ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 10 Φλεβάρη 2009
Σελ. /40
Για τον προσυνεδριακό διάλογο

Ο όρος σταλινισμός επινοήθηκε και καθιερώθηκε, περίπου, σαν ιδεολογία και έγινε όπλο στα χέρια της αντίδρασης και ιδιαίτερα του οπορτουνισμού. Κι επινοήθηκε ακόμα και όταν ο Στάλιν - και η πολιτική του δράση - δεν ήταν καν γνωστός έξω από τη χώρα του.

Το 1918, όταν οι ιμπεριαλιστές επιτέθηκαν απρόκλητα στην τότε Σοβιετική Ρωσία (έστειλε και η Ελλαδίτσα μας στρατεύματα) - μόλις έβγαινε ο κόσμος από το μακελειό του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου - είχαν συνειδητοποιήσει ότι το «κακό» που συνέβη στην Τσαρική Ρωσία, μπορούσε ένα πρωί να χτυπήσει την πόρτα τους. Με τα προβλήματα που δημιούργησαν οι ιμπεριαλιστές τότε, υπήρχε επαναστατική κατάσταση, όπως έγινε το Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία. Το πρόβλημά τους ήταν και είναι ο σοσιαλισμός, που κάνει περιττή την ύπαρξή τους. Και ο Στάλιν να μην υπήρχε, θα εύρισκαν όνομα να βαφτίσουν την αντίδρασή τους.

Τυχαίο είναι μήπως το γεγονός ότι το 1941, όταν η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ενωση, οι ιμπεριαλιστές επί τρία χρόνια δεν άνοιγαν το δεύτερο μέτωπο στη Γαλλία, για να δώσουν μια ανάσα στο σοβιετικό λαό, που έχανε εκατομμύρια ανθρώπους, παρά καραδοκούσαν πότε ο Χίτλερ θα κατασπαράξει τη χώρα του Λένιν, για να διαφεντεύουν μαζί του ολάκερο τον κόσμο;

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν είδαν οι ιμπεριαλιστές να «φυτρώνουν» οι σοσιαλιστικές χώρες στην Ανατολική Ευρώπη, και ο αντίχτυπος της νίκης του σοβιετικού λαού να επηρεάζει λαούς σ' όλον τον κόσμο, δημιούργησαν - σαν αντιβιοτικό για τον καπιταλιστικό τους κόσμο - το μύθο του σταλινισμού. Η δικτατορία που είχαν - και έχουν προπάντων σήμερα - στα μέσα ενημέρωσης (Τύπος, TV) τους έφερε αφάνταστα αποτελέσματα. Κάθε ψέμα αφήνει πίσω του την πατημασιά του, πόσο μάλλον όταν γίνεται συστηματική προπαγάνδα σε παγκόσμια κλίμακα και συ δεν έχεις πληροφορίες για το αντίθετο. Η διαδικασία της επανάστασης, πάντως, δεν είναι περίπατος. Το γνωρίζουμε όλοι αυτό, αλλά...

Τη δεκαετία του '80 το κόμμα μας είχε διαβρωθεί από τον αντισταλινισμό. Αποτέλεσμα της κατάστασης που επικρατούσε ήταν η δημιουργία του Συνασπισμού με τους οπορτουνιστές. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ κατακρίναμε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ για τον αναθεωρητικό του χαρακτήρα, από την άλλη καταπίναμε τη φόλα του σταλινισμού και περιμέναμε να μας τύχει ένας σοσιαλισμός με «ανθρώπινο» πρόσωπο.

Εδώ πρέπει να πούμε πως με την περιβόητη περεστρόικα είχαμε άγριες αυταπάτες. Δηλαδή, τι περιμέναμε από τις συναντήσεις του Γκορμπατσόφ με τον Ρίγκαν στην Αμερική και στη συνέχεια τα σούρτα-φέρτα με τη Θάτσερ και τον (πατέρα) Μπους; Ξαφνικά οι ιμπεριαλιστές πάθανε παράκρουση και αλλάζανε ιδεολογία!; Ενώ τον ίδιο καιρό η Σοβιετική Ενωση εγκατέλειπε τις χώρες, που είχαν μπει στα σκαριά να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό (Αφγανιστάν, κ.ά.), βορά στα σαγόνια των ιμπεριαλιστών.

Με τη διάσπαση του Κόμματος το '91 δεν ήταν μόνο αυτοί, που φεύγοντας από το Κόμμα κουβάλησαν μαζί τους, στις ιδεολογικές τους αποσκευές, σαν πρώτο εφόδιο τον αντισταλινισμό. Αλλά και άλλοι, που έμειναν στις παρυφές του Κόμματος, ακόμα δε και στελέχη ανώτερης κλίμακας, που ενώ πάλεψαν να κρατηθεί το Κόμμα, μιλούσαν περιφρονητικά για τον Στάλιν.

Σήμερα, που ο ιμπεριαλισμός - ελλείψει αντιπάλου - σαρώνει τα πάντα, εμείς τρώμε τις σάρκες μας, για να βρούμε αν γέρνουμε ή δε γέρνουμε προς το σταλινισμό. Και κει που η ανθρωπότητα πάει ν' ανοίξει τα στραβά της, να δει ποιος δημιουργεί τους πολέμους, ποιος αμολάει τον ανεμοστρόβιλο για τις ιδιωτικοποιήσεις, το σμπαράλιασμα των εργασιακών σχέσεων, την ανεργία, τη μείωση του μεροκάματου, τα σαΐνια της ΕΕ βρίσκουν το αντίδοτο. Πάνε να θεσμοθετήσουν την ταύτιση του Στάλιν με το φασισμό.

Ν' αφήσουμε τους συγγραφείς στην μπάντα, που γράφει ο ένας για τα θετικά και ο άλλος τ' αρνητικά του Στάλιν και να δούμε την ιστορία. Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοβιετική Ενωση - με ηγέτη τον Στάλιν - κατανίκησε το γερμανικό φασισμό και χωρίς τη βοήθεια των «συμμάχων» ΗΠΑ και Αγγλίας. Το ιστορικό γεγονός παραμένει. Στη δύση εκείνου του πολέμου οι Αμερικανοί έριξαν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, αφήνοντας στον τόπο 300.000 ανθρώπους περίπου (αν τις έριχνε ο Στάλιν!). Ο Τρούμαν, μάλιστα, είχε πει: Ευχαριστούμε το Θεό που είχαμε εμείς την ατομική βόμβα και όχι ο εχθρός μας. Κι ο πανάγαθος Θεός με τους ιμπεριαλιστές! Είχαμε και μεις στην αρχαιότητα το Δία, που άμα τον έπιαναν τα μπουρίνια αμολούσε τους κεραυνούς του, αλλά θεό βομβαρδιστή με ατομικές βόμβες πρώτη φορά γνώριζε η ανθρωπότητα.

Αυτή η ιστορία με την επίκληση του Θεού από τους Αμερικανούς Προέδρους ή χοντρό δούλεμα του κόσμου είναι ή έχουν ιδιωτικοποιήσει και το Θεό. Γιατί κι ο Κλίντον το '99, ενώ βομβάρδιζε το Βελιγράδι, προσευχόταν στο Θεό, έλεγε, να γίνει ειρήνη.

Οι πόλεμοι σε Κορέα, Βιετνάμ, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ και πόσοι άλλοι! Ψωμοτύρι οι επιθέσεις των ιμπεριαλιστών σε ξένες χώρες. Καλά, γνωστά είναι αυτά, λένε μερικοί. Γνωστά, αλλά δεν τα έκανε ο Στάλιν.

Πέρα από την πάλη των τάξεων, την αστική προπαγάνδα, την υπονόμευση και τις πιέσεις του ιμπεριαλισμού, ο βασικότερος παράγοντας της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν ο οπορτουνισμός. Τα εκατομμύρια κομματικά μέλη του ΚΚΣΕ πού είναι; Στις ευρωπαϊκές χώρες - κυρίως σε Ιταλία και Γαλλία - ο οπορτουνισμός κυκλοφορούσε μεταμφιεσμένος και με το ψευδώνυμο «ευρωκομμουνισμός». Ταυτίστηκαν με τον ιμπεριαλισμό και αφομοιώθηκαν σε τέτοιο σημείο, που το '99 μαζί βομβαρδίζανε τη Γιουγκοσλαβία. Η επανάσταση στη Γερμανία το 1918 από τους οπορτουνιστές σοσιαλδημοκράτες προδόθηκε.

Ο οπορτουνισμός έχει πολλές μορφές. Και με τη μια θέση είναι και με την άλλη. Στις αρχές του 2008, με αφορμή κάποια επέτειο στην Κούβα, λέει ο κ. Τσίπρας πως, αν οι ιδέες του Τσε Γκεβάρα έμπαιναν σε εφαρμογή, θα έβαζαν την ειρήνη του κόσμου σε κίνδυνο. Ολος ο κόσμος γνωρίζει τον Τσε Γκεβάρα σαν επαναστάτη κομμουνιστή. Τι άλλο ξέρει ο κ. Τσίπρας; Ο άνθρωπος ίσως πιστεύει πως οι νεολαίοι του κόσμου θ' αποκαθηλώσουν την εικόνα του Τσε Γκεβάρα από τα μπλουζάκια και τις αφίσες και στη θέση του θα βάλουν τη δική του φάτσα και θα γράψουν απάνω: Τσε Τσίπρας. Από την άλλη, όταν το καλοκαίρι έγιναν εκλογές στην Παραγουάη και επικράτησε κάποιος επίσκοπος, συνδυάζοντας το γεγονός και με τις πολιτικές που επικρατούν τα τελευταία χρόνια στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία, αποφάνθηκε ο κ. Τσίπρας: Είναι αυτό που έλεγε ο Τσε Γκεβάρα για την ενότητα της Λατινικής Αμερικής.

Οπορτουνισμός είναι ακόμα, το να θεωρητικολογούμε αενάως, χωρίς να μπαίνουμε στη δράση. Οπορτουνισμός είναι και η ανοχή σε ήθος επιλήψιμο. Ο Τσε Γκεβάρα θεωρούσε το ήθος θεμελιώδη μοχλό για την επικράτηση του κομμουνισμού στην ανθρώπινη κοινωνία.

Οι καπιταλιστές, πάντως, καλύτερο σύμμαχο από τον οπορτουνισμό δε θα μπορούσαν να είχαν ονειρευτεί.

Το κόμμα μας άντεξε στη λαίλαπα το '91 και δεν «ανανεώθηκε», παρόλο τον ιδεολογικό πόλεμο που δεχτήκαμε και τους χαρακτηρισμούς που μας φόρτωσαν - απολίθωμα, συντηρητισμό. Μήπως δικαιώθηκαν αυτοί με την πολιτική τους τα τελευταία 20 χρόνια και ο κόσμος ζει σε παράδεισο, ή η ανθρώπινη συνείδηση για το άδικο της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο έχει αλλάξει; Το κόμμα μας άντεξε χάρη και στην ιστορική του παράδοση και τη συμπαράσταση της ηρωικής γενιάς της ΕΑ και του ΔΣΕ. Η ανασυγκρότηση και ισχυροποίησή του εξαρτιέται από πολλούς παράγοντες. Σε αντίθεση με την ύφεση του κομμουνιστικού κινήματος, που υπάρχει σε διεθνές επίπεδο, το κόμμα μας κρατάει γερά στο δρόμο του μαρξισμού - λενινισμού, και η δράση και οι πολιτικές του παρεμβάσεις έχουν αντίχτυπο στην ελληνική κοινωνία. Με τις, επί εφτά χρόνια, συναντήσεις κομμουνιστικών κομμάτων που διοργάνωσε και προσπάθησε να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα περιμέναμε ίσως κάτι παραπάνω, από το να περάσουμε τη σκυτάλη τέτοιων διοργανώσεων στο εξωτερικό. Ισως, επειδή είμαστε και μικρή χώρα, ο αντίχτυπος δεν είναι σε μέγεθος ανάλογος με τη σημασία και τη σπουδαιότητά του.

Στο συνδικαλιστικό τομέα, το κόμμα μας δημιούργησε το ΠΑΜΕ -αριστούργημα στους εργασιακούς χώρους - που όσο θ' απλώνει και θα δυναμώνει, θα ενισχύει τους εργαζόμενους να παλεύουν από πολύ καλύτερες θέσεις για τα προβλήματά τους, ενώ παράλληλα θα ξεσκεπάζει τις συμβιβασμένες με το κεφάλαιο συνδικαλιστικές οργανώσεις των αστικών κομμάτων.

Αν δεν είμαστε ικανοποιημένοι, μπορούμε όμως να είμαστε περήφανοι για το κόμμα μας, ρίχνοντας μια ματιά - κυρίως στην Ευρώπη - στους συγγενικούς με το κόμμα μας χώρους.


Χρήστος Βασιλειάδης

Για τη διεθνή δράση του Κόμματος

1. Τα χρόνια που πέρασαν συνεχίστηκαν τα βήματα ανασύνταξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Πύκνωσαν οι προσπάθειες συντονισμού και κοινής δράσης. Εντάθηκαν οι περιφερειακές συναντήσεις, αλλά και άλλες πολυμερείς πρωτοβουλίες που προώθησαν ως ένα βαθμό την ενότητα δράσης σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα. Πολλαπλασιάστηκαν οι κοινές ανακοινώσεις και τοποθετήσεις για διεθνή γεγονότα και εξελίξεις με ευρύτερη σημασία. Δυνάμωσε η διεθνιστική αλληλεγγύη με διωκόμενους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές, με λαϊκούς αγώνες και κινητοποιήσεις.

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα απέδειξαν ότι είναι ικανά να οργανώνουν αποτελεσματικές πρωτοβουλίες και καμπάνιες διεθνούς εμβέλειας. Ξεχωρίζει η πανευρωπαϊκή καμπάνια και συντονισμένη καμπάνια ενάντια στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 2005-2006, η πρώτη πραγματικά διεθνής κομμουνιστική καμπάνια μετά τις ανατροπές.

Σε όλη αυτή την πορεία καθοριστική ήταν η συμβολή των Διεθνών Συναντήσεων Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του κόμματός μας, γεγονός που έχει συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του διεθνούς κύρους του ΚΚΕ. Οι Διεθνείς Συναντήσεις και το SOLIDNET αποτελούν σήμερα σημείο αναφοράς για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Αντανακλούν τα βήματα, αλλά και τα προβλήματα που υπάρχουν ως αποτέλεσμα της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος. Προσελκύουν το ενδιαφέρον φίλων και εχθρών. Συνέβαλαν στην επικοινωνία και συλλογική συζήτηση, στο ξεπέρασμα αναστολών που υπήρχαν σε σημαντικά κόμματα σε σχέση με την πολυμερή συνεργασία. Δημιουργούν συνθήκες για πιο δομημένη συνεργασία.

Το βασικό επίτευγμα όλων αυτών των χρόνων είναι ότι εδραιώθηκε η παρουσία του κομμουνιστικού κινήματος ως διεθνούς κινήματος. Ωστόσο όλα αυτά υπολείπονται δραματικά από τις απαιτήσεις, ιδιαίτερα σε συνθήκες οξυνόμενης οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού.

Παράλληλα, μια σειρά προβλήματα συνεχίστηκαν ή και οξύνθηκαν. Η πίεση για απόρριψη της κομμουνιστικής ταυτότητας πήρε νέες διαστάσεις με τη σύγκλιση του νέου κύματος κρατικού αντικομμουνισμού με τα σύγχρονα οπορτουνιστικά ρεύματα, αλλά και με την «κομμουνιστική» μεταμφίεση χρεοκοπημένων τροτσκιστικών και μαοϊκών ρευμάτων. Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς εκφράζει τη στρατηγική συγχώνευση του οπορτουνισμού με κρατικές και ευρωενωσιακές δομές.

Σε ορισμένες σημαντικές χώρες συνεχίστηκε η διαδικασία απέκδυσης των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών των κομμάτων. Ως αντίδραση σημειώνεται μια ορισμένη αναγέννηση κομμουνιστικών ρευμάτων μέσα και στον περίγυρό τους, δυναμώνουν αναζητήσεις με σημείο αναφοράς τα Λενινισμό. Η κινητικότητα αυτή θα επιταθεί όσο ωριμάζει η καπιταλιστική κρίση και οξύνεται η ταξική πάλη.

Η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, στη βάση της αποκατάστασης της ιδεολογικής ενότητας και των ιστορικών παραδόσεών του, αποκτά επείγοντα χαρακτήρα σε συνθήκες κρίσης. Οσο αυτό απουσιάζει, τόσο τα αναδυόμενα κινήματα και δυνάμεις θα είναι ευάλωτα στη χειραγώγηση, τον αποπροσανατολισμό, τη σύγχυση. Το καθήκον αυτό είναι ιδιαίτερο, αλλά υλοποιείται αποτελεσματικά παράλληλα με την ανάπτυξη της κοινής δράσης, του συντονισμού. Η επιμονή στη συνέχεια και την ανάπτυξη της διαδικασίας των Διεθνών Συναντήσεων διευκολύνει αυτό το καθήκον.

2. Στους κυρίαρχους κύκλους τον προβληματισμό για την κρίση συνοδεύει η έκδηλη απαισιοδοξία. Ο τίτλος του άρθρου της στήλης «πρώτη σελίδα» της ιστοσελίδας του Ευρωκοινοβουλίου στις 14/11/2008 είναι χαρακτηριστικός: «το τέλος του καπιταλισμού (;)». Αναμφίβολα βρισκόμαστε ενώπιον μιας κρίσης της οποίας οι διαστάσεις δεν έχουν εκδηλωθεί κι ούτε μπορούν να προβλεφτούν σε όλο το εύρος και το βάθος τους. Ορισμένοι μαρξιστές μιλάνε για «επανεκκίνηση» της γενικής κρίσης του καπιταλισμού.

Σε κάθε περίπτωση η σωστή, επιστημονική διάγνωση της κρίσης είναι όρος για τη στρατηγική απάντηση από μεριάς του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος.

Παράλληλα χρειάζεται να πάρουμε υπόψη ότι η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού πυροδοτεί γενικότερη έκρηξη των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών. Εγκυμονεί σοβαρές μετατοπίσεις στη γεωγραφία του ιμπεριαλισμού, ανακατατάξεις ανάμεσα στις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτό δεν μπορεί παρά να προκαλέσει ρήγματα στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία που πρέπει να αξιοποιηθούν από το επαναστατικό κίνημα.

Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί εκφράζονται με ιδιαίτερη ένταση για τον έλεγχο των πηγών πρώτων υλών. Εντείνεται η τάση άμεσης κατοχής. Εμφανίζονται στοιχεία άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ δυνάμεων που διαγκωνίζονται για την κυριαρχία (λ.χ. στη Γεωργία). Δυναμώνει ο μιλιταρισμός, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας κρατών και λαών, η τάση προσάρτησης εδαφών. Δυναμώνει η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η καταλήστευση των φυσικών πόρων, ενώ το στοιχείο της εθνικής καταπίεσης προβάλλει ξανά ως συνοδευτικό της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.

Αντικειμενικά διευρύνονται οι δυνατότητες συσπείρωσης δυνάμεων μέσα από πολλαπλά μέτωπα πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση στη χώρα μας και διεθνώς. Ο αντικειμενικός υπολογισμός όλων των ταξικών δυνάμεων στη χώρα και τον περίγυρο είναι σημαντικός για την εύστοχη επεξεργασία της τακτικής μας. Νέες δυνατότητες ωριμάζουν για τη δουλειά στις διεθνείς αντιιμπεριαλιστικές οργανώσεις και κινήματα που πρέπει να αξιοποιηθούν με επιμονή και συνέχεια σε πείσμα των όποιων δυσκολιών.

Τέτοιες δυνατότητες εκδηλώνονται και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι αντιθέσεις, οι δυσκολίες που συναντά μεγαλώνουν. Εντείνονται οι συζητήσεις για την προοπτική της. Διαβρώνεται η νομιμοποίηση της ΕΕ στα μάτια των λαών, δυναμώνει και γενικεύεται η αμφισβήτηση. Το δημοψήφισμα της Ιρλανδίας, οι εργατικοί και νεολαιίστικοι αγώνες εκφράζουν αυτή την τάση που θα συνοδεύεται από οξύτερες ταξικές συγκρούσεις. Το μέτωπο ενάντια στην ΕΕ και το NATO δίνει σοβαρές δυνατότητες συσπείρωσης δυνάμεων στο επίπεδο του κινήματος, μπορεί να επιταχύνει την τάση χειραφέτησης που υπάρχει ώστε να βρει έκφραση και στο πολιτικό επίπεδο.


Νίκος Σερετάκης

Για το δεύτερο θέμα

Ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι η αποφυγή επανάληψης της αρνητικής εμπειρίας κατά την επόμενη προσπάθεια οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Συνεπώς, δεν αρκεί η καταγραφή λαθών και προσεγγίσεων, αλλά χρειάζεται η απάντηση στο «γιατί» συνέβησαν αυτά και ποια είναι η ασφαλιστική δικλείδα για να μην επαναληφθούν.

Ουσιαστικά πρέπει να απαντηθεί το πώς είναι δυνατόν, σε οποιοδήποτε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, η τάξη που, θεωρητικά, κατέχει την εξουσία να «επιτρέπει» την τροποποίηση των κοινωνικοοικονομικών δομών έτσι ώστε να οδηγείται, εν κατακλείδι, στην απώλεια της εξουσίας που κατέχει. Και μόνο με πυξίδα το απλό ταξικό ένστικτο, ποτέ οι κατέχουσες την εξουσία τάξεις, σε όλη τη διαχρονική ιστορία της ανθρωπότητας, δεν επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμα και όταν επρόκειτο για πισωγυρίσματα και παλινορθώσεις, το πέρασμα από το ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο άλλο έγινε μέσα από σκληρές συγκρούσεις και όχι διά της «διολισθήσεως». Πολύ περισσότερο που η, θεωρητικά, κατέχουσα την εξουσία εργατική τάξη, στην ΕΣΣΔ, ήταν εξοπλισμένη με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού και τις μελέτες των κλασικών.

Από την άλλη, έτσι ή αλλιώς, σε μία ταξική κοινωνία, ανεξάρτητα αν οι τάξεις που την απαρτίζουν είναι μεταξύ τους «φιλικές», αντικειμενικά, κάθε μέτρο που παίρνεται έχει ταξικό χαρακτήρα και συνεπώς κάποια τάξη εξυπηρετεί και κάποια όχι. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, τα μέτρα που παίρνονταν μόνο την εργατική τάξη δεν εξυπηρετούσαν, αναφορικά πάντα με την κατοχή της εξουσίας από την πλευρά της.

Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι στην ΕΣΣΔ η εργατική τάξη δεν κατείχε την εξουσία. Αυτόματα προκύπτει το ερώτημα του ποιος ήταν τελικά ο κάτοχος της εξουσίας και βέβαια αν κάτι τέτοιο ίσχυε εξ αρχής ή αν άλλαξε στην πορεία.

Θεωρώ ότι η προσέγγιση πως την εξουσία κατείχε το ΚΚΣΕ στο όνομα της εργατικής τάξης δεν έχει βάση. Τα κόμματα ασκούν εξουσία, εκφράζοντας κάθε φορά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, αλλά δεν κατέχουν τα ίδια την εξουσία. Η εξουσία πάντα κατέχεται από την τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής και κατ' επέκταση μπορεί να ιδιοποιηθεί το κοινωνικό προϊόν.

Σύμφωνα με τη λενινιστική προσέγγιση «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας». (Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 39, σελ. 15).

Σύμφωνα με τους Σοβιετικούς θεωρητικούς, στη Σοβιετική Ενωση υπήρχαν τρεις, φιλικά συνεργαζόμενες μεταξύ τους, τάξεις: οι εργάτες, οι κολχόζνικοι αγρότες και η διανόηση. Ο ρόλος της κάθε μιας τάξης στην παραγωγή ήταν συγκεκριμένος, με τους διευθυντές των επιχειρήσεων να προέρχονται κατά κύριο λόγο από την τάξη της διανόησης. Θεωρητικά, η πολιτική εξουσία ήταν στα χέρια της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και αυτό υποτίθεται πως τεκμηριώνεται από το ότι τα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνικοποιημένα.

Ωστόσο, με βάση τη λενινιστική προσέγγιση που αναφέρθηκε παραπάνω, για να φτάσουμε στο ποια τάξη κατείχε την εξουσία, δεν αρκεί να δούμε μόνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς που ίσχυε για τα μέσα παραγωγής, αλλά και τη «σχέση» κάθε τάξης με αυτά, αναφορικά και με τον τρόπο ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου.

Από το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το Σοσιαλισμό, και συγκεκριμένα από τις Θέσεις 18, 19 και 20 γίνεται σαφές ότι υπήρχε «προνομιακή» σχέση των κολχόζνικων αγροτών και των διευθυντικών στελεχών (δηλ. του μεγάλου τμήματος της διανόησης) με τα μέσα παραγωγής και το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν. Η προνομιακή αυτή σχέση είχε να κάνει με ζητήματα που άπτονταν στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και στην απόσπαση των σοσιαλιστικών μονάδων από τον κεντρικό σχεδιασμό, στην ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος από τους κολχόζνικους οι οποίοι έφτασαν να κατέχουν και ως ιδιοκτήτες μέσα παραγωγής (τρακτέρ), στις οικονομικές απολαβές των διευθυντών και στην έντονη διαφοροποίηση αυτών από τις οικονομικές απολαβές των εργατών, στα πριμ, στην παράνομη συσσώρευση πλούτου κλπ. Φυσικά, όλα τα παραπάνω, όχι μόνο δεν αφορούσαν την εργατική τάξη, αλλά σαφώς στρέφονταν εναντίον της.

Αλλωστε στη Θέση 17 ξεκαθαρίζεται ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην ΕΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή, ενώ στη Θέση 19 παρουσιάζεται η «διείσδυση» αυτού και στη βιομηχανία, όπου οι διευθυντές των επιχειρήσεων λειτουργούσαν πια σαν ιδιοκτήτες αυτών.

Αυτό που δεν αναφέρεται στις Θέσεις είναι ότι, μετά την επανάσταση του Οκτώβρη, τα μέσα παραγωγής διευθύνονταν από συλλογικά, εκλεγμένα από τους εργάτες, όργανα και κάθε στιγμή ανακλητά. Λόγω όμως των τεράστιων δυσκολιών, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, ήδη, από το 1918, και από τον ίδιο τον Λένιν, οι εκλεγμένες διοικήσεις εγκαταλείφθηκαν, και τη θέση τους πήραν μονοπρόσωπες διοικήσεις, οι οποίες δεν εκλέγονταν, αλλά διορίζονταν. Ο Λένιν βέβαια παραδέχτηκε ανοιχτά ότι το συγκεκριμένο μέτρο ήταν σαφής υποχώρηση, δεν αποτελούσε εφαρμογή του μαρξισμού και δεν είχε καμία σχέση με τις αρχές της Κομμούνας, αλλά ήταν αναγκαία ταχτική για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι το συγκεκριμένο μέτρο παρέμεινε ως τέτοιο καθ' όλη τη διάρκεια ζωής της ΕΣΣΔ, με τις εξουσίες των διευθυντών σταθερά να διευρύνονται. Φυσικά, οι διευθυντές ήταν «ειδικοί» και άρα προερχόμενοι από την τάξη της διανόησης.

Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ πως το μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε, από τη γέννηση του σοσιαλιστικού κράτους, ήταν ότι η συμμαχία των τριών τάξεων ήταν ετεροβαρής, σε βάρος της εργατικής τάξης, ενώ με την πάροδο του χρόνου η συμμετοχή της εργατικής τάξης στην πολιτική εξουσία σταθερά απομειωνόταν για να φτάσει κάποια στιγμή να μην υφίσταται καθόλου.

Μια τέτοια θεώρηση εξηγεί και το γιατί η εργατική τάξη δεν υπερασπίστηκε την εξουσία που θεωρητικά έχανε κατά τη φάση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Απλά δεν έχανε τίποτα για να το υπερασπιστεί. Ακόμα, έτσι εξηγείται η σταθερά απομειούμενη συμμετοχή της εργατικής τάξης στον εργατικό έλεγχο και στην οργάνωση της εργασίας, με τις αντίστοιχες βέβαια συνέπειες στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης.

Αναφορικά με το ζήτημα της δεξιάς οπορτουνιστικής διολίσθησης του ΚΚΣΕ, νομίζω ότι το καθοριστικό σημείο ήταν η ταύτιση του κόμματος με το κράτος. Δεδομένου ότι η πολιτική εξουσία ανήκε κατά πρώτο λόγο στους «συμμάχους» και κατά τελευταίο λόγο στην εργατική τάξη, το κράτος λειτουργούσε βασικά για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των «συμμάχων». Η ταύτιση κόμματος - κράτους οδήγησε το ΚΚΣΕ σταδιακά να χάσει τα ταξικά χαρακτηριστικά του, ακριβώς γιατί προσπάθησε να εκφράσει κατά πρώτο λόγο τα συμφέροντα τόσο των κολχόζνικων όσο και των διανοουμένων, οι οποίοι, αμφότεροι, θεωρώ ότι αποτέλεσαν την κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού στην ΕΣΣΔ. Γιατί, βέβαια, ο οπορτουνισμός δεν είναι «αυτοφυές ιδίωμα», χρειάζεται κοινωνική βάση για να αναπτυχθεί.

Τελειώνοντας, θέλω να σημειώσω ότι σίγουρα ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε δεν ήταν ο σοσιαλισμός που οραματίστηκαν οι κλασικοί, ούτε ο σοσιαλισμός που ονειρευτήκαμε εμείς.

Ωστόσο, πιστεύω ότι η μεγαλύτερη προσφορά της ύπαρξής του είναι το ότι εξόπλισε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα με μεγάλη πείρα, η οποία αν και αρνητική στη γέννησή της, μπορεί να μετεξελιχθεί σε θετική αν σωστά μελετηθεί και αξιοποιηθεί κατά την επόμενη έφοδο στον ουρανό.


Αθηνά Χατζοπούλου

Για το πρώτο θέμα

Θέμα: Ο σταθερός προσανατολισμός των εδαφικών Οργανώσεων του Κόμματος και της ΚΝΕ στην εργατική τάξη και στους κλάδους, ως όρος απαράβατος για την ισχυροποίηση του Κόμματος.

Στη Θ. 78 του κειμένου της ΚΕ για τις Θέσεις του Συνεδρίου εντοπίζεται ότι «οι εδαφικές Αχτίδες πρέπει να έχουν σταθερό προσανατολισμό δράσης στην εργατική τάξη του χώρου τους, είτε αυτή εργάζεται στη συγκεκριμένη περιοχή είτε κατοικεί». Από την ίδια την πείρα της Αχτίδας Κοκκινιάς συμπεραίνεται ότι στη φράση αυτή δεν εντοπίζεται ένα ακόμα καθήκον, αλλά ένας απαράβατος όρος για την ισχυροποίηση του Κόμματος. Είναι δρόμος για μετρήσιμα αποτελέσματα στη διακριτότητα του ταξικού πόλου στο εργατικό κίνημα σε περισσότερους χώρους και κλάδους. Η δουλειά στους εργασιακούς χώρους δεν μπορεί να αποτελεί υπόθεση μόνο των κλαδικών Οργανώσεων ή των Σωματείων. Οσο αυτό ισχύει, αποτελεί από τις εδαφικές Οργανώσεις αποπροσανατολισμό των κομματικών δυνάμεων από το κύριο καθήκον τους, τη σταθερή δουλειά με την εργατική τάξη της περιοχής της.

Η σταθερότητα, ο καλύτερος προσανατολισμός και η καθοδήγηση των εδαφικών Οργανώσεων για δουλειά με εδαφοπαραγωγικά κριτήρια απαιτούν επίμονο σχέδιο. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ζητήματα της αναδιάταξης δυνάμεων και στελεχών, καταγραφής χώρων, συγκέντρωσης κλάδων, το ξεχώρισμα κλάδων και χώρων που συγκεντρώνουν νέους εργαζόμενους, γυναίκες και μετανάστες, ο συντονισμός με τη δράση των ταξικών Σωματείων, οι πρωτοβουλίες από το ίδιο το μαζικό κίνημα της περιοχής.

Κέντρο βάρους παραμένει η λειτουργία της ίδιας της εδαφικής ΚΟΒ και της ΟΒ, το ξεδίπλωμα της δουλειάς με παραγωγικά κριτήρια, η σταθερότητα παρέμβασης ουσιαστικά και εποικοδομητικά στους εργασιακούς χώρους της ευθύνης της. Χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση σε κάθε εργασιακό χώρο, παίρνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε χώρου και κλάδου, τις μορφές των εργασιακών σχέσεων, τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στον ίδιο τον εργασιακό χώρο. Χρειάζεται σχέδιο παρέμβασης με βάση τα ιδιαίτερα προβλήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους του κάθε χώρου, αλλά και για το σύνολο της ζωής τους, αφού η κερδοφορία του κεφαλαίου πλήττει όλο και πιο έντονα το σύνολο της ζωής της εργατικής λαϊκής οικογένειας. Είναι καθοριστικό να ξεφεύγουμε από την τυποποιημένη δουλειά του μοιράσματος της κομματικής ή συνδικαλιστικής ανακοίνωσης στους εργασιακούς χώρους. Πρέπει να στοχεύουμε σταθερά και επίμονα να συνδέεται το ειδικό πρόβλημα του κάθε χώρου με τη γενικότερη ζύμωση και τη συσπείρωση δυνάμεων γύρω από το «ποιος παράγει, ποιος καρπώνεται».

Υπόθεση της εδαφικής ΚΟΒ και ΟΒ είναι η τρομοκρατία της εργοδοσίας σε ένα εργοστάσιο ή η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας στους χώρους ευθύνης τους. Υπόθεση των εδαφικών Οργανώσεων είναι να ανοίξει το ζήτημα π.χ. των συγκοινωνιών και των εισιτηρίων, στους εργαζόμενους ενός εργοστασίου, που η πλειοψηφία τους σπαταλά απεριόριστο χρόνο για να φθάσει στο χώρο εργασίας. Υπόθεση των εδαφικών Οργανώσεων είναι να ανοίξουν στους εργασιακούς χώρους ζητήματα κοινωνικών υποδομών όπως οι δωρεάν Παιδικοί Σταθμοί για όλα τα παιδιά της, τα ζητήματα δημοτικής φορολογίας σαν αποτέλεσμα έμμεσης φορολογίας και ανταποδοτικότητας κ.ά.

Ιδιαίτερη δουλειά από τις εδαφικές Οργανώσεις απαιτείται σε χώρους που συγκεντρώνονται νέοι εργαζόμενοι, χωρίς συνδικαλιστική πείρα, με διαμορφωμένη συνείδηση περί προσωρινής παρουσίας τους στο συγκεκριμένο χώρο. Εκεί υπάρχει ακόμα πιο έντονο το φαινόμενο της απροκάλυπτης τρομοκρατίας του κεφαλαίου, διαμορφώνοντας μάλιστα συνειδήσεις συμβιβασμού και ανοχής στη νέα βάρδια της εργατικής τάξης. Οι εδαφικές Οργανώσεις πρέπει σταθερά να προσανατολιστούν και στους χώρους κατάρτισης της νεολαίας. Εκεί συγκεντρώνονται νέοι εργαζόμενοι που είναι ήδη στην παραγωγή σαν φθηνό ευέλικτο καταρτιζόμενο δυναμικό. Παρουσιάζουν μεγαλύτερη διάθεση για οργάνωση της δράσης τους, όταν προσεγγίζονται εκτός εργασιακού χώρου στον οποίο τις περισσότερες φορές εκφράζουν αναστολές και φόβους να δράσουν για τα προβλήματά τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρωτοπόροι σπουδαστές σχολών ΙΕΚ ή ΟΑΕΔ μπορεί να «μπαίνουν μπροστά» για τα προβλήματα στη σχολή τους, αλλά στον εργασιακό τους χώρο να εκφράζουν αναστολές να απεργήσουν. Σε αυτούς τους χώρους λοιπόν είναι πρώτιστη ανάγκη και υπόθεση των εδαφικών Οργανώσεων να ανοίξουν το ζήτημα της εγγραφής νέων εργαζομένων στα Σωματεία τους.

Δείκτης μετρήσιμος στη δουλειά των εδαφικών Οργανώσεων παραμένει η σύσταση νέων ΚΟΒ και ΟΒ από εργασιακούς χώρους της ευθύνης τους. Κύριο καθήκον για τα Οργανα των εδαφικών Οργανώσεων πρέπει να είναι η αποτελεσματικότητα της καθοδηγητικής δουλειάς στην οικοδόμηση σε εργασιακούς χώρους και κλάδους, το ξεχώρισμα των πρωτοπόρων εργατών και εργατριών και η ένταξή τους στο ταξικό εργατικό κίνημα, αλλά και στο μαζικό κίνημα στο χώρο κατοικίας.

Ορος απαράβατος βέβαια για να εδραιωθεί στις εδαφικές Οργανώσεις η δουλειά με παραγωγικά κριτήρια παραμένει και η στάση των μελών των εδαφικών Οργανώσεων του Κόμματος και της ΚΝΕ στο χώρο εργασίας τους. Η πρωτοπόρα δράση τους, η δουλειά στο Σωματείο τους, η δουλειά με την πολιτική του Κόμματος στον εργασιακό τους χώρο. Ο έλεγχος αυτής της δράσης και του προσανατολισμού είναι υπόθεση της ίδιας της εδαφικής Οργάνωσης που πρέπει να έχει κύριο μέλημα να σπάνε αντιλήψεις στα μέλη της για δράση μόνο στη γειτονιά ή τις ώρες εκτός εργασίας.

Σήμερα είναι ώριμο να εκτιμήσουμε ότι έχουν γίνει σταθερά και ουσιαστικά βήματα στον προσανατολισμό εδαφικών Οργανώσεων στην εργατική τάξη της περιοχής τους ως αποτέλεσμα της αναδιάταξης δυνάμεων με παραγωγικά κριτήρια. Με επιμονή και σταθερότητα απαιτείται να συνεχιστεί η αναδιάταξη αυτή, αλλά και η ενίσχυση των εδαφικών Οργανώσεων με εργατικά στελέχη όταν υπάρχει στο χώρο ευθύνης της Οργάνωσης μεγάλη συγκέντρωση ενός κλάδου.


Παναγιώτης Κατηφές
Μέλος ΓΠ της ΚΟΠ

Για το πρώτο θέμα

Πρώτη φορά κείμενο προσυνεδριακών θέσεων αναφέρει σε τόσα πολλά σημεία το θέμα της ενσωμάτωσης και εξαγοράς της εργατικής τάξης (ε.τ.) (σελ. 7, 45, 49, 56, 62), προσπαθώντας να δικαιολογήσει καθυστερήσεις που παρουσιάζονται στην ανάπτυξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Η ΚΕ θεωρεί μάλιστα ότι η ενσωμάτωση είναι αντικειμενική (σελ. 56, Θέση 75).

«Η οργανωτική ισχυροποίηση του Κόμματος... είναι πιο σύνθετο καθήκον... Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από αντικειμενικές συνθήκες. Οσο το εργατικό κίνημα δε βρίσκεται στο ύψος των απαιτήσεων, όσο, δηλαδή, ένα μεγάλο μέρος της ε.τ. παραμένει ενσωματωμένο, δε συνειδητοποιεί τη δύναμή του... θα παραμένουν στον ένα ή τον άλλο βαθμό δυσκολίες που επιδρούν στην κομματική οικοδόμηση...».

Για τους κομμουνιστές, τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί είναι περιττοί, αντανακλούν σε τελευταία ανάλυση τις αδυναμίες του κόμματος, της πολιτικής του. Αν η ε.τ. δεν ακολουθεί το δρόμο του αγώνα, και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης, αυτό είναι κύρια πρόβλημα του κόμματός της. Το αντιμετωπίζει όμως κινητοποιώντας την ε.τ.

Οργανώνοντας τον αγώνα της, συμβάλλει στη διαμόρφωση συνείδησης. Μόνο μέσα απ' την εμπειρία του αγώνα μπορεί η ε.τ. να αντιληφθεί τους ταξικούς εχθρούς της και να αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της, αναγνωρίζοντας στο κόμμα το πρωτοπόρο κομμάτι της τάξης της. Προϋπόθεση, η νικηφόρα έκβαση των αγώνων, αφού οι αποτυχίες απογοητεύουν, προσανατολίζοντας σημαντικά τμήματα της ε.τ. στην ατομική λύση ή στη στήριξη ξένων προς τα συμφέροντα της δυνάμεων, που υπόσχονται απατηλά το άμεσο.

Ομως η νικηφόρα έκβαση των αγώνων συνδέεται άρρηκτα με την ενότητα της τάξης. Με αυτό το πρόβλημα θα έπρεπε να ασχολούνται οι θέσεις. Πώς δηλαδή προωθείται το ενιαίο μέτωπο πάλης της ε.τ., ποια προβλήματα συναντά, ποιες οι επιμέρους συνεργασίες, οι κίνδυνοι κλπ. Με αναφορές στους συγκεκριμένους αγώνες (π.χ. Ασφαλιστικό), θα έπρεπε να γενικεύεται η πείρα.

Πρόκειται για το σημαντικότερο και δυσκολότερο ζήτημα της τακτικής και στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος, καθώς πάνω στη βάση της σχέσης μεταρρύθμισης - επανάστασης είτε απεμπολούνται επαναστατικά χαρακτηριστικά του κόμματος, μετατρέποντάς το σε οπορτουνιστικό, είτε αποκόβεται το κόμμα απ' την πλειοψηφία της ε.τ., αφού αυτή δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί μέσα από την πείρα των μέχρι τώρα αγώνων της και της συνείδησής της την ορθότητα και αναγκαιότητα των στόχων του κόμματός της, για ανατροπή του καπιταλισμού. Π.χ. η πρόταση του κόμματος για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας 100% δημόσιες, ενταγμένες σε έναν κοινωνικοποιημένο τομέα, είναι σωστή και πρέπει να προβάλλεται. Λείπει ωστόσο η πρόταση που θα απαντά στο τι θα γίνει μέχρι τότε, και που βεβαίως δεν μπορεί να είναι μόνο η προτροπή: «Βγάλτε συμπεράσματα, αλλάξτε τους συσχετισμούς».

Ακόμα πιο προβληματικές είναι οι παρακάτω διατυπώσεις:

«Οι αντικειμενικοί παράγοντες που οδηγούν στην ενσωμάτωση διαδραματίζουν το συγκεκριμένο ρόλο τους σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα διαταραχτεί σε τέτοιο βαθμό για ένα μέρος της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων οι όροι αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η τάση όμως αυτή θα ενισχυθεί στην πορεία και γι' αυτό μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις δράσης του Κόμματος», (σελ. 49, Θέση 64) και «όσο ενοποιούνται οι εργασιακοί όροι και οι γενικότεροι όροι διαβίωσης προς το χειρότερο, δημιουργούνται προϋποθέσεις ενοποίησης της πάλης και ευρύτερης αφύπνισης με τη δράση του Κόμματος και του ΠΑΜΕ» (σελ. 62, Θέση 82).

Φαίνεται ότι το κόμμα βασίζει την ελπίδα ανόδου της λαϊκής πάλης στη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, παρόλο που σε άλλα σημεία διαπιστώνει την αρνητική επίδραση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, στην οργάνωση της ε.τ. Παράλληλα υποσκάπτει και την ορθότητα της εκτίμησης: «Βάση των διεκδικήσεων είναι τα οικονομικά αιτήματα των εργαζομένων και το δικαίωμα στη δουλειά...» (σελ. 77, Θέση 102).

Είναι διαφορετικό να διαπιστώνει κανείς ότι η όξυνση της κρίσης μπορεί και μόνο μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις ευρύτερης αφύπνισης ανάλογα με την ικανότητα του κόμματος να προσανατολίζει σωστά το εργατικό κίνημα και άλλο πράγμα η απόλυτη διατύπωση «όσο ενοποιούνται οι εργασιακοί όροι... προς το χειρότερο, δημιουργούνται προϋποθέσεις...».

Η αντίληψη αυτή παραπέμπει σε ιδέες της σχολής της Φραγκφούρτης (Μαρκούζε) και ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που τη δεκαετία του '60 θεωρούσαν την ε.τ. της Δ. Ευρώπης ενσωματωμένη στο σύστημα, ανίκανη να αναλάβει πρωτοπόρο ρόλο, επινοώντας διάφορα άλλα «επαναστατικά» υποκείμενα. Εκφράζει απαισιοδοξία, μειωμένη εμπιστοσύνη στη δύναμη της ε.τ. να αποσπά κατακτήσεις ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Μπορεί να οδηγήσει το κόμμα και το κίνημα στην αναμονή, στερώντας απ' την ε.τ. την αισιοδοξία που αποφέρουν οι επιμέρους νίκες, στην κατεύθυνση βελτίωσης του βιοτικού της επιπέδου. Στερεί τελικά την εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να διεκδικήσει την εξουσία και αφήνει ανοιχτό το δρόμο σε οπορτουνιστικές, αλλά και ακροδεξιές δυνάμεις να εκμεταλλευτούν την απελπισία των λαϊκών στρωμάτων, για ακόμα μεγαλύτερες συλλογικές και ατομικές υποχωρήσεις, για εξελίξεις σε αντιδραστική κατεύθυνση.

Τέλος, θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο ότι μαζί με την ιδεολογική δουλειά, η οργάνωση και έκβαση των αγώνων αποτελεί τη βάση και της ανάπτυξης του κόμματος, κριτήριο όμως που απουσιάζει απ' τα ζητήματα οργανωτικής ισχυροποίησης του κόμματος (Θέση 93 κλειδί ισχυροποίησης του Κόμματος...), τα κριτήρια της πολιτικής επιρροής (Θέση 99), την εκτίμηση του ρόλου του κόμματος (Θέση 73).


Παναγιώτης Λίτσας

H αλληλεπίδραση παραγωγικών δυνάμεων - παραγωγικών σχέσεων στο σοσιαλισμό

O αναπόφευκτος θάνατος του καπιταλισμού και η αναγκαιότητα του κομμουνισμού αποτελεί επιστημονική αλήθεια που δεν κατάφερε κανείς να την ανατρέψει μέχρι σήμερα. Εκ του πονηρού είναι όλες οι θεωρίες αστών, ρεφορμιστών, οπορτουνιστών, οι οποίες αγωνιωδώς θέλουν να αποδείξουν τον ουτοπικό χαρακτήρα του κομμουνισμού, με το επιχείρημα της διάλυσης της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος. Η αντιπαραβολή ξεχωριστών αποσπασματικών γεγονότων, που σημάδεψαν την προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού (στρεβλώσεις, λάθη, παραλείψεις), με την επιστημονική θεωρία στοχεύει στη διαστρέβλωση της ίδιας της επιστημονικής αλήθειας.

Καθήκον των κομμουνιστών για την εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων για τις αιτίες ανατροπής του σοσιαλισμού είναι η αξιοποίηση, χωρίς περικλείσεις, της ιστορικής μαρξιστικής - λενινιστικής μεθόδου. Οπως ο Μαρξ ανακάλυψε τη θεωρία της υπεραξίας στη βάση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, έτσι και η διάγνωση των νομοτελειών μετάβασης στον κομμουνισμό προϋποθέτει κάτι αντίστοιχο. Βοηθά στην αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών της αντεπανάστασης, στην κατανόηση της διαλεκτικής σχέσης πολιτικής και οικονομίας, στην έρευνα για το πέρασμα από τον ανώριμο στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό.

Το κείμενο κάνει σημαντική προσπάθεια, προσεγγίζοντας τέτοιες πλευρές. Χρειάζεται όμως να μας απασχολήσει περισσότερο το ζήτημα των Σοσιαλιστικών Σχέσεων Παραγωγής σε συνάρτηση με το βαθμό ανάπτυξης των Παραγωγικών Δυνάμεων, καθ' όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Η διερεύνηση του επιπέδου ανάπτυξης των Σοσιαλιστικών Σχέσεων Παραγωγής στην αλληλεπίδρασή τους με τις Παραγωγικές Δυνάμεις είναι σύνθετο πρόβλημα, από την άποψη ότι ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί ώριμο οργανισμό, αλλά πρώιμο κομμουνισμό με τις όποιες αντιφάσεις του. Δεν έχει ετοιμοπαράδοτες κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής ούτε ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις που να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της νέας αταξικής κοινωνίας.

Απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αντιφάσεων που εμπεριέχονται στον πρώιμο κομμουνισμό. Δηλαδή, ότι περικλείει από τη μια μεριά τα φύτρα της νέας κοινωνίας και απ' την άλλη σχέσεις κληρονομούμενες από προηγούμενα κοινωνικοοικονομικά συστήματα (καπιταλιστικές ακόμη και φεουδαρχικές).

Ο Μαρξ (κριτική του προγράμματος της Γκόττα) αναφερόμενος στις δύο φάσεις του κομμουνισμού δίνει μια αντιφατική εξήγηση: Από τη μια καταλήγει στο ότι η ατομική εργασία στο σοσιαλισμό θα προβάλει άμεσα ως συστατικό στοιχείο της συνολικής κοινωνικής εργασίας, άρα βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις. Απ' την άλλη αναγνωρίζοντας την ύπαρξη αντιθέσεων (π.χ. πνευματική - χειρωνακτική εργασία) θεωρεί ότι αυτές μπορούν να ξεπεραστούν μόνο στον κομμουνισμό. Δηλαδή, στην ουσία δέχεται την ύπαρξη εμπορικών - χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό.

Αυτή η αντιφατικότητα για την ουσία του κομμουνισμού είναι λογικό να υπάρχει στην εποχή του Μαρξ, αφού δεν είχε γεννηθεί ακόμη η ουσία της νέας κοινωνίας, η στρατηγική αντίληψη για την οικονομία του σοσιαλισμού.

Στην Πολιτική Οικονομία του σοσιαλισμού απολυτοποιήθηκαν κάποια ζητήματα. Π.χ., οι «πλανομέρνικοι» απολυτοποιούσαν το βαθμό ωριμότητας του σοσιαλισμού, ενώ οι «τοβάρνικοι» μεγιστοποιούσαν το ρόλο του νόμου της αξίας.

Οι πρώτοι, ως οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, που υπεράσπιζαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στη βάση του κεντρικού σχεδιασμού, είτε κάτω από την πίεση των δεύτερων είτε λόγω άγνοιας για το καινούριο, οδηγήθηκαν στην υπερεκτίμηση του βαθμού ωριμότητας των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η σύγχυση αυτή οδήγησε στην ταύτιση πρώιμου και ανεπτυγμένου κομμουνισμού, στην αποκοπή της θεωρίας από την πραγματική κατάσταση της σοσιαλιστικής οικονομίας.

Οι δεύτεροι, εκπρόσωποι της αγοραίας πολιτικής οικονομίας (σοσιαλισμός της αγοράς), υποτιμούσαν ή δεν ήθελαν τη διερεύνηση της ουσίας του σοσιαλισμού.

Λογική συνέπεια των παραπάνω ήταν η παγίωση, διαχρονικά, δύο αντιμαχόμενων τάσεων, χωρίς να εξομοιώνονται ως προς τις προθέσεις τους, αλλά με πολλές μεθοδολογικές ομοιότητες.

Ο Στάλιν, τασσόμενος με το ρεύμα της συνεπούς πολιτικής στην οικονομία, συνέβαλε αποφασιστικά, την περίοδο '30-'50, στη διαμόρφωση της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, θεμελιώνοντας τη θέση ότι η αιτία των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό είναι η ύπαρξη των δύο μορφών ιδιοκτησίας (κρατικής - κολχόζνικης) σε σύγκριση με την υπολογιστική - διανεμητική θεωρία κατά την οποία οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις δεν υπάρχουν στο σοσιαλισμό, αλλά αξιοποιούνται ως μέσο υπολογισμού των δαπανών των επιχειρήσεων. Εντούτοις, δεν κατάφεραν να διαγνώσουν ότι η καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ανωριμότητα του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας αποτέλεσαν βασική πηγή των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων μέσα στον ίδιο τον κρατικό τομέα. Αφέθηκαν στην ιδέα της νομοτελειακής συρρίκνωσης της εμπορευματικής κυκλοφορίας και αντικατάστασή της από την άμεση ανταλλαγή προϊόντων.

Ολέθριο λάθος ήταν επίσης η απόσπαση της μορφής των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων από το περιεχόμενό τους. Εμφάνιζαν τη μορφή αυτών των σχέσεων ως περίβλημα ενός μη εμπορευματικού περιεχόμενου, βασιζόμενοι στη λαθεμένη άποψη ότι ο σοσιαλισμός θα οδηγήσει - έτσι κι αλλιώς - στην απονέκρωση της εμπορευματικής παραγωγής. Πρόκειται για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος που πρέσβευε η υπολογιστική - διανεμητική θεωρία. Ομως, οι μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν το '65 με την εισαγωγή της αξιακής αποτίμησης του τελικού προϊόντος στο σχεδιασμό της οικονομίας και η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ το '90 απέδειξαν το λαθεμένο αυτών των αντιλήψεων. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ένα οικονομικοτεχνικό πρόβλημα, αλλά αποτέλεσμα ενός κοινωνικοϊστορικού φαινομένου και ως τέτοιο έπρεπε να αναλύεται και να ξεπερνιέται. Να γιατί το ζήτημα της απονέκρωσης των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα (θεωρητικής και πρακτικής).

Οι παλινωδίες αυτές εκφράστηκαν στο εποικοδόμημα, στην πολιτική και την ιδεολογία, όχι μόνο μετά το '56, όπου συνειδητά ή όχι έχουμε την οπορτουνιστική στροφή και τη μετατροπή του νόμου της αξίας σε αιώνια σχέση, αλλά και από τα μέσα της 10ετίας του '30 με τις αλλαγές στο σύνταγμα του '36 (αλλαγή τρόπου εκλογής αντιπροσώπων στα Σοβιέτ, εξασθένηση εργατικού ελέγχου), τις αποφάσεις των μπολσεβίκικων συνεδρίων το '36 περί ανεπτυγμένου σοσιαλισμού. Δημιούργησαν αυταπάτες περί οριστικής νίκης των μπολσεβίκων. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη «διαπραγμάτευση» των όρων της ταξικής πάλης, στην εξασθένησή της, στην άρνηση πολλών λενινιστικών αρχών που συνέθεταν τη φυσιογνωμία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, των Κ.Κ. Οι παρεκκλίσεις αυτές οδήγησαν στη σύγχυση όχι μόνο των Κ.Κ. εξουσίας αλλά και των ταξικών - κομμουνιστικών δυνάμεων στον καπιταλιστικό κόσμο. «Εδωσαν» νέο έδαφος δράσης στον οπορτουνισμό και το ρεφορμισμό.

Σε τελική ανάλυση το βαθύτερο αίτιο των κρισιακών φαινομένων στη σοβιετική οικονομία και κοινωνία βρίσκεται στην όξυνση της βασικής αντίφασης του πρώιμου κομμουνισμού, δηλαδή αυτής ανάμεσα στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της ανώριμης ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής.

Κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα συσχέτισης σχεδιοποίησης και εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων αποτελεί μέρος, πλευρά ενός ευρύτερου θεμελιακού προβλήματος: Της εξακρίβωσης της αλληλεπίδρασης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής στη διαδικασία ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Πρέπει να παρθεί υπόψη στην προγραμματική επεξεργασία του κόμματός μας για τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας στην Ελλάδα. Η ικανότητα του κόμματος, σε συνθήκες λαϊκής εξουσίας - οικονομίας θα κρίνεται από το αν είναι σε θέση να καθορίζει κάθε φορά το μέτρο της συσχέτισης σχεδιοποίησης και εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων σε συνάρτηση με το επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας στους ξεχωριστούς κλάδους της λαϊκής οικονομίας, όχι αυθαίρετα και εγκεφαλικά αλλά ως αποτέλεσμα επιστημονικής - θεωρητικής μελέτης και αξιολόγησης της σοσιαλιστικής παραγωγής. Δηλαδή, όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, τόσο περισσότερο προβάλλει αναγκαία η διατήρηση των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων. Στο βαθμό που αναπτύσσεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, δηλαδή ο κομμουνιστικός χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής - κατανομής, εκμηδενίζεται η αναγκαιότητα διατήρησης των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων (τυπικά και ουσιαστικά), διευκολύνει το πέρασμα από τον ανώριμο κομμουνισμό στην ώριμη αταξική κοινωνία, τον κομμουνισμό.

Πιστεύω, ότι η απόφαση του 18ου Συνεδρίου για το 2ο κείμενο πρέπει να αποτελέσει οδηγό δράσης στην αποφασιστική πάλη που διεξάγει το ΚΚΕ για τη Σοσιαλιστική Επανάσταση, κριτήριο διαμόρφωσης του κομμουνιστικού πόλου στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, βάση συνέχισης της αναζήτησης νέων ιστορικών στοιχείων και επεξεργασιών, που θα εμπλουτίζουν ακόμη περισσότερο την προγραμματική μας αντίληψη για το Σοσιαλισμό. Δηλαδή να μην κλείσει το ζήτημα με την απόφαση τούτη. Η θεωρία μας πρέπει διαρκώς να εμπλουτίζεται και να αναπτύσσεται.


Συντυχάκης Μανώλης
Ηράκλειο Κρήτης

To μετέωρο βήμα του σοσιαλισμού

Ενα κοινωνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από το «κοινωνικό του είναι», δηλ. από τις επικρατούσες σχέσεις παραγωγής (ΣΠ) και ιδιαίτερα από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (ΜΠ). Η ιδιοκτησία στα ΜΠ δεν είναι απλά ένα τυπικό - νομικό δικαίωμα, αλλά είναι οικονομική - κοινωνική σχέση και αποτελεί τη βασική σχέση του συνόλου των ΣΠ ενός κοινωνικού συστήματος. Με απλά λόγια: Είμαι ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης σημαίνει, εκτός της ιδιοποίησης των προϊόντων της παραγωγής, ότι ελέγχω και κατευθύνω την πορεία της. Η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας στα ΜΠ στον καπιταλισμό είναι εύκολα κατανοητή και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη συνέχεια προηγούμενων κοινωνικών συστημάτων.

Το δύσκολο είναι να κατανοήσουμε την έννοια της κοινωνικής ιδιοκτησίας, με την οποία ολόκληρη η κοινωνία ελέγχει και κατευθύνει την πορεία των ΜΠ, μέσω πανεθνικού σχεδιασμού, και ιδιοποιείται τα προϊόντα της παραγωγής. Ο εργατικός έλεγχος δεν είναι αναγκαίος μόνο σε κάθε συγκεκριμένη επιχείρηση στην οποία εργάζεται μια ομάδα εργατών (άμεσος έλεγχος), αλλά έμμεσα (μέσω του «κεντρικού» σχεδιασμού) και στις επιχειρήσεις που ενδεχόμενα την εφοδιάζουν με πρώτες ύλες, μηχανήματα κλπ. και στη διάθεση των τελικών προϊόντων. Ενας τέτοιος τρόπος παραγωγής «δένει» τους εργαζόμενους στα ΜΠ, τους δημιουργεί την επιθυμία όχι μόνο να συμμετέχουν στον έλεγχο της οικονομίας, αλλά και στην πολιτική. Ετσι αναπτύσσονται οι σοσιαλιστικές ΣΠ και η συνείδηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, η σοσιαλιστική συνείδηση. Αλλωστε, «τα αίτια εμφάνισης της κοινωνικής συνείδησης πρέπει να αναζητούνται όχι στα κεφάλια των ανθρώπων, αλλά στον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών... Δεν καθορίζει η συνείδηση το κοινωνικό είναι, αλλά το κοινωνικό είναι καθορίζει την κοινωνική συνείδηση». («Απαντα» Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς).

Η ΚΕ σωστά δέχεται την άποψη της σοβιετικής ηγεσίας (Θέση 18 σελ. 19) ότι «τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και στις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν». Αλλά η καθυστέρηση αυτή αποδίδεται στην ύπαρξη των εμπορευματικών σχέσεων (Θέση 17 σελ. 18), που, κατά τη γνώμη μου, ήταν σε θέση να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας απέναντι στον όγκο της «κοινωνικής» παραγωγής, και δε δίνεται καμιά ικανοποιητική απάντηση στο εύλογο ερώτημα, γιατί δεν αντέδρασε ο σοβιετικός λαός και το κόμμα των μπολσεβίκων στο πισωγύρισμα. Γιατί δεν αντέδρασαν οι εργάτες στον κρατικό τομέα της οικονομίας όταν τους αφαιρούσαν την ιδιοκτησία τους. Είναι φανερό ότι δεν είχε αναπτυχθεί, ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είχε δυναμώσει η σοσιαλιστική συνείδηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, με τον τρόπο που περιέγραψα παραπάνω.

Ο έλεγχος της σοβιετικής οικονομίας, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και για τις ανάγκες παραγωγής στρατιωτικού υλικού, συγκεντρώνεται αναγκαστικά στο «κέντρο». Ο όποιος σχεδιασμός υπήρχε μετατρέπεται σε κεντρικό προγραμματισμό, ο οποίος, όπως φαίνεται, διατηρείται ουσιαστικά και μετά τον πόλεμο. Ο προγραμματισμός αυτός, αποκομμένος στην πραγματικότητα από τη βάση, δεν είναι σε θέση να αναπτύξει χωρίς προβλήματα τις παραγωγικές δυνάμεις (ΠΔ). Οι «συγκεντρωτικές» αυτές ΣΠ έρχονται σε μια συνεχώς οξυνόμενη αντίθεση με τις ΠΔ. Η αντίθεση αυτή κυριαρχεί και βάζει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις. Οι εργαζόμενοι στον «κοινωνικό» τομέα της οικονομίας αποξενώνονται συνεχώς από τα ΜΠ και τον εργατικό έλεγχο. Η όποια σοσιαλιστική συνείδηση για την τύχη των επιχειρήσεών τους και για την όλη πορεία της οικονομίας εξανεμίζεται. Το πόσο ο σοβιετικός λαός ήθελε «περισσότερο σοσιαλισμό» και τι ακριβώς ήθελε, σηκώνει πολλή συζήτηση. Ενα μέρος του, επηρεασμένο και από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, δεν έβλεπε με άσχημο μάτι την ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων που θα «έλυνε τα προβλήματα της παραγωγής». Το πισωγύρισμα είναι προ των πυλών.

Μία ήταν η λύση στο πρόβλημα του συγκεντρωτισμού. Η αποκέντρωση της διεύθυνσης της οικονομίας, η οποία είχε δύο δρόμους: Ο ένας δρόμος που με διορθωτικές κινήσεις θα επέκτεινε και θα ενίσχυε τον πανεθνικό σχεδιασμό της παραγωγής, όπως περιγράφω στη δεύτερη παράγραφο, ή ο δρόμος που ακολουθήθηκε. Το σπάσιμο, δηλαδή, των όποιων δεσμών των παραγωγικών επιχειρήσεων με τον κεντρικό σχεδιασμό. Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα χρόνια μετά το πισωγύρισμα που η παραγωγή στη σοβιετική οικονομία παρουσιάζει κάθετη πτώση, στα κατοπινά χρόνια εμφανίζει μεγάλη άνοδο, σε όφελος βέβαια μιας αριθμητικά μικρής οικονομικής ολιγαρχίας. Η ολιγαρχία αυτή, ως εκ θαύματος, αποτελείται κατά κύριο λόγο από πρώην κρατικά στελέχη και μέλη της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, που, όπως φαίνεται, είχαν κάθε ατομικό συμφέρον να ανατρέψουν την υπάρχουσα μέχρι τότε κατάσταση και τα όποια εμπόδια υπήρχαν. Και να δεχτούμε την άποψη της ΚΕ (Θέση 11 σελ. 13) για υιοθέτηση οπορτουνιστικών θέσεων από το ΚΚΣΕ (20ό Συνέδριο ΚΚΣΕ, το 1956) για τα ζητήματα της οικονομίας, αυτές δεν μπορούσαν παρά να ήταν αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητας.

Αν είχαν ωριμάσει και αναπτυχθεί οι σοσιαλιστικές ΣΠ, θα εμφανιζόταν και η συνείδηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, η σοσιαλιστική συνείδηση και η πραγματική εξουσία της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό θα είχε την αντανάκλασή του τόσο στην ηγεσία της χώρας, όσο και στον τρόπο καθοδήγησης της κοινωνίας από το ΚΚΣΕ. Οι Γιέλτσιν, Γκορμπατσόφ και λοιποί δε θα είχαν αναρριχηθεί στην ηγεσία του κόμματος. Και αν τυχόν ξεγλιστρούσαν και επιχειρούσαν το πισωγύρισμα, θα τους «έτρωγε το μαύρο σκοτάδι».

Ο σοσιαλισμός δε χαρακτηρίζεται μόνο από το γκρέμισμα των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, ούτε μόνο από τα τυχόν επιτεύγματά του και τις κατακτήσεις του λαού. Παρά το ότι ξεκινήσανε από διαφορετικές αφετηρίες, τα επιτεύγματα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που είχαν στους λαούς, δεν ήταν καθόλου κατώτερα. Και αν απομονώσουμε τις λαϊκές κατακτήσεις και τις βαφτίσουμε σοσιαλισμό, πράγμα πολύ συνηθισμένο στην προσπάθειά μας να πείσουμε για τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως μια σειρά αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφάνιζαν τέτοια δείγματα «σοσιαλισμού». Σ' αυτό συνέβαλαν μια σειρά παραγόντων: Η ύπαρξη των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η ραγδαία άνοδος της οικονομίας μετά τις καταστροφές του πολέμου που έδινε τη δυνατότητα των κατακτήσεων στους εργαζόμενους, και η κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας που πιεζόταν από τα λαϊκά κινήματα για παροχές. Ομως, ανεξάρτητα απ' όλα αυτά, η υπεράσπιση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι σήμερα ιδιαίτερα αναγκαία.

Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας το πέρασμα από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο δεν έγινε απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Πάντα είχαμε μια περίοδο μετάβασης από την κυριαρχία των παλιών στην κυριαρχία των νέων παραγωγικών σχέσεων. Μετά την επικράτηση των επαναστατικών δυνάμεων και το γκρέμισμα του αστικού κράτους, αρχίζει η περίοδος μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, όσο κι αν ο σοσιαλισμός δε θεωρείται αυτόνομος κοινωνικός σχηματισμός, το πέρασμα στον κομμουνισμό δεν είναι μόνο εσωτερική υπόθεση των επαναστατικών δυνάμεων, αλλά εξαρτάται και από την ύπαρξη και κατάσταση του ιμπεριαλισμού (που κάνει, π.χ., αδύνατη την «απονέκρωση» του κράτους). Πρέπει να δεχτούμε και μια «πρώιμη» περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στον ενδιάμεσο «στόχο», το σοσιαλισμό, όπου θα κυριαρχούν πλέον οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις.

Οπως φαίνεται, στη χώρα των σοβιέτ οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις δεν ολοκληρώθηκαν, δεν έφθασαν σε ένα αναγκαίο επίπεδο ανάπτυξης. Τα βήματα προς τον σοσιαλισμό έμειναν στη μέση, στη μεταβατική περίοδο, μέχρι που πισωγύρισαν. Ο σοσιαλισμός δεν ανατρέπεται, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, παρά μόνο με εξωτερική στρατιωτική επέμβαση ισχυρότερου αντιπάλου. Τέτοια, όμως, δυνατότητα όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά και όπως φαίνεται δε χρειάστηκε.

Τέλος, ανεξάρτητα τι είπε ο Λένιν για τη δυνατότητα περάσματος μιας μόνο χώρας στο σοσιαλισμό, όταν δημιουργηθούν οι συνθήκες περάσματος και οι οποίες μπορεί να υπάρχουν σήμερα αλλά όχι αύριο, οι επαναστατικές δυνάμεις έχουν χρέος να επιχειρήσουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το αν θα τα καταφέρουν, θα φανεί από το αποτέλεσμα.


Νίκος Τσιμπέρης
ΚΟ Πανεπιστημίου Πάτρας

Θέσεις για το 18ο Συνέδριο

Θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα (Θέση 26).

Εχει απαλειφθεί από τον προσδιορισμό της θέσης της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα η λέξη «εξαρτημένη», η οποία υπάρχει στο Πρόγραμμα του Κόμματος και στα Ντοκουμέντα του 17ουΣυνεδρίου.

Το ζήτημα είναι ουσιαστικό και συνδέεται και με το χαρακτήρα του Μετώπου ως Αντιιμπεριαλιστικού-Αντιμονοπωλιακού και με τις συσπειρώσεις που προωθεί το Κόμμα μας, ως ρυάκια δημιουργίας του Μετώπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Απόφαση του 17ουΣυνεδρίου αναφερόταν πως: «Υπάρχει επίσης ανάγκη η ΚΕ να επεξεργαστεί, ώστε να εκφραστεί με τη μορφή συσπείρωσης, το μέτωπο πάλης κατά της ΕΕ, και του NATO, κατά των επιλογών και των δεσμεύσεων που θίγουν όλες τις πλευρές της ζωής του λαού και των δικαιωμάτων του να αποφασίζει για το παρόν και το μέλλον του». Οποιαδήποτε αναφορά στην πιο πάνω συσπείρωση, είτε υπό την εκδοχή του απολογισμού της δράσης για τη συσπείρωση αυτή, είτε υπό την εκδοχή του στόχου για το επόμενο ως το 19οΣυνέδριο διάστημα, απουσιάζει από τις Θέσεις για το 18οΣυνέδριο.

Με βάση τη Θέση 34, ορθά νομίζω, δε φαίνεται η ΚΕ να διαφοροποιείται για τη θέση της χώρας ως εξαρτημένης στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Πράγματι, στη θέση αυτή γίνεται λόγος για διπλασιασμό των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) την 4ετία 2003-2007 και για νέο κύκλο εξαγορών και εισροής ΑΞΕ στις υποδομές θαλάσσιων μεταφορών, τράπεζες, κατασκευές, ΟΤΕ, ΔΕΗ. Επίσης τονίζεται πως στο πλαίσιο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος όλες οι συμμαχικές σχέσεις του κεφαλαίου διέπονται από την πλεονεκτική θέση του ισχυρότερου και πως η συμμετοχή της χώρας στο NATO και οι δεσμοί πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ περιορίζουν αντικειμενικά τη διαπραγματευτική δύναμη της χώρας και τα περιθώρια ελιγμών.

Αμφιβολίες βέβαια μπορεί να δημιουργήσουν άλλες αναφορές των θέσεων, όπως εκείνη που περιγράφει ως βασική τάση που διαμορφώνεται την ενεργητική ένταξη της Ελλάδας στους σχεδιασμούς του σκληρού πυρήνα της ΕΕ που εκφράζει και τη στρατηγική αυτοδύναμης στρατιωτικής ενίσχυσης της Ενωσης (Θέση 34) ή εκείνες για ανοδική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού που έχει προέλθει από τη συγκεντροποίηση του ελληνικού κεφαλαίου και την ισχυροποίηση των ελληνικών μονοπωλιακών ομίλων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά (Θέση 28) ή για σημαντική αύξηση της εξαγωγής ελληνικών κεφαλαίων στην παγκόσμια αγορά και κύρια στη ΝΑ Ευρώπη, με σημαντική θέση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια (Θέσεις 26, 27).

Αν παρ' όλα αυτά έχει αλλάξει η θέση του Κόμματος ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί στο Συνέδριο.

Αν όμως η μη ρητή αναφορά σε σχέση με τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα ως εξαρτημένης (πέρα και επιπρόσθετα από ενδιάμεση) γίνεται στο όνομα του φόβου μήπως με τη ρητή αναφορά στην εξαρτημένη σχέση της χώρας κινδυνεύει να παρερμηνευτεί ή να αμφισβητηθεί η ορθή θέση του Κόμματός μας ότι η Ελλάδα, ο ελληνικός καπιταλισμός, βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, στο ιμπεριαλιστικό και ότι υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, ή με το φόβο μήπως στο έδαφος της εξαρτημένης θέσης της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα αμφισβητηθεί από κάποιους η ορθή στρατηγική του Κόμματός μας σε σχέση με την ανυπαρξία οποιουδήποτε ενδιάμεσουσταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, θεωρώ ότι αυτό είναι λάθος και εκφράζει βολονταριστική διάθεση. Δεν πρέπει να φοβόμαστε. Η στρατηγική του Κόμματος, σε σχέση με το χαρακτήρα του Μετώπου ως Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού, το χαρακτήρα της επανάστασης ως σοσιαλιστικής, με την έλλειψη οποιουδήποτε σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό και με τη στενότατη σύνδεση ανάμεσα στο ζήτημα της λύσης του προβλήματος των δεσμών της εξάρτησης με το πρόβλημα της ανατροπής της εξουσίας της αστικής τάξης και της ίδρυσης της εξουσίας της εργατικής τάξης, είναι νομίζω ορθή, ξεκάθαρη, μη επιδεχόμενη παρερμηνειών.


Νίκος Νικητόπουλος
ΚΟΒ Δικηγόρων Αθήνας

Για το σοσιαλισμό

1. Αν θέλουμε να δούμε συνολικά το «δάσος», πριν εξετάσουμε χωριστά τα «δέντρα», θα πρέπει νομίζω να αποδεχτούμε ότι: Μέχρι σήμερα σοσιαλιστική επανάσταση στο χώρο του αναπτυγμένου καπιταλισμού δεν έγινε ή πάντως δεν επικράτησε. Αντίθετα, τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η εργατική τάξη και τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης υπέκυψαν στην οπορτουνιστική διάβρωση και ενσωματώθηκαν στο καπιταλιστικό σύστημα, σαν «εργατική αριστοκρατία», πράγμα που δεν είχε προβλεφτεί από τους κλασικούς, στην έκταση τουλάχιστον που συνέβη.

2. Ολες οι σοσιαλιστικές (εντός ή εκτός εισαγωγικών) επαναστάσεις που έγιναν μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανόμενης και της Οκτωβριανής, έγιναν σε χώρες χαμηλής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γενικότερα σε χώρες καθυστερημένες, γεγονός που φαίνεται πως είχε καταλυτικές (αρνητικές) συνέπειες στην παραπέρα εξέλιξή τους.

Η λενινιστική θεωρία του «αδύνατου κρίκου» επιβεβαιώθηκε ιστορικά μόνο ως προς τη δυνατότητα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, όχι όμως και ως προς τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, ανεπίστρεπτα.

Η θέση του Μαρξ ότι «ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας» (Κ. Μαρξ, πρόλογος στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας) φαίνεται πως επιβεβαιώνεται, σε μια γενική θεώρηση.

Το συμπέρασμα αυτό του Μαρξ αφήνει λοιπόν ανοιχτό το ενδεχόμενο του πισωγυρίσματος - παλινόρθωσης, όταν ο παλαιότερος κοινωνικός σχηματισμός δεν ολοκλήρωσε τον ιστορικό του ρόλο, όπως π.χ. ο προεπαναστατικός καπιταλισμός στη Ρωσία.

Προφανώς στο χώρο της Κεντροανατολικής Ευρώπης έγινε και σε Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα έγινε και γίνεται (;) προσπάθεια επιβολής ανώτερων παραγωγικών σχέσεων (σοσιαλιστικών), χωρίς όμως την παρουσία των υλικών όρων της ύπαρξής τους (μεγάλη και συγκεντρωμένη παραγωγή, υψηλή κοινωνικοποίησή της, υψηλή παραγωγικότητα και συσσώρευση πλούτου, πολυάριθμη και αναπτυγμένη εργατική τάξη, δηλαδή αναπτυγμένες γενικά παραγωγικές δυνάμεις). Αυτούς τους «υλικούς όρους», δηλαδή την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που «χωρούσε» αλλά δεν επιτεύχθηκε στον καπιταλισμό, προσπαθούσαν γενικά (με «ανώτερες» μεν, πρώιμες όμως παραγωγικές σχέσεις) να επιτύχουν τα ΚΚ εξουσίας, με μέτρα που σήμερα χαρακτηρίζουμε σαν «οπορτουνιστικές πολιτικές».

Σωστά επισημαίνεται στη θέση 22 ότι «η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής (κολχόζ) και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές». Το ζήτημα βέβαια είναι αν αυτά μπορούσαν να αποφευχθούν τότε. Αν όμως δεν παίρνεται υπόψη η στόχευση των συγκεκριμένων πολιτικών και η πρόθεση των εμπνευστών τους, εύκολα μπορεί να χαρακτηριστούν π.χ. η «Νέα Οικ. Πολιτική» (ΝΕΠ), καθώς και η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, σαν οπορτουνιστικές πολιτικές και οι Λένιν και Στάλιν σαν οπορτουνιστές (όχι βέβαια πως έλειψαν και οι γνήσιοι οπορτουνιστές).

Βέβαια, οι «Θέσεις» υποστηρίζουν ότι τα νέα προβλήματα έπρεπε να λύνονται με πορεία προς τα εμπρός (κομμουνιστικές σχέσεις) και όχι με φυγή προς τα πίσω (αγορά). Ας μη μας διαφεύγει όμως ότι πολλές ενέργειες, που από μεγάλη χρονική απόσταση μας φαίνονται, λόγω των καταστροφικών τους συνεπειών, σαν λάθη, στην πραγματικότητα, μετά από προσεκτικότερη εξέταση, διαπιστώνουμε ότι δεν ήταν παρά αναγκαστικές επιλογές.

3. Το «λούμπεν» προλεταριάτο του τρίτου κόσμου, βυθισμένο στη φτώχεια και την εξαθλίωση, στερημένο από ταξική συνείδηση και δικαιώματα, δεν έχει βέβαια σήμερα επαναστατικές διαθέσεις, όπως και μέχρι τώρα.

4. Το παγκόσμιο λοιπόν εργατικό - κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται μπροστά, όχι απλά σε μια κρίση, αλλά σε πλήρες αδιέξοδο; Αυτό είναι το επιφαινόμενο. Στην πραγματικότητα οι αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος βαθαίνουν και οξύνονται, όπως έδειξε και η πρόσφατη κρίση του, που βρίσκεται στην αρχή της. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση της οικονομίας θα συνεχίσει νομοτελειακά την πορεία της, η παγκόσμια αγορά θα ενιαιοποιείται ολοένα, όπως θα ενιαιοποιείται και η εργατική τάξη.

Οι εργαζόμενοι των καπιταλιστικών μητροπόλεων μάλλον σύντομα θα χάσουν την «αριστοκρατική» τους θέση στο παγκόσμιο σύστημα (διαδικασία που έχει ήδη προχωρήσει αρκετά), πιεζόμενοι από την υπερπροσφορά φτηνής εργατικής δύναμης από τα εκατομμύρια εργατών των χωρών του τρίτου κόσμου και σύντομα μάλλον θα συνειδητοποιήσουν αυτό που πραγματικά είναι: Προλετάριοι.

Παράλληλα, το σημερινό «λούμπεν» προλεταριάτο της καπιταλιστικής περιφέρειας δε θα αργήσει να ζητήσει και να κατακτήσει περισσότερα δικαιώματα, που κάποια από αυτά οι καπιταλιστές είναι αναγκασμένοι να παραχωρήσουν, προς χάρη της αύξησης της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Ετσι, το σημερινό λούμπεν προλεταριάτο θα μεταβάλλεται ολοένα σε ένα προλεταριάτο με ταξική συνείδηση, εισορμώντας για πρώτη φορά στο ιστορικό προσκήνιο.

Ο καπιταλισμός «σπρώχνει» αθέλητά του την παγκόσμια εργατική τάξη στην ομογενοποίησή της, σε ένα διαφορετικό από το σημερινό, ενιαίο επίπεδο, στην ουσία συντελεί στην ενότητά της. Η παγκόσμια εργατική τάξη δε θα έχει άλλη επιλογή από το να κάνει πράξη την έκκληση του Κομ. Μανιφέστου: Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!


Θόδωρος Αυγήτας

Για την «ταξική πάλη» στην ΕΣΣΔ

Είναι γνωστή σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων και φοιτητών η «άποψη» ότι οι διευθυντές και τα ανώτερα στελέχη της οικονομίας και του κράτους αποτελούσαν στη Σοβιετική Ενωση κοινωνικό στρώμα ή κοινωνική τάξη και ότι η Σοβιετική Ενωση ήταν ταξική κοινωνία, δηλαδή υπήρχαν ταξικές ανταγωνιστικές αντιθέσεις, όπως υπάρχουν στον καπιταλισμό και ότι στην ΕΣΣΔ δεν οικοδομήθηκε σοσιαλισμός.

Τελευταία μάλιστα γράφτηκε στο διάλογο κατηγορηματικά ότι «τη λεγόμενη περίοδο Στάλιν ...ανακόπτεται η όποια σοσιαλιστική οικοδόμηση είχε γίνει στη Σοβιετική Ενωση» και ότι υπήρχε «σοβιετική αστική τάξη» (οι διευθυντές και τα στελέχη). Ο δε Στάλιν θεωρείται έμμεσα πλην σαφώς «πολιτικός εκπρόσωπος αυτού του αστικού στρώματος»!

Για να διευκρινιστεί το ζήτημα, παραθέτουμε τον ορισμό του Λένιν για τις τάξεις, ο οποίος στηρίζεται στην ανάλυση του Μαρξ και του Ενγκελς, αλλά και σε δική του έρευνα: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ' ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ' ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.

Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμη να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και της πνευματικής εργασίας» («Η μεγάλη πρωτοβουλία», «Απαντα», τομ. 39, σελ. 15).

Από τα τρία κριτήρια: α) Σχέση προς τα μέσα παραγωγής (κατοχή ή όχι μέσων παραγωγής) β) ρόλος στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας (διευθυντική, στελεχιακή ή όχι) γ) μέγεθος της μερίδας του κοινωνικού πλούτου (ύψος εισοδήματος), το καθοριστικό είναι το πρώτο (κατοχή ή όχι μέσων παραγωγής). Τα άλλα δυο είναι δευτερεύοντα «που προκύπτουν ως μετασχηματισμένη παράγωγη μορφή του βασικού κριτηρίου, έχουν όμως μια σχετική αυτονομία».

«Οι σχέσεις με τα μέσα παραγωγής παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ταξική διαστρωμάτωση μιας συγκεκριμένης κοινωνίας».

Ο ορισμός του Λένιν έχει καθολική ισχύ και αναφέρεται σε όλους τους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, τον ασιατικό, τον αρχαίο δουλοκτητικό, το φεουδαρχικό, στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό.

Οι στρωματοποιήσεις της κοινωνίας με βάση το ύψος του εισοδήματος ή το ρόλο στην οργάνωση της εργασίας «δεν είναι ανεξάρτητες ταξικές στρωματοποιήσεις της κοινωνίας, αλλά μόνο μορφές έκφρασης των σχέσεων ως προς τα μέσα παραγωγής, παρόλο που έχουν μια σχετική αυτονομία».

Επίσης, όλα τα κριτήρια χρησιμοποιούνται από τον Μαρξ, τον Ενγκελς και τον Λένιν στο σύνολό τους και όχι μεμονωμένα.

(Ολα τα παραπάνω στοιχεία είναι παρμένα από το βιβλίο του Περικλή Παπαδόπουλου «Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας», δεύτερη έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», σελίδες 23 έως 44).

Πουθενά στα έργα των Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν δεν αναφέρονται ως ανεξάρτητο κοινωνικό στρώμα και ως ανεξάρτητη κοινωνική τάξη οι διευθυντές και τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων και του κράτους. Στον καπιταλισμό εντάσσονται στην αστική τάξη, η οποία κατέχει τα μέσα παραγωγής (ιδιοκτησία) και την υπηρετούν έναντι μεγάλου μισθού και απολαβών. Εντάσσονται στην αστική τάξη όχι «φύσει» αλλά «θέσει», «εκ της θέσεως», από το ρόλο τους και το εισόδημα.

Στο σοσιαλισμό, στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε αστική τάξη, αφού καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Γι' αυτό οι διευθυντές δεν ήταν και δεν μπορούσαν να γίνουν αστική τάξη - έγιναν με την ανατροπή του σοσιαλισμού αποκτώντας μέσα παραγωγής, τράπεζες και εμπορικές. Στο σοσιαλισμό οι διευθυντές και τα ανώτερα στελέχη ανήκουν στη διανόηση, δεν έχουν ξεχωριστή ταξική συνείδηση ούτε ξεχωριστή ταξική ιδεολογία και υπηρετούν την εργατική τάξη εφαρμόζοντας την πολιτική του κόμματος και του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Το ότι έχουν υψηλότερη αμοιβή είναι αναγκαίο και αναπόφευκτο στο σοσιαλισμό, σύμφωνα με την αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες, στον καθένα ανάλογα με την εργασία». Είναι αντικείμενο συζήτησης βέβαια το «πόσο υψηλότερη».

Το ότι στο σοσιαλισμό υπάρχουν διευθυντές και στελέχη επίσης είναι αναγκαίο και αναπόφευκτο. Το ζητούμενο είναι οι αρμοδιότητές τους, η λειτουργία τους στο πλαίσιο συλλογικών οργάνων, η λογοδοσία και η δυνατότητα ανάκλησής τους, οι θεσμοί εργατικού ελέγχου και φυσικά η πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος και του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Το ότι μετά το 20ό Συνέδριο ορισμένοι ή πολλοί διευθυντές και στελέχη εκμεταλλεύονταν τη θέση τους για να επωφελούνται ατομικά (παραοικονομία - μαύρη αγορά) οφείλεται στην πολιτική που εφαρμόζεται στην οικονομία και στο κράτος και στα προβλήματα που έχει το ίδιο το κόμμα. Ζητούμενο παραμένει αν είχαν και θεσμοθετημένα «προνόμια» - υπάρχουν στοιχεία;

Πάντως κοινωνική τάξη - αστική δεν ήταν. Οι τάξεις στη Σοβιετική Ενωση ήταν δυο: Η εργατική και οι συνεταιρισμένοι αγρότες, τάξεις σύμμαχες χωρίς ανταγωνιστικά συμφέροντα καπιταλιστικού τύπου. Οι τάξεις αυτές είχαν συμφέρον από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού με την προϋπόθεση ότι τον κυρίαρχο ρόλο τον έχει η εργατική τάξη και ότι βαθμιαία έπρεπε να προχωράει η κοινωνικοποίηση της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, να ενισχύεται ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας και να βαθαίνει η συμμετοχή του λαού στις διαδικασίες και τις αποφάσεις της οικοδόμησης.

Στην πορεία βέβαια μετά το 20ό Συνέδριο και μπροστά στα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί από το παρελθόν και κυρίως γιατί οι παραγωγικές σχέσεις στέκονταν εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ακολουθήθηκε από το ΚΚΣΕ η αντίστροφη πορεία, η οποία αναλύεται διεξοδικά στις Θέσεις της ΚΕ, με κατάληξη την αντεπανάσταση.

Σε αυτή την αντίστροφη πορεία προς την «αγορά» έπαιξε το γνωστό ρόλο φυσικά και ένα σημαντικό μέρος των διευθυντών και στελεχών, αφού το κόμμα και το κράτος βαθμιαία είχαν αποσπαστεί, είχαν αυτονομηθεί από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Το 1930 ο Στάλιν με εισήγησή του στο Συνέδριο έκανε την πρόβλεψη ότι θα ξεσπάσει Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ότι η ΕΣΣΔ θα δεχτεί επίθεση και γι' αυτό θα έπρεπε να προετοιμαστεί ανάλογα σε όλα τα επίπεδα.

Η αστική τάξη μετά την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και το τέλος της ΝΕΠ είχε γίνει επιθετική, προσδοκώντας με την υπονόμευση και τις δυσκολίες ότι δε θα οργανωθεί σοσιαλιστική οικονομία.

Η τάξη των κουλάκων - γαιοκτημόνων χρησιμοποιούσε τη μεγάλη γαιοκτησία που κατείχε για να υπονομεύσει την οικονομία προκαλώντας ακόμη και προβλήματα επισιτισμού. Οι εχθρικές προς το σοσιαλισμό δυνάμεις προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τον εθνικισμό σε ορισμένες εθνικές ομάδες ευνοώντας ακόμη και αποσχιστικές τάσεις. Κι όλα αυτά με την απειλή του πολέμου να έρχεται πιο κοντά, γεγονός που αναπτέρωνε τις ελπίδες των εχθρών του σοσιαλισμού μέσα στην ΕΣΣΔ, με τη φασιστική Γερμανία να υπερεξοπλίζεται και την ιμπεριαλιστική περικύκλωση παρούσα και με «τους πράκτορες, τους κατασκόπους και τους σαμποτέρ που έστελναν στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ οι μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού».

Ολα τα παραπάνω φυσικά εξηγούν τη θέση της ηγεσίας του ΚΚΣΕ εκείνη την περίοδο ότι στο σοσιαλισμό οξύνεται η ταξική πάλη αλλά με άλλες μορφές.

Βέβαια, μετά την επιτυχία της κολεκτιβοποίησης και την οργάνωση της σοσιαλιστικής οικονομίας με την πλήρη εξουδετέρωση της αστικής τάξης και των κουλάκων, από καθαρά ταξική - πολιτική άποψη και από την άποψη της κύριας πολιτικής αντίθεσης το σοσιαλιστικό κράτος πραγματικά «δεν έχει ποιον να καταπιέσει ταξικά πολιτικά» στο εσωτερικό της χώρας. Το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου χρειάζεται όμως για τη συνέχιση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων και για να αντιμετωπίσει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που είναι στη βάση του ακραία εκδήλωση της πάλης των τάξεων σε διεθνές επίπεδο.


Αχιλλέας Θεοδωρακόπουλος
Φοιτητής Πολυτεχνείου,Αχτίδα ΑΕΙΚΟ Θεσσαλονίκης

Για το σοσιαλισμό

Το κείμενο για τον σοσιαλισμό αποτελεί πράγματι μια πολύ σοβαρή προσπάθεια να ερμηνευτεί ταξικά, επιστημονικά από θέσεις μαρξιστικές, μια ολόκληρη ιστορική περίοδος. Εχω να επισημάνω τα παρακάτω:

Α) Οπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, διοικώ εστί προβλέπω. Αρα τίθεται το ερώτημα αυτές οι αναλύσεις που σήμερα αναφέρει το κείμενο δε θα μπορούσαν να είχαν γίνει εδώ και αρκετά χρόνια; Ηδη από τη δεκαετία του '60 ακούγονται φωνές σοβαρές, βαθιά επαναστατικές, αναλύσεις επιστημονικές που θέτουν ζητήματα σχετικά με την πορεία της ΕΣΣΔ, άλλων κομμουνιστικών κομμάτων και γενικότερα την κατεύθυνση της οργάνωσης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Δυστυχώς δεν εισακούστηκαν, παρέμειναν περιθώριο μέσα ή και έξω από το Κόμμα πάντα όμως κοντά στο ΚΚΕ. Στην αδυναμία αναλύσεων του σημερινού επιπέδου οπωσδήποτε συνέβαλλαν και οι εξορίες, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις που στέρησαν το Κόμμα από ένα σοβαρό ιδεολογικό και διαφωτιστικό ανθρώπινο υλικό.

Β) Δικαιολογεί το κείμενο αρκετές επιλογές του Κόμματος ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δε δόθηκε η απαιτούμενη προσοχή στην ανάγκη για θεωρητική επάρκεια. Το ότι πολλές φορές υπήρξε θεωρητική αδυναμία - ανεπάρκεια να ερμηνευτούν ή και να προβλεφτούν καταστάσεις είναι γνωστό. Το γιατί φθάσαμε όμως να είμαστε θεωρητικά ανεπαρκείς, όταν είναι γνωστό ότι η υποτίμηση της ιδεολογικής δουλειάς (μελέτη από τα πρωτότυπα και όχι από «εγχειρίδια») μοιραία οδηγεί σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Και τέλος πάντων πόση θεωρητική επάρκεια χρειάζεται για να γίνει αντιληπτό ότι το 20ό Συνέδριο ενταφίασε κάθε μελλοντική επαναστατική διαδικασία, ότι οι μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν απείχαν κατά πολύ από την ανάπτυξη σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, ότι η εισήγηση του Γκορμπατσόφ στο 27ο Συνέδριο αποτελεί μνημείο οπορτουνιστικής και αντεπαναστατικής αναφοράς. Βέβαια καλύτερα αργά παρά ποτέ. Και σε αυτό βρίσκεται η μεγάλη δύναμη του ΚΚΕ. Ενα κόμμα που οι δεσμοί του με την εργατική τάξη και τη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού είναι ισχυροί, μπορεί μέσα από τα λάθη ή αδυναμίες του (υποκειμενικού και αντικειμενικού χαρακτήρα) να βρίσκει τον δρόμο του. Ας ξέρουμε όμως ότι η μαρξιστική γνώση είναι δύναμη όταν αξιοποιεί τις δυνατότητες που αναδεικνύει και προτάσσει κάθε ιστορική περίοδος και όχι να ερμηνεύει τα πράγματα εκ των υστέρων.

Γ) Ισως για πρώτη φορά αποκαθίσταται επίσημα και σε τέτοιο επίπεδο (σε κείμενο της ΚΕ) η περίοδος από το 1924-1953. Η περίοδος αυτή λοιδορήθηκε και συκοφαντήθηκε με μοναδικό κριτήριο το «έλλειμμα» δημοκρατίας. Η λέξη σταλινισμός και στις δικές μας γραμμές έχει πολλές φορές ταυτιστεί με την αυταρχική και σεχταριστική συμπεριφορά. Σωστά όμως το κείμενο δεν αναπαράγει γνωστές αστικές θεωρίες περί «δημοκρατίας» και αναφέρεται σε υπαρκτά προβλήματα που υπήρχαν τη δεκαετία του '20-'30, προβλήματα που ξεκινούσαν από τη βάση της παραγωγής, από το μέγεθος της εφαρμογής του νόμου της αξίας, από το πώς επιτυγχάνεται η παραγωγή περίσσιου προϊόντος (ηθικά και υλικά κίνητρα για αύξηση της παραγωγής) και πώς αυτό διατίθεται στην κοινωνία, από την ανισότητα στις αμοιβές ανάμεσα στον βιομηχανικό εργάτη και στο στέλεχος μιας επιχείρησης κ.ά.

Δ) Η παρουσίαση του κειμένου δημιουργεί ένα άλλο επίσης σημαντικό θέμα. Πριν την ανατροπή του σ. Ν. Ζαχαριάδη από ΓΓ του ΚΚΕ όχι λίγοι αναφωνούσαν το ζήτω ο Ζαχαριάδης και μετά την αποπομπή του από τη θέση του ΓΓ οι ίδιοι πρώτοι κραύγαζαν κάτω ο Ζαχαριάδης. Ετσι και τώρα πρέπει να προσεχτεί η τάση εκείνη η οποία πριν από λίγο αναθεμάτιζε οτιδήποτε θύμιζε την περίοδο του Στάλιν και σήμερα σηκώνει τα λάβαρα στο όνομά του. Βεβαίως είναι θεμιτό κανείς να έχει σφάλλει και τώρα να αντιμετωπίζει είτε λόγω μελέτης, είτε λόγω εμπειριών, διαφορετικά τα πράγματα. Ομως άλλο να λαθεύεις όταν είσαι 20 ετών και άλλο αν είσαι 40 και στα 60 σου να συνειδητοποιείς ότι αλλιώς έχουν τα πράγματα, θέτω με αυτό τον τρόπο το ζήτημα της προσωπικής αυτοκριτικής από στελέχη του Κόμματος, πάντα σε αυστηρά συντροφικά πλαίσια.

Ε) Η αποκατάσταση στα επίσημα κείμενα του Κόμματος της περιόδου μέχρι το 1953 δεν πρέπει να οδηγήσει και στη θεοποίησή της. Είναι λάθος να θεωρούνται ως αρχή των πάσης φύσεως δεινών τα αποτελέσματα του 20ού συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Το θέμα είναι ότι η αντεπαναστατική ομάδα και τάση που κυριάρχησε στο συνέδριο εκείνο δεν εμφανίστηκε από το πουθενά και ξαφνικά. Δημιουργήθηκε και ανδρώθηκε μέσα στους κόλπους των προηγούμενων ετών. Θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η πορεία του 20ού συνεδρίου; Δύσκολα μπορεί να δώσει κανείς αρνητική απάντηση διότι το συνέδριο αποκρυστάλλωσε μια ταξική διαμάχη που διεξαγόταν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Μια διαμάχη ανάμεσα στην επαναστατική τάση που πιστεύει στο αναγκαίο της παγκόσμιας επανάστασης αλλά ταλανίζεται μπροστά στο μέγεθος των αντικειμενικών δυσκολιών και σε εκείνη την τάση που χρησιμοποιεί το Κόμμα, το καθεστώς, το κράτος για να προωθήσει τη δική της ξεχωριστή θέση στην κατανομή του παραγόμενου προϊόντος. Οι έχοντες ουσιαστική μαρξιστική γνώση των αποφάσεων που ελαμβάνοντο ειδικά μετά το 20ό συνέδριο ήξεραν πολύ καλά ότι ήταν θέμα χρόνου να αναδειχτούν υποψήφιοι Γκορμπατσόφ έτοιμοι να ενταφιάσουν καθετί που θυμίζει επιστημονικό σοσιαλισμό. Η αντεπανάσταση - κατάρρευση δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα κάποιων λανθασμένων επιλογών μερικών ηγετών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (επιλογές που κάποιοι πιστεύουν ότι αν δεν είχαν γίνει θα είχε σωθεί η κατάσταση) αλλά η κυριαρχία συγκεκριμένων ταξικών στρωμάτων των οποίων τα συμφέροντα ως κοινωνικής ομάδας δεν είχαν καμιά σχέση με επανάσταση και οικοδόμηση επιστημονικού σοσιαλισμού.

ΣΤ) Οι αιτίες της ανατροπής του σοσιαλισμού όπως τον γνωρίσαμε, είναι εσωτερικές και εξωτερικές ταυτόχρονα. Είναι σύμφυτες με το σύστημα όπως αναπτύχθηκε αλλά και συγχρόνως επέδρασαν σειρά παραγόντων που σχετίζονται με την ύπαρξη και δράση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η σχέση των εννοιών της αντεπανάστασης και της κατάρρευσης είναι σχέση αλληλοσυμπλήρωσης. Η κοινωνική εκείνη ομάδα που έκατσε στο σβέρκο του Κόμματος και αποτέλεσε τον φορέα της αντεπανάστασης δημιουργήθηκε μέσα στον σοσιαλισμό. Αυτό συνηγορεί υπέρ της κατάρρευσης. Η αδυναμία του συστήματος να αξιοποιήσει την επανάσταση της πληροφορικής αρχές της δεκαετίας του '80 αποτελεί στοιχείο κατάρρευσης. Η σειρά μέτρων που παίρνει το σύστημα με τα οποία ενισχύεται η οικονομική και κοινωνική θέση μιας συγκεκριμένης ομάδας (στελέχη επιχειρήσεων και ειδικά κομματικά στελέχη) αποτελεί αντεπαναστατική δράση. Η στήριξη ορισμένων επιλογών και προσώπων της ΕΣΣΔ από το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, αποτελεί παρέμβαση, έξωθεν υποστήριξη της αντεπανάστασης. Είναι αναγκαίο να ιδωθούν στη διαλεκτική τους ενότητα οι έννοιες της αντεπανάστασης και της κατάρρευσης διότι αυτό θα καθορίσει τη θέση μας για το περιορισμένο χρονικά της μεταβατικής περιόδου και της ανάγκης για σύντομη επέκταση μιας παγκόσμιας επανάστασης.

Ζ) Ο Επιστημονικός Σοσιαλισμός ως κοσμοθεωρία δεν αποτελεί απλά έκφραση του ταξικού συμφέροντος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων αλλά τη μόνη αυστηρά επιστημονική απάντηση στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού και στο μέλλον της ανθρωπότητας. Η υπεράσπιση του σοσιαλισμού δεν αρκεί πια να γίνεται με την προβολή όσων θετικών στοιχείων ανέδειξε ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Πάντα μετά την πτώση μιας οικοδομής, κοιτάμε τα ερείπια και όχι αν η οικοδομή αυτή είχε κάποια καλά δωμάτια. Ετσι λοιπόν και εμείς ως κομμουνιστές κουβαλάμε στην πλάτη μας μια ιστορική περίοδο που στη συνείδηση των εργατικών στρωμάτων στέφθηκε με αποτυχία. Γι' αυτό είναι πια αναγκαίο να μιλήσουμε και να πείσουμε με όρους επιστημονικούς. Να προβάλλουμε την μαρξιστική - λενινιστική θεωρία ως επιστήμη. Προϋπόθεση είναι η ιδεολογική δουλειά να ανέβει ουσιαστικά αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα που έχουμε.

Η) Ο διάλογος - συζήτηση για το σοσιαλισμό δεν πρέπει να τελειώσει με το συνέδριο. Δεν είναι μόνο η μελέτη και κριτική θεώρηση του παρελθόντος αλλά και οι σκέψεις, οι απόψεις, οι θέσεις που μπορούν να εμπλουτίσουν το πρόγραμμα και τη δράση του Κόμματος για το τι σοσιαλισμό θέλουμε να οικοδομήσουμε. Το Κόμμα έχει την υποχρέωση να ενθαρρύνει την ιδεολογική μελέτη και αναζήτηση πάνω σε πολλά θέματα της σημερινής πραγματικότητας με σκοπό την καλλιέργεια και εκπαίδευση κομμουνιστών με μαρξιστική και επιστημονική γνώση. Στις δύσκολες μέρες που έρχονται η κοινωνική αδικία και οι ανισότητες του καπιταλισμού δεν αρκούν ως κινητήρια δύναμη για τη δράση των κομμουνιστών. Απαιτείται πεποίθηση ότι κάθε άλλη επιλογή, πέραν της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, αποτελεί φρούδες ελπίδες. Ξέρουμε ότι ίσως δεν μπορέσουμε να ζήσουμε μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Μας στενοχωρεί αλλά δε μας κάμπτει. Δουλεύουμε για να ζήσουν τον σοσιαλισμό οι επόμενες γενιές. Αλλωστε δεν ξεχνάμε και τη ρήση του Καβάφη, «έτσι σοφός που έγινες, θα κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.


Γαλουζής Μιχαήλ
ΚΟΒ Εκπαιδευτικών, Βέροια



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ