο Γιέλτσιν χρειάζεται έναν «μικρό και νικηφόρο» πόλεμο για την προεκλογική του εκστρατεία και έτσι αντιμετωπίζει το πρόβλημα της Τσετσενίας. Στη σύγκρουση υπάρχει έντονο και το οικονομικό υπόβαθρο, όσο και το γεωπολιτικό. Οι νέοι επιχειρηματικοί κολοσσοί της Ρωσίας δεν ανέχονται πλέον να τους διαφεύγουν τα τσετσενικά πετροδόλαρα, που ξεπλένονται στις ρωσικές μεγαλουπόλεις και ενισχύουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα. Από την άλλη υπάρχει η διαμάχη για την εδραίωση ή την εξαφάνιση του ρωσικού δρόμου μεταφοράς των πετρελαίων της Κασπίας.

Οι συγκρούσεις παίρνουν βίαιο χαρακτήρα, με τη χρησιμοποίηση ακόμη και βομβαρδιστικών αεροπλάνων σε βάρος της πρωτεύουσας Γκρόζνι. Τα ΚΚ της Ρωσίας καταδικάζουν τις ενέργειες και συνολικότερα την πολιτική Γιέλτσιν. Δεκάδες χιλιάδες άμαχοι και ένοπλοι κι από τις δύο πλευρές χάνουν τη ζωή τους. Περίπου 300.000 άμαχοι εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν το Γκρόζνι για να γλιτώσουν.

Η χρησιμοποίηση από το καθεστώς Γιέλτσιν όπλων μαζικής καταστροφής αυξάνει το κύρος του Ντουντάεφ και, αντίθετα, δυσφημεί την αντιπολίτευση και τη φιλορωσική κυβέρνηση, που είχε ανακηρυχτεί, του Σ. Χατζίεβ.

Ανοιξη 1995: Οι ομοσπονδιακές Ενοπλες Δυνάμεις της Ρωσίας καταφέρνουν να εκδιώξουν τους ένοπλους υποστηρικτές του Ντουντάεφ απ' όλες τις πόλεις και τα χωριά της Τσετσενίας. Μοιάζει η κατάσταση να βρίσκεται υπό έλεγχο.

14.6.1995: Ενοπλοι Τσετσένοι αποσχιστές καταλαμβάνουν το νοσοκομείο (και το μαιευτήριο) της πόλης Μπουντιόνοφσκ (Νότια Ρωσία), κρατώντας ομήρους πάνω από 2.000 άτομα, κυρίως αρρώστους, γιατρούς, αλλά και εγκύους, νεογέννητα μωρά. Αίτημά τους η απομάκρυνση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία. Μετά από αποτυχημένη έφοδο των ρωσικών Ειδικών Δυνάμεων, όπου χάνουν τη ζωή τους πάνω από 100 άτομα, ο τότε πρωθυπουργός της Ρωσίας, Β. Τσερνομίρντιν, αρχίζει συνομιλίες με τον Μπασάεφ, που είναι επικεφαλής των ενόπλων και συμφωνεί να υλοποιήσει τα αιτήματά τους. Επιτρέπεται στους ενόπλους η αποχώρηση από το Μπουντιόνοφσκ, ενώ ταυτόχρονα στο Γκρόζνι ξεκινούν συνομιλίες για «πολιτική διευθέτηση» της αντιπαράθεσης, υπό την αιγίδα του ΟΑΣΕ. Οι εχθροπραξίες σταματούν για σύντομο χρονικό διάστημα, αφού οι συνομιλίες οδηγούνται σε αδιέξοδο.

Αρχές 1996: Στο Κρεμλίνο γίνεται φανερό πως η επανεκλογή Γιέλτσιν μπορεί να αντιμετωπίσει προβλήματα, εξαιτίας των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών στην Τσετσενία. Ψάχνεται και πάλι η λύση της «πολιτικής διευθέτησης».

Απρίλης 1996: Σκοτώνεται από ρωσικό πύραυλο ο Ντουντάεφ, ο οποίος φαίνεται πως έκανε το λάθος να μιλά με δορυφορικό τηλέφωνο. Αναλαμβάνει χρέη Προέδρου της αποσχισμένης Τσετσενίας ο Ζ. Γιανταρμπίεφ, που υπογράφει με το Κρεμλίνο συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.

Ιούλης 1996: Ο Γιέλτσιν επανεκλέγεται Πρόεδρος της Ρωσίας, ενώ στην Τσετσενία οι εχθροπραξίες έχουν περιορισμένο χαρακτήρα, που χαρακτηρίζεται «ούτε πόλεμος, ούτε ειρήνη».

6.8.1996: Μόλις 600 ένοπλοι καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα της Τσετσενίας, Γκρόζνι. Ο επιχειρηματίας Μπ. Μπερεζόφσκι, που έχει αναλάβει αναπληρωτής Γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, κινεί τα νήματα για νέο «πολιτικό διάλογο».

29.8.1996: Υπογράφεται η συμφωνία του Χασαβγιούρτ, μεταξύ Ρωσίας (Α. Λέμπεντ) και Τσετσενίας (Α. Μασχάντοφ). Με τη συμφωνία η Ρωσία υποχωρεί. Στην Τσετσενία συγκροτείται προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής τον Α. Μασχάντοφ, σχηματίζονται τοπικά όργανα εξουσίας ελεγχόμενα από αυτόν και χωριστές Ενοπλες Δυνάμεις, ενώ άνοιξαν αντιπροσωπείες της «Δημοκρατίας της Ιτσκερίας» (ΔΤ) σε πολλές χώρες και σε ορισμένους διεθνείς οργανισμούς. Φαίνεται πάντως πως ορισμένοι Ρώσοι μεγαλοκαρχαρίες κερδίζουν από τη συμφωνία, αφού αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην «ανοικοδόμηση» της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Τσετσενίας. Την ίδια ώρα μοιάζει να μπορεί να λειτουργήσει χωρίς πρόβλημα και ο ρωσικός αγωγός πετρελαίου που διέρχεται από την Τσετσενία, αντί βεβαίως αντιτίμου.

27.1.1997: Στην Τσετσενία γίνονται προεδρικές εκλογές, τις οποίες κερδίζει ο Α. Μασχάντοφ. Η Δύση σύσσωμη (ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ) τρέχει να τις χαρακτηρίσει «δημοκρατικές» κι ως τα σήμερα θεωρεί πως ήταν οι μόνες «δημοκρατικές εκλογές» στην Τσετσενία. Στην πραγματικότητα πάνω από μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι (δηλαδή το μισό εκλογικό σώμα) της περιοχής αυτής δεν μπόρεσαν να πάρουν μέρος, εξαιτίας της κατάστασης προσφυγιάς στην οποία βρίσκονταν. Ενώ στις εκλογές δεν μπόρεσαν να θέσουν υποψηφιότητα άνθρωποι που υποστήριζαν τη διατήρηση κι ενίσχυση των δεσμών της Τσετσενίας με το ομοσπονδιακό κέντρο.

12.5.1997: Στη Μόσχα ο Γιέλτσιν υπογράφει με τον Μασχάντοφ Σύμφωνο με τον τίτλο «Για την ειρήνη και τις αρχές συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσική Ομοσπονδία και τη Δημοκρατία της Ιτσκερίας».

Σεπτέμβρης 1998: Εχουν ωριμάσει συγκρούσεις στο εσωτερικό των Τσετσένων αποσχιστών. Το πιο ακραίο τμήμα τους ευθέως κατηγορεί τον Μασχάντοφ πως έχει κάνει μυστικές συμφωνίες με το Κρεμλίνο κι έχει «πουλήσει» τα «εθνικά συμφέροντα». Ο Μασχάντοφ απαντά παύοντας την κυβέρνηση, στην οποία ηγούνταν ο Μπασάεφ. Στην Τσετσενία αρχίζουν συγκρούσεις ανάμεσα στους χτεσινούς συμμάχους, τους οπλαρχηγούς των Τσετσένων αποσχιστών. Σταδιακά ο Μασχάντοφ χάνει τον έλεγχο, ενώ ο μεγάλος χαμένος είναι ο άμαχος πληθυσμός, που βρίσκεται στο έλεος των διάφορων (υπολογίζονταν σε 157) «οπλαρχηγών». Πέρα από την αύξηση της εγκληματικότητας, την κοινωνική εξαθλίωση του πληθυσμού που είχε απομείνει στην Τσετσενία (περίπου 400.000 άνθρωποι), άρχισε ανοιχτά να γίνεται κι εμπόριο ανθρώπων, που παρά τη θέλησή τους είχαν πέσει στα χέρια διάφορων συμμοριών.

Στην Τσετσενία καταφθάνουν αρκετοί ξένοι ένοπλοι, που στηρίζουν το θρησκευτικό ρεύμα του ουαχαμπιτισμού και χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό.

Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1999: Ενοπλες ομάδες Τσετσένων και νταγκεστανών ουαχαμπιτών, με επικεφαλής τον Μπασάεφ και τον ξένο Χατάμπ, εισβάλλουν σε ορεινές περιοχές της Αυτόνομης ρωσικής Δημοκρατίας του Νταγκεστάν. Οι ένοπλοι αποκρούονται από δυνάμεις του τακτικού ρωσικού ομοσπονδιακού στρατού, που έδρασε μαζί με ομάδες ένοπλης λαϊκής πολιτοφυλακής και της αστυνομίας. Οι ένοπλοι είχαν δηλώσει πως στόχος τους ήταν η «απελευθέρωση» του Νταγκεστάν και η δημιουργία μαζί με την Τσετσενία και την Ινγκουσέτια μιας «Ισλαμικής Δημοκρατίας του Καυκάσου».

Την ίδια περίοδο γίνονται εκρήξεις βομβών στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις, με δεκάδες νεκρούς. Τα παραπάνω οδηγούν το Κρεμλίνο στην απόφαση για τη νέα αναπόφευκτη επέμβαση του στρατού στην Τσετσενία.

Μπροστά στον κίνδυνο οι Τσετσένοι αποσχιστές ενώνονται και πάλι, αν και διατηρούνται ορισμένες αντιπαραθέσεις με τους οπαδούς του ουαχαμπιτισμού. Αρχίζει ο «δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας», όπως αποκαλείται συχνά στα ΜΜΕ. Σ' αυτόν ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν πλέον οι καμικάζι (κυρίως γυναίκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται «μαύρες χήρες»), που εξαπολύουν επιθέσεις αυτοκτονίας σε ρωσικές πόλεις. Πάνω στα πτώματα θεμελιώνεται το «πατριωτικό» προφίλ του νέου Προέδρου της Ρωσίας, Βλ. Πούτιν.

Οκτώβρης 2002: Ομηρία εκατοντάδων θεατών στο θέατρο «ΝΟΡΝΤ-ΟΣΤ» της Μόσχας, η οποία επίσης είχε τραγική κατάληξη, με δεκάδες θύματα, που κατά βάση πέθαναν από το θανατηφόρο αέριο το οποίο έριξαν οι ειδικές δυνάμεις για να εισβάλουν. Τα ΚΚ της Ρωσίας καταδικάζουν τις ενέργειες του Πούτιν.

23.3.2003: Εγκρίνεται σε δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα της Τσετσενίας, που προβλέπει καθεστώς αυτονομίας της Δημοκρατίας της Τσετσενίας μέσα στα πλαίσια της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

5.10.2003: Ο εκλεκτός του Κρεμλίνου, επικεφαλής της τσετσενικής διοίκησης, Αχμάντ Καντίροφ, επικράτησε στις εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της τσετσενικής Δημοκρατίας.

9.5.2004: Ο Τσετσένος Πρόεδρος, Αχμάντ Καντίροφ, δολοφονείται από έκρηξη στις εξέδρες του γηπέδου «Διναμό» στην πρωτεύουσα της επαρχίας Γκρόζνι. Ο Καντίροφ καθώς και άλλοι αξιωματούχοι παρακολουθούσαν εκδήλωση γιορτασμού της Αντιφασιστικής Νίκης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

24.8.2004: Δύο ρωσικά επιβατικά αεροπλάνα ανατινάζονται στον αέρα με διαφορά 3 λεπτών, σκοτώνοντας 90 ανθρώπους.

29.8.2004: Ο επιλεγείς από το Κρεμλίνο Αλού Αλχάνοφ εκλέγεται νέος Πρόεδρος της Τσετσενίας.

31.8.2004: Εκρηξη κοντά στο σταθμό «Ρίζκαγια» του μετρό της Μόσχας. Τουλάχιστον 12 νεκροί, δεκάδες τραυματίες.

1.9.2004: Αρχίζει η τραγωδία στο σχολείο της πόλης Μπεσλάν της Βόρειας Οσετίας.


Ε. Β.

ΚΕΚΡ-ΚΚΡ
Οχι στην εθνικιστική υστερία

Ενότητα του έθνους πάνω στο ψέμα δεν μπορεί να γίνει, δηλώνει ο Γιούρι Τερέντιεφ, μέλος της Γραμματείας της ΚΕ του ΚΕΚΡ-ΚΚΡ

«Η τραγωδία στο Μπεσλάν δε συγκρίνεται με το γενικό φόντο του παράλογου πόνου, που έφερε η περεστρόικα. Η ρίζα της τραγωδίας και της τρομοκρατίας βρίσκεται στη γενική καπιταλιστικοποίηση», δήλωσε στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων ΖΑΚΣ, ο Γιούρι Τερέντιεφ, μέλος της Γραμματείας της ΚΕ του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΚΕΚΡ-ΚΚΡ) και Α΄ Γραμματέας της Οργάνωσης Λένινγκραντ του Κόμματος.

«Πρέπει να γίνει κατανοητό πως στη χώρα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν οικονομικό συμφέρον από την ένταση της βίας και πρώτα απ' όλα πρέπει να δούμε τους οικονομικούς παράγοντες που οδηγούν στην τρομοκρατία. Κι εδώ να σταματήσουν να κρύβονται πίσω από τον εθνικισμό. Ο κύριος φταίχτης, αυτός που είπε "πάρτε όση αυτοτέλεια μπορείτε να καταπιείτε" (σημ. μτφρ. ο Γιέλτσιν) και εξόπλισε τον Ντουντάεφ (σημ. μτφρ. πρώτος "πρόεδρος" της αποσχισμένης Τσετσενίας), εξακολουθεί να βολτάρει ελεύθερος», σημείωσε ο Γιούρι Τερέντιεφ, προσθέτοντας πως ένωση του έθνους «πάνω στην υστερία που ξεκίνησε με τις διαδηλώσεις» δε θα γίνει, «όπως είναι αδύνατο να συσπειρωθεί το έθνος πάνω στο ψέμα».

ΟΧΙ σε διαδηλώσεις υποστήριξης της χρεοκοπημένης εξουσίας

Ανακοίνωση του ΚΚΡΟ, μετά την άρνηση των οργανωτών να δώσουν το λόγο σε εκπρόσωπό του

Σε διαδηλώσεις κατά της τρομοκρατίας και της βίας κάλεσε να μετατραπούν οι διαδηλώσεις που θα γίνουν στις 4 Οκτώβρη για τα 11 χρόνια από την εκτέλεση των υπερασπιστών του ρωσικού κοινοβουλίου από τον Γιέλτσιν, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ). Νωρίτερα είχε προηγηθεί η άρνηση των οργανωτών του συλλαλητηρίου της Μόσχας (επίσημα την πρωτοβουλία είχε η συναινετική προς την κυβέρνηση Συνομοσπονδία των συνδικάτων) να δώσουν το λόγο σε εκπρόσωπο του ΚΚΡΟ.

Ο Πρόεδρος του ΚΚΡΟ, Γκ. Ζιουγκάνοφ, δήλωσε πως η «αδυναμία της ομοσπονδιακής εξουσίας, κι η ανευθυνότητα των οργάνων ασφαλείας οδήγησαν στην τρομερή τραγωδία στο Μπεσλάν[...]. Είναι ιεροσυλία η υποκρισία των αρχών. Είναι φανερό πως οι μαζικές κινητοποιήσεις που οργανώνονται δε στρέφονται ενάντια στην τρομοκρατία, αλλά είναι υπέρ της χρεοκοπημένης εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό πως η κατάσταση έφτασε σε τέτοιο βαθμό που στην Πετρούπολη, στη συγκέντρωση που έγινε, καλλιέργησαν το μίσος, συγκρίνοντας τις τελευταίες τρομοκρατικές ενέργειες με την "τρομοκρατία των μπολσεβίκων"».

Ο ηγέτης του ΚΚΡΟ κάλεσε σε μετατροπή των εκδηλώσεων της 4ης Οκτώβρη, για τα 11 χρόνια από την εκτέλεση των υπερασπιστών του ρωσικού κοινοβουλίου από τον Γιέλτσιν, σε πανρωσικό συλλαλητήριο ενάντια στη βία και την τρομοκρατία. «Ακριβώς από τον Οκτώβρη του 1993, όταν τα τανκς εκτέλεσαν τους υπερασπιστές του Σοβιετικού Συντάγματος, ξεφύτρωσαν οι πόλεμοι της Τσετσενίας, η εγκληματική ιδιωτικοποίηση, εκείνο το κύμα της εγκληματικής βίας, που σήμερα έχει καταπνίξει τη χώρα», είπε ο Ζιουγκάνοφ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ