Τι εποχή τρελή! Σουρεαλιστική! Ακόμα και οι - αθώες - αγελάδες δεν άντεξαν τέτοια - και τόση - ασχήμια. Τις έπιασε κατάθλιψη και τρελάθηκαν. Τρελάθηκαν οριστικά και αμετάκλητα. Και έτσι τρελές και δυστυχισμένες, πια, παρακολουθούνε - μέσα από την τρέλα τους - όλον αυτόν τον τρελό κόσμο γύρω τους. Και τρελαίνονται ακόμα περισσότερο με τις προστυχιές και τις αντιφάσεις του!
Παρακολουθούν έκθαμβες έναν γέρο άνθρωπο, που έχει άγρια προβλήματα με την υγεία του, να περιφέρεται στις αγορές και στα λιμάνια και να "δείχνεται" - ο ίδιος και τα δόντια του - σαν κάτι εξαιρετικό. Και γύρω του ο κόσμος χυδαίος και άπονος, να χτυπάει χειροκροτήματα γιατί, μπόρεσε, λέει - ο άρρωστος - να κουνήσει το χέρι του. Και αυτή πράξη του, λένε, έχει σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Και ο ίδιος - με όση λογική του έχει μείνει - αποκαμωμένος, χωρίς δυνάμεις για να τους προγκίξει, γυρεύει, απελπισμένα, μια καρέκλα για να ακουμπήσει και αν είναι δυνατόν να πέσει πάνω της και να σβήσει. Κανένας σεβασμός!
Παρακολουθούν έκπληκτες - και αγαναχτισμένες - τη χώρα, να τη μετατρέπουν οι επικίνδυνοι και οι αστόχαστοι σε ένα απέραντο καζίνο. Βλέπουν να ξεφυτρώνουν - ανεξέλεγκτα - σαν δηλητηριασμένα μανιτάρια, δεκάδες κολυμβήθρες του Σιλωάμ, για να ξεπλένουν - προκλητικά και ξεδιάντροπα - τα βρώμικα χρήματα και τα βρώμικα άτομα, που έχουν βρώμικα χρήματα. Βλέπουν χιλιάδες μικρές και μεγάλες οικονομίες να κατασπαράζονται από τους "μαύρους Τζακ", τις "μαύρες χείρες" και τις μαύρες ψυχές. Και βλέπουν το κράτος - πρωτοληστή στους ληστές - να κρατάει το λαό στημένο στον τοίχο και να τον ληστεύει. Να τον έχει μπλοκάρει, το λαό, από όλες τις μεριές και να του ρουφάει σιγά - σιγά το αίμα. ΠΡΟ - ΠΟ, λαχεία, ανεργία, Ξυστό, κουπόνια, συντάξεις πείνας, καζίνα, απελπισία! Κανένας σεβασμός!
Και να βλέπουν οι δυστυχισμένες - και τρελές, οριστικά, πια - αγελάδες τον δικαστή και πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας να γυρίζει, χωρίς περίσκεψη την προβιά του από τη μαύρη πλευρά. Και να απλώνει - χωρίς προσχήματα - μπροστά μας τον αντικομμουνισμό του και τον άσχημο εθνικισμό του. Και να γίνεται το κακό παράδειγμα. Και να ξέρει - και όλοι μας να ξέρουμε - πως άρμεξε - και αυτός - από τον κόσμο του Κου Κου Ε, που σήμερα "δικάζει". Και να μην τον φτάνει - τον δικαστή - η ιδέα της "μεγάλης Ελλάδας", για να χωθεί μέσα της και να κρυφτεί μέσα της. Γιατί, η συνέπεια είναι αρετή που αναζητείται!
Και παρακολουθούν οι τρελές αγελάδες το θόρυβο, που ξεσήκωσε ο ποιητής με τη σιωπή που απαίτησε να κοπάσει. Και ο κόσμος γύρω μας να σπρώχνεται, πάλι, εκδικητικά, εκεί, που ήταν και πριν πεθάνει ο ποιητής. Στη μοναξιά της καθημερινότητας. Χωρίς στίχους και χωρίς υπερβολές. Χωρίς αναφορές στις Κυκλάδες και στο "μπλε και το άσπρο". Να μας μένει μόνον η βραχονησίδα, για να πιανόμαστε από πάνω της και να κάνουμε τραμπάλα τις εθνικές μας περηφάνιες. Να μας μένει μόνον το βαθύ μαύρο του ουρανού από το σύννεφο της απελπισίας που εκπέμπει η υποκρισία. Να μας μένουν οι πρόχειρες "απαγγελίες" όλων αυτών που θέλησαν να έχουν μέρος - και δόξα - στον πόνο για το χαμό. Κανένας σεβασμός!
Και γω, μέσα σε όλο αυτό το χαλασμό, να μαθαίνω αδικαιολόγητα καθυστερημένα, πως "αρρώστησε ο Μίμης". Και τρέχω - καθυστερημένα - στην κλινική να του συμπαρασταθώ. Και εκείνος να έχει πεθάνει, δυστυχώς, πριν φτάσω. Και εκεί στη γραμματεία η κοπέλα, που ρώτησα "σε ποιο δωμάτιο βρίσκεται ο Ραβάνης", να μου απαντάει, ανυποψίαστα, με μια μεγάλη κουβέντα: "Μα, έφυγε ο Ανθρωπος"!
Και γι' αυτόν τον Ανθρωπο,που έφυγε ήσυχα και πολιτισμένα, όπως έζησε - γράφτηκαν και ακούστηκαν τόσο λίγα, ενώ του έπρεπαν τόσα πολλά. Και όλοι ξέρουμε - και εκείνοι ξέρουν - πως δεν υπάρχει στόμα καθαρό, που να μην τραγούδησε τα τραγούδια του Μίμη. Και δε μιλάω για τις ώρες του βουνού, που εκεί - έτσι κι αλλιώς - τραγουδάς χωρίς να ρωτάς για τον στιχουργό, γιατί ξέρεις, είσαι σίγουρος, πως πολεμάει δίπλα σου! Μιλάω για αργότερα, για τώρα, που οι "ιστορικοί" δε βρήκαν να πουν ούτε δυο απλές κουβέντες γι' αυτόν και το έργο του. Να πούνε, ποιος έγραψε αυτούς τους υπέροχους ψαλμούς, που τραγουδήθηκαν από εκείνα τα υπέροχα λαρύγγια. Δεν τόλμησαν να κάνουν δυο δηλώσεις. Γιατί θα έπρεπε, τότε, να πούνε ένα του - έστω - στίχο. Και δεν τόλμησαν! Γιατί τα ποιήματα του Μίμη - και τα τραγούδια του - θα τους γέμιζαν ενοχές και θα τους αποκάλυπταν. Και προτίμησαν τη σιωπή! Κανένας σεβασμός!
Ομως η ιστορία, ευγενική και όμορφη, με τους ευγενικούς και όμορφους ανθρώπους, ξέρει να εκδικείται. Εδωσε στο Μίμη το δικό της βραβείο. Το μεγάλο βραβείο της συνέπειας! Και της ανθρωπιάς. Και τον σημείωσε στις πολύτιμες σελίδες της για τις μελλοντικές αναφορές.
Την προηγούμενη Κυριακή προσπάθησα, με το σημείωμά μου, να σας μιλήσω για την Ευρώπη. Οχι, βέβαια, για την Ευρώπη της γεωγραφίας και της ιστορίας, ούτε για την Ευρώπη του δυτικού πολιτισμού και των παγκόσμιων πολέμων, την Ευρώπη των επαναστάσεων και των αυτοκρατόρων. Προσπάθησα απλώς να σας περιγράψω, με τρόπο παραβολικό, ένα κτίριο, όπου άνθρωποι και πράγματα, ξεναγοί και διερμηνείς, βουλευτές και επίτροποι, παίζουν καλά σκηνοθετημένοι ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι επιστημονικής φαντασίας. Υποπτεύομαι πως πολλοί από σας, που διαβάσατε αυτό το κείμενο, θα είχαν αντιρρήσεις. Ισως να σχολίασαν αρνητικά τα όσα έγραψα και να ψιθύρισαν και άσχημα επίθετα για μένα. "Τι μας λέει τώρα κι αυτός και πού τα βρήκε όλ' αυτά και μεις άλλα περιμέναμε να διαβάσουμε και τα λοιπά και τα λοιπά...". Δεν ισχυρίζομαι πως έχουν άδικο όλοι αυτοί, γιατί, στο κάτω κάτω, όταν διαβάζει κανείς την κυριακάτικη εφημερίδα του, έστω και αν γίνεται αυτό ανάμεσα στη βρώση και την πόση, τη διαβάζει, για να ενημερωθεί. Να διαβάσει, δηλαδή, με λόγια σταράτα, τι συμβαίνει στον κόσμο και τι του σκαρώνουν πίσω από την πλάτη, όσοι καμώνονται τον προστάτη του, μόνο και μόνο, για να βρίσκουν εύκολους και, προπαντός, νόμιμους τρόπους, για να του ρουφάνε το αίμα. Η για να διαβάσει, με παρόμοια λόγια, με λόγια σταράτα εννοώ, πως προσπαθούν να τον προστατέψουν οι άλλοι, αυτοί που πήραν από όλους εμάς την εντολή να πάνε εκεί, όπου τέλος πάντων πρέπει να πάνε, για να αντισταθούν σ' αυτήν τη νομιμότητα της ύπουλης προστασίας και της σιωπηρής αφαίμαξης. Και σε μένα αυτό συμβαίνει. Για τους ίδιους λόγους, διαβάζω την εφημερίδα μου. Ειλικρινά σας λέω. Και όχι, για να τσεπώσω τα περίφημα κουπόνια και ν' αποκτήσω μ' αυτά τα CD ή τις γκραβούρες, τα ασημένια μαχαιροπίρουνα ή τα εκμαυλιστικά ταξίδια στα νησιά του Μπαλί ή της Καραϊβικής. Και παρ' όλα αυτά, έρχομαι την Κυριακή με τις λεξιλάγνες και τις παραποιητικές μου περιγραφές και γεμίζω μια ολόκληρη σελίδα, σε μια ανάσα απόσταση από τον καλό μου φίλο, τον Νίκο τον Αντωνάκο, με πολλά και διάφορα. Και τι γίνεται με τα ερωτήματα και τις απαντήσεις τους; Το μάθημα της Ευρώπης, που μένει έτσι ξεκρέμαστο και χωρίς επίλογο ποια από τ' αυτιά των συντρόφων μου θα μαλακώσει, και ποιες συνειδήσεις θα ξεσηκώσει; Και ποιο είναι αυτό το μήνυμα που θα φέρει στο δήμο, στις πλατείες και στα χαλασμένα κόκκινα φανάρια, για να το πάρουν οι ταλαιπωρημένοι του λόγκου και των κάμπων, της λαϊκής αγοράς και του αργοπορημένου λεωφορείου, της ψεύτικης σύνταξης και του διάτρητου μεροκάματου;
Δε με ξαφνιάζει ο θυμός σου, κυριακάτικε αναγνώστη μου! Ούτε οι απορίες σου με βρίσκουν απροετοίμαστο! Γιατί έχω έτοιμο το επιχείρημα, για να αντιμετωπίσω την αγανάκτησή σου. Το είχα έτοιμο από το αεροπλάνο ακόμα, όταν επέστρεφα στη μητέρα πατρίδα και έβλεπα από κάτω μου τα χιόνια των Αλπεων και τα κύματα της Αδριατικής. Και μη σου φανεί παράξενο, αν σου πω πως το είχα έτοιμο το επιχείρημα, πριν πάω στο Στρασβούργο. Ενα επιχείρημα πολιτικό, στημένο στα βαθιά νερά της συνείδησής μου. Είναι το χαρακτηριστικό της αριστερής, της κομμουνιστικής σκέψης, να αντιστέκεται στις πράξεις της συντήρησης, στις πράξεις της άκρατης και αντιλαϊκής φιλελευθεροσύνης και να έχει έτοιμο το επιχείρημα της αντίστασης. Είναι ένα χαρακτηριστικό, που το έχει ζυμώσει η Ιστορία και το έχουνε πλάσει οι αγώνες. Ο κομμουνιστής τη μυρίζεται την παγίδα, όχι γιατί είναι απλώς καχύποπτος, αλλά γιατί μέσα στις παγίδες μεγάλωσε και ξέρει πολύ καλά πως όλο το πακέτο της Ιστορίας μέσα στις παγίδες δένεται και τα χρωματιστά του περιτυλίγματα μέσα σ' αυτές τα "κονομάει"!
Την ώρα, λοιπόν, που περνούσα από τις ακτίνες στην μπούκα του αεροδρομίου, είμαι σίγουρος πως ο χωροφύλακας άγγελός μου, που έψαχνε να βρει το επικίνδυνο φορτίο των αποσκευών μου, θα το εντόπισε το επιχείρημά μου. Και είμαι βέβαιος πως, αν δεν έπληττε, έτσι που μελετούσε στην αποκαλυπτική οθόνη τα σπλάχνα των αποσκευών, θα διάβαζε καθαρά πως ήμουνα έτοιμος να απαντήσω στο ζέον ερώτημα: τι είναι τέλος πάντων αυτή η Ενωμένη Ευρώπη; Ο Βασίλης ο Εφραιμίδης έχει μια γραφικότατη απάντηση. Πολύ πιο παραστατική από όλες τις σχετικές αναλύσεις. Την άκουσε, λέει, ένα βράδυ, που έπινε τσίπουρο σ' ένα καφενείο στον κάμπο της Νιγρίτας. Εγώ δε θα την επαναλάβω αυτή την απάντηση, αν και τη ζήλεψα πολύ, όταν την άκουσα, γιατί ήθελα να τη δώσω εγώ. Δε θα την επαναλάβω, γιατί είναι κομμάτι σκαμπρόζικη.
Τι είναι, λοιπόν, η Ενωμένη Ευρώπη; Η ΕΟΚ, όπως έμαθε ο λαός να τη φωνάζει, με το χαϊδευτικό της όνομα; Είναι ένα παμπόνηρο κατασκεύασμα. Ιδρύθηκε, όπως μας ομολόγησε επώνυμο και σημαντικό μέλος της Ευρωβουλής, ως Ευρώπη των εμπόρων και ύστερα από εξελίξεις και λογής ντρίπλες, όμοιες με αυτές που κάνουν και οι διάσημοι μπαλαδόροι, πήρε το πρόσωπο της Ευρώπης των πολιτών. Το ερώτημα, το προσωπικό μου, από όπου ξεκινάει και το επιχείρημά μου, είναι: πώς γίνεται να συνταιριάζουν και να "συναινούν" έμποροι και πολίτες στο ίδιο κλουβί; Ο ένας, ο έμπορος, δηλαδή, πουλάει και κερδίζει. Ο άλλος, ο πολίτης, με άλλα λόγια, αγοράζει και ποτέ δεν κερδίζει. Φυσικά και οι δυο είναι πολίτες, μόνο που ο καθένας βλέπει από τη δική του πλευρά την κοινωνία και γι' αυτό είναι μοιραίο αυτές οι δυο ματιές να συγκρούονται κάθε τόσο. Να βλέπουν τους νόμους με άλλο μάτι, την Τέχνη επίσης. Την παιδεία τη θέλει αλλιώς ο έμπορος και αλλιώς ο πολίτης. Αλλιώς ερμηνεύει την Ιστορία ο έμπορος και αλλιώς ο πολίτης. Πώς θα τα κατάφερναν λοιπόν μέσα σ' αυτό το κλουβί, που στην αρχή το είπανε ΕΟΚ και τώρα το λένε Ενωμένη Ευρώπη, αυτές οι δύο αντιλήψεις να συζήσουν; Γιατί, βέβαια, όταν μιλάω για τον "έμπορο" και τον "πολίτη", δεν αναφέρομαι στα φυσικά πρόσωπα, μα στις αντιλήψεις που εκφράζουν αυτές οι δύο λέξεις, στα συμφέροντα που διαμορφώνουν και στον κόσμο που ονειρεύονται. Πώς θα βρίσκανε, λοιπόν, την ίδια γλώσσα, για να συνεννοηθούν, όταν θα κάθονταν να μιλήσουν για τον πολιτισμό, για τους πεινασμένους της Γης, για τον πόλεμο; Και όταν ο πρώτος, ο έμπορος εννοώ, έβλεπε στο όνειρό του έναν κόσμο γεμάτο με βαρέλια και αραδιασμένα τσουβάλια, κομματιασμένες "τρελές αγελάδες" και μολυσμένα κοτόπουλα, ναρκωτικά παράνομα και απελπισμένους φτωχούς μετανάστες, πώς θα ερμήνευε αυτό το εφιαλτικό όνειρο; Θα το ερμήνευε, όπως και ο πολίτης; Γι' αυτές τις ερμηνείες, όμως, θα γράψω την άλλη Κυριακή!
Οταν ο πρώτος, ο έμπορος εννοώ, έβλεπε στο όνειρό του έναν κόσμο γεμάτο με βαρέλια και αραδιασμένα τσουβάλια, κομματιασμένες "τρελές αγελάδες" και μολυσμένα κοτόπουλα, ναρκωτικά παράνομα και απελπισμένους φτωχούς μετανάστες, πώς θα ερμήνευε αυτό το εφιαλτικό όνειρο; Θα το ερμήνευε, όπως και ο πολίτης;