Οι προσπάθειες αθώωσης των πολυεθνικών, που μεταφέρουν σταδιακά τη δράση τους σε χώρες της Ασίας, βρίσκονται, σε τελευταία ανάλυση, πίσω από τη φιλολογία για την εισβολή... «των Κινέζων» στη χώρα μας
Τα αυτοκίνητα που αγοράζουμε είναι όλα εισαγόμενα. Οι περισσότερες συσκευές που χρησιμοποιούμε στα σπίτια μας είναι εισαγόμενες. Σχεδόν το σύνολο από τα συστήματα ήχου και εικόνας που αποκτούμε είναι εισαγόμενα. Εισαγωγής είναι χιλιάδες είδη και εμπορεύματα της αγοράς, από ρούχα και παπούτσια μέχρι οδοντόκρεμες και οδοντογλυφίδες. Εισαγόμενα ήταν και τα πορτοκάλια που καταναλώναμε τους τελευταίους μήνες, Εισαγόμενα έφτασαν να είναι και ορισμένα από τα ζαρζαβατικά που τρώμε. Η εικόνα δεν είναι σημερινή. Ετσι ήταν τα πράγματα από τον καιρό που άρχισε να αναπτύσσεται ο καπιταλισμός στη χώρα. Ακόμα χειρότερα έγιναν μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, αφού ο σχετικός καταμερισμός προέβλεπε ότι η χώρα μας θα είναι κύρια χώρος προορισμού και κατανάλωσης των εμπορευμάτων των «κοιναγορήτικων» πολυεθνικών. Για να μη μιλήσουμε για το σήμερα, που οι εισαγωγές έχουν ανέβει σε αστρονομικά μεγέθη, ενώ εντείνεται παραπέρα η ανισόμετρη ανάπτυξη και βαθαίνει ο βαθμός εξάρτησης.
Πριν πάμε... «στους Κινέζους», ας δούμε ορισμένα στοιχεία που έχουν σχέση με τις εισαγωγές εμπορευμάτων στην Ελλάδα και τα οποία ενδέχεται να βοηθούν για την κατανόηση της ουσίας του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί:
Είναι ολοφάνερο ότι οι εισαγωγές προς τη χώρα μας έχουν αυξητική τάση. Αν μάλιστα σε αυτά τα ελάχιστα στοιχεία συνυπολογίσουμε εκείνα που δείχνουν πως παραδοσιακοί κλάδοι της ελληνικής βιομηχανίας, ας πούμε η κλωστοϋφαντουργία, συρρικνώθηκαν, σε μια περίοδο που η κατανάλωση προϊόντων των ίδιων κλάδων αυξήθηκε σημαντικά, ο καθένας καταλαβαίνει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική, η οποία στην πραγματικότητα παρέδωσε κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας βορά στον ανταγωνισμό των πολυεθνικών, προκαλώντας ταυτόχρονα έξαρση στις εισαγωγές και καταδικάζοντας κλάδους ολόκληρους στο μαρασμό και την ανεργία. Πώς; Με την αποδοχή της πολιτικής που απαιτεί την κατάργηση κάθε προστατευτικού μέτρου υπέρ της ντόπιας παραγωγής ή υπέρ της δραστηριότητας των πραγματικά μικρών επιχειρήσεων. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, η φιλολογία για την «ελεύθερη αγορά» και οι κατάρες ενάντια στις «κυβερνητικές παρεμβάσεις» στην οικονομία, ήταν το προπαγανδιστικό όχημα για τη μαζική εισβολή του ξένου κεφαλαίου στη χώρα, με διάφορες μορφές. Μια εισβολή, που στις μέρες μας οι βασικοί πολιτικοί εκπρόσωποι της οικονομικής ολιγαρχίας -η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ- την παρομοιάζουν με θείο δώρο, παραβλέποντας τα δεινά και τις επιπτώσεις που προκαλούν σε βάρος του λαού και της χώρας. Αυτή ακριβώς, η περιβόητη «ελεύθερη αγορά», είναι η αρχή για τη λεηλασία του πλούτου και των παραγωγικών εφεδρειών της χώρας από την πλουτοκρατία και τα τσιράκια της. Επειδή όμως κανείς από όλους αυτούς που διαχειρίζονται την κοινή γνώμη δεν επιτρέπει να γίνεται λόγος για την εισβολή των πολυεθνικών και των δικών τους εμπορευμάτων, που έχουν εκτοπίσει από την ελληνική αγορά τα είδη της ντόπιας παραγωγής και οδήγησαν στον αφανισμό δεκάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους εμπόρους και επαγγελματίες, κάνουν ό,τι μπορούν για να δημιουργούνται μέτωπα εκτόνωσης. Τέτοια είναι και η φιλολογία περί «των Κινέζων», τους οποίους πότε εμφανίζουν ως παράνομους, πότε ως άρχοντες που παραεμπορίου και πάει λέγοντας...
Μπορεί στη χώρα μας να φωνάζουν τώρα τελευταία για τα κινέζικα εμπορεύματα, που υποτίθεται έχουν κατακλύσει την αγορά, αλλά η αλήθεια είναι πως εμπορεύματα «made in China», άρχισαν να εμφανίζονται από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Δεν έδωσε όμως κανείς προσοχή. Ισως επειδή δεν τα έφερναν Κινέζοι. Ισως επειδή τότε ήταν διαφορετική η γκάμα των εμπορευμάτων που κυκλοφορούσαν. Τα κινεζικής παραγωγής είδη τα έφερναν στην αρχή μόνο κάποιες αμερικανικές πολυεθνικές, από εκείνες που στα τέλη της δεκαετίας του '80 ακόμα είχαν αρχίσει να συνεργάζονται με κινεζικές επιχειρήσεις, κύρια στο χώρο του παιδικού παιχνιδιού. Οι γνωστές και επώνυμες κούκλες, (Μπάρμπι, Σίντι, Μπρατζ, Μαϊσίν) που κυκλοφορούν σε κάθε σπίτι που έχει μικρά κοριτσάκια και προβάλλουν το αμερικανικό λάιφ στάιλ, παράγονταν και παράγονται στην Κίνα, κατά εκατοντάδες εκατομμύρια για λογαριασμό των αντίστοιχων πολυεθνικών. Τα χιλιάδες διαφορετικά τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια που λόγω τιμής μπορούν πλέον και τα έχουν όσοι μπόμπιρες τα επιθυμούν, τα εισάγουν επίσης κάποιες πολυεθνικές από την παραγωγή των μονάδων τους στην Κίνα. Η Κίνα είναι πλέον η χώρα παραγωγής για τα δεκάδες φιρμάτα αθλητικά ρούχα και παπούτσια που φέρνουν στη χώρα μας γνωστές πολυεθνικές των ΗΠΑ και της ΕΕ. Στην Κίνα παράγεται ένα μεγάλο μέρος των μεγάλων και μικρών ηλεκτρικών συσκευών, που στη χώρα μας διατίθενται από τα γνωστά 2-3 ξένα πολυκαταστήματα που κάνουν εισαγωγές μέσω δικών τους δικτύων, που προφανώς έχουν αναφορά στις μητρικές εταιρίες σε Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία κλπ. Από την Κίνα και ορισμένες άλλες χώρες της Ασίας είναι το μεγαλύτερο μέρος των ρούχων και παπουτσιών που πουλάνε στα μεγάλα γαλλικά πολυκαταστήματα, που έχουν φυτρώσει στη χώρα μας σαν μανιτάρια και έχουν ήδη καταχτήσει (με κριτήριο τον τζίρο) την πρώτη θέση ανάμεσα στα σούπερ μάρκετ. Από την Κίνα και άλλες χώρες της Ασίας είναι πλέον ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Από μηχανάκια (τροχοφόρα ή υπολογιστικά), μέχρι στολίδια (για το σαλόνι ή χριστουγεννιάτικα), και οθόνες (τηλεόρασης ή υπολογιστών) κοκ. Και όλα αυτά πωλούνται κύρια, αλλά όχι μόνο, από τα μεγάλα υπερκαταστήματα και τις αλυσίδες.
Και ενώ ολόκληρη η αγορά εδώ και χρόνια κατακλύζεται συνολικά από εμπορεύματα εισαγωγής, μεταξύ των οποίων και από εμπορεύματα κινεζικής προέλευσης, κάποιοι ξύπνησαν τώρα, γιατί τώρα ανακάλυψαν τους Κινέζους. Τα κινεζικής παραγωγής εμπορεύματα που τα φέρνουν διάφοροι «εταίροι» από τις ΗΠΑ και την ΕΕ ή και αρκετοί πλέον Ελληνες δεν ενόχλησαν, ούτε ενοχλούν κι ας πουλιούνται σε χαμηλές μεν, αλλά πανάκριβες τιμές για τα δεδομένα παραγωγής τους. Κάποιοι όμως αντιδρούν όταν βλέπουν τους, εν πολλοίς συμπαθείς Κινέζους και τις Κινεζούλες, που ως άνθρωποι - πολυκαταστήματα οργώνουν τις γειτονιές και εξασφαλίζουν ένα ασήμαντο στην πραγματικότητα μεροκάματο, πουλώντας διάφορα εμπορεύματα σε απίθανα χαμηλές τιμές. Κάποιοι άλλοι ζορίζονται επειδή ορισμένοι συμπατριώτες των προηγούμενων, κινούμενοι μέσα στα πλαίσια της «ελεύθερης αγοράς», έχουν ανοίξει δικά τους καταστήματα και εμπορεύονται διάφορα κινέζικα είδη, που εδώ που τα λέμε και μια χαρά είναι ποιοτικά και, επιτέλους, είναι σε πολύ συμφέρουσες τιμές για τον εργαζόμενο καταναλωτή.
Για να υπάρχει πάντως μια εικόνα πιο κοντά στην αλήθεια, να σημειώσουμε ότι τα εμπορεύματα που εισάγονται από την Κίνα είναι ελάχιστα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εισαγωγές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, όπως παρουσιάζονται στους σχετικούς πίνακες της έκδοσης «Η ελληνική οικονομία σε αριθμούς» (σελίδες 256-261) οι εισαγωγές από την Κίνα το 2002 ήταν όλο κι όλο 0,9 δισ. ευρώ, όταν οι συνολικές εισαγωγές έφτασαν τα 30,5 δισ. ευρώ. Αποτελούσαν, δηλαδή, μόλις το 2,9% του συνόλου των εισαγωγών. Βέβαια, η... αίσθηση που μπορεί να αποκομίζεται είναι διαφορετική, εξαιτίας του μπούγιου που κάνουν τα κινεζικά προϊόντα. Γιατί μπορεί, για παράδειγμα, να μη δίνουμε προσοχή και να μην αξιολογούμε ένα γερμανικό αυτοκίνητο αξίας 20.000 ευρώ που περνάει από δίπλα μας, όμως μας φαίνεται ότι αποτελούν ολόκληρη θάλασσα τα αντίστοιχου κόστους 20.000 κινέζικα μπλουζάκια που εισάγονται με 1 ευρώ το ένα... Το ποσοστό των κινέζικων εισαγωγών όπως καταλαβαίνει ο καθένας μπορεί στο μάλλον να βαίνει αυξανόμενο, αλλά αυτό είναι μια υπόθεση καθ' όλα αναπότρεπτη, στο βαθμό που από μια τέτοια εξέλιξη ωφελούνται οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, κατά μέρος τις υπερβολές για «τους Κινέζους» που δήθεν έχουν αλώσει την ελληνική αγορά, επειδή πουλάνε μακό με 5 ευρώ και παντελόνια με 15. Αλλού είναι το πρόβλημα και εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τον αντίπαλο και τον εχθρό και για τους μικροεπαγγελματίες συμπολίτες μας και για τους εργαζόμενους της χώρας μας συνολικά.
Πού;
Στις πολυεθνικές που κατακλέβουν κάποιους λαούς - και τον κινεζικό - εξασφαλίζοντας την παραγωγή εμπορευμάτων με ευτελές κόστος και ληστεύουν κάποιους άλλους λαούς - και το δικό μας - μεταπωλώντας χιλιάδες εμπορεύματα με απίστευτα ποσοστά κέρδους που φτάνουν και ξεπερνούν το 100%, το 200% και το 300%. Στα πολυκαταστήματα που εισάγουν, από διάφορες χώρες - και από την Κίνα - ηλεκτρικές συσκευές, για παράδειγμα, που έχουν κόστος 10-20 ευρώ και τις πουλάνε με 100 και βάλε. Στην πολιτική στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου, που «κόβει και ράβει» τις ρυθμίσεις και τους κανονισμούς για την οικονομική δραστηριότητα και την κίνηση των κεφαλαίων στα μέτρα της πλουτοκρατίας. Στην πολιτική που ενισχύει την επιθετικότητα του κεφαλαίου ενάντια στις λαϊκές καταχτήσεις και η οποία, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, διογκώνει και εντείνει τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι. Ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική παραπέρα ενσωμάτωσης της χώρας στην ΕΕ, που οδηγεί σε συρρίκνωση τομέων της ντόπιας παραγωγής, υπέρ των ξένων πολυεθνικών. Στην πολιτική των αναδιαρθρώσεων, που επιδιώκει να επιβάλει ακόμα πιο αντιδραστικές πολιτικές και αντιλαϊκούς όρους για την επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων. Αντίπαλος είναι το κεφάλαιο, το ίδιο το σύστημα, που υπάρχει και αναπαράγεται αποκλειστικά για να εξασφαλίζει την εξουσία της - ντόπιας και ξένης - οικονομικής ολιγαρχίας, διευρύνοντας όλο και περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες.
Οσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε ότι εχθρός και αντίπαλος δεν είναι οι περιφερόμενοι ή οι εγκαταστημένοι σε καταστήματα Κινέζοι, αλλά οι πολιτικές που ευνοούν την όλο και πιο σκληρή εκμετάλλευση των λαών, είτε με την ιδιότητα του παραγωγού που κοστίζει φτηνά, είτε με την ιδιότητα του καταναλωτή που πληρώνει ακριβά, τόσο πιο γρήγορα θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να μπει φραγμός σε επιλογές που κάνουν το κοινωνικό σύστημα όλο και πιο αντιδραστικό, όλο και πιο σκληρό, ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζει τα αδιέξοδα για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Την ίδια περίοδο στην Κίνα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη μια γιγαντιαία οικονομική μεταρρύθμιση. Η επί δεκαετίες ανάπτυξη της οικονομίας της στα πλαίσια της κρατικής ιδιοκτησίας σε όλα τα βασικά μέσα παραγωγής και ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός της οικονομίας, μαζί με την καθυστέρηση που υπήρχε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και τους σημαντικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οδήγησαν στη δημιουργία συγκεκριμένων αναλογιών και ισορροπιών στην οικονομία. Μεταξύ των δεδομένων που είχαν παγιοποιηθεί και αναπαράγονταν στο χρόνο ήταν η διατήρηση των τιμών, όλων των τιμών, σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η μη ύπαρξη ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η εν πολλοίς σχεδιοποιημένη ανάπτυξη των βιομηχανικών, τουλάχιστον, κλάδων δεν επέτρεψαν να εξελιχθούν οι τιμές με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος, που ωθεί τα κόστη και τις τελικές τιμές διάθεσης των εμπορευμάτων σε υψηλά επίπεδα. Για να κατανοήσουμε, σε εντελώς αδρές γραμμές, το μηχανισμό διαμόρφωσης του άμεσου κόστους της βιομηχανικής παραγωγής, ας σκεφτούμε μια βιομηχανική μονάδα η οποία βάσει του διακλαδικού σχεδιασμού, πρώτον, τροφοδοτείται με μέσα παραγωγής τα οποία παράγονται (εξασφαλίζονται) με τη φροντίδα του κεντρικού μηχανισμού προγραμματισμού, δεύτερον, προμηθεύεται, σε εντελώς ευτελείς ή και συμβολικές τιμές, τις αναγκαίες πρώτες ύλες από κάποια άλλη κρατική μονάδα εξόρυξης ή επεξεργασίας πρώτων υλών και, τρίτον, αξιοποιεί μια εργατική δύναμη η οποία θα πρέπει σε γενικές γραμμές να αμείβεται με τρόπο τέτοιο ώστε ο φορέας της, οι εργαζόμενοι, να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης-απόκτησης των παραγόμενων εμπορευμάτων. Αρα και οι τιμές των εμπορευμάτων (το κόστος των οποίων είναι εντελώς απαλλαγμένο από σημαντικούς παράγοντες, όπως η διαφήμιση, οι προμήθειες, οι φόροι, κ.ο.κ.) θα πρέπει να είναι - και είναι - σε χαμηλά επίπεδα, αφού - πολύ περισσότερο - κύριος στόχος της επιχείρησης δεν είναι το κέρδος, αλλά η παραγωγή για την κάλυψη των σχετικών αναγκών των πολιτών. Με δυο λόγια, οι θεμελιωμένες επί χρόνια αναλογίες στην οικονομία είχαν εξασφαλίσει (κι αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και στις μέρες μας) μια συγκεκριμένη ισορροπία ανάμεσα στις τιμές των εμπορευμάτων και στις αμοιβές των εργαζομένων, σε επίπεδα που αν τα μεταφέρουμε μηχανιστικά στα δεδομένα των δυτικών χωρών, θεωρούνται πάρα πολύ χαμηλά. Τόσο για τις τιμές των εμπορευμάτων, όσο και για τις αμοιβές των εργαζομένων.
***
***
***