Αυτό το φαινομενικά αντιαφηγηματικού στιλ θρίλερ που όμως δε δανείζεται και δεν προστρέχει στους κώδικες του είδους, αρθρώνεται μέσα από έναν τύπο αφήγησης που δε σχετίζεται με κάποια εθνική σχολή, με κάποια χρονική περίοδο ή με κάποιο συγκεκριμένο είδος κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης, μέσα από τις καταγεγραμμένες στην ταινία επιρροές, αποκαλύπτει το θαυμασμό που τρέφει για τους μεγάλους δημιουργούς της Τέχνης του κινηματογράφου. Αντονιόνι, Ταρκόφσκι, Αγγελόπουλος, Ταρ ... Με όχημα το στιλιστικό μοντέλο ενός πράγματι αφοπλιστικού ρεαλισμού, με υποδειγματικό λυρισμό και πλαστικότητα, ως προς τη ροή μιας αφήγησης που δε γνωρίζει χάσματα και ξαφνιάσματα, μέσα από ένα φιλμικό κείμενο αργό, αλλά μαστόρικα πυκνό, ξετυλίγεται ένα γοητευτικό οδοιπορικό στην αχανή επιφάνεια μιας γης που οι εικαστικές της αρετές καταπλήσσουν. Το ίδιο και οι λεπτεπίλεπτες πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού, όπως στην περίπτωση της σχέσης που αναπτύσσεται σταδιακά, μεταξύ εισαγγελέα και γιατρού, αποκαλύπτοντας το ταξικό/ κοινωνικό/ ανθρώπινο/ υπαρξιακό σύμπλεγμα που τη διέπει.
Και η καταιγίδα πλησιάζει ...
Η νυχτερινή περιήγηση στη μορφολογία της Ανατολίας επιβάλλει να σταματήσουν οι ταξιδιώτες, να ξαποστάσουν στο σπίτι του δημάρχου ενός απομακρυσμένου χωριού. Το ηλεκτρικό εκεί κόβεται κάθε λίγο. Φιλοξενούνται, δειπνούν όλοι μαζί και συζητούν για διάφορα προβλήματα και τη φτώχεια που μαστίζει την περιοχή. Στο φως της λάμπας πετρελαίου τότε, εμφανίζεται το αγγελικό πρόσωπο της κόρης του δημάρχου που σερβίρει το τσάι στους καλεσμένους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο πραγματοποιείται η τομή, το γύρισμα της ιστορίας και το ταξίδι - για όλους ανεξαίρετα τους σαστισμένους από την τόση ομορφιά - μεταβάλλεται σε στοχαστική, σε μύχια αναδίπλωση. Παίρνει διαστάσεις εσωστρεφούς ενδοσκόπησης και καθένας μετατρέπεται σε δικαστή του εαυτού του. Το οδοιπορικό μεταστρέφεται σε ανασκόπηση πνευματική και υπαρξιακή!
Η φευγαλέα παρουσία της ομορφιάς, που είναι τόση που πονάει( !) ηγεμονεύει σε ολόκληρο το αφηγηματικό κεφάλαιο. Είναι πανταχού παρούσα ακόμα και μέσα από την απουσία της! Για τον εισαγγελέα που τον τρώει το σαράκι της αυτοκτονίας της γυναίκας του μετά τη γέννα... Για τον σιωπηλό γιατρό από την Κωνσταντινούπολη που ανεβαίνει ξανά σαν κόμπος στο λαιμό, ότι δεν έκανε τίποτα να εμποδίσει την πρώην γυναίκα του να φύγει ... Για τον αστυνομικό επιθεωρητή, που δουλεύει ακατάπαυστα, για να μη βρίσκεται στο σπίτι, για να μη βλέπει το άρρωστο παιδί του. Μέχρι και ο δολοφόνος κλαίει μπροστά στο κάλλος, τον πλημμυρίζουν οι τύψεις και η μεταμέλεια. Μάλιστα, βλέπει ολοζώντανα μπροστά του - σε ρεαλιστική αναπαράσταση - αυτόν που σκότωσε, ντυμένο με το ίδιο κιτρινοπορτοκαλί πουκάμισο να πιάνει το λαιμό του. Από το λαιμό έγινε το κακό. Τι εκπληκτική λεπτομέρεια! Με το ξημέρωμα, το βροχερό πρωινό βρίσκει το κομβόι στο δρόμο που θα ξεθάψουν επιτέλους το πτώμα.
Η ομορφιά βέβαια είναι και αυτή προϊόν εμπορεύσιμο, με αγοραστική αξία που κυμαίνεται, έτσι την απούσα ομορφιά ακολουθούν «πραγματιστικά» σχόλια του τύπου: «Τι κάθεται και κάνει σε αυτήν την ερημιά;» Οπερ μεταφράζεται «εδώ δεν υπάρχει αγορά που να μπορεί να πληρώσει για το προϊόν, ώστε να πουληθεί στην ανώτατη δυνατή τιμή!»
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε αληθινά περιστατικά βασισμένα σε εμπειρίες και βιώματα ενός εκ των τριών σεναριογράφων, ενός γιατρού, από την περίοδο που έκανε το αγροτικό του σε μια επαρχιακή πόλη σαν κι αυτή της ταινίας. Οι άλλοι δυο σεναριογράφοι είναι ο σκηνοθέτης και η σύζυγός του, η ηθοποιός, σκηνοθέτης και φωτογράφος Εμπρού Τσεϊλάν. Οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες. Ο Τσεϊλάν χρησιμοποίησε πολλούς ερασιτέχνες. Ο Μουχάμετ Ουζουνέρ, για παράδειγμα, το ηθικό επίκεντρο της ταινίας, είχε την παρθενική ερμηνευτική του εμπειρία μέσα από το ρόλο του γιατρού. Ο σκηνοθέτης επανακάμπτει με ρηξικέλευθο τρόπο. Στηρίζεται στην προσοχή, στη λεπτομέρεια, στην αισθητική τελειότητα, στον έξοχο χειρισμό των τεχνικών μέσων, της κάμερας, του κάδρου, της γραφής και απαιτεί τουλάχιστον την ίδια υπεροχή από τους ηθοποιούς του, σε επίπεδο ερμηνείας. Ο πυρήνας της ερμηνείας του εισαγγελέα του σκωπτικά επονομαζόμενου «Κλαρκ Γκέιμπλ» εντοπίζεται στο στοιχείο της «αντίδρασης» και όχι της δράσης, σε κείνο της «ανταπάντησης», στο νεύμα, στο βλέμμα, στο γνέψιμο. Η ερμηνεία του γιατρού σφραγίζεται από την εσωτερικότητα των σιωπών του, του απωθημένου πόνου, της μοναξιάς των φωτογραφιών. Ειδικά στο σημείο που το πλάνο κλείνει, με κοντινό και πολύ κοντινό, στα μάτια, στο βλέμμα που κοιτάζει κατάματα κι επίμονα την κάμερα, λίγο πριν περάσει στο θάλαμο που θα κάνει τη νεκροψία.
Ο Τσεϊλάν αποδεικνύει περίτρανα ότι ο ρεαλισμός στην τέχνη δεν παράγεται παρά έντεχνα και συνιστά μια ξεκάθαρη δημιουργία της φαντασίας. Ο ίδιος επαναπροσδιορίζει το μοντάζ ως την ουσία της τέχνης του κινηματογράφου και χρησιμοποιεί το χρόνο ως πολιτισμικό στοιχείο, σαν την πολυτέλεια για το στοχασμό, κάτι που οι κοινωνίες των πόλεων αδυνατούν να έχουν. Ο αργός ρυθμός της ταινίας εντάσσεται και αυτός στην έννοια του χρόνου, καταπώς την ορίζει ο σκηνοθέτης, επιτρέποντας έτσι στο θεατή να γευτεί την εικόνα και να την απολαύσει. Η φωτογραφία εκμεταλλεύεται λειτουργικά το παραμικρό κύτταρο στο κάθε ντεκόρ μέρα και νύχτα, φτιάχνει εικόνες που σε αλληλουχία και σε συνάρτηση με τα πλάνα φιξ, γεννούν σεκάνς με γεύση μεγάλων εικαστικών έργων.
Η πυκνότητα της ταινίας δε σκοντάφτει σε κανένα από τα κεφάλαια που τη συνθέτουν. Στην τεράστια εννοιολογική σεκάνς της αρχικής νυχτερινής διαδρομής, που στοιχίζεται πίσω από το δίπολο φύση/πολιτισμός, με «ασήμαντες» αλλά επίμονες εικόνες που ξεκινούν από τη μορφή για να προσδώσουν επίταση στην ουσία. Το μήλο που πέφτει από το δέντρο και κυλά κατά μήκος στο ρυάκι μέχρι να του φράξει το δρόμο μια πέτρα, ή το σμιλευμένο στο βράχο γλυπτό που αποκαλύπτει η αστραπή, απομεινάρι παλιού πολιτισμού. Και μετά έρχεται ο άνθρωπος, στο πρόσωπο της κόρης πίσω από το φως του κεριού... Η ίδια η ζωή, που επισκιάζει τα πάντα...
Παίζουν: Μοχάμετ Ουζουνέρ, Γιλμάζ Ερντογάν, Τανέρ Μπιρσέλ, Αχμέτ Μπθμτάζ Ταϊλάν, Φιράτ Τανίς, Ερκάν Κεζάλ, Ερόλ Ερασλάν, Ουγκούρ Αρσάνογλου, κ.ά.
Παραγωγή: Τουρκία, Γαλλία, Βοσνία (2011).
Στο θέμα όμως της ταινίας έχω κάποιες απορίες και ερωτηματικά. Γιατί νοσηλευτές και αθλητές τα μέλη της «ομάδας»; Πώς και με ποιον τρόπο συνδέονται αυτές οι ιδιότητες μεταξύ τους; Πώς είναι δυνατόν να αποκαλείται «ομάδα» μια κερδοσκοπική επιχείρηση, με καταστατικό που έχει ορίσει ο αρχηγός/επιχειρηματίας και με μέλη «υποχρεωμένα» να λειτουργούν απαρέγκλιτα σύμφωνα μ' αυτό; Πάνω σε μαζοχιστική ή άλλου είδους βάση οι συμμετέχοντες επέλεξαν αυτοβούλως να συμμετέχουν; Υπάρχουν bonus πέρα των σταθερών οικονομικών απολαβών;
Χωρίς απάντηση σε πρωτόλεια και βασικά ερωτηματικά που εγείρουν οι ίδιες οι εικόνες, η ταινία είναι μετέωρη. Ούτε φυσικά θα μπορούσε να θεωρηθεί απάντηση ότι ο σκηνοθέτης επιλέγει να απομονώσει μια κατάσταση σε «κενό αέρος». Το κύριο πρόβλημα με τον κινηματογράφο του Λάνθιμου είναι το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει κανείς στην προσπάθειά του για εξαγωγή συνεκτικού νοήματος. Κάτι που δεν οφείλεται τόσο στον τρόπο που προωθείται η πληροφόρηση προς το θεατή μέσα από την αφήγηση όσο στην ουσία της ίδιας της πληροφόρησης. Είναι ελλειπτική, δεν είναι ταξινομημένη κατά σημασία, βάρος, αποχρώσεις κλπ. Η πληροφόρηση δεν είναι ικανή να χτίσει «αγκωνάρια» στην αφηγηματική κατασκευή για να στηριχτούν οι νοηματικές, πρώτιστα, διεργασίες και κατόπιν οι ερμηνευτικές. Χωρίς καθοδηγητικές δομικές γραμμές, νόημα και ερμηνεία μπορούν να μην υπάρχουν ή να είναι «άπειρα» και ολοσχερώς «αυθαίρετα».
Για τον παραπάνω κύρια συλλογισμό, η ταινία του Λάνθιμου συνιστά αδιέξοδο κινηματογράφο. Δίνει την αίσθηση ότι συντίθεται από ένα πλήθος μονοσήμαντων κινούμενων εικόνων, άτακτα ερριμμένων και με σημαντικές νότες κακοφωνίας. Μπορεί ως ιδέα καθαυτή, το «ersatz», το «υποκατάστατο», η «αντικατάσταση» σαν έννοιες υποτιμητικές και κατώτερες του αυθεντικού, θα μπορούσαν να τύχουν απόδοσης κινηματογραφικά με πολλούς και ενδιαφέροντες τρόπους. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά τη «σύσταση και λειτουργία» κερδοσκοπικής επιχείρησης που πουλά υπηρεσίες με μότο το μεταμοντέρνο παραμύθιασμα ότι έχει γίνει σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς το πραγματικό από το φανταστικό.
Πάντως αυτή η τυπικά μεταμοντέρνα εικόνα μιας ολότητας που εκθέτει τη δική της πλαστότητα, τη δική της ψευδο- κατάσταση και τη δική της αναπαραστατική ρηχότητα δεν είναι δυνατόν να ικανοποιήσει...
Παίζουν: Αγγελική Παπούλια, Ariane Labed, Τζόνυ Βεκρής, Αρης Σερβετάλης κ.ά.
Παραγωγή: Ελλάδα (2011).