Associated Press |
Αυτό αποκαλύπτει και πρόσφατη δημοσκόπηση του ινστιτούτου «IPSO» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κοριέρε ντέλα Σέρα», σύμφωνα με την οποία το 68% των Ιταλών κρίνουν αρνητικά τα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι οι αρνητικές γνώμες για τη λεγόμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση αυξήθηκαν κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες από τις αρχές του καλοκαιριού. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δυσαρεστημένων από την κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι, που φτάνει το 78%, είναι οι νέοι των ηλικιών μεταξύ 18 και 24 ετών. Πάντως, μόλις το 27% των ερωτηθέντων είχε θετική γνώμη και το 5% αρνήθηκε να εκφράσει άποψη. Οπως προκύπτει από τη δημοσκόπηση, οι βασικές ανησυχίες των ερωτηθέντων αφορούν στην υψηλή φορολογία και στην ανεπάρκεια των κοινωνικών υπηρεσιών.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα η «κεντροαριστερή» κυβέρνηση ετοιμάζει τον προϋπολογισμό του 2008, ο οποίος πρέπει να εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο έως τις 30 του Σεπτέμβρη. Και αυτό τη στιγμή που συνεχίζει την αντιλαϊκή και αντεργατική της πολιτική, προωθεί την περαιτέρω αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης πάνω από τα 67 χρόνια, υπογράφονται νέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που δίνουν ψίχουλα στους εργαζόμενους και επιβάλλεται άγρια φορολόγηση στο λαό. Η «κεντροαριστερή» κυβέρνηση κρατά σε ισχύ όλα τα μέτρα και τις συμφωνίες που είχε υπογράψει η προηγούμενη «κεντροδεξιά» κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ιδιωτικοποιώντας κρατικές επιχειρήσεις, προωθώντας τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων. Επιπλέον, στα πεπραγμένα της κυβέρνησης Πρόντι περιλαμβάνεται και η επέκταση της στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ στη Βιτσέντζα, η συμμετοχή των Ιταλών στρατιωτών στα στρατεύματα που βρίσκονται στο Αφγανιστάν, καθώς και στο Λίβανο...
Σε αυτές τις εξελίξεις δε θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει την ...προνοητικότητα της άρχουσας τάξης να συνεχίσει, σε μια πιο στέρεη βάση, το έργο του ο δικομματισμός (της «κεντροαριστεράς» και της «κεντροδεξιάς») προωθώντας ένα μόρφωμα για να αποτελέσει μια νέα ...ρεζέρβα του συστήματος. Ετσι, από τα τέλη του Απρίλη προχώρησε η δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ) από τη συγχώνευση του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (του άλλοτε Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες απάλειψε από τον τίτλο του τη λέξη «κομμουνιστικό» και αφαίρεσε από το σύμβολό του το σφυροδρέπανο) και της κεντρώας «Μαργαρίτας», με στόχο να προκαλέσει ένα κλίμα αλλαγών χωρίς βέβαια παρέκκλιση από την έως τώρα ακολουθούμενη πολιτική.
Ετσι, σήμερα, το Δημοκρατικό Κόμμα έρχεται ως ...λύση στη φθορά που χρεώνεται η κυβέρνηση Πρόντι και το όλο σχέδιο αναμένεται να κορυφωθεί τον ερχόμενο Οκτώβρη όταν και αναμένεται η επίσημη ίδρυση του νέου κόμματος, με γραμματέα τον νυν δήμαρχο της Ρώμης, Β. Βελτρόνι, ο οποίος τους τελευταίους μήνες πλασάρεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της χώρας σαν ο αντικαταστάτης του Ρομάνο Πρόντι.
Η λεγόμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι κέρδισε τις εκλογές την άνοιξη του 2006 προβάλλοντας το φόβο της ...Δεξιάς, όμως εφαρμόζει την ίδια αντιλαϊκή πολιτική με αυτήν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Στην ουσία αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ωστόσο είναι πιο επικίνδυνη επειδή μια λεγόμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση είναι περισσότερο σε θέση να ελέγχει και να δεσμεύει τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα. Προσθέτοντας σ' αυτό το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια άλλη εναλλακτική πολιτική που θα συγκρούεται ξεκάθαρα με τα μονοπώλια και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς σκιαγραφείται μια πολιτικο-κοινωνική κατάσταση ιδιαίτερα δυσμενής για τους εργαζόμενους και τον ιταλικό λαό.
Η επικράτηση της «κεντροαριστερής» συμμαχίας υπό τον Πρόντι, στην οποία συμμετέχουν και οι λεγόμενοι κομμουνιστές, ήταν αυτή που χαρακτηρίστηκε από τον ΣΥΝ «δημοκρατική νίκη με ευρωπαϊκή διάσταση». Αυτό το μοντέλο που προβάλλει ο ΣΥΝ είναι που έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο αριστερές δυνάμεις. Ο λόγος που έχει γίνει αυτό είναι ακριβώς ο ιδεολογικός αφοπλισμός και εκφυλισμός της αριστεράς, η πρόσδεσή της στη σοσιαλδημοκρατία. Η αυταπάτη ότι χωρίς οξυμένη ταξική πάλη μπορεί να υπάρξουν φιλολαϊκές αλλαγές. Το γεγονός ότι οι διεκδικήσεις του κινήματος δεν καθορίζονται από τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων αλλά μπαίνουν στα μέτρα των αναγκών του κεφαλαίου και της στρατηγικής του, με τα διάφορα ιδεολογήματα, περί «ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων», περί «εφικτού». Μόνο που σήμερα το εφικτό και ρεαλιστικό είναι αυτό που συμφέρει πραγματικά τα λαϊκά στρώματα και αυτό θα έρθει μέσα από την ανατροπή του βάρβαρου καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος.
Επομένως, βασικό κριτήριο για τον καθορισμό του χαρακτήρα των κομμάτων, είναι εάν είναι πολιτικοί φορείς εφαρμογής αυτών των δεσμεύσεων ή αποβλέπουν να συνεργαστούν ως μικρά κόμματα μαζί τους. Σ' αυτή ιδίως την προσπάθεια υπάρχουν πολλές σοβαροφανείς δικαιολογίες με κυριότερη τη συμμετοχή στην κυβέρνηση για να επηρεάσουν, μετριάσουν ή και αλλάξουν τις αρνητικές συνέπειες. Πρόκειται δηλαδή για το οπισθόφυλλο του ίδιου βιβλίου. Στη σημερινή Ελλάδα της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ενωσης, η στρατηγική της εισοδηματικής πολιτικής καθορίζεται από το κογκλάβιο του αρχηγείου των Βρυξελλών στη βάση της ελεγχόμενης νομισματικής πολιτικής από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα κι όχι μόνο. Αυτός ο καθορισμός αποτελεί τον έλεγχο της πορείας της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή την αποφυγή κλυδωνισμών που θα έβαζαν σε κίνδυνο την υπεραξία και το κέρδος του κεφαλαίου. Είναι γνωστό ότι στη βάση της υπεραξίας βρίσκεται ο απλήρωτος χρόνος εργασίας της εργατικής δύναμης, αυτό που λέγεται εκμετάλλευση των εργαζομένων από το κεφάλαιο. Γι' αυτό και η στρατηγική των επενδύσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι ν' ανοίγει νέες αγορές ή να επανακαθορίζει τις υπάρχουσες.