Στη λεγόμενη «κοινωνία της γνώσης» ή «μεταβιομηχανική κοινωνία» ή «νέα οικονομία», ο εργάτης εξακολουθεί να πουλά την εργατική του δύναμη στον καπιταλιστή και να αποτελεί τη μοναδική πηγή αύξησης του πλούτου του
Ας σκεφθούμε τις δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας και επομένως της μείωσης του εργάσιμου χρόνου, στη σφαίρα της παραγωγής και του εμπορίου. Ας σκεφθούμε τις δυνατότητες της τηλε-εκπαίδευσης και τις δυνατότητες γρήγορης και εύκολης πρόσβασης σε χιλιάδες ψηφιακές βάσεις δεδομένων και γνώσεων που παρέχουν οι δημόσιες βιβλιοθήκες, τα πανεπιστήμια, τα επιστημονικά επιμελητήρια και ινστιτούτα.
Ας σκεφθούμε όμως και τι συνέβη στην πραγματικότητα: στα χέρια του μονοπωλιακού κεφαλαίου η νέα τεχνολογία αξιοποιήθηκε για να διατηρηθεί από τη μια ένας μεγάλος εφεδρικός στρατός των ανέργων και από την άλλη για να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης όσων εργάζονται. Αξιοποιήθηκε για να αυξηθεί ο ρυθμός εργασίας, για να μειωθεί ο χρόνος ανταπόκρισης του εργαζόμενου στις αυξημένες απαιτήσεις της παραγωγικής διαδικασίας, για να μεγαλώσει η εντατικοποίηση και η ευέλικτη αξιοποίηση του εργαζόμενου. Οχι τυχαία, στη χώρα μας ο ΟΤΕ αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη αποκρατικοποιημένη επιχείρηση, όπου χτυπήθηκε το πλαίσιο της σταθερής και πλήρους εργασίας για τους νέους εργαζόμενους.
Η αντικειμενική δυνατότητα για αύξηση του λαϊκού εισοδήματος με ταυτόχρονη μείωση του εργάσιμου χρόνου, έδωσε λοιπόν τη θέση της στην εφιαλτική πραγματικότητα που διαπιστώνει η έκθεση του Παγκόσμιου Ινστιτούτου για την Ανάπτυξη της Οικονομικής Ερευνας του ΟΗΕ: το 2% των κατοίκων του πλανήτη κατέχει πάνω από το 50% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το φτωχότερο 50% των κατοίκων του πλανήτη, κατέχει μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου.
Η δυνατότητα που ανέδειξε η τηλε-εργασία για σχετική «απελευθέρωση» του εργαζόμενου από την υποχρεωτική παρουσία σε συγκεκριμένο χώρο εργασίας, μετατράπηκε από το κεφάλαιο σε εργαλείο για προώθηση της μερικής απασχόλησης και αναδιάρθρωση του ωραρίου. Αυτός ο στόχος παρουσιάζεται μάλιστα από την ΕΕ σαν ευκαιρία προς τις γυναίκες εργαζόμενες, για να εξισορροπήσουν τάχα τον επαγγελματικό βίο με την οικογένεια, με την τηλε-εργασία από το σπίτι, με όρους μερικής απασχόλησης και ευέλικτου ωραρίου.
Η αναβάθμιση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους και η αυθαίρετη συγκέντρωση, επεξεργασία και ιδιωτική εμπορία προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων, αποτελεί μια ακόμα χαρακτηριστική πλευρά της αξιοποίησης της νέας τεχνολογίας από το κεφάλαιο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην περιβόητη υπόθεση των υποκλοπών και στα σχέδια κρατικής τρομοκρατίας, που προτείνουν να γεμίσουν όλοι οι δρόμοι με τις κάμερες αστυνόμευσης. Αναφερόμαστε και σε μικρότερης δημοσιότητας υποθέσεις, όπως οι ποινικές διώξεις που άσκησε το 2004 η Εισαγγελία Αθηνών κατά 40 εκπροσώπων δημόσιων και ιδιωτικών εταιρειών, για εμπόριο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (από την κίνηση της πιστωτικής κάρτας μέχρι τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας).
Επομένως, η ανάπτυξη και η χρήση της νέας τεχνολογίας δεν οδηγεί αυτόματα και από μόνη της σε προοδευτικές εξελίξεις. Το ζήτημα είναι από ποιον και σε όφελος ποιου θα αναπτυχθεί η τεχνολογία. Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι πολιτικό και δε λύνεται ούτε εξωραΐζεται με τη μετονομασία της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας, σε «κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας». Στη λεγόμενη «κοινωνία της γνώσης» ή «μεταβιομηχανική κοινωνία» ή «νέα οικονομία», ο εργάτης εξακολουθεί να πουλά την εργατική του δύναμη στον καπιταλιστή και να αποτελεί τη μοναδική πηγή αύξησης του πλούτου του. Ακόμα και οι χιλιάδες ειδικοί επιστήμονες στα ερευνητικά κέντρα, την εργατική τους δύναμη πουλάνε και όχι το προϊόν της εργασίας τους.
Στο πλαίσιο των σημερινών εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής η επικοινωνία, η πληροφορία και η εκπαίδευση αποτελούν εμπορεύματα και όχι κοινωνικά δικαιώματα. Παράλληλα, η εκπαίδευση υπηρετεί την προσαρμογή της εργατικής δύναμης στις απαιτήσεις των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων. Υπηρετεί δηλαδή τη διαμόρφωση μιας φθηνής εργατικής δύναμης με αποσπασματικές δεξιότητες για εφήμερη απασχόληση, με υπάκουη συνείδηση, χωρίς κριτική ικανότητα. Βοηθά στην εδραίωση του περιβόητου «απασχολήσιμου» στην παραγωγή. Στην ΕΕ υπηρετεί συγκεκριμένα τη Στρατηγική της Λισαβόνας, που απαιτεί τη θυσία των εργασιακών και μορφωτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων. Αυτοί οι παράγοντες καθορίζουν λοιπόν και τις απαντήσεις σχετικά με το ποιος μαθαίνει, τι και πώς μαθαίνει, για ποιον μαθαίνει, σχετικά με τη χρήση των νέων τεχνολογιών.
Ο καπιταλισμός παγκόσμια και ιδιαίτερα ο ευρωενωσιακός ιμπεριαλισμός, η ΕΕ, προσπαθεί στο ζήτημα αυτό να διαχειριστεί αξεπέραστες αντιφάσεις, όπως την αντίφαση ανάμεσα στην ανάγκη του κεφαλαίου για γρήγορη διάδοση της χρήσης της νέας τεχνολογίας και στην επιβράδυνση αυτής της διάδοσης εξαιτίας της εμπορευματοποίησης των σχετικών υπηρεσιών, την αύξηση των ταξικών φραγμών στη μόρφωση, του ρόλου της πατέντας λογισμικού. Διαμορφώνει οδηγίες και πλαίσια για τη μετάβαση στην κοινωνία της πληροφορίας, αλλά δεν μπορεί να αμβλύνει τον οξυμένο ανταγωνισμό μονοπωλιακών ομίλων και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στην αρένα της «απελευθερωμένης» αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Για παράδειγμα, η νέα γενιά της εργατικής τάξης αντιμετωπίζει εμπόδια στη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και στη χρήση του διαδικτύου (ίντερνετ), που σχετίζονται μεταξύ άλλων με τις δαπάνες προμήθειας εξοπλισμού, τις δαπάνες πρόσβασης και χρήσης του διαδικτύου, τις δαπάνες εκπαίδευσης που αυξάνονται, καθώς απαιτείται συνεχής προσαρμογή στα νέα δεδομένα, τις δυσκολίες εκμάθησης ξένης γλώσσας, αφού υπάρχει σημαντική έλλειψη περιεχομένου στα ελληνικά και πάνω απ' όλα με τη συνολική καθήλωση της γενικής μόρφωσης.
Σύμφωνα με σχετική εθνική έρευνα της VPRC για λογαριασμό του ΕΔΕΤ, μόνο το 32% των Ελλήνων χρηστών Η/Υ έμαθε τη χρήση από εκπαιδευτικά προγράμματα του κράτους και των εργοδοτών. Εντυπωσιακή είναι στην ίδια έρευνα η υστέρηση του ποσοστού των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες στη χρήση του ίντερνετ, η οποία μάλιστα αυξάνει μεταξύ 2001-2004 (24,6% έναντι 16,2%). Παράλληλα, μόνο ένα 25% των χρηστών του διαδικτύου το χρησιμοποιεί για λόγους εκπαίδευσης, ενημέρωσης και πληροφόρησης. Στο σημείο αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, μια και η ενασχόληση με τον υπολογιστή δεν οδηγεί αυτόματα σε μορφωτική αναβάθμιση.
Αποκαλυπτικές για τον ταξικό προσανατολισμό της εκπαίδευσης στο συγκεκριμένο ζήτημα, είναι οι προτεραιότητες του ευρωενωσιακού στρατηγικού πλαισίου για την ισότητα των δύο φύλων. Δίνεται έμφαση στην κατάρτιση ανέργων γυναικών για την απόκτηση βασικών δεξιοτήτων που θα διασφαλίζουν την απασχολησιμότητα του γυναικείου εργατικού δυναμικού.
Ενισχύονται επίσης προγράμματα τόνωσης της λεγόμενης επιχειρηματικότητας, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός γυναικών που θα δημιουργήσουν τις δικές τους μικρές επιχειρήσεις. Ετσι, αφενός συγκαλύπτεται ένα μέρος της ανεργίας και αφετέρου το τραπεζικό κεφάλαιο αποκτά γρήγορα νέους αιχμαλώτους, που εργάζονται στην πραγματικότητα για τη δική του κερδοφορία.
Δεν έχει νόημα να συνεχίσει κανείς με έναν ατελείωτο κατάλογο από επιμέρους πλευρές και παραδείγματα. Το πραγματικό ερώτημα αφορά στις πολιτικές προϋποθέσεις που μπορούν να κατοχυρώσουν την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας για τη συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Σε μια κοινωνία όπου η εκπαίδευση, η επικοινωνία, η πληροφορία και σε τελευταία ανάλυση η εργατική δύναμη, είναι εμπορεύματα, αυτός ο στόχος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Γι' αυτό και οι σημερινοί αγώνες για αποκλειστικά δημόσια - δωρεάν Παιδεία, για το δικαίωμα του λαού στη φθηνή και γρήγορη πρόσβαση στην πληροφορία και στην επικοινωνία, για πλήρη - σταθερή εργασία, πρέπει να φωτίζουν και να ανοίγουν το δρόμο προς τη μόνη ελπιδοφόρα προοπτική: Να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του, να κοινωνικοποιήσει τα βασικά μέσα παραγωγής, να απαιτήσει να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του. Σε αυτό τον αγώνα που συνεχίζεται, το γυναικείο κίνημα πρέπει να παίξει το δικό του αναντικατάστατο ρόλο.
«Αστο, στην άκρη» του είπα. «Κάποια στιγμή, χωρίς να το περιμένεις, θα σου ζητήσει μόνο του να περάσει στον πίνακα». «Μα μου το ζητάει», με διέκοψε! «Και μάλιστα επίμονα! Πετάγομαι τη νύχτα και τρέχω δίπλα στο ατελιέ. Παίρνω τα πινέλα και αντί να το αποτυπώσω, όπως οφείλω να κάνω, αντί να το καταγράφω και να το αναλύσω με σχήματα, με χρώματα και φωτοσκιάσεις, για να το δούνε οι πολίτες και να μορφώσουνε γνώμη, καρφώνομε στη θέση μου σαν τη γυναίκα του Λωτ. Λες και κάποιος με αιχμαλωτίζει».
«Ποιο είναι το θέμα, που σε προβληματίζει»; ρωτάω. «Οι Τραλαλάδες, πώς αλλιώς να τους χαρακτηρίσω», μου απαντάει!
«Μικροαστοί είναι, μη σκοτώνεσαι»! «Μικροαστοί, που όμως "ξεπέρασαν" την τάξη τους», με διέκοψε! «Ετούτοι είναι πολύ χειρότεροι από τους "κλασικούς" μικροαστούς που γνωρίζουμε», συνέχισε. «Πρόκειται για καρικατούρες ανθρώπων. Ετσι που μιλάνε και συμπεριφέρονται, δε σε διευκολύνουν ούτε καν το φύλο τους να αναγνωρίσεις. Είναι, πια, ένα "τρίτο" είδος ανθρώπων. Το κορμί τους, το δέρμα τους, έχουν την ηλικία τους. Το μυαλό τους, όμως, και η συμπεριφορά τους, έμειναν σε ανώριμες παιδικές ηλικίες! Και δεν είναι άνθρωποι αμόρφωτοι, μόνον! Είναι και καθηγητές πανεπιστημίου, δικηγόροι, γιατροί, καλλιτέχνες... Ανθρωποι που, εκ προοιμίου, δε θα 'πρεπε να χαχανίζουν! Και είναι πολλοί. Εκατομμύρια, ίσως. Είναι όλοι αυτοί που παρακολουθούν τις συνταγές των φαγητών από τηλεοράσεως με θαυμασμό, σαν να παρακολουθούν ξένες γλώσσες! Είναι όλοι αυτοί, που ακούνε με προσοχή και κατάνυξη, πού κατούρησε ο ένας και πού φταρνίστηκε η άλλη. Λες και ακούνε για την πυρηνική βόμβα»!
«Ετσι ήταν πάντα ο κόσμος», γενίκευσα, χωρίς να το πιστεύω, για να τον ηρεμίσω! «Δεν ήταν», μου απαντάει και αρχίζει να ζωγραφίζει! «Μιλάμε για ορδές χτικιασμένων, πια! Τα δόντια τους είναι σάπια, κοίτα τα! Το μυαλό τους είναι σάπιο. Δείχνουν σαν χασισωμένοι! Στα ελαττώματα των μικροαστών, που είναι όλα απελπισμένα και βλαβερά, ετούτοι πρόσθεσαν και την απέραντη βλακεία! Σε αυτούς δεν είναι ο φόβος του άγνωστου, που τους σταματάει. Ούτε η "σιγουριά" της "ασφάλειας", που τους παρέχει ή που νομίζουν ότι τους παρέχει, το σύστημα. Ετούτοι δεν έχουν ικανότητες να σκεφτούν. Δε βλέπουν, πια, πέρα από την τσίμπλα τους. Δεν είναι άνθρωποι. Είναι καρικατούρες ανθρώπων»!