ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 12 Νοέμβρη 2013
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Στο πλευρό του λαού με την Τέχνη και τη ζωή του

Εκδήλωση αφιερωμένη στον κομμουνιστή ποιητή από τις Κομματικές Οργανώσεις Βάσης Κέντρου - Αγίας Τριάδας και Μπουρναζίου του ΚΚΕ

«Τη "μοίρα" των λαϊκών ανθρώπων μοιράστηκε και πάλεψε ο Γιάννης Ρίτσος, και σ' αυτούς πρώτα απ' όλους απευθύνει το έργο του».

Τα παραπάνω ανέφερε η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού, μιλώντας στην εκδήλωση που οργάνωσαν για τον Γιάννη Ρίτσο οι Κομματικές Οργανώσεις Βάσης Κέντρου - Αγίας Τριάδας και Μπουρναζίου της Τομεακής Οργάνωσης Περιστερίου του ΚΚΕ, το βράδυ της περασμένης Παρασκευής. Και η συγκεκριμένη πρωτοβουλία στάθηκε η καλύτερη απόδειξη για τα παραπάνω. Το κάλεσμα των Οργανώσεων συνάντησε τη θερμή ανταπόκριση των εργαζομένων και της νεολαίας της περιοχής.

Την εκδήλωση «άνοιξαν» δυο μικρές μαθήτριες με απαγγελίες και στη συνέχεια παρουσιάστηκαν δραματοποιημένα εκτενή αποσπάσματα από την ποιητική σύνθεση «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με μελοποιημένα ποιήματα από τους μουσικούς Λάκη Ορφανίδη και Σπύρο Πανταζή, διανθισμένα με απαγγελίες αποσπασμάτων. Η πρωτοβουλία των Κομματικών Οργανώσεων συνδέθηκε με την Οικονομική Εξόρμηση του ΚΚΕ. Οι διοργανωτές φρόντισαν να μοιραστεί ως αναμνηστικό, ανάτυπο της πρώτης ιστορικής έκδοσης του «Επιταφίου» του Γ. Ρίτσου το 1936 από τον «Ριζοσπάστη».

Χρέος και ανάγκη η μελέτη της ποίησής του

Η Ελ. Μηλιαρονικολάκη χαιρέτισε την πρωτοβουλία των Οργανώσεων, η οποία συνέπεσε με τη συμπλήρωση χτες 11 Νοέμβρη, 23 χρόνων από το θάνατο του ποιητή, και επισήμανε:

«Τον Γιάννη Ρίτσο χρειάζεται διαρκώς να τον τιμούμε και πάνω απ' όλα να τον μελετούμε. Οχι μόνο από χρέος προς έναν κορυφαίο ποιητή, που από το 1932 και σε όλη του τη ζωή υπήρξε αφοσιωμένο μέλος του Κόμματός μας, αλλά προπαντός από ανάγκη. Την ανάγκη να διευρυνθεί η σκέψη μας, να οξυνθεί η ευαισθησία μας, έτσι που μαζί με το ιδεολογικό και το πολιτικό κριτήριο, να αναπτύξουμε το εξίσου αναγκαίο αισθητικό κριτήριό μας. Ενα κριτήριο που θα μας βοηθά και θα μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε την ασχήμια σε όποια μορφή της - κοινωνική, ηθική, πνευματική, ψυχική - και από την άλλη θα μας επιτρέπει να μην αντέχουμε να υποκύψουμε σ' αυτήν, να μη λυγίζουμε τα γόνατά μας μπροστά της ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις».

Σχολίασε ακόμα τον παραμορφωτικό φακό μέσα από τον οποίο θέλει να βλέπει η αστική τάξη τον Γιάννη Ρίτσο και το έργο του:

«Ο Ρίτσος είναι πολύ μεγάλος για να αποσιωπηθεί από την αστική τάξη, άρα η μόνη λύση είναι να αποπολιτικοποιηθεί, να αποχαρακτηριστεί. Ετσι, ένας αριθμός μελετητών του, παρουσιάζει τον Ρίτσο, λίγο έως πολύ, σαν διχασμένη και αέναα ταλαντευόμενη προσωπικότητα. Από δω ο ποιητής Ρίτσος, σπουδαίος, μεγάλος, ωραίος, γιατί στην ποίησή του ασχολείται με τα αιώνια προβλήματα του ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως ο θάνατος, ο έρωτας, η μοναξιά, η φθορά, κι από κει ο παρωχημένος, ο μονοδιάστατος Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας». Το ζήτημα, όπως εξήγησε, δεν αφορά μόνο τον Ρίτσο αλλά έχει να κάνει συνολικά με την προσπάθεια της αστικής τάξης να παρουσιάσει την «πραγματική» τέχνη ως «ανόθευτη». Ομως, τέτοια τέχνη, «ανόθευτη» και «μη στρατευμένη» δεν υπάρχει, τόνισε η Ε. Μηλιαρονικολάκη και συνέχισε: «Δε θα υποστηρίξουμε βέβαια ότι όλοι οι δημιουργοί είναι παραταγμένοι με την πλευρά της μιας ή της άλλης από τις δύο ανταγωνιστικές τάξεις της κοινωνίας. Ενας μεγάλος αριθμός τους δεν ξεκινά από μια συγκεκριμένη ιδεολογική και πολιτική πρόθεση. Ομως οι ιδέες τους, οι πεποιθήσεις τους, οι προτιμήσεις τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται διαρκώς από το περιβάλλον τους και η ταξική τους θέση εισάγουν αντικειμενικά την ταξικότητα στην τέχνη τους».

Οσο για τη στάση του Ρίτσου απέναντι στην Τέχνη, η Ε. Μηλιαρονικολάκη ανέφερε: «Η ποίησή του δεν αντιγράφει, δε φωτογραφίζει, δεν εξιδανικεύει την πραγματικότητα. Οπως και οι κλασικοί του μαρξισμού, ο Ρίτσος αντιμετωπίζει την τέχνη σαν μορφή εργασίας, σαν μια προσπάθεια, έναν αγώνα δηλαδή, να διεισδύσει στην πραγματικότητα για να την κατακτήσει, να την οικειοποιηθεί και να την "εξανθρωπίσει"», υπογράμμισε και πρόσθεσε: «Η τέχνη του Ρίτσου είναι μεγάλη γιατί μας ξεβολεύει και μας ενεργοποιεί. Δεν μας δίνει την εικόνα μιας πραγματικότητας που κινείται τάχα έξω και πέρα από μας, αλλά μάς αποκαλύπτει ότι η κίνηση της πραγματικότητας προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζεται από τη δική μας συμπεριφορά».

ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Κίνητρα στους επιχειρηματίες του χώρου

Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ οργάνωσε άτυπη συνάντηση με συντελεστές του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης λίγο πριν τη λήξη του (προχτές), στην οποία συμμετείχαν ο υπουργός, Πάνος Παναγιωτόπουλος, ο δήμαρχος και πρόεδρος του ΔΣ του Φεστιβάλ, Γ. Μπουτάρης, ο γενικός διευθυντής του φεστιβάλ, Δ Εϊπίδης, ο πρόεδρος και μέλη της Κριτικής Επιτροπής, μερικοί σκηνοθέτες και παραγωγοί.

Στη συνάντηση αναπτύχθηκε όλη η αντιδραστική «γκάμα» για την καπιταλιστική ανάπτυξη του κινηματογράφου η οποία εμπεριέχεται και στον ισχύον κινηματογραφικό νόμο που φαίνεται ότι επιχειρείται να σκληρύνει κι άλλο: Θέσπιση φορολογικών κινήτρων για «προσέλκυση» ιδιωτικών κεφαλαίων στον κινηματογράφο, αναθεώρηση της ισχύουσας νομοθεσίας για την προσέλκυση ξένων παραγωγών στην Ελλάδα «με σκοπό την καλύτερη προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό και την ενίσχυση της εγχώριας κινηματογραφικής κοινότητας», θέσπιση μέτρων «μείωσης της γραφειοκρατίας, η οποία καθυστερεί την εγχώρια κινηματογραφική διαδικασία και αποθαρρύνει το ενδιαφέρον των ξένων παραγωγών για τη χώρα μας».

Ηταν φυσικό ο υπουργός να χαρακτηρίσει τα παραπάνω ως «δίκαια αιτήματα» αφού είναι «κομμένα» και «ραμμένα» στην κυβερνητική πολιτική.

Βραβεία και αποκλεισμοί

Η Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου επέλεξε ως καλύτερη ταινία της διοργάνωσης την «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου, αλλά χωρίς να απονείμει το βραβείο αφού, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ο διευθυντής του φεστιβάλ απαγορεύει τη συμμετοχή των κριτικών στην τελετή λήξης... επειδή διαφώνησαν με τον κινηματογραφικό νόμο, «του οποίου οι συνέπειες γίνονται ολοένα και πιο ορατές, μ' αποτέλεσμα τόσο την άνιση μεταχείριση του ελληνικού σινεμά όσο και την ισχνή παρουσία της εγχώριας παραγωγής στο φυσικό της χώρο» όπως σημειώνουν σε ανακοίνωσή τους.

Τα βραβεία: «Χρυσός Αλέξανδρος - Θόδωρος Αγγελόπουλος»: «Κελί από χρυσάφι» του Διέγο Κεμάδα - Δίες (Μεξικό, Ισπανία), «Αργυρός Αλέξανδρος»: «Suzanne» της Κατέλ Κιγιεβερέ (Γαλλία), «Χάλκινος Αλέξανδρος: «Χάλια Μαλλί» της Μαριάνα Ρονδόν (Βενεζουέλα), Σκηνοθεσίας: Διέγο Κεμάδα - Δίες, Σεναρίου: Τάε - γκον Κιμ (Νότια Κορέα, για το σενάριο της ταινίας «Οι αισιόδοξοι»), Γυναικείας Ερμηνείας: Σάρα Φορεστιέ («Suzanne»), Ανδρικής Ερμηνείας εξ ημισείας: Χρήστος Στέργιογλου («Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου) και Χάιμε Βαδέλ (Χιλή, «Το ποτό του διαβόλου» του Ιγνάσιο Ροδρίγες), Διεθνής Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI): «Χάλια Μαλλί», «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», Βραβεία Κοινού: «Κελί από χρυσάφι», «Η τελευταία φάρσα» του Βασίλη Ραΐση, «Τα παιδιά του ιερέα του Βίνκο Μπρέσαν» (Κροατία), «ΠΑΠΟΥΣΑ» των Γιοάνα Κος - Κράουτσε και Κρίστοφ Κράουτσε (Πολωνία).

Απώλεια για το θέατρο

Η Αντιγόνη Βαλάκου μία από τις σημαντικότερες πρωταγωνίστριες της ελληνικής δραματικής τέχνης, πέθανε χτες, σε ηλικία 83 χρόνων. Παρουσία πότε τρυφερή, ευαίσθητη, διακριτική και πότε ανήσυχη, δυναμική, συγκλονιστική, η Αντιγόνη Βαλάκου διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο, αλλά και τον κινηματογράφο.

Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα και το 1946 ήρθε στην Αθήνα. Παράλληλα με τις δύο τελευταίες γυμνασιακές τάξεις, φοίτησε στο «Θεατρικό Σπουδαστήριο» του Βασίλη Ρώτα. Ταυτόχρονα, εμφανίζεται στη σκηνή με το θίασο του «Ρεαλιστικού Θεάτρου» του Αιμίλιου Βεάκη (1946) στο έργο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη. Το 1949 - 1950 στο Θέατρο Τέχνης παίζε στον «Θάνατο του εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ. Συνεργάσθηκε στη συνέχεια με το θίασο της Κατερίνας και αργότερα με το θίασο Μανωλίδου - Αρώνη - Χατζίσκου (1951 - 1952) όπου και διακρίθηκε ως «ενζενί».

Τα επόμενα χρόνια, προσλήφθηκε από το Εθνικό Θέατρο στο οποίο και ερμήνευσε σημαντικούς ρόλους, στα έργα «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαίξπηρ (ως Περντίτα), στο «Δρόμο του ποταμού» του Μόργκαν, στο «Ανθρωπος του διαβόλου» του Μπέρναρντ Σο κ.ά. Το 1955, συνεργαζόμενη με το Θέατρο Εθνικού Κήπου, υποδύθηκε την Οφηλία στον «Αμλετ» του Σαίξπηρ. Το 1956 ο Κώστας Μουσούρης της δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσει με το πλατύ κοινό και να καθιερωθεί σαν πρωταγωνίστρια, ερμηνεύοντας την «Αννα Φρανκ». Η ερμηνεία της της χάρισε το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη».

Τελευταίες πολύ σημαντικές ερμηνείες της στο θέατρο σε σκηνοθεσία όλες του Κοραή Δαμάτη ήταν «Φθινοπωρινή ιστορία», «Ευτυχισμένες μέρες», «Οι φάλαινες του Αυγούστου», «Η τρελή του Σαγιώ», «Ρόουζ», «Εσύ και τα σύννεφά σου». Το 2007 έπαιξε τη «Μάνα κουράγιο» σε σκηνοθεσία Τσιάνου και το 2008 στις «Φοίνισσες» σε σκηνοθεσία Ευαγγελάτου. Τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο το 2011 στο έργο «Madame Flo» σε σκηνοθεσία Γ. Καραμίχου.

Εκτός όμως του θεάτρου, έλαβε μέρος και σε πολλές ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες όπως «Οι ουρανοί είναι δικοί μας», «Ο δρόμος με τις ακακίες», «Γκόλφω», «Το αμαξάκι», «Της τύχης τα γραμμένα», «Κρυστάλω», «Χαμένα όνειρα», «Αθώα ή ένοχη», κ.ά.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ