ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 26 Σεπτέμβρη 1997
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 1

Ετσι ή αλλιώς, όποιος έχει δει το "Μίσος", την πρώτη ταινία του Ματιέ Κασοβίτς,θα ενδιαφέρεται για τη νέα και αμφιλεγόμενη ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη "Οι δολοφόνοι",που βγαίνει σήμερα στους κινηματογράφους. Ανταγωνιστής, κατά κάποιον τρόπο, του Κασοβίτς είναι ένας άλλος αμφιλεγόμενος (;), ο Ηλία Καζάν,αφού η δεύτερη από τις τέσσερις ταινίες της βδομάδας είναι μια επανέκδοση σε ανακαινισμένη κόπια του "America, America"."Οι άνδρες με τα μαύρα" του Μπάρι Σόνενφελντ μάς μεταφέρουν από τα τέλη του περασμένου αιώνα, από τον κόσμο δηλαδή της ταινίας του Καζάν, σε έναν φουτουριστικό κόσμο με αυτή την περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας από την οποία δε λείπει το χιούμορ. Τέλος, ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον με το "Κοφτερό λεπίδι" μας προσγειώνει επαναφέροντάς μας στο παρόν, γράφοντας το σενάριο, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας σε αυτή την ταινία.

"Οι δολοφόνοι"

Το "Μίσος" ήταν πραγματικά μια ταινία - δολοφόνος. Σε εκείνη την ταινία ο 30χρονος τότε (πριν δυο χρόνια) Ματιέ Κασοβίτς στεκόταν απέναντι από τη γαλλική κοινωνία, ξεχνούσε κάθε είδους συναισθηματισμό, έλεγε μόνο τα απαραίτητα λόγια (κάτι σαν το "έχεις δικαίωμα να παραμείνεις σιωπηλός" των Αμερικανών αστυνομικών) και, έπειτα, με την ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τους επαγγελματίες πίεζε ελαφρά τη σκανδάλη με το όπλο στραμμένο ανάμεσα στα μάτια του στόχου του. Το "Μίσος" ήταν μια ταινία απόλυτα ρεαλιστική, δεν είχε περιττούς χρόνους, είχε μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη διάσταση, από την οποία απουσίαζε καθετί περιττό, και η δομή του ακολουθούσε το σχήμα μιας πέρα από κάθε αμφισβήτηση μαθηματικής πράξης. Ταυτόχρονα, με το "Μίσος" ο Κασοβίτς εμφανιζόταν στην κινηματογραφική πραγματικότητα με την αιφνιδιαστική εκρηκτικότητα μιας βόμβας, επιβεβαιώνοντας επίσης τον διττό χαρακτήρα του γαλλικού σινεμά, που από τη μια μπορεί να ασχολείται με μια ατέρμονη φιλολογία με τις προσωπικές και τις αισθηματικές σχέσεις, κι από την άλλη εμφανίζει περιπτώσεις σκληρής ρεαλιστικής κοινωνικής καταγραφής, στο σύνολο των οποίων ανήκει δικαιωματικά και ο περί ου ο λόγος σκηνοθέτης. Ομως, όταν ένας δημιουργός δίνει σε ένα έργο του τον καλύτερο εαυτό του, ίσως ολόκληρο το συγκεντρωμένο καλλιτεχνικό απόθεμα που κρύβει μέσα του, τότε η επόμενη δουλιά του διατρέχει τον "κίνδυνο" της αυστηρής κρίσης από το κοινό, που περιμένει πάντα κάτι ανώτερο από το προηγούμενο, και της αναπόφευκτης σύγκρισης με την παράδοση που ο ίδιος έχει δημιουργήσει. Και, το κυριότερο, τον κίνδυνο της προσωπικής επανάληψης, η οποία δεν μπορεί παρά να αποβαίνει σε βάρος του αποτελέσματος.

"Οι δολοφόνοι" είναι μια ταινία που επιδιώκει να μιλήσει για κοινωνικές πληγές με την ίδια ψυχρή ωμότητα, που χαρακτήριζε το "Μίσος". Θέμα της ταινίας η βία. Η βία σαν καταναλωτικό προϊόν, η βία σαν μορφή κοινωνικής αξίας, η βία που από μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς φτάνει να υποκαθιστά τη λειτουργία της επικοινωνίας και της γλώσσας. Αν κάποτε μια φωτογραφία άξιζε όσο χίλιες λέξεις, τώρα την ίδια αξία ίσως έχει ο κρότος ενός πυροβολισμού... Στην πραγματικότητα τα βασικά πρόσωπα του φιλμ είναι δύο: Από τη μια ο Βάγκνερ (Μισέλ Σερό),ένας ηλικιωμένος επαγγελματίας δολοφόνος, "τεχνίτης" του είδους, που επιθυμεί να αποσυρθεί, αφού πρώτα εκπαιδεύσει τον διάδοχό του στη δουλιά. Από την άλλη ο δεκαπεντάχρονος Μεχντί (Μπεντί Μπενουφά),από τον οποίο ο βετεράνος Βάγκνερ βρίσκει κυριολεκτικά τον μάστορή του. Ο Μεχντί δεν έχει ανάγκη εκπαίδευσης, αφού στη διάρκεια της μικρής του ζωής έχει αποκτήσει χίλια κίνητρα για να διαπράξει έναν τυφλό φόνο, έχει χίλιες φορές ταυτιστεί με την ψυχολογία ενός δολοφόνου στα προγράμματα της τηλεόρασης, ενώ στις οθόνες των ηλεκτρονικών παιχνιδιών έχει πυροβολήσει τόσους εικονικούς στόχους, όσους ο κύριος Βάγκνερ δεν έχει ονειρευτεί στη σαραντάχρονη σταδιοδρομία του. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χαρακτήρες, ο Κασοβίτς τοποθετεί ακόμη έναν μετέωρο, ενδιάμεσο ήρωα, τον Μαξ, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος. Και είναι, ίσως, η παρουσία αυτού του αναποφάσιστου Μαξ, που κάπου βγάζει την ταινία από το θέμα της και τη γραμμή της. Μοιάζει σαν η αναποφασιστικότητα του προσώπου αυτού να μεταδίδεται στη δομή του φιλμ, του οποίου οι χρόνοι αποκτούν ενίοτε μια φλυαρία, έναν πλατειασμό, που στερεί το τελικό αποτέλεσμα από την ευθυβολία μιας σφαίρας. Τελικά, η αξία των "δολοφόνων" βρίσκεται στην καταγραφή μιας κοινωνικής κατάστασης, που τα ΜΜΕ θα χαρακτηρίζανε "τραγωδία". Το φιλμ έρχεται να καταδείξει, ότι δεν πρόκειται για τραγωδία της μοίρας, αλλά για την ίδια την πραγματική ζωή. Αν, όμως, το "Μίσος" έφτανε να αρθρώνει ένα "διότι" στα ερωτήματα που έθετε, οι "δολοφόνοι" δεν αποφεύγουν τελικά τον κοινό τόπο, δεν ξεπερνούν τη λέξη, που κλείνει την ταινία με ένα ερωτηματικό "γιατί; "

(ΔΑΝΑΟΣ, ΑΠΟΛΛΩΝ, ΑΡΤ ΣΤΟΥΝΤΙΟ, ΑΛΦΑΒΙΛ, ΟΡΦΕΥΣ, ΑΦΑΙΑ)


ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 2

"America, America"

Στην περίπτωση του Ηλία Καζάν και αυτής της ταινίας είναι αναπότρεπτοι κάποιοι δυσάρεστοι συνειρμοί. Η ταινία γυρίστηκε το 1963. Οι μακαρθικές διώξεις της περασμένης δεκαετίας αποτελούν παρελθόν, οι συνέπειες τους όμως πάνω στα θύματά τους δεν έχουν εξαλειφθεί. Ο Καζάν, που πήρε μέρος σε αυτό το κυνήγι μαγισσών, κρατώντας ο ίδιος το ρόλο του καταδότη για παλιούς φίλους και συναδέλφους, καταστρέφοντας ζωές και σταδιοδρομίες, μοιάζει να έφτιαξε τη μελλοντική του καριέρα εξαργυρώνοντας για πάντα το τίμημα της προδοσίας του. Από αυτή την άποψη μπορεί κανείς να συγκρίνει το δημιουργό με τον ήρωα της ταινίας του, το Σταύρο (Στάθης Γιαλελής),που για να πραγματοποιήσει το ατομικό του όνειρο, το ταξίδι στην αμερικάνικη γη της επαγγελίας, δε διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, να εκμεταλλευτεί την αγάπη μιας γυναίκας για να εξασφαλίσει ένα υπερατλαντικό εισιτήριο, να φτάσει κι αυτός με τον τρόπο του την προδοσία. Το άλλοθι της αδυσώπητης σκληρότητας του κόσμου και της ολοκληρωτικής αυταπάρνησης για την πραγματοποίηση του σκοπού, άλλο δεν κάνει από το να καθαγιάζει ένα όνειρο, που στο φινάλε παίρνει υπόσταση στην εικόνα του νεαρού λούστρου με το δουλικό (και ανθρωποφάγο ταυτόχρονα, είναι αλήθεια) χαμόγελο, που περιμένει το φιλοδώρημα του πελάτη. Φιλοδωρήματα που αθροιζόμενα δημιούργησαν μια πραγματικότητα ανάλογη του "διαμερίσματος στην Κυψέλη", φετίχ των ελληνικών ταινιών της ίδιας περιόδου. Το φιλμ διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και με τον επικό του χαρακτήρα αφηγείται τη διαδρομή ενός νεαρού Ελληνα από τα βάθη της υπόδουλης Μικρασίας στις ΗΠΑ. Μια ιστορία πραγματική ή μια από τις τόσες πραγματικές ιστορίες της μετανάστευσης, που μεταφερόμενες, όμως, στην οθόνη χάνουν την υπόστασή τους ως γεγονότα, για να μετατραπούν σε παραμύθια. Κι εκεί ο αφηγητής έχει τον πρώτο ρόλο.

(ΑΒΑΝΑ, ΑΤΤΙΚΑ)

"Οι άνδρες με τα μαύρα"

Η ταινία είναι βασισμένη σε μια σειρά κόμικς. Πρόκειται για την εξιστόρηση των περιπετειών μιας μυστικής ανεπίσημης κρατικής ομάδας, οι πράκτορες της οποίας ντυμένοι πάντοτε στα μαύρα, ασχολούνται με τους εξωγήινους μετανάστες και έχουν ως αποστολή την αντιμετώπιση των εξωγήινων αποβρασμάτων που λυμαίνονται τη Γη. Αθέλητες είναι οι νοερές συγκρίσεις με σημερινές υπερεθνικές αστυνομικές συμμαχίες, που συγκροτούνται για την αντιμετώπιση κάποιων γήινων μαύρων προβάτων. Με τους Τόμι Λιη Τζόουνς καιΓουίλ Σμιθ σε σκηνοθεσία Μπάρι Σόνενφελντ.(ΑΓΚΟΡΑ, ΑΘΗΝΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, ΑΝΝΑ ΝΤΟΡ, ΑΣΤΕΡΙΑ, ΑΤΛΑΝΤΙΣ, ΒΙΛΑΤΖ, ΓΑΛΑΞΙΑΣ, ΔΙΑΝΑ, ΖΙΝΑ, ΙΝΤΕΑΛ, ΚΑΛΥΨΩ, ΟΣΚΑΡ, ΠΤΙ ΠΑΛΑΙ, ΣΠΟΡΤΙΓΚ, ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ, ΦΑΛΗΡΟ 1, ΑΝΤΑΜΣ, ΦΟΙΒΟΣ, ΦΙΛΟΘΕΗ)

"Κοφτερό λεπίδι"

Ο Καρλ, όταν ήταν 11 χρονών σκότωσε τη μητέρα του και τον εραστή της τη στιγμή που έκαναν έρωτα. 25 χρόνια αργότερα αποφυλακίζεται και επιστρέφει στην πόλη του με σκοπό να δουλέψει και να ζήσει μια ήρεμη ζωή. Ομως η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται, όταν η χήρα γυναίκα που του δίνει στέγη και ο γιος της, ο μικρός φίλος του Καρλ, αντιμετωπίζουν τη βαναυσότητα ενός βίαια απαιτητικού εραστή.

(ΕΛΛΗ, ΙΝΤΕΑΛ ΜΑΡ., ΤΡΙΑΝΟΝ)

Αγης ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ