ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Μάη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η ισχυρή οικονομία με ... «ισχυρή ανεργία»

Η περίπτωση της «Palco» και οι προειδοποιήσεις του ΣΕΒ για μαζικές απολύσεις απέδειξαν ότι οι αυξανόμενες κρατικές πριμοδοτήσεις προς το μεγάλο κεφάλαιο, για τη μείωση του «κόστους εργασίας» και, γενικότερα, του κόστους παραγωγής, δεν έλυσαν ούτε το πρόβλημα της ανεργίας, ούτε άλλα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας

Δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από την επέτειο της Εργατικής Πρωτομαγιάς του 2003, που γιορτάστηκε στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του κόσμου με εργατικές συγκεντρώσεις (στις οποίες έγινε αναφορά στις μέχρι τώρα κατακτήσεις των εργαζομένων και προβλήθηκαν οι διεκδικήσεις διάφορων επίκαιρων αιτημάτων τους), όταν στις 5 Μάη έγινε γνωστή η απόφαση της πολυεθνικής εταιρίας «Schiesser Pallas» να κλείσει το εργοστάσιο της «Palco» στην Αθήνα. Χωρίς να «μασά τα λόγια» του, ο εκπρόσωπος του ομίλου της «Schiesser Pallas» κ. Λόθαρ Μπρούχερ, δικαιολόγησε (με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή») την αμετάκλητη απόφαση της «Schiesser Pallas», να κλείσει το εργοστάσιό της στην Αθήνα και να πετάξει στο δρόμο 500 εργαζόμενες, με βασικό επιχείρημα ότι το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι υψηλό και, άρα, περιορίζεται η κερδοφορία της επιχείρησης.

Οι κυνικές δηλώσεις του εκπροσώπου της «Palco», σε συνδυασμό με τις προκλητικές απόψεις της ηγεσίας του ΣΕΒ (ότι μετά το 2004 η ανεργία στην Ελλάδα θα φτάσει το 20%), έφεραν στο προσκήνιο τη χρεοκοπία των πολιτικών, που εφάρμοζαν μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τόσο για τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης, όσο και για τα άλλα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Την αποτυχία της εφαρμοζόμενης πολιτικής για αντιμετώπιση της ανεργίας και των άλλων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, επιβεβαίωσε - με το δικό του τρόπο - και ο αρμόδιος υπουργός Οικονομίας, Ν. Χριστοδουλάκης. Ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, μιλώντας από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ, έκανε έκκληση στους βιομηχάνους να κάνουν επιτέλους και καμιά επένδυση, για να εισπράξει την επομένη την απάντηση από τον αντιπρόεδρο του ΣΕΒ και υπεύθυνο για τα Εργασιακά, Ν. Αναλυτή, ότι επενδύσεις δε γίνονται με παροτρύνσεις...

Απλά, να θυμίσουμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του '90 οι κυβερνώντες, στα πλαίσια της πολιτικής του «λιγότερου κράτους», άρχισαν να κουτσουρεύουν και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που δίνονταν στους ανέργους από τα ταμεία του κράτους, προβάλλοντας το επιχείρημα: «Εμείς αντί για την επιδότηση της ανεργίας επιλέγουμε την επιδότηση των νέων θέσεων εργασίας»! Και στα πλαίσια αυτά, ψήφισαν μια σειρά νόμους και διατάξεις, που ενίσχυαν τα «κίνητρα» - δηλαδή τις κρατικές επιχορηγήσεις και άλλα ποικιλόμορφα προνόμια προς το μεγάλο κεφάλαιο - που δίνονταν από τα ταμεία του κράτους στους μεγαλοεπιχειρηματίες για να κάνουν επενδύσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.

Τα αρνητικά για τους εργαζόμενους αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής, που επιδίωκε τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης με την ενίσχυση των κάθε είδους προνομίων στο μεγάλο κεφάλαιο, φαίνεται και από τα παρακάτω στοιχεία:

  • Πρώτον, σε όλη τη δεκαετία του '90 που ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν κατά μέσο όρο πάνω από 2,5% και τα τελευταία 5 χρόνια πάνω από 3,5% (σχεδόν ο υψηλότερος της ΕΕ), είχαμε και συνεχή αύξηση του αριθμού των ανέργων και του ποσοστού ανεργίας. Από 9,1% που ήταν το επίσημο ποσοστό ανεργίας το 1995 (ανέβαινε συνεχώς μέχρι το 1999, που έφτασε στο 11,7% ), διαμορφώθηκε το 2002 στο 9,6%. Δηλαδή, σε υψηλότερα επίπεδα από το 1995. Το πραγματικό ποσοστό ανεργίας, όπως και ο αριθμός των ανέργων, είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που εμφανίζουν οι επίσημες στατιστικές, καθώς δεν καταγράφονται οι χιλιάδες εργαζόμενοι αγρότες (που ξεκληρίζονται) και οι επαγγελματοβιοτέχνες (που βάζουν λουκέτο, υποκύπτοντας στον ανελέητο ανταγωνισμό).
  • Δεύτερον, η παραγωγική υποβάθμιση της χώρας, που αποτυπώνεται τόσο στα στοιχεία με την πορεία της παραγωγής αγροτικών προϊόντων (γεωργία) και παραδοσιακών κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας, όσο και στα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία τριετία (2000- 2002) το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ξεπερνά σταθερά το 6% του ΑΕΠ.
  • Τρίτον, στα τελευταία 10 χρόνια, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων έχουν απογειωθεί στα ύψη και, όπως βεβαιώνουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (της ΕΣΥΕ, της Eurostat και του ΟΟΣΑ), η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην αποδοτικότητα κεφαλαίων και των περιθωρίων κέρδους.
  • Τέταρτον, η αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων και τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζόμενων αγροτικών νοικοκυριών και των επαγγελματοβιοτεχνών παραμένουν καθηλωμένα. Οπως βεβαιώνουν και τα επίσημα στοιχεία, μεταξύ των άλλων χωρών της ΕΕ, με βάση το ύψος των μισθών και συντάξεων, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία ή προτελευταία θέση! Επίσης, με βάση πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που εξετάζει τους κατώτατους - ελάχιστους μισθούς σε 9 από τις 15 χώρες - μέλη της ΕΕ (δεν υπάρχουν στοιχεία για Γερμανία, Ιταλία, Σουηδία, Δανία, Αυστρία και Φινλανδία), η Ελλάδα βρίσκεται στην 3η χειρότερη (από το τέλος) θέση, με ελάχιστο μηνιαίο μισθό 605 ευρώ, έναντι 416 ευρώ στην Πορτογαλία και 526 στην Ισπανία.
  • Πέμπτον, το δημόσιο χρέος, που θα αντιμετωπιζόταν και απο τις εισπράξεις των ιδιωτικοποιήσεων, παρά το σαρωτικό ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας που έγινε τα τελευταία χρόνια (μερική ή ολική ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ και άλλων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου), εξακολουθεί να παραμένει πάνω από 105% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά το Βέλγιο, φορτώνοντας το λαό με επιπλέον βάρη για τη μείωσή του.
  • Ο πληθωρισμός (λόγω της κερδοσκοπικής ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου)ξανασήκωσε κεφάλι, καθώς τρέχει με ρυθμό πάνω από 3,5%. Παρά την αποκλιμάκωσή του, που έγινε με τη δραστική συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, των συντάξεων και άλλων λαϊκών εισοδημάτων, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη τριάδα των χωρών - μελών της ΕΕ, με τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού.

ΚΕΙΜΕΝΑ:
Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κίνητρα πριμοδότησης της ασυδοσίας του κεφαλαίου

Με βάση τα επίσημα στοιχεία, το ελληνικό δημόσιο δαπάνησε από το 1998 μέχρι το 2002 συνολικά 964,8 εκατ. ευρώ για επιχορηγήσεις ιδιωτικών επενδύσεων (περίπου 329 δισ. δραχμές) πριμοδοτώντας τη δημιουργία κάθε 1 θέσης εργασίας με 46.310 ευρώ

Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη, που έσπευδε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των βιομηχάνων και των πολυεθνικών, με την ψήφιση νέων νόμων ή τη λήψη νέων αντιλαϊκών μέτρων, έχει αποθρασύνει το μεγάλο κεφάλαιο. Αδιάψευστος μάρτυρας η εμμονή των κυβερνώντων τα τελευταία χρόνια στη συνέχιση της αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής για τα ευρύτερα στρώματα των εργαζομένων με το επιχείρημα ότι «δεν αντέχει η οικονομία», ενώ την ίδια περίοδο διέθεταν όλο και μεγαλύτερα ποσά από τα ταμεία του κράτους για παροχές στο μεγάλο κεφάλαιο.

Στα πλαίσια αυτά, αύξαναν κάθε χρόνο τα κρατικά κονδύλια για επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις φοροαπαλλαγές και άλλα προνόμια που τα βάφτιζαν επενδυτικά κίνητρα, ελπίζοντας ότι οι μεγαλοεπιχειρηματίες με την ενίσχυση των κρατικών πριμοδοτήσεων:

  • θα κάνουν νέες παραγωγικές και άλλες - αναγκαίες για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεών τους - επενδύσεις
  • θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, συμβάλλοντας έτσι στην αντιμετώπιση το προβλήματος της ανεργίας, που πλήττει ιδιαίτερη τη νεολαία και τις γυναίκες
  • θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.

Μόνο τα τελευταία 6-7 χρόνια, ψηφίστηκαν μια σειρά νόμοι και υπογράφτηκαν μια σειρά Προεδρικά Διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις, που αύξαναν η διεύρυναν (καθιέρωση νέων) τα προνόμια για το μεγάλο κεφάλαιο.

Αποκαλυπτικά από αυτή την άποψη, είναι και τα επίσημα στοιχεία που κατέθεσε πρόσφατα στη Βουλή η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας (βλέπε σχετικό πίνακα), σύμφωνα με τα οποία το ελληνικό κράτος (ο κρατικός προϋπολογισμός) δαπάνησε από το 1998 μέχρι το 2002 το ποσό των 964.845 χιλιάδων ευρώ (περίπου 329 δισ. δραχμές) για την επιχορήγηση 2.262 ιδιωτικών επενδύσεων. Από τις επενδύσεις αυτές - που πριμοδοτήθηκαν από τα ταμεία του κράτους με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων - φέρεται να δημιουργήθηκαν συνολικά (άραγε για πόσο χρονικό διάστημα;) 20.835 νέες θέσεις εργασίας. Από μια απλή διαίρεση του ζεστού χρήματος που καρπώθηκαν από τα ταμεία του κράτους οι ιδιώτες επενδυτές με τις νέες θέσεις εργασίας που λένε ότι δημιούργησαν, προκύπτει το εξής: Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη, επιχορήγησαν την κάθε μια θέση εργασίας με το ποσό των 46.310 ευρώ που ισοδυναμεί με περίπου 16 εκατομμύρια δραχμές! Δικαιολογώντας την απλοχεριά τους, στην καταβολή επιχορηγήσεων και άλλων προνομίων στο ιδιωτικό κεφάλαιο, οι κυβερνώντες πρόβαλαν το επιχείρημα πως αυτή η δαπάνη του κράτους πιάνει τόπο γιατί οι ιδιώτες επιχειρηματίες - εκτός των άλλων - δημιουργούν και νέες θέσεις εργασίας και άρα συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας.

Ανάμεσα σ' αυτούς τους ιδιώτες επενδυτές που τσέπωσαν τις γενναίες κρατικές επιχορηγήσεις, ήταν και η πολυεθνική «Σίσερ Παλλάς» (ιδιοκτήτρια του εργοστασίου της ΠΑΛΚΟ στην Αθήνα). Το ελληνικό κράτος πριμοδότησε τα αφεντικά της ΠΑΛΚΟ με το ποσό των 2,5 εκατ. ευρώ (περίπου 900 εκατ. δραχμές), για την επένδυση (κατασκευή ενός σύγχρονου εργοστασίου στην Κομοτηνή συνολικού προϋπολογισμού 4,1 εκατ. ευρώ) στο οποίο δημιουργήθηκαν 40 νέες θέσεις εργασίας. Δηλαδή το ελληνικό δημόσιο, πριμοδότησε το 61% της επένδυσης της ΠΑΛΚΟ στην Κομοτηνή, επιχορηγώντας κάθε μια θέση εργασίας με το ποσό των 62.500 ευρώ (περίπου 21,3 εκατ. δραχμές), για να ακολουθήσει στη συνέχεια το κλείσιμο του εργοστασίου στην Αθήνα και η απόλυση των 500 εργατριών.

Εννοείται, ότι η επιβάρυνση του κράτους, για την πριμοδότηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των 329 δισ. δραχμών που ήταν η δαπάνη του κράτους για επιχορηγήσεις ιδιωτικών επενδύσεων στην περίοδο 1998- 2002. Και αυτό γιατί οι κυβερνώντες ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να δώσουν αναλυτικά στοιχεία για την επιβάρυνση (απώλεια εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού) από τις ποικιλόμορφες φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία, επιδοτήσεις επιτοκίων, διαφήμιση προϊόντων στο εξωτερικό, μειωμένα τιμολόγια παροχής νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, χαριστικές ρυθμίσεις ή και διαγραφές χρεών στο δημόσιο, στο ΙΚΑ και σε άλλους φορείς του δημοσίου κλπ.

Το μόνο που κατάφερε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και όσοι υποστήριζαν τη συγκεκριμένη πολιτική - που θέλει το κράτος να αυξάνει τα προνόμια και παροχές στους μεγαλοεπιχειρηματίες για να στηρίξουν και αυτοί την ελληνική οικονομία - ήταν να ενισχύσει την κερδοσκοπική ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου. Επιβεβαιώνοντας την παροιμία «τρώγοντας ανοίγει η όρεξη», οι βιομήχανοι και άλλοι φορείς - υπηρέτες του μεγάλου κεφαλαίου, δεν έχαναν ευκαιρία να προβάλλουν αξιώσεις για να νέα αντιλαϊκά μέτρα. Αυτό, έγινε φανερό και με τις προκλητικές απόψεις που διατυπώθηκαν από τους εκπροσώπους της ολιγαρχίας του πλούτου στην ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ την περασμένη Τετάρτη με την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση να συναγωνίζονται (με όσα είπε με το μήνυμά του ο πρωθυπουργός και την ομιλία του ο πρόεδρος της ΝΔ) ποιος από τα δύο κόμματα προσφέρει περισσότερο στο κεφάλαιο.

Ετσι, φτάσαμε στο εξής σημείο: Οι ελληνικές κυβερνήσεις, να ψηφίζουν και νόμους με τους οποίους ενίσχυαν πλουσιοπάροχα (με επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις επιτοκίου και άλλα μέτρα) τις επιχειρήσεις που έκαναν επενδύσεις στα Βαλκάνια. Και δόθηκαν τέτοια κίνητρα σε ελληνικές επιχειρήσεις, που έκαναν επενδύσεις στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία κλπ. περιοχές ιδιαίτερα ελκυστικές για το μεγάλο κεφάλαιο - όπου τα φτηνότερα μεροκάματα τους εξασφάλιζαν μεγαλύτερα κέρδη. (Αλήθεια, μήπως η κυβέρνηση πριμοδότησε και το νέο εργοστάσιο που ιδρύει η ΠΑΛΚΟ στη Βουλγαρία, σε αντικατάσταση του εργοστασίου που έκλεισε στην Αθήνα;).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ