ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010
Σελ. /28
Ιδού η «Κυρία» του κυρίου Οφίλς!

Πρεμιέρα είχε την Τρίτη που μας πέρασε, μια ακόμη αμερικανιά με τίτλο «Οι Αναλώσιμοι». Εδώ συμμετέχει σύσσωμο το μπουκέτο των ανεγκέφαλων φουσκωτών ανθρωπόμορφων: Σταλόνε, Λούντγκρεν, Σβαρτσενέγκερ... Voil?! Θαυμάστε το πρότυπο του ανθρώπου, ήρωα, της νέας τάξης πραγμάτων. Που βέβαια δε διαφέρει κατά πολύ από εκείνον της προηγούμενης νέας τάξης, της ναζιστικής, σύμφωνα με την εικόνα που φρόντισε να μας εφοδιάσει η Ρίφενσταλ. Σε ρόλους μισθοφόρων λοιπόν, αδίστακτων πρακτόρων της CIA και τυχοδιωκτών - εγκληματιών κοινού ποινικού δικαίου - σερβίρονται οι χαρακτήρες αυτοί στο κοινό σαν ήρωες προς μίμηση, μπολιάζοντας τις συνειδήσεις των θεατών, ώστε όταν τα πραγματικά αποβράσματα εντός ολίγου αναλάβουν πραγματική δράση στη Μέση Ανατολή και το Ιράν, να έχει προλειανθεί η πτώση στα μαλακά των πραγματικών εγκληματιών, των εντολοδοτών τους. Πρεμιέρα σήμερα και για την τρισδιάστατης τεχνικής ταινία animation «Σρεκ κι εμείς καλύτερα», το τέταρτο και τελευταίο μέρος της γνωστής σειράς. Από σήμερα επίσης προβάλλεται και το αμφιλεγόμενο φιλμ του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι του 1972 «Το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» με έναν ώριμο και εύθραυστο Μάρλον Μπράντο. Ταινία λιγότερο σύνθετη από προηγούμενες του σκηνοθέτη που όμως, σαν κάποιες προηγούμενές του, βασίζεται σε εξπρεσιονιστική χρωματική απεικόνιση και αφήγηση χωρίς συνοχή. Η ταινία μας μπάζει στο «μυαλό» ενός διαταραγμένου από τον πόνο και το σαράκι άνδρα, όπου το σεξ, ο φυσικός πόνος και ο θάνατος συνυπάρχουν στο ίδιο χωνευτήρι. Ακόμη προβάλλεται το μιούζικαλ του 1957 «Funny Face» με λαμπερό πρωταγωνιστικό ζευγάρι τους Οντρεϊ Χέπμπουρν και Φρεντ Αστέρ. Είναι ένα από τα τρία μιούζικαλ με φόντο το Παρίσι που γύρισε ο Αστέρ την δεκαετία του '50 και δίνει την αίσθηση ότι ακολουθεί πιστά την επιτυχώς δοκιμασμένη συνταγή που πρωτοπήρε σάρκα και οστά το 1951 στο φιλμ «Ενας Αμερικάνος στο Παρίσι» του Βιντσέντε Μινέλι με τον Τζιν Κέλι και την Λέσλι Καρόν. Το κύριο συστατικό αυτής της συνταγής δεν είναι ούτε η ρομαντική ιστορία έρωτα με κάποιο βαθμό δυσκολίας, ή το αστραφτερό ζευγάρι που μπορεί να τραγουδά και να χορεύει, ούτε τα υπέροχα κοστούμια και σκηνικά ή οι χορογραφίες και η μουσική του Τζορτζ Γκέρσουϊν σε στίχους του αδελφού του Αϊρα. Το ουσιαστικό στοιχείο είναι ο ίδιος ο γεωγραφικός χώρος, κάποια μυθική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα εκεί που η ιστορία ξετυλίγεται, στην περίπτωση αυτή στο φαντασμαγορικό Παρίσι και ότι αυτή η έννοια - τότε μακρινή και ανεξερεύνητη στο πλατύ κοινό - υποδηλοί στις ονειροπολήσεις και τους συνειρμούς εκατομμυρίων θεατών. Καλό φθινόπωρο, με καλό σινεμά και ασίγαστο αγώνα!


ΜΑΞ ΟΦΙΛΣ
Η άγνωστη κυρία

Απόλυτο κινηματογραφικό κομψοτέχνημα, μελόδραμα ύψιστης αρτιότητας με αύρα από ρίγη τραγωδίας αλλά και καταγγελτικών, άηχων και πνιγμένων στην συμπόνια κραυγών για τους εγκλωβισμένους στην ταξική τους μοιρολατρία εραστές. Ο Μαξ Οφίλς μεταφέρει το 1953 στον κινηματογράφο με τρόπο εκθαμβωτικά αριστουργηματικό, το καλύτερο - ως τέτοιο εκτιμάται - μυθιστόρημα της κοσμικής συγγραφέα Louise de Vilmorin που εκδόθηκε το 1950 υπό τον τίτλο «Madame de...». Φαίνεται ότι ο Οφίλς κατέχει σε βάθος όσο και η μεγαλοαστή ντε Βιλμορέν το πρωτόκολλο, τις νόρμες και τους κώδικες, την υποκρισία και τον κυνισμό, το γενικό εν ολίγοις πλέγμα του συστήματος ηθικής που διέπει το σύμπαν της ανώτερης κοινωνικής τάξης, κάτι που αποτύπωσε μοναδικά ο Ζαν Ρενουάρ στο «Ο κανόνας του παιχνιδιού». Η οριοθέτηση των «χαριτωμένα επιπόλαιων» ηθικών ξεστρατισμάτων είναι σαφέστατη και την γνωρίζουν όλοι όσοι μοιράζονται τις ίδιες αξίες. Γνωρίζουν επίσης ότι πέραν του επιτρεπτού βήματα, πρόκληση για ανατροπή κανόνων και κατεστημένων, επιφέρει την μεγίστη των ποινών. Η «Αγνωστη Κυρία...» έχει ζυμωθεί με τους κανόνες του παιχνιδιού έτσι κάθε της σκέψη, κάθε απτή μετατόπιση προς την πλευρά του βήματος, συνοδεύεται από λιποθυμία της, τρομάζει με τον ίδιο της τον εαυτό, αναλογιζόμενη τις συνέπειες.

Η ταινία στηρίζεται σε σενάριο υψίστου διαμετρήματος και σε ερμηνείες - του πρωταγωνιστικού τρίο Μπουαγιέ, Νταριέ και Ντε Σίκα - αξιοζήλευτης υποκριτικής ακρίβειας και ευαισθησίας, ερμηνείες «δαντέλα» που όντως εμφυσούν ζωή - που πάλλεται τόσο ώστε να παλεύει μην ξεχυθεί στην επιφάνεια - στους στέρεους, παρά την ρηχή τους εικόνα, δραματουργικά χαρακτήρες, τους βυθισμένους, επιλογή τους, στο τέλμα του κόσμου τους και των σαφώς οριοθετημένων κοινωνικών τους ρόλων.


Παρίσι, αρχές του εικοστού αιώνα. Η κοντέσα Λουίζ (Ντανιέλ Νταριέ) - η «άγνωστη κυρία» - σύζυγος κόντε στρατηγού (Σαρλ Μπουαγιέ), πουλά λόγω χρεών στον ενεχυροδανειστή ένα ζευγάρι διαμαντένια σκουλαρίκια, γαμήλιο δώρο του συζύγου της, προσποιείται δε, εν μέσω παράστασης στην Οπερα, ότι τα έχασε. Ο σύζυγος πληροφορείται το συμβάν από τον ενεχυροδανειστή, ξαναγοράζει τα σκουλαρίκια τα οποία με την σειρά του δωρίζει σε ερωμένη του που φεύγει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη. Η ερωμένη, παίκτρια στο καζίνο, έχει πάντα ανάγκη χρημάτων κι έτσι πουλά τα σκουλαρίκια σε εκεί Ελληνόφωνο ενεχυροδανειστή τα οποία αγοράζει με την σειρά του ο Ιταλός διπλωμάτης Ντονάτι (Βιτόριο Ντε Σίκα). Εκείνος θέλει να τα έχει αβάντζα, να τα δωρίσει την κατάλληλη ώρα, ως είθισται στους κύκλους του, σε ευνοούμενή του, κυρία της καλής κοινωνίας... Τα σκουλαρίκια - μέσω του Ντονάτι που φθάνει στο Παρίσι αναλαμβάνοντας πόστο στην Πρεσβεία της χώρας του - ξαναγυρίζουν στην γυναίκα που εκείνος ερωτεύεται, την Λουίζ. Την φορά αυτή εκείνη τα φυλά ως κόρη οφθαλμού, σύμβολο του έρωτά της για τον Ιταλό διπλωμάτη, έρωτα που γιγαντώνεται, που την αλλάζει, την κάνει πιο ταπεινή, την σπρώχνει να βγει από την παράλυση και την δεσποτικά επιβεβλημένη υποταγή και να αντιδράσει... Θεματική κοινότοπη με συμπτώσεις και ίντριγκες που ιδωμένες αποσπασματικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επιπέδου θεατρικού μπουλβάρ. Εδώ ως ενιαίο σύνολο όλα εντάσσονται στα πλαίσια κυκλικής αφήγησης η οποία περιστρέφεται γύρω από έναν κεντρικό άξονα που τον συνθέτει η ματαιοδοξία, η επιπολαιότητα, η απιστία και ο πόθος και όλο αυτό το ενιαίο σύνολο υπόκειται σε εξονυχιστικό σχεδιασμό αισθητικής τάξης.

Τα σκουλαρίκια που συνεχώς αλλάζουν χέρια κι όλο επιστρέφουν στο σημείο εκκίνησης, εκφράζουν σαν αντικείμενο/σύμβολο διαφορετικές αξίες για κάθε παραλήπτη και συνιστούν την ραχοκοκαλιά που συμβάλλει στην αναγωγή του ρομαντικού αυτού μελοδράματος σε ακτινογραφία ενός πλέγματος σχέσεων εξάρτησης, ιεραρχίας, εξουσίας κι ελέγχου οι οποίες, στο σύνολό τους, απορρέουν και διαμορφώνονται από τον βαθμό συνάφειας και σχέσης τους με την έννοια ιδιοκτησία.

Η αυστηρή και ταυτόχρονα δελεαστική τελειότητα του σεναρίου με κυρίαρχο, οργανικό το στοιχείο της εκλεπτυσμένης κομψότητας των καταστάσεων, μεταφέρεται μέσα στο καδράρισμα των λήψεων και φθάνει να αγγίζει ισορροπίες κλασικής αρτιότητας χάρη σε έναν λειτουργικότατο σκηνογραφικό μηχανισμό στούντιο, στην φωτογραφία του μόνιμου - στα τελευταία τέσσερα φιλμ - Γάλλου οπερατέρ του Οφίλς, Κριστιάν Ματράς κυρίως όμως χάρη στην εκθαμβωτική σκηνοθεσία όσων λαμβάνουν χώρα μπροστά από την κάμερα. Μιας υπερκινητικής κάμερας που πότε μοιάζει να χαϊδεύει την επιφάνεια των αντικειμένων και πότε μεταμορφώνεται σε παχύρευστο υγρό που κυλά καλύπτοντας πρόσωπα και πράγματα και χώνεται παντού, οπουδήποτε βρει ρωγμή ή εσοχή. Η μηχανή συχνά κινείται παράλληλα με τα πρόσωπα, άλλοτε προπορεύεται και τα κοιτά που πλησιάζουν, πάντα καταγράφοντας οποιαδήποτε πτυχή σε κίνηση ή νεύμα, οτιδήποτε η κάμερα κρίνει σημαντικό για να βοηθήσει τον θεατή στην κατάδυση στο εσωτερικό κάποιου χαρακτήρα ή κατάστασης διευκολύνοντάς τον στην κατανόηση του αφηγηματικού τρόπου.

Ο Μαξ Οφίλς υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του γαλλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '50 και άσκησε βαθύτατη επιρροή στο ρεύμα του Νέου Κύματος. Γερμανοεβραίος στην καταγωγή από την περιοχή του Saar, ο Max Oppenheimer - όπως ήταν το πραγματικό του όνομα - εργάστηκε σαν σκηνοθέτης στην UFA, τον πανίσχυρο θεσμό της εθνικής γερμανικής κινηματογραφίας, από το 1930 έως την εκλογική νίκη των Εθνικο-σοσιαλιστών του Χίτλερ και την άνοδό τους στην εξουσία, το 1933. Εκτοτε, αυτοεξόριστος, γύρισε ταινίες στην Ιταλία, την Ολλανδία και την Γαλλία και το 1938 απόκτησε την γαλλική υπηκοότητα. Ο Οφίλς υποχρεώθηκε - όπως τόσοι άλλοι - να διαφύγει στην Αμερική όταν οι ναζί κατέλαβαν και την Γαλλία το 1940. Μετά από περίοδο τεσσάρων ετών ανωνυμίας στο Χόλιγουντ, κατόρθωσε τελικά να γυρίσει, για την εταιρεία Παραμάουντ, μια σειρά καλαίσθητων μελοδραμάτων τα οποία καταχωρούνται στα καλύτερά του επιτεύγματα. Με την επιστροφή του στην Γαλλία το 1949, ο Οφίλς εισέρχεται στην πιο δημιουργική περίοδο της καριέρας του (1950-1955), η οποία χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες τέσσερις, απείρου κομψότητας και μαεστρόζικης αυθαιρεσίας ταινίες : «La Ronde» 1950, «Le Plaisir» 1952, «Madame de...» 1953 και τελευταία η γνωστότερη για την πέρα από κάθε σύμβαση αφηγηματική της τεχνική ταινία του 1955 «Lola Mont's», φτιαγμένη δυο χρόνια πριν τον θάνατο του σκηνοθέτη, τον Μάρτιο του 1957.

Παίζουν: Ντανιέλ Νταριέ, Σαρλ Μπουαγιέ, Βιτόριο Ντε Σίκα, Ζαν Γκαλάν κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία (1953).


ΣΤΑΝΛΕΪ ΝΤΟΝΕΝ
Funny face

Το χολιγουντιανό μιούζικαλ που στις αρχές της δεκαετίας του '50 εμφανίζεται να έχει ήδη κατακτήσει ύψιστα σημεία εκζήτησης, τόσο σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική επιτήδευση όσο την τεχνική και την ποιότητα στο χρώμα, βρίσκεται από το 1955, σαν κινηματογραφικό είδος, αντιμέτωπο με μια κατάσταση ελεφαντίασης, δηλαδή παραμόρφωσής του, κάτι που εκφράζεται και μέσα από έναν επικίνδυνο εθισμό που συνίσταται στη βαθμιαία εγκατάλειψη των πρωτοτύπων σεναρίων και την αντικατάστασή τους με δοκιμασμένες εμπορικές θεατρικές επιτυχίες.

Το σενάριο της κινηματογραφικής έκδοσης του «Funny Face» του 1957 στηρίζεται σε απειροελάχιστο βαθμό στο κείμενο του ομώνυμου θεατρικού μιούζικαλ του 1927 - παρέμειναν μόλις τέσσερα τραγούδια - ενώ ταυτίζεται ολοσχερώς με το κείμενο ενός άλλου θεατρικού μιούζικαλ, του «Wedding Bells» του Λέοναρντ Γκερς. Ο αρχικός μάλιστα τίτλος της ταινίας ήταν «Wedding Day».

Ταινία ικανή να τροφοδοτήσει με μπόλικο υλικό τις φεμινιστικές σπουδές κινηματογραφικές και μη. Εντυπωσιακά σχεδιασμένο το μπακγκράουντ των τίτλων της αρχής καθώς και η σεκάνς που ακολουθεί: Η είσοδος της διευθύντριας του γυναικείου περιοδικού μόδας «Quality» Μάγκι Πρέσκοτ, ο ύμνος της στην κατανάλωση και η θρησκευτική της πίστη στην εμπορευματοποίηση των πάντων άψυχων κι έμψυχων και στην αγορά. Η Μις Πρέσκοτ αποφασίζει η φωτογράφηση μόδας για το περιοδικό της να γίνει σε περιβάλλον διανοούμενο, στο εσωτερικό ενός μικρού και σκοτεινού βιβλιοπωλείου στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Εκεί, στο αστείο πρόσωπο της νεαρής υπαλλήλου Οντρεϊ Χέπμπουρν, η διευθύντρια και ο φωτογράφος του περιοδικού - τον υποδύεται ο 58χρονος τότε Φρεντ Αστέρ που πλησιάζει στο τέλος της μουσικοχορευτικής του καριέρας - ανακαλύπτουν το καινούργιο γυναικείο πρότυπο που θα πλασάρουν στην αγορά, αφού πρώτα το πασπαλίσουν με μπόλικη παριζιάνικη κομψότητα και γκλάμουρ. Λέγεται ότι η Χέπμπουρν είχε θέσει σαν όρο της δικής της συμμετοχής στην ταινία, τη συμμετοχή του Φρεντ Αστέρ. Πρόκειται για το πρώτο κινηματογραφικό μιούζικαλ της Χέπμπουρν, στο οποίο μάλιστα τραγουδά η ίδια όλα τα τραγούδια της. Αποδεικνύει επίσης και τη χορευτική της δεινότητα, δεδομένου ότι η λεπτεπίλεπτη Χέπμπουρν είχε σπουδάσει χορό στην Ολλανδία, όπου έζησε για πολλά χρόνια με τους αριστοκράτες, εγγεγραμμένους στο φασιστικό κόμμα, γονείς της.


Παίζουν: Οντρεϊ Χέπμπουρν, Φρεντ Αστέρ, Κέι Τόμσον, Μισέλ Οκλέρ, κ.α.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1957).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ