Το ντοκιμαντέρ του Νίκου Μεγγρέλη, με χρήση αφηγηματικής φωνής και πομπώδους δραματοποίησης - κατά τους κανόνες του CNN - είναι ταινία σαφώς τηλεοπτική, επιφανειακή και περιγραφική. Σφύζει από ανούσιες τεχνικές λεπτομέρειες για τις «παράπλευρες απώλειες» και προσπαθεί - κακώς - να κρατηθεί «εντός θέματος» και σε πλαίσια αντικειμενικότητας που ορίζεται από τις ίσες ποσότητες πληροφόρησης, κάτι που λειτουργεί σαν άλλοθι για να εκφράζει ανώδυνες διαπιστώσεις χωρίς βέβαια να παίρνει θέση για τον πόλεμο, τις αιτίες του, τη σφαγή των αμάχων και τους μισθοφόρους. Ζυγιάζει και στρογγυλεύει προσεκτικά λόγια και εικόνες στην πλάστιγγα του πολιτικά ορθού, αυτολογοκρινόμενος και φροντίζοντας να απομακρύνει κάθε επικίνδυνη εστία που ζητά διερεύνηση «κάτω» από την επιφάνεια.
Αυτό δεν είναι κινηματογράφος. Μοιάζει με ρεπορτάζ δημοσιογράφου στο κανάλι ενός επιχειρηματικού ομίλου, που στοιχίζεται πίσω από την πολιτική των ιδιοκτητών του μέσου, μια που τους έχει αποσαφηνιστεί με πολλούς και διάφορους τρόπους ότι οι πελάτες του καναλιού, οι καταναλωτές της είδησης - ήδη δαμασμένοι - αποζητούν αυτό το είδος της κολοβής ενημέρωσης.
Το «μεγαλύτερο θύμα του πολέμου είναι η αλήθεια», αναφέρεται στην εισαγωγή. Είναι βέβαια κοινός τόπος ότι, τη σήμερον ημέρα, η παραπάνω φράση αποτελεί έννοια κενή περιεχομένου. Το αποδεικνύει η ίδια η ταινία που δε γεμίζει με αλήθεια τις εικόνες της, το αποδεικνύει το σύστημα εμπορίας των ειδήσεων, το αποδεικνύει το πλήθος των ειδήσεων που επιλεκτικά δεν προβάλλονται, υποβαθμίζονται ή διαστρεβλώνονται. Φθάνει μόνο μια ματιά στους ιδιοκτήτες και τις οικονομικές δραστηριότητες των επιχειρηματικών ομίλων των ΜΜΕ για να καταλάβει κανείς πώς χρηματοδοτείται και πώς διακινείται η αλήθεια - λάστιχο. Από το αβαθών κι εφήμερων τηλεοπτικών προδιαγραφών ντοκιμαντέρ του Νίκου Μεγγρέλη λείπει, εκτός των άλλων, και ένα κάποιο διά ταύτα.
Παραγωγή: Ελλάδα (2010).
Ο γεννημένος το 1955 Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ ξεκινά να ξετυλίγει το μίτο της αφήγησης σε voice off, με την ακόλουθη εισαγωγή που αναφέρει τα εξής: «Στις 3 Γενάρη του 1889, ο Φρίντριχ Νίτσε βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού που μένει, στο Τορίνο, στην οδό Κάρλο Αλμπέρτι 6. Οχι μακριά απ' αυτόν, ο οδηγός ενός δίτροχου κάρου μοιάζει να έχει πρόβλημα με το πεισματάρικο άλογό του. Οσο κι αν το τσιγκλά, εκείνο αρνείται να κουνηθεί. Ο οδηγός χάνει τότε την υπομονή του και αρχίζει να το μαστιγώνει. Ο Νίτσε μπαίνει στη μέση, με φούρια, να δώσει τέλος σε αυτήν τη βίαιη σκηνή. Αγκαλιάζει το λαιμό του αλόγου κλαίγοντας. Ο σπιτονοικοκύρης του, τον οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού και τον βάζει να ξαπλώσει. Ο Νίτσε, ακίνητος και σιωπηλός για δύο μέρες, θα μουρμουρίσει τα τελευταία του λόγια και θα συνεχίσει να ζει για 10 ακόμα χρόνια, βουβός και παράφρων, με τη φροντίδα της μητέρας του και των αδελφών του... Δε γνωρίζουμε τι απέγινε το άλογο»... Ο Ταρ από αυτό το σημείο ξεκινά τη φιλμική αφήγηση διάρκειας έξι ημερών. Η φαινομενολογική παρουσίαση της τελετουργίας της επιβίωσης (ο οδηγός του κάρου και η κόρη του επαναλαμβάνουν καθημερινά τις ίδιες κινήσεις με την ίδια διάρκεια, τρώνε από δύο κι όχι παραπάνω βραστές πατάτες κλπ.) κατ' αυτόν τον τρόπο υποδηλώνει τη θεμελιώδη σχέση με τη φύση. Σε συνθήκες χειμωνιάτικης θύελλας, πραγματικού χρόνου και με έντονη συναίσθηση της λιτότητας, της μοναξιάς, της τραγωδίας της ανθρώπινης ύπαρξης και του θανάτου...
Από τη γένεση του κινηματογράφου οι Ούγγροι έδωσαν έμφαση στη λογοτεχνική και διανοητική πλευρά του σινεμά, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε ισχυρή παράδοση και στη θεωρία του κινηματογράφου, με τους φιλόσοφους Γένε Τέρεκ και Σέσιλ Μπογκνάρ που έθεσαν τα θεμέλια ώστε αργότερα να αναλάβει τα ηνία ο σημαντικός θεωρητικός Μπέλα Μπαλάζ. Η Ουγγαρία ακόμη είχε την πρώτη, εθνικοποιημένη κινηματογραφική βιομηχανία, στην παγκόσμια ιστορία. Η σοσιαλιστική επανάσταση του Μπέλα Κουν που το Μάρτη του 1919 κήρυξε την Ουγγαρία «Κόκκινη Δημοκρατία», εθνικοποίησε τον Απρίλη τη βιομηχανία του κινηματογράφου, τέσσερις μήνες πριν ο Λένιν προβεί στην εθνικοποίηση της σοβιετικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η πρώτη αυτή εθνικοποίηση διήρκεσε πολύ λίγο, ωστόσο πρόλαβαν να παραχθούν 31 ταινίες. Αυτά μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου έτους οπότε επικράτησε η αντεπανάσταση του ναύαρχου Μίκλος Χόρτι, ο οποίος ιδιωτικοποίησε εκ νέου το 1920 την κινηματογραφική βιομηχανία που έκτοτε πορεύθηκε - κατά κύριο λόγο - στην πεπατημένη των αμερικανικών προτύπων ψυχαγωγίας της εποχής. Η έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκει την Ουγγαρία σύμμαχο των ναζί. Στην παραγωγή λοιπόν της κινηματογραφικής βιομηχανίας προστίθενται και οι ταινίες καθαρόαιμης ναζιστικής προπαγάνδας. Με τη λήξη του πολέμου το 1945, ιδρύεται στη Βουδαπέστη η φημισμένη Ακαδημία Δραματικής και Κινηματογραφικής Τέχνης, ενώ η κινηματογραφική βιομηχανία εθνικοποιείται το 1948 για ακόμη μια φορά, από τη σοσιαλιστική μεταπολεμική κυβέρνηση. Με την ανατροπή του σοσιαλισμού το 1989, η περίφημη ουγγρική εθνική κινηματογραφία συνιστά πλέον και αυτή είδος προς εξαφάνιση...
Παίζουν: Γιάνος Ντέρζι, Ερικα Μποκ, Μιχάλι Κόρμος, κ.ά.
Παραγωγή: Ουγγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία (2011).
Ιστορία κοινότοπη και τσαλακωμένη χωρίς πλουμιστές και στιλβωμένες όψεις. Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Μασέ - Ντεπάς από μια ιδέα που γεννήθηκε την ώρα που έβλεπε ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση για τη λειτουργία των κέντρων υποδοχής «παράνομων» μεταναστών, που ορισμένα απ' αυτά απείχαν μόλις 15 χιλιόμετρα από το σπίτι του. «Αρχισα να νιώθω άβολα που δίπλα μου συνέβαιναν όλα αυτά κι εγώ καθόμουν παθητικά στον καναπέ και τα παρακολουθούσα. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να μάθω περισσότερα. Γύρισα την ταινία για να την δει ο κόσμος και να μην μπορεί να πει "δεν ήξερα"», δήλωσε ο Μασέ - Ντεπάς σε συνέντευξή του. Με τη βοήθεια συνεργατών του έστησε μια μακρόχρονη κι επίμονη έρευνα με επισκέψεις σε πραγματικούς χώρους υποδοχής και με συνεντεύξεις από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Τους «λαθρομετανάστες», τους φύλακες, τους εργαζόμενους και την αστυνομία, με στόχο να καταγραφούν όσο το δυνατόν πιο πιστά, σφαιρικά και αντικειμενικά οι ισχύουσες συνθήκες.
Η ταινία με την αξιοπρεπέστατη και δυναμική Τάνια στο επίκεντρο λειτουργεί καταγγελτικά ως προς τη Συνθήκη «Δουβλίνο 2» αλλά και την απροκάλυπτη υποκρισία του όλου συστήματος και της συνολικής λειτουργίας των θεσμών της ΕΕ που έχουν να κάνουν με τους «παράνομους» μετανάστες. Στιγματίζει με ιδιαίτερο σθένος τις απάνθρωπες πρακτικές που ακολουθούνται κατά την απέλαση των ξένων και γίνεται ρητή αναφορά σε βασανιστήρια και εικονικές εκτελέσεις. Συγκλονιστική ταινία, σπουδή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αφηγηματική οικονομία και αποτελεσματικότητα, φτιαγμένη με ευαισθησία και ένταση αλλά και αγωνία για το επίκαιρο και καυτό θέμα της «παράνομης» μετανάστευσης. Μια ταινία που δε θα αφήσει κανέναν αδιάφορο, που οπωσδήποτε πρέπει να δείτε...
Παίζουν: Αν Κεσένς, Κριστέλ Κορνίλ, Γκαμπρί Λαπερέζ, Ες Λοσόν, Αλεξάντρ Γκοντσαρόφ, Ολγκα Ζντάνοβα, κ.ά.
Παραγωγή: Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία (2010).