ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Ιούλη 2009
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η κρίση και τα κυβερνητικά μέτρα

Ενα από τα προβλήματα που αναδύθηκαν στην επιφάνεια με αφορμή την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ήταν αυτό των σχέσεων μεταξύ τραπεζικού και παραγωγικού τομέα της οικονομίας. Αυτό δεν έχει να κάνει με το χαρακτήρα της κρίσης, που, όπως πολύ σωστά επισήμανε από την πρώτη στιγμή το ΚΚΕ - και ήταν το μοναδικό κόμμα που έκανε μία τέτοια εκτίμηση - πρόκειται για μία κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η έκρηξη της οποίας πυροδότησε όλες τις αντιθέσεις του συστήματος. Το ότι η αρχική εκδήλωσή της εμφανίστηκε στις πιστωτικές σχέσεις - κάτι που έχει συμβεί κατ' επανάληψη στην ιστορία των κρίσεων - δεν αναιρεί την αρχική αυτή θέση, περί κρίσης υπεσυσσώρευσης.

Το πιστωτικό σύστημα

Το πιστωτικό σύστημα γεννήθηκε σαν απόρροια των αναγκών του παραγωγικού κεφαλαίου από την ολοένα αυξανόμενη κλίμακα της παραγωγής και των επιχειρήσεων, που ήταν αδύνατο να γίνουν από τα ξεχωριστά κεφάλαια. Εδώ οι Τράπεζες, έχοντας συγκεντρωμένα αδιάθετα κεφάλαια, τα δανείζουν στο παραγωγικό κεφάλαιο για να διευρύνεται η παραγωγή. Επομένως, το πιστωτικό σύστημα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, παίζει σημαντικό ρόλο στη συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του. Η κρίση, επίσης, σπρώχνει και έχει ως αποτέλεσμα τη συγκεντροποίηση κεφαλαίου.


Ο ρόλος της τράπεζας στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό ήταν να συγκεντρώνει τις αποταμιεύσεις των κεφαλαιοκρατών, αλλά και των εργαζομένων και ως χρηματικό άθροισμα χιλιάδων και δεκάδων χιλιάδων καταθετών, να τις θέτει στην υπηρεσία του παραγωγικού κεφαλαίου. Στο ρόλο του αυτό, το πιστωτικό σύστημα λειτουργούσε σαν ένας τεράστιος μοχλός επιτάχυνσης της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, κάτι, που, χωρίς την ύπαρξή του, αναμφίβολα δε θα μπορούσε να επιτευχθεί.

Σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού, συντελούνται αλλαγές στη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος, λόγω της ύπαρξης των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και της έντασης της διεθνοποίησης της παραγωγής. Το εύρος της δράσης των τραπεζών και των επιχειρήσεων δεν είναι μόνον οι τοπικές και περιφερειακές αγορές, αλλά και η παγκόσμια αγορά. Ο ίδιος ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μεταξύ των μονοπωλίων για την απόσπαση του μονοπωλιακού κέρδους, την κατάκτηση ολοένα και μεγαλύτερων μεριδίων στην παγκόσμια αγορά, την κατοχή των πρώτων υλών και τον έλεγχο γεωγραφικών περιοχών του πλανήτη, γεννά την ανάγκη άντλησης νέων κεφαλαίων, μέσω των οποίων θα χρηματοδοτηθούν τα φιλόδοξα επιχειρηματικά σχέδια.

Από την άλλη, οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες αναζητούν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση πρώτα και κύρια των ιμπεριαλιστικών πολέμων, που μαίνονται σε όλο τον πλανήτη, με στόχο το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα εδαφικών περιοχών και κρατών.


Επίσης, η ραγδαία άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας πολλαπλασιάζει την παραγωγική ικανότητα της βιομηχανίας να παράγει εμπορεύματα, τα οποία, όμως, θα πρέπει να καταναλωθούν από εργαζόμενους. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, γιατί περιορίζεται η ικανότητα αγοραστικής δύναμης, αφού η τάση είναι να μειώνονται οι μισθοί και τα λαϊκά εισοδήματα. Εδώ, λοιπόν, οι Τράπεζες, οι οποίες διαθέτουν κεφάλαιο στη μορφή του χρήματος, φροντίζουν με τα προϊόντα τους (διαφόρων μορφών δάνεια για τα λαϊκά νοικοκυριά), προκειμένου και οι ίδιες να κερδίζουν από τους τόκους και η παραγωγή εμπορευμάτων να καταναλώνεται έστω και με δανεικά, και έτσι να συνεχίζεται η αναπαραγωγή του παραγωγικού κεφαλαίου.

Οι αυξανόμενες ανάγκες του μονοπωλιακού κεφαλαίου των ΗΠΑ για κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά, στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών αναγκών, οδήγησαν στην απόφαση της κυβέρνησης Νίξον, το 1971, να αποδεσμεύσει την ισοτιμία χρυσού - δολαρίου που είχε συμφωνηθεί στη Συνδιάσκεψη του Μπρέντον Γουντς, το 1944. Η κατάργηση του «χρυσού κανόνα» οδηγεί σε χαλάρωση των πιστωτικών περιορισμών, σε ό,τι αφορά την έκδοση χρήματος, ενώ μετατρέπεται σε πολύτιμο όπλο στα χέρια της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία χρηματοδοτεί με πληθωριστικό χρήμα τον πόλεμο στο Βιετνάμ (πετροδολάρια που κατακλύζουν τον πλανήτη).

Η κερδοσκοπία και ο παρασιτισμός

Με τη σειρά τους, τα αμερικανικά μονοπώλια, μετά την απελευθέρωση των πιστωτικών περιορισμών, αντλούν άφθονα κεφάλαια από τις τράπεζες, για τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Οι τελευταίες στρέφουν το βλέμμα τους και προς τα εκατομμύρια των εργαζομένων, αναπτύσσοντας προγράμματα «λιανικής τραπεζικής» (χορήγηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων σε εργαζόμενους), με αποτέλεσμα τη βίαιη διαστολή της καταναλωτικής ζήτησης.

Παράλληλα, ανθεί και η κερδοσκοπία, καθώς αναπτύσσονται «νέα χρηματοδοτικά εργαλεία» με τη μορφή των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, που τζογάρουν σε ισοτιμίες νομισμάτων, επιτόκια, χρηματιστηριακούς δείκτες, ενεργειακά εμπορεύματα και ό,τι άλλο προσφέρεται για κερδοσκοπία. Μέσω της «μόχλευσης στοιχείων του Ενεργητικού» (δανεισμός πολλαπλάσιου ποσού ως προς τις παρεχόμενες εγγυήσεις), οι μεγάλες «επενδυτικές» τράπεζες χρηματοδοτούν τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, οι οποίες τη δεκαετία του '90 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000 εκτινάσσονται σε πρωτοφανή επίπεδα. Ηταν τέτοια η κερδοσκοπική φρενίτιδα, από την οποία είχαν καταληφθεί οι δυνάμεις του κεφαλαίου, ώστε τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν στα χέρια τους οι τράπεζες, επιχειρήσεις και πλούσιοι ιδιώτες, με τη μορφή μετοχών, ομολόγων και κερδοσκοπικών συμβολαίων, ήταν πολλαπλάσια από την αξία της υλικής παραγωγής. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα στοιχεία διεθνών οργανισμών για τη δεκαετία του '80, από το σύνολο των διακινούμενων κεφαλαίων σε καθημερινή βάση σε όλο τον κόσμο, μόνο το 5% προοριζόταν για την εξυπηρέτηση εμπορικών συναλλαγών!

Και η κατάσταση αυτή δεν ήταν το αποτέλεσμα παρέκκλισης από τους κανόνες λειτουργίας του συστήματος, από κάποια ...κακομαθημένα παιδιά, τα «Golden Boys», όπως θέλησαν να τα παρουσιάσουν οι απολογητές του κεφαλαίου, που αναζητούσαν εξιλαστήρια θύματα για να τους φορτώσουν την εκδήλωση της κρίσης, αλλά ήταν απόρροια της ίδιας της λειτουργίας του συστήματος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, στην αέναη προσπάθειά του για την απόσπαση ολοένα μεγαλύτερης υπεραξίας. Ολα, δε, αυτά συνοδεύονταν με τις διαβόητες καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις σε βάρος των εργασιακών δικαιωμάτων, όπως η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, οι ελαστικές μορφές εργασίας, η κατεδάφιση των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, η μείωση μισθών, η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων, η εμπορευματοποίηση τομέων, όπως Υγεία, Παιδεία, Πρόνοια κλπ., δηλαδή αναδιαρθρώσεις που εντείνουν την εκμετάλλευση, ως αντικειμενική εσωτερική αναγκαιότητα του συστήματος, ως διευκόλυνση στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Ωσπου ξεσπάνε οικονομικές κρίσεις (να θυμίσουμε τις πιο κοντινές - 1997 σε Νοτιοανατολική Ασία, Ρωσία, Βραζιλία, 2001 σε ΗΠΑ, χώρες της ΕΕ, και η τωρινή), με αποτέλεσμα την όξυνση των αντιθέσεων του συστήματος, με επίδραση και στο τραπεζικό και στο βιομηχανικό κεφάλαιο.

Στους κόλπους της αστικής τάξης, μιλάνε σήμερα και για εξάντληση της δυναμικής, αλλά και για «κρίση του μοντέλου ανάπτυξης» που είχε δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας σε πρόσφατη ομιλία του, όπου αναφέρει τα ακόλουθα: «Δυστυχώς παραβλέψαμε ένα βασικό και καθοριστικό στοιχείο: Οτι η ανάπτυξη των τελευταίων ετών στηριζόταν κυρίως σε συγκυριακούς παράγοντες που δεν επρόκειτο να διατηρηθούν εσαεί, αφού συνδέονται με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Σας θυμίζω: Την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου, τη μεγάλη υποχώρηση των επιτοκίων και τη ραγδαία πιστωτική επέκταση, την επακόλουθη άνοδο των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, τις ισχυρές "ενέσεις ζήτησης" των κοινοτικών πόρων. Ηταν βεβαίως και τότε φανερό ότι οι παράγοντες αυτοί θα αποδυναμωθούν και ότι η περίοδος ταχείας ανόδου είχε ημερομηνία λήξης. Η κρίση που σήμερα αντιμετωπίζουμε απλώς επιβεβαιώνει με βίαιο τρόπο αυτήν την εκτίμηση και οδηγεί ταχύτερα απ' ό,τι περιμέναμε σε ανακοπή της οικονομικής ανόδου».

Εδώ, βέβαια, η ανάπτυξη συνδέεται με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Είναι, όμως, γεγονός ότι τα βήματα προσαρμογής του ελληνικού καπιταλισμού στα πρότυπα ανάπτυξης των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών είχαν αρχίσει από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 («απελευθέρωση» τραπεζικού συστήματος μέσω της άρσης των περιορισμών στη διαμόρφωση των επιτοκίων, χορήγηση δανείων σε ιδιώτες κλπ.). Επιπλέον, η Ελλάδα ακολούθησε με χρονική υστέρηση το δρόμο που οι αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες είχαν διανύσει αρκετά χρόνια πριν.

Στο διά ταύτα

Κορυφαίοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης μιλάνε για την ανάγκη ...της εκ βάθρων ανασυγκρότησης της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής, ώστε στο μέλλον να αποφευχθούν κρίσεις, όπως η σημερινή. Σχετικές αναφορές για την ανάγκη αλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν κάνει οι Πρόεδροι των ΗΠΑ και της Γαλλίας, Ομπάμα και Σαρκοζί, ενώ έχει αναπτυχθεί σχετική προβληματική, για την αναγκαιότητα θέσπισης πιστωτικών περιορισμών στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων.

Οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου, εν προκειμένω, χώνουν, σαν τη στρουθοκάμηλο, το κεφάλι τους στην άμμο, για να μη δουν το πραγματικό πρόβλημα. Γιατί το πρόβλημα αυτό καθ' εαυτό δεν έχει να κάνει με την αχαλίνωτη κερδοσκοπική πρακτική των τραπεζών, καθώς οι τελευταίες, απλώς, επεδίωκαν να διαχειριστούν, με επωφελείς όρους για τους πελάτες τους, το τεράστιο πλεονάζον κεφάλαιο, που δημιουργούνταν από την καταλήστεψη των λαών του πλανήτη, κεφάλαιο, που δεν μπορούσε να επενδυθεί στην υπερκορεσμένη παραγωγική σφαίρα και έβρισκε διέξοδο στις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις. Από την άποψη αυτή, το τραπεζικό σύστημα απορροφούσε τους κραδασμούς που δημιουργούνταν στην παραγωγική σφαίρα του κεφαλαίου και επιμήκυνε την περίοδο εκδήλωσης της κρίσης.

Δε γνωρίζουμε αν στην αναζήτηση της «νέας αρχιτεκτονικής δομής» περιλαμβάνεται και ο επανακαθορισμός του ρόλου των τραπεζών στο θέμα της δανειοδότησης του ιδιωτικού τομέα (αναγκαιότητα αύξησης της παραγωγής, επομένως και κατανάλωσης μέσων παραγωγής, αλλά και εμπορευμάτων κατανάλωσης από τα λαϊκά νοικοκυριά). Οι τράπεζες, μέσα από τα προγράμματα δανειοδότησης των νοικοκυριών, επεδίωξαν να λύσουν την αντίθεση παραγωγής - κατανάλωσης. Μόνο που και εδώ τα πράγματα έχουν φτάσει σε αδιέξοδο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, με στοιχεία του 2007, η σχέση ιδιωτικού χρέους (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) προς το ΑΕΠ ήταν η ακόλουθη: ΗΠΑ 176,8%, Αγγλία 106,5%, Ισπανία 166,7%, Πορτογαλία 143,1%, Ολλανδία 129,9%, Λουξεμβούργο 218,2%, Ιρλανδία 173,6%, Κύπρος 205,9%, Αυστρία 96,4%, Γερμανία 94,1%, Ελλάδα 79%. Συνολικά στην Ευρωζώνη, το ιδιωτικό χρέος ανερχόταν στο 103,3% του ΑΕΠ. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι τα χρέη στις τράπεζες είναι τεράστια.

Με δεδομένο, επίσης, ότι η βιομηχανία παράγει εμπορεύματα, τα οποία είναι πέρα και πάνω από τις δυνατότητες κατανάλωσης της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής λόγω υπερπαραγωγής, σε συνδυασμό με την αδυναμία των εργαζομένων να απορροφήσουν μαζικά εμπορεύματα κατανάλωσης, και λόγω του χαμηλού τους μισθού, αλλά και επειδή κάποιοι έχουν καλύψει τις ανάγκες τους, αυτήν την κατάσταση λύνει βίαια η κρίση. Εδώ οι δυσαναλογίες στην παραγωγή θα αποκατασταθούν βίαια απο την κρίση.

Η ενίσχυση των Τραπεζών από τα κράτη πάει να αντιμετωπίσει την ανάγκη της διαθεσιμότητας κεφαλαίων, όταν η κρίση φτάσει στην καταστροφή τμήματος του κεφαλαίου και αποκατασταθούν οι αναλογίες στους κλάδους της παραγωγής, να υπάρχουν κεφάλαια για τη συνέχιση της καπιταλιστικής παραγωγής ξανά σε διευρυνόμενη κλίμακα.

Επίθεση εφ' όλης της ύλης

Και ενώ όλα αυτά τα προβλήματα βασανίζουν τις κεφαλές του καπιταλιστικού κόσμου, οι τελευταίοι σε ένα πράγμα ομονοούν: Στο ότι και την οικονομική κρίση θα πρέπει να πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα, αλλά και ότι πρέπει να γίνουν τέτοιες διαρθρωτικές παρεμβάσεις στην οικονομία, ώστε οι δυνάμεις του κεφαλαίου να βρεθούν πανέτοιμες να επωφεληθούν την επόμενη μέρα της κρίσης από τη δυνατότητα απόσπασης μεγαλύτερης υπεραξίας.

Και είναι ενδεικτικό πως, όταν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, με αφορμή την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, ζητωκραύγαζαν πως ...ο νεοφιλελευθερισμός κατέρρευσε, τα διεθνή επιτελεία του κεφαλαίου (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΕΕ), με παρεμβάσεις τους, έδειξαν το δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει η διεθνής καπιταλιστική οικονομία. Ο οποίος δεν είναι άλλος, από αυτόν της συνέχισης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων... Η επίθεση σε βάρος των όποιων λαϊκών κατακτήσεων δεν έχουν ακόμη καταργηθεί. Η επίθεση αυτή όχι μόνο δεν πρόκειται να κοπάσει, αλλά, αντίθετα, θα ενταθεί. Στόχος και της νέας επίθεσης, η αναζήτηση εστιών, που θα επιτρέψουν μία γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίου, με την ελπίδα ότι με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Αλλά αυτό προετοιμάζει την επόμενη κρίση.

Στο πνεύμα αυτό πρέπει να δούμε και τα νέα σαρωτικά μέτρα που ανακοίνωσε στις 29/6 η κυβέρνηση της ΝΔ. Οπως ομολόγησε και ο υπουργός Οικονομίας, με τα μέτρα αυτά, δεν επιδιώκουν μόνο να αντιμετωπίσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, αλλά και να επιλυθεί και «το πρόβλημα της διαχρονικά χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας». Πολύ απλά, ομολογούν ότι στόχος των νέων αυτών μέτρων είναι η αναζήτηση νέων πηγών άντλησης υπεραξίας, η οποία αποτελεί τη βάση του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού. Πρόκειται για μέτρα που εντάσσονται και υπηρετούν τη στρατηγική της Λισαβόνας, για πιο ανταγωνιστική Ευρώπη. Μόνο που με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, αναβαθμίστηκαν και έγιναν περισσότερο επίκαιρα στις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης.

Σε πέντε κατά βάση άξονες κινούνται να νέα κυβερνητικά μέτρα: α) στην καρατόμηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, β) σε νέα υπονόμευση των εργασιακών σχέσεων, γ) στην επιτάχυνση της ιδιωτικοποίησης του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δ) περικοπές στις δαπάνες υγείας, ε) καθήλωση μισθών του Δημοσίου.

Ασφαλιστικό Σύστημα: Ανακοινώθηκε ο διαχωρισμός του ΙΚΑ σε Ταμείο Παροχής Συντάξεων και Ταμείο Υγείας, η επανεξέταση των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, ο περιορισμός χορήγησης αναπηρικών συντάξεων.

Εργασιακά: Προωθείται η παράταση του εργάσιμου βίου και μετά τη σύνταξη, κάλυψη των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών από το κράτος για προσλήψεις νέων εργαζομένων, επέκταση ελαστικών εργασιακών σχέσεων σε περιοχές με μεγάλη ανεργία.

Ευρύτερος Δημόσιος Τομέας: Προβλέπεται η εγκατάσταση έως το 2010 διπλογραφικού λογιστικού συστήματος σε Νοσοκομεία, ΟΤΑ και Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, ηλεκτρονική παρακολούθηση των δαπανών τους, καθώς και της εφαρμογής των επιχειρησιακών προγραμμάτων. Επιδιώκουν, δηλαδή, να λειτουργήσουν οι φορείς αυτοί με επιχειρηματικά κριτήρια στην προοπτική της ιδιωτικοποίησής τους. Προβλέπεται, επίσης, η συνέχιση της συγχώνευσης και κατάργησης φορέων του Δημοσίου.

Δαπάνες Υγείας: Οι τελευταίες ενοχοποιούνται ότι αποτελούν βασική πηγή παραγωγής των δημόσιων ελλειμμάτων και ως εκ τούτου επιχειρείται η περιστολή τους. Λόγος γίνεται για τις δαπάνες νοσοκομείων, φαρμάκων, αναλώσιμων υλικών.

Μισθοί: Με την εισαγωγή νέου μισθολογίου για τους νεοπροσλαμβανόμενους, επιχειρείται η βίαιη καθήλωση των μισθών για τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, μέσω της κατάργησης όλων των επιδομάτων που χορηγούνται σήμερα στους νυν εργαζόμενους. Προβλέπεται, επίσης, και η πληρωμή των αμοιβών του Δημοσίου από μία μόνο Αρχή.


Θ.Καν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ