ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πετρέλαιο: Μια διδακτική ιστορία

Γρηγοριάδης Κώστας

Η τιμή του βαρελιού αργού πετρελαίου έχει υπερτριπλασιαστεί τα τελευταία δύο χρόνια. Στις αρχές του '99 βρισκόταν κάτω από το όριο των 10 δολαρίων το βαρέλι, ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει τα 30 δολάρια. Η πρόσφατη ιστορία του πετρελαίου είναι ιδιαίτερα διδακτική για το πώς τα διεθνή μονοπώλια αυξάνουν την κερδοφορία τους σε βάρος των εργαζομένων, ανεξάρτητα από τις αυξομειώσεις στην παραγωγή και στην τιμή του εμπορεύματος.

Ας δούμε, λοιπόν, συνοπτικά πώς εξελίχθηκαν κατ' αρχήν τα γεγονότα. Είναι γνωστό ότι την τελευταία δεκαετία οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου είχαν διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα. Οι χώρες του ΟΠΕΚ έβλεπαν να διευρύνεται η απόσταση που τις χώριζε από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, π.χ. την ώρα που οι ΗΠΑ διασφάλιζαν ένα σχετικά ψηλό ρυθμό ανάπτυξης, η Σαουδική Αραβία έβλεπε το δικό της κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα να πέφτει.

Στην παράμετρο αυτή ήρθε να προστεθεί η μείωση της ζήτησης και η περαιτέρω πτώση της τιμής, λόγω της εκδήλωσης της κρίσης το 1997 στη Νοτιοανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία.

Στις 24 Μάρτη 1999 ο ΟΠΕΚ δοκίμασε να αντιδράσει, ανακοινώνοντας μείωση της ημερήσιας παραγωγής κατά 1,7 εκατ. βαρέλια, στοχεύοντας στη σχετική αύξηση της τιμής μέσα από τη μείωση των αποθεμάτων. Στις ανακοινώσεις του τόνιζε επίσης ότι οι παραγωγές χώρες εισπράττουν μόλις το 16% της τελικής τιμής, ενώ τα υπόλοιπα είναι κέρδη των πετρελαϊκών εταιριών και κρατικοί φόροι.

Στη συνέχεια ο ΟΠΕΚ δέχτηκε πιέσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ για μια σχετική αύξηση της παραγωγής στο όνομα της συγκράτησης των τιμών. Ο υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ κ. Μπιλ Ρίτσαρτσον έκανε τις σχετικές συστάσεις, ενώ το Αμερικανικό Πετρελαϊκό Ινστιτούτο (API) ισχυρίστηκε τον Αύγουστο του 2000, ότι κατέγραψε τον χαμηλότερο όγκο αποθεμάτων από το 1974.

Ο πρόεδρος του ΟΠΕΚ υπουργός της Βενεζουέλας Αλί Ροντρίγκεζ και ο εκπρόσωπος του Ιράν Χουσεΐν Καζενπούρ απάντησαν ότι δε θεωρούν ότι υπάρχει πρόβλημα έλλειψης στη διεθνή αγορά.

Ωστόσο, πέρα από τις ιμπεριαλιστικές πιέσεις, σημειώθηκε μια νέα αύξηση της κατανάλωσης το τελευταίο διάστημα, λόγω, κυρίως, της ανάκαμψης στη Νοτιανατολική Ασία και του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης στις ΗΠΑ. Κάτω από το βάρος αυτών των παραγόντων ο ΟΠΕΚ αποφάσισε σχετική αύξηση της παραγωγής σε τρεις φάσεις (Μάρτη κατά 720.000 βαρέλια, Ιούνη κατά 708.000 βαρέλια και Σεπτέμβρη κατά 800.000 βαρέλια). Τόνισε, επίσης, σε πρόσφατη επίσημη ανακοίνωσή του ότι «η προσφορά υπερβαίνει πλέον τη ζήτηση».

Ωστόσο, οι τιμές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα. Ενώ διαφαίνεται και μια απότομη επιδείνωση στις σχέσεις Ιράκ - Κουβέιτ με την ενεργό ανάμειξη των ΗΠΑ που δεν αποκλείουν νέο γύρο στρατιωτικών συγκρούσεων.

Η ανάλυση των γεγονότων που προαναφέραμε θα βοηθήσει στην αποκάλυψη των πραγματικών ενόχων για τη δραματική επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης. Θα καταδείξει γιατί οι εξελίξεις δεν μπορούν να ερμηνευτούν με το αστικό εργαλείο των «διακυμάνσεων στην προσφορά και στη ζήτηση», αν δε μελετήσει κανείς τη δράση του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο συγκεκριμένο πλαίσιο.

Οι πραγματικοί ένοχοι

Μάταια οι ΗΠΑ και η ΕΕ προσπαθούν να αναδείξουν τον ΟΠΕΚ σαν το μεγάλο ένοχο και την αύξηση της παραγωγής σαν το μαγικό ραβδί, που θα λύσει το πρόβλημα. Η αντικειμενική ανάλυση των δεδομένων αναδεικνύει τα βαθύτερα αίτια της σημερινής εξέλιξης. Ας τα δούμε συγκεκριμένα:

α)Η δράση του μονοπωλιακού κεφαλαίου και ιδιαίτερα των διεθνών μονοπωλίων.

Η αμερικανική Exxon-Mobil παρουσιάζει το πρώτο εξάμηνο του 2000 αύξηση κερδών κατά 116% σε σχέση με το αντίστοιχο του '99. Αντίστοιχα η αμερικανοαγγλική Royal Dutch Shell αύξηση κατά 106% και η βρετανική BP κατά 197%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τα συνολικά κέρδη των τριών αυτών ισχυρότερων μονοπωλιακών Ομίλων του κλάδου θα ξεπεράσουν φέτος τα 18 δισ. δολάρια.

Αντίστοιχα στη χώρα μας τα μεγάλα διυλιστήρια έχουν μεγάλη αύξηση κερδοφορίας το 1999 σε σχέση με το 1998, π.χ. ΠΕΤΡΟΛΑ κατά 104%, ΜΟΤΟΡ-ΟΙΛ κατά 32%, ΕΛ.ΠΕ. κατά 53%. Είναι χαρακτηριστική η αύξηση της καταναλωτικής τιμής του πετρελαίου θέρμανσης κατά 287%, μεταξύ 1/1/99 και 7/9/2000!

Η κερδοφορία των μονοπωλίων κινείται με αυξητικούς ρυθμούς, αφού αυτά μπορούν να αντιμετωπίζουν τις αυξομειώσεις της παραγωγής - κατανάλωσης και την επίδραση του ανταγωνισμού μετακυλίοντας τα βάρη στις πλάτες της λαϊκής κατανάλωσης.

β) Η υψηλή κρατική φορολογία

Το αστικό κράτος καλύπτει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του στην άσκηση «κοινωνικής πολιτικής» διασφαλίζοντας πόρους μέσα από την υπέρογκη, άδικη και ισοπεδωτική έμμεση φορολογία. Ετσι, πληρώνουν και πάλι οι εργαζόμενοι αντί να αυξηθεί η άμεση φορολογία των κερδών του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Είναι γνωστό ότι ιδιαίτερα στην ΕΕ η σχετική κρατική φορολογία είναι ιδιαίτερα υψηλή. Το ύψος της φορολόγησης του ντίζελ, για παράδειγμα στη Βρετανία φτάνει το 300% του κόστους παραγωγής, μεταφοράς και διύλισης. Ακόμα και στις χώρες-μέλη που είχαν επιβάλει μικρότερη φορολογική επιβάρυνση, (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), στο πλαίσιο της αντιπληθωριστικής τους πολιτικής, ώστε να πιαστούν οι ονομαστικοί δείκτες σύγκλισης, είναι γεγονός ότι η φορολογία αποτελεί το 50-70% της τελικής τιμής του πετρελαίου και της βενζίνης.

γ) Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων

Στο συγκεκριμένο ζήτημα οι ΗΠΑ ακολουθούν μια ευέλικτη πολιτική που προσπαθεί να σταθμίσει αρκετούς παράγοντες. Από τη μια η άνοδος των τιμών αναβαθμίζει την κερδοφορία ισχυρών μονοπωλίων τους (π.χ. Exxon-Mobil), αλλά και δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ΕΕ, η οποία εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις εισαγωγές πετρελαίου.

Ταυτόχρονα, η άνοδος αυτή αναβαθμίζει τη στήριξη των κρατικών σχεδίων τους για την Κασπία από μονοπωλιακούς ομίλους. Μέχρι τώρα οι συγκεκριμένοι όμιλοι δε στήριζαν τα αμερικανικά κρατικά σχέδια για τους αγωγούς στην περιοχή, ως μη συμφέροντα οικονομικά και παρακινδυνευμένα πολιτικά (αστάθεια περιοχής). Η άνοδος της τιμής αλλάζει αυτά τα δεδομένα.

Η διαπάλη για την εκμετάλλευση της περιοχής δεν είναι καινούρια. Χαρακτηριστική ήταν τα προηγούμενα χρόνια η διαμάχη νομικών ερμηνειών για το αν η Κασπία είναι κλειστή Θάλασσα όπως υποστηρίζουν το Καζακστάν και το Αζερμπαϊτζάν, με τη στήριξη των ΗΠΑ ή, πρόκειται για Λίμνη όπως υποστηρίζει η Ρωσία και το Ιράν (η κάθε ερμηνεία οδηγούσε σε διαφορετικούς όρους εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων ενεργειακών πηγών).

Τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το ρόλο της Ρωσίας κυρίως με την ενεργοποίηση του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τσεϊχάν. Ομως, στις 23/2/2000 η ρωσική Lukoil ανακοίνωσε την ανακάλυψη περίπου 2,2 εκ. βαρελιών νέων αποθεμάτων στη ρωσική περιοχή της Κασπίας. Με την ανακάλυψη αυτή αναβαθμίστηκε η οικονομική σημασία της ρωσικής οδού, δηλαδή του αγωγού Μπακού-Νοβοροσίσκ και αποδυναμώθηκε, ως μη συμφέρουσα οικονομικά, η αμερικανική επιλογή Μπακού-Τσεϊχάν. Στη συνέχεια η άνοδος των τιμών ξαναέφερε την αμερικανική λύση στο τραπέζι....

Από την άλλη η αμερικανική πλευρά πιέζει τον ΟΠΕΚ για νέα αύξηση της παραγωγής και σχετική συγκράτηση της ανόδου των τιμών γιατί:

- Οι ΗΠΑ έχουν υψηλή κατανάλωση, αφού καταναλώνουν το ένα τέταρτο του παραγόμενου πετρελαίου σε παγκόσμια κλίμακα.

- Πιέζουν σε μια κατεύθυνση αποδυνάμωσης των αποθεμάτων του ΟΠΕΚ, η οποία θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε αναβάθμιση της σημασίας των δικών τους πηγών και αποθεμάτων.

- Θεωρούν ότι η αύξηση της παραγωγής θα πλήξει άμεσα τη Ρωσία που έχει προσεγγίσει τα ανώτατα όρια των σημερινών δυνατοτήτων της δικής της παραγωγής.

Τέλος, οι ΗΠΑ δε διστάζουν να αξιοποιήσουν το χαρτί της στρατιωτικής τους υπεροχής, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της υπόθεσης Ιράκ - Κουβέιτ.

Από την πλευρά της η ΕΕ πλήττεται ποικιλότροπα από τις εξελίξεις. Είναι γνωστό ότι λόγω ανεπάρκειας πηγών οι ενεργειακές της δαπάνες ξεπερνούν κατά 40% τις αντίστοιχες των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η δεσπόζουσα θέση του δολαρίου στις πετρελαϊκές συναλλαγές συμβάλλει σε μία περαιτέρω επιδείνωση της σχέσης Ευρώ προς το δολάριο, χωρίς να είναι ο καθοριστικός παράγοντας.

Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την όξυνση της κοινωνικής διαμαρτυρίας οδηγούν την κοινοτική χρηματιστική ολιγαρχία σε μια προσπάθεια αναβάθμισης της θωράκισης του ιμπεριαλιστικού οργανισμού των Βρυξελλών.

Οι εκπρόσωποί της (π.χ.. ο πρόεδρος της Επιτροπής Ρ. Πρόντι) μιλούν για την ανάγκη επιτάχυνσης της οικοδόμησης κοινής εξωτερικής πολιτικής και κίνησης στην κατεύθυνση της ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ. Προβάλλουν την ανάγκη χάραξης διακριτής κοινοτικής πολιτικής για τις σχέσεις της ΕΕ με χώρες όπως το Ιράκ, το Ιράν, η Λιβύη.

Εντείνονται, επίσης, οι προβληματισμοί για την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας π.χ.. πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens Χάινριχ φον Πιέρερ αμφισβήτησε την απόφαση του καγκελάριου Σρέντερ να εγκαταλείψει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς ως βλαπτική για το μέλλον της γερμανικής οικονομίας.

Η ταξική διέξοδος

Μπροστά σ' αυτές τις εξελίξεις η ελληνική κυβέρνηση χαράζει μια αντιλαϊκή πολιτική που υπαγορεύεται από το πλαίσιο του «μονόδρομου της ΟΝΕ». Συμπορεύεται με τις άλλες κοινοτικές κυβερνήσεις στην άσκηση πίεσης στον ΟΠΕΚ. Διακηρύσσει την ανάγκη επιτάχυνσης της πολιτικής απελευθέρωσης της ενέργειας. Καλεί τον Ελληνα εργαζόμενο να προστατευτεί με ατομική του ευθύνη απ' τα κερδοσκοπικά παιχνίδια της αγοράς.

Ταυτόχρονα, μέσα από αχαρακτήριστες συμφωνίες παραδίδει την έρευνα και εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών της χώρας στο διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο (π.χ. παράδοση της περιοχής του Πατραϊκού στην αμερικανική Triton Energy, της περιοχής της ΝΔ Πελοποννήσου στις Enterprise και Union Texas κλπ.). Διατηρεί την αντιλαϊκή υψηλή έμμεση φορολογία στη βενζίνη και στο πετρέλαιο.

Τα λαϊκό κίνημα μπορεί να απαιτήσει μια ριζικά διαφορετική διέξοδο. Διεκδικώντας άμεσα το δραστικό περιορισμό της έμμεσης φορολογίας (π.χ.. κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης) και την αύξηση της άμεσης φορολογίας των μονοπωλιακών κερδών, με ταυτόχρονη παρεμπόδιση της μετακύλησης των βαρών στον καταναλωτή μέσα από μηχανισμούς οριοθέτησης των τιμών πώλησης.

Πρέπει να διεκδικήσει την έρευνα και την εκμετάλλευση των εγχώριων πηγών ενέργειας και τη διαχείριση των ενεργειακών προϊόντων μέσα από έναν εθνικό δημόσιο φορέα στο πλαίσιο μιας κεντρικά σχεδιασμένης λαϊκής οικονομίας. Μπορεί να απαιτήσει την ενεργοποίηση πολυμερών περιφερειακών συνεργασιών (π.χ. με χώρες του ΟΠΕΚ) στη βάση του αμοιβαίου οφέλους, γεγονός που προϋποθέτει την αποδέσμευση της χώρας απ' τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Σε τελευταία ανάλυση το πρόβλημα δεν είναι τεχνοκρατικό αλλά πολιτικό. Αναδεικνύει την επικαιρότητα και αναγκαιότητα της λαϊκής εξουσίας και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για μια πραγματική λύση προς όφελος των εργαζομένων.


Μάκης ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΥΣΙΜΑ
Κυβερνητική αδιαφορία για τις επιπτώσεις στο λαϊκό εισόδημα

Με στατιστικά κόλπα και αλχημείες περί δήθεν χαμηλών φόρων στα καύσιμα, η κυβέρνηση αρνείται να πάρει ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών που έχουν για τις λαϊκές μάζες οι συνεχείς ανατιμήσεις στα καύσιμα

Τον Ιούνη πανηγύριζαν για την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Επιχειρούσαν να παρουσιάσουν τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο σαν όαση ασφάλειας και προστασίας της ελληνικής οικονομίας, της νομισματικής σταθερότητας, του εισοδήματος των εργαζόμενων. Και λίγους μήνες μετά, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και του δολαρίου, ένας συνδυασμός - φωτιά, πονοκεφαλιάζει τους ιθύνοντες του οικονομικού σχεδιασμού της κυβέρνησης, κύριος στόχος του οποίου είναι η συνέχιση της... «οικονομικής σταθερότητας». Η διατήρηση, δηλαδή των πολιτικών λιτότητας σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές κρατικές δαπάνες, σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού (το έχουν προσδιορίσει στο επίπεδο του 2%), συνέχισης των ιδιωτικοποιήσεων και επέκτασής τους στους τομείς της υγείας - παιδείας, κατεδάφισης της κοινωνικής ασφάλισης, των εργασιακών σχέσεων, με στόχο την ενίσχυση της πολυπόθητης ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου. Και ενώ όλα τα είχαν προβλέψει και σχεδιάσει και σε επίπεδο λεπτομέρειας, έρχεται και εισβάλλει η πετρελαϊκή - αλλά και συναλλαγματική - κρίση.

Είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε και δεν περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Το δολάριο, δηλαδή, άνω των 400 δραχμών και το πετρέλαιο να... γλυκοκοιτά τα 40 δολάρια το βαρέλι. Ενας συνδυασμός που αν συνεχιστεί επί μακρόν, είναι ικανός να αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό, να περιορίσει την επενδυτική και καταναλωτική ζήτηση, να ανατρέψει επιχειρηματικές προσδοκίες, να πυροδοτήσει λαϊκές αντιδράσεις. Ο,τι χειρότερο δηλαδή για μια κυβέρνηση που πριν από μερικούς μήνες πανηγύριζε για τη... μεγάλη επιτυχία ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ.

Στη συνέχεια η κυβέρνηση διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα, μια και στην κρίση εμπλέκονταν οι μεγάλες χώρες της Δύσης, οι πετρελαϊκές εταιρίες, ο ΟΠΕΚ... Μεγέθη πολύ μεγάλα για την κυβέρνηση και την εφαρμοζόμενη πολιτική της πλήρους υπακοής. Ετσι οι αρμόδιοι έκριναν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα καλύτερο από το να... παρακολουθούν τις εξελίξεις και να εύχονται στο Θεό και... στις μεγάλες δυνάμεις να επέμβουν και να εξομαλύνουν την κατάσταση. Το είπε καθαρά ο Γ. Παπαντωνίου σε συνέντευξή του στις αρχές της βδομάδας. Ετσι προσδοκούν ότι κάτι μπορεί να γίνει στη συνοδό του ΔΝΤ στην Πράγα, όπου έχει προγραμματιστεί συνοδός των 7 μεγάλων χωρών, γνωστή και ως «G7», ενώ στη συνέχεια, την ερχόμενη Παρασκευή θα πραγματοποιηθεί το ΕΚΟΦΙΝ στις Βρυξέλλες, με θέμα την πετρελαϊκή κρίση. Προσδοκία της ελληνικής πλευράς είναι να ασκηθεί από τις χώρες της Δύσης διπλωματική και πολιτική πίεση στις χώρες του ΟΠΕΚ, να αυξήσουν οι τελευταίες την παραγωγή πετρελαίου, ώστε να πιεστούν καθοδικά οι τιμές. Είναι όμως ο ΟΠΕΚ υπεύθυνος - ή ο αποκλειστικός υπεύθυνος - για την κρίση;

Βέβαια, οι κυβερνώντες φοβούνται ότι οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που έχουν κατακλύσει πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου εργαζόμενοι και επαγγελματίες ζητούν από τις κυβερνήσεις τη λήψη μέτρων προστασίας των εισοδημάτων τους που πλήττονται από το κύμα ακρίβειας, μπορούν να επεκταθούν και στην Ελλάδα. Κάτι δηλαδή που θα ήταν ό,τι το χειρότερο για την κυβέρνηση. Ετσι άρχισαν να εφευρίσκουν διάφορα τεχνάσματα, με στόχο τον έλεγχο της λαϊκής δυσαρέσκειας. Η οποία, υπάρχει και σήμερα, μπορεί αύριο να λάβει μη ελεγχόμενες μορφές, όταν τους χειμερινούς μήνες ο εργαζόμενος, η νοικοκυρά και ο συνταξιούχος, διαπιστώσουν ότι για να ζεσταθούν το χειμώνα θα πρέπει να πληρώσουν το πετρέλαιο θέρμανσης 2 και 3 φόρες περισσότερο από πέρσι.

Περισσότεροι οι... χαμηλότεροι φόροι

Ετσι «ανακάλυψαν» ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει έδαφος διαμαρτυρίας, επειδή η καλή μας η κυβέρνηση έχει φροντίσει να μειώσει τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης στα κατώτατα επιτρεπτά όρια που έχει επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενώ οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες - καρφώνουν οι δικοί μας μαρτυριάρηδες - διατηρούν υψηλή φορολογία στα καύσιμα και έχουν περιθώρια να τη μειώσουν. Αντίθετα εμείς -δυστυχώς- τα έχουμε εξαντλήσει τα όρια αυτά. Λες και το αίτημα της προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων από την επερχόμενη άνοδο του πληθωρισμού περιορίζεται μόνο στη διαχείριση του μηχανισμού των ειδικών φόρων. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, λένε τη μισή αλήθεια, αυτή που τους συμφέρει. Λένε αλήθεια όταν υποστηρίζουν ότι έχουμε μειώσει τους ειδικούς φόρους στα κατώτατα επιτρεπτά από την Ευρωπαϊκή Ενωση όρια και σαν φουσκωμένοι διάνοι ανακοινώνουν ότι έχουμε τη χαμηλότερη φορολογία (στους ειδικούς φόρους) στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό είναι σωστό αν δούμε τους ειδικούς φόρους σαν απόλυτα μεγέθη. Ετσι στην Ελλάδα ο φόρος στη βενζίνη με μόλυβδο ανέρχεται στα 337 εύρω ανά χίλια λίτρα κατανάλωσης, τα 287 στις βενζίνες χωρίς μόλυβδο, που είναι οι βάσεις των ειδικών φόρων. Αντίθετη όμως εικόνα προκύπτει από την εξέταση των ειδικών φόρων σαν ποσοστό του ΑΕΠ και του σύνολου των φορολογικών εσόδων. Με τον τρόπο αυτό μέτρησης, η Ελλάδα διατηρεί την πρώτη θέση μεταξύ των χώρων - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι τα έσοδα από ειδικούς φόρους κατανάλωσης σαν ποσοστό του ΑΕΠ και σαν ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το έτος 1992, ήταν για την Ελλάδα 4,4% και 10,7%. Αντίθετα για τη Γερμανία ήταν 2,8% και 6,6%. Για τη Δανία (με την υψηλότερη φορολογία στα καύσιμα μεταξύ των 15 χωρών - μελών) 4,1% και 8,4%, για τη Γαλλία 2,6% και 5,9% κλπ. Η εικόνα αυτή έγινε ακόμα επαχθέστερη για την Ελλάδα, καθώς το 1999 (στοιχεία: «Κρατικός Προϋπολογισμός 2000») οι ειδικοί φόροι σαν ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο 4,7% και σαν ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων στο 20,1%!

Είναι μύθος επομένως ότι έχουμε τη χαμηλότερη επιβάρυνση σε επίπεδο ειδικών φόρων, μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Στην πραγματικότητα ο μέσος Ελληνας καταναλωτής έχει την υψηλότερη επιβάρυνση σε ειδικούς φόρους, σε σχέση με τα υπόλοιπα 14 κράτη της ΕΕ.

Αδιαφορία για τα λαϊκά εισοδήματα

Αλλά το γενικότερο ζήτημα που προκύπτει από την πετρελαϊκή κρίση, είναι η λήψη μέτρων προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων, καθώς ο ερχόμενος χειμώνας προβλέπεται δύσκολος. Η κυβέρνηση το έχει υπόψη της αυτό και προσπαθεί να ελιχθεί. Ο πρωθυπουργός την προηγούμενη Πέμπτη, μετά την κυβερνητική επιτροπή, δήλωσε ότι αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν στα σημερινά υψηλά επίπεδα, η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο (δεν είναι δηλαδή σίγουρο) και... υπό προϋποθέσεις να πάρουν μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα για να προστατεύσουν τα λαϊκά εισοδήματα, αλλά από... τα τέλη Νοέμβρη, με την κατάθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού. Είναι εμφανές ότι θέλουν να κερδίσουν χρόνο, ενώ από την άλλη αντιμετωπίζουν εκατομμύρια πολίτες αυτής της χώρας σαν... συμπαθή τετράποδα. Πρώτα -με την πολιτική τους- εξαλθίωσαν συνταξιούχους, άνεργους, φτωχούς αγρότες και στη συνέχεια - χωρίς να ντρέπονται - δε διστάζουν να διατυμπνανίζουν ότι ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις, τον ερχόμενο χειμώνα, κάποιο ξεροκόμματο να σας δώσουμε για να ζήσετε και εσείς! Την ίδια στιγμή διακηρύσσουν με περισσή περηφάνια ότι το πλεόνασμα εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού θα ανέλθει μέχρι το τέλος του 2000 στα 800 δισ. δραχμές, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί κατά δύο τρόπους. Για να εφαρμόσουν τις φορολογικές αλλαγές που έχουν υποσχεθεί για το 2001 (οι κυριότερες είναι η μείωση των συντελεστών φορολογίας των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ανώνυμων εταιριών και η μείωση του συντελεστή φόρου των υψηλών εισοδημάτων, καθώς και η μείωση του δημοσίου χρέους). Αυτές είναι οι προτεραιότητές τους και όχι η λήψη μέτρων προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων.

Είναι εμφανές ότι η προστασία των λαϊκών εισοδημάτων που πλήττονται και όσο συνεχίζεται η πετρελαϊκή κρίση θα πλήττονται περισσότερο, θα πρέπει να γίνει αντικείμενο πάλης του λαϊκού κινήματος.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

ΤΙΤΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ

ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 30ΕΤΊΑ

1973-'74 Πρώτη κρίση πετρελαίου

1979 Ιρανική επανάσταση

1980-'82 Δεύτερη κρίση πετρελαίου

Αύγ. 1990 Ανώτατη τιμή 4 δολάρια το βαρέλι

1997 Το κραχ στην Ασία



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ