ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 24 Νοέμβρη 2006
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μερικοί επιμένουν: «μικρό»!

Του συνεργάτη μας ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η αφίσα του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας
Η αφίσα του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας
Επιτέλους! Μια αρκετά ενδιαφέρουσα προσπάθεια γίνεται φέτος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το Σωματείο «μικρό», που δραστηριοποιείται στην προώθηση της ταινίας μικρού μήκους, αποφάσισε, και επέβαλε την απόφασή του στο Φεστιβάλ, να μην κάνει καμιά διάκριση και να παρουσιάσει στη Θεσσαλονίκη - για πρώτη φορά - όλες τις ταινίες που συμμετείχαν στα διαγωνιστικά τμήματα του φετινού Φεστιβάλ Δράμας. Μέχρι τώρα στη Θεσσαλονίκη έφταναν μόνον οι βραβευμένες ταινίες. Αυτές, δηλαδή, που, έτσι κι αλλιώς, προβάλλονται μέσα στη διάρκεια του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Τα διαγωνιστικά αυτά τμήματα είναι το Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα, το Σπουδαστικό Τμήμα και οι «Ελληνες του κόσμου». Συνολικά είναι, περίπου, 100 ταινίες, που θα προβληθούν στο Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τη Δευτέρα (27/11) από τις 10πμ μέχρι αργά το βράδυ.

Ομως, φαίνεται, τίποτα καλό στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να είναι καλό μέχρι το τέλος και ολοκληρωμένο. Παρότι η οργάνωση αυτών των προβολών γίνεται με τη συνεργασία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και του Μουσείου Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, δε δόθηκε η αντίστοιχη προσοχή που του άξιζε. Θυμίζουμε ότι τη Δευτέρα (27/11) το φεστιβάλ θα έχει τελειώσει! Την ίδια ημέρα αναχωρούν οι καλεσμένοι. Για ποιον, άραγε, γίνεται η εκδήλωση;

Οι μικρομηκάδες, ωστόσο, αισιόδοξοι ως το κόκαλο, πιστεύουν ότι το κινηματογραφόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης θα ανταποκριθεί. Και πρέπει, γιατί θα έχει την ευκαιρία να δει όλες τις ταινίες που διαγωνίστηκαν και θα μπορέσει να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη άποψη, έξω από τα βραβεία και τις επιτροπές.


47ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ζητούνται νέοι για ν' αλλάξουν ... τον κόσμο

Του απεσταλμένου μας ΝΙΚΟΥ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

«Ανάκτηση» του Σλαβομίρ Φαμπίσκι
«Ανάκτηση» του Σλαβομίρ Φαμπίσκι
Βέντερς: «Υπάρχει (στην Αμερική) μια εντυπωσιακά τεράστια φτώχεια, υλική, διανοητική και πολιτιστική».

«...Ημουν για τρεις βδομάδες στο Κογκό. Ποτέ δεν είχα πάει σε ένα μέρος τόσο αποκομμένο από τον κόσμο... Κανένας δρόμος δεν πάει πια εκεί και κανένα πλοίο, γιατί όλα γύρω έχουν πυροβοληθεί! Υπάρχει ένα τρένο κάθε δυο βδομάδες, αλλά δεν περνάει πάντα. Δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, πόσιμο νερό, καμιά σύνδεση με το ίντερνετ.

»... Το 90 τοις εκατό της Αμερικής αποτελείται από μικρές πόλεις, όπου νιώθεις ότι η Αμερική είναι αληθινά απομονωμένη. Οι άνθρωποι εκεί αντιμετωπίζουν στερήσεις. Υπάρχει μια εντυπωσιακά τεράστια φτώχεια, υλική, διανοητική και πολιτιστική. Μετά από λίγο, δε νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου, όπως κάποιοι πιστεύουν ότι είναι η Αμερική, αλλά στο περιθώριό του. Είσαι αληθινά αποκομμένος από κάθε πληροφορία για τον υπόλοιπο κόσμο. Εκτός αν έχεις πρόσβαση στο ίντερνετ».

Η διαφορά σύμφωνα με τον Βιμ Βέντρες, τον Γερμανό σκηνοθέτη, ο οποίος, πια, ζει και εργάζεται στην Αμερική. Κι ανάμεσα στην επαρχιακή Αμερική και το Κογκό, είναι η σύνδεση με το ...ίντερνετ! Αυτά για να ξέρουμε για ποια πλούσια χώρα μιλάμε και πού πηγαίνει ο πλούτος. Αυτά για να καταλάβουμε το «αμερικανικό θαύμα» και ποιοι το απολαμβάνουν. Και μη φανταστείτε ότι ο Βιμ Βέντερς μίλησε εύκολα. Με το τσιγκέλι του έβγαζες τα λόγια. Μην ξεχνάμε πως εκεί, πια, γυρίζει τις ταινίες του. Και ξέρει από πρώτο χέρι πως μπορεί να ...τιμωρηθεί!

Και ο κινηματογράφος χτενίζεται...

Ενώ τα προβλήματα γύρω, ιδίως για τη νεολαία, έχουν σχηματίσει βουνά και η μόνη διαφορά ανάμεσα στο πυροβολημένο Κογκό και την «πολιτισμένη» και «ευημερούσα» Δύση, είναι μια σύνδεση στο ίντερνετ - αν βέβαια διαθέτεις κομπιούτερ και χρήματα για να πληρώσεις τη σύνδεση - ο κινηματογράφος, ιδιαίτερα ο κινηματογράφος που φτιάχνεται από νέους, χτενίζεται..! Λες και οι νέοι δημιουργοί έχουν αποδεχτεί την ήττα τους. Λες και επέλεξαν τη φυγή αντί για τον αγώνα.

Οποιες σκηνοθετικές αρετές κι αν διαθέτει η ταινία «Ροζ», του Αλέξανδρου Βούλγαρη, και διαθέτει αρκετές, δεν μπορούν να ισοσκελίσουν την απουσία κάποιας ισχυρής σημερινής ιστορίας. Μιας ιστορίας από τις χιλιάδες που βιώνουμε και οι οποίες περιμένουν τον σκηνοθέτη τους! Τη μετατροπή τους σε τέχνη. Σε καλαίσθητες καλλιτεχνικές εικόνες, αλλά και προσιτές στον απλό άνθρωπο!

Μακριά από μένα κάθε διάθεση υποβολής θεματολογίας σε οποιονδήποτε δημιουργό, και ιδιαίτερα νέο δημιουργό. Η τέχνη δε γίνεται «κατόπιν παραγγελίας». Είναι αποτέλεσμα εσωτερικού πόνου, προσωπικής αγωνίας. Προσωπικής αγωνίας, που, όμως, για να έχει αξία, καλλιτεχνική κοινωνική αξία, πρέπει, οπωσδήποτε, να έχει κοινωνικές αναφορές, κοινωνικές αναζητήσεις. Το προσωπικό, αν είναι «πολύ προσωπικό», τόσο «πολύ προσωπικό» που να μην αφορά σε κανέναν και δεν μπορεί να αναγνωριστεί (κατανοηθεί) από κανέναν, δημιουργεί πρόβλημα!

Τέτοιο πρόβλημα δημιούργησε σε μένα η ταινία. Εβλεπα μια ανήσυχη σκηνοθετική ματιά, στα κάδρα, στα χρώματα, στα ντεκόρ, στις μουσικές και στους ήχους, στις ερμηνείες. Και, όμως, όλα αυτά δεν πέρναγαν μέσα από τις αισθήσεις μου στο μυαλό και την καρδιά μου. Υπήρχε χάσμα στην επικοινωνία μας.

Πιο προσιτός ο Πολωνός Σλαβομίρ Φαμπίσκι. Αυτός, έστω και αν έκλεισε το μάτι στον αμερικανικό κινηματογράφο, και τον οποίο προσπάθησε να μιμηθεί, χωρίς να προδώσει ολοκληρωτικά την πολωνική κινηματογραφική σχολή. Δεν είναι εύκολο, άλλωστε. Υπάρχουν βαθιές ρίζες. Με την ταινία του «Ανάκτηση» ακούμπησε ένα ιδιαίτερα επίκαιρο σημερινό θέμα. Αυτό της μετανάστευσης, αλλά και της προσαρμογής (της αντίστασης, θα πρέπει) στη νέα πραγματικότητα των ανθρώπων των πρώην σοσιαλιστικών χωρών.

Το θετικότερο της ταινίας, πέρα από τις σκηνοθετικές αρετές και τις θαυμάσιες ερμηνείες, προπαντός της πρωταγωνίστριας, είναι η επιλογή του σκηνοθέτη: Ο ήρωάς του να μη χαθεί, να μην αφομοιωθεί, αλλά να προσπαθήσει και, τελικά, να αλλάξει. Ο θετικός ήρωας στις ταινίες, στην τέχνη γενικά, είναι μια κοινωνική πρόταση. Και με αυτόν τον τρόπο, βλέπουμε την τέχνη να λειτουργεί και «διδακτικά». Ξέρω τις αντιρρήσεις ότι τάχα αυτό είναι «κατευθυνόμενη» τέχνη. Θα ανταπαντήσω με ερώτηση: Οταν η τέχνη προτείνει την ενσωμάτωση, δεν είναι κατευθυνόμενη; Να είμαστε σοβαροί!


«Πανδώρα» ελληνικού κινηματογράφου

Του συνεργάτη μας ΓΙΑΝΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ

«Ο γιος του φύλακα», του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
«Ο γιος του φύλακα», του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
Θολό παραμένει, ακόμα, το «τοπίο» του ελληνικού κινηματογράφου. Κάποιες αναλαμπές δεν μπόρεσαν να δώσουν μια ελπίδα. Θα ξεκινήσουμε σήμερα με μια ταινία νέου Ελληνα σκηνοθέτη, που προβλήθηκε χτες.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου «Ο γιος του φύλακα» έρχεται μετά από έξι ταινίες του μικρού μήκους και ένα video dance. Στις περισσότερες από αυτές, που έχουμε δει στο Φεστιβάλ Δράμας, ο Κουτσιαμπασάκος έδωσε δείγματα καλής σκηνοθεσίας και άριστης χρήσης του μοντάζ. Στην πρώτη του μεγάλου μήκους βλέπουμε ότι δεν ξεχνά τον τρόπο να σκηνοθετεί. Βλέπει με ακρίβεια το κάδρο του, κινεί όσο χρειάζεται την κάμερά του, αποφεύγει οτιδήποτε δε χρειάζεται, κάτι που συμβαίνει και στο μοντάζ. Το σενάριο, όμως, δεν τον βοηθά πολύ. Από την αρχή κιόλας έχει λυθεί το μυστήριο και μένει μόνο η δράση, που δεν είναι τόσο θεαματική, αντίθετα με το πολύ όμορφο ηπειρώτικο τοπίο.

Η ταινία του Νίκου Περάκη «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες του αιγαίου», έχει ήδη προβληθεί στις αίθουσες, κόβοντας αρκετά εισιτήρια. Η ταινία του Περάκη, κατώτερη από την πρώτη, είναι μια καλή κωμωδία, αλλά χωρίς πολλές αξιώσεις.

Η τελευταία ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου «Ι. Μόραλης», είναι μια, ακόμη, προσωπογραφία μετά εκείνην για τον Σεφέρη. Το ντοκιμαντέρ αυτό, με πολύ σεβασμό ερευνά τη ζωή και το έργο του μεγάλου ζωγράφου και, μέσα από αυτό, τη γενιά του 1930.

«Πανδώρα», του Γιώργου Σταμπουλόπουλου
«Πανδώρα», του Γιώργου Σταμπουλόπουλου
Θα κλείσουμε με την ταινία «Πανδώρα», του Γιώργου Σταμπουλόπουλου, (η τελευταία ταινία του μετά τη «Δύο ήλιοι στον ουρανό», 1991). Εδώ επανέρχεται με μια ταινία, που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε εποχής, αλλά και πάλι δε θα είμαστε ακριβείς, διότι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και η ηθογραφία των χαρακτήρων. Η ιστορία αναφέρεται στην κατοχή, τον εμφύλιο και στη μετεμφυλιακή περίοδο, την οποία προεκτείνει μέχρι το σήμερα. Οι συνθήκες διαβίωσης, όμως, δεν αποδίδονται με ακρίβεια. Η ταινία είναι καλοφτιαγμένη. Το σενάριό της στέκει. Αλλά δεν αποφεύγει μια παλιομοδίτικη δομή του λόγου και μια τηλεοπτική γραφή. Πάντως σέβεται το θεατή και βλέπεται ευχάριστα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ