ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 13 Γενάρη 2011
Σελ. /40
Τα όρια της επιστημονικής γνώσης

Κλείνουμε κιόλας την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. και το θέμα μιας ερμηνείας της επιστημονικής αλήθειας και των ορίων της είναι πάντοτε επίκαιρο με δεδομένη την φρενήρη ανάπτυξη της ψηφιακής και οπτικής τεχνολογίας, των νανοτεχνολογιών, των φυσικών και κοσμολογικών θεωριών αιχμής κ.λπ. Τα ερωτήματα «βάθους», ωστόσο, παραμένουν αναπάντητα, αν δεν τίθενται ήδη σε ένα αρκετά ασαφές επιστημολογικό πλαίσιο: Υπάρχει ανάγκη μιας μεταφυσικής οντότητας - δημιουργού του γνωστού τουλάχιστον σύμπαντος; Οχι, αποφαίνονται οι Στ. Χόκινγκ, Λ. Μλοντινόου στο τελευταίο βιβλίο τους Το Μεγάλο Σχέδιο (Εκδ. «Κάτοπτρο»), παλιότερα τα είχε πει ο Στ. Χόκινγκ κάπως αλλιώς. Γιατί τελικά να υπάρχει κάτι παρά τίποτα; Υπάρχει όντως κάποιο αινιγματικό σωμάτιο Higgs το οποίο μέσω του ομώνυμου πεδίου αναμένεται να δώσει μια εμπειρική - επιστημολογική βάση στην ασυμβατότητα των παρατηρήσεων ανάμεσα στο κβαντικό και το μακροσκοπικό επίπεδο πραγματικότητας; Εχει νόημα η φαραωνικών διαστάσεων πειραματική απόπειρα να ανιχνευθεί (ανάμεσα σε άλλα) στον αδρονικό επιταχυντή LHC στο CERN της Ελβετίας αυτή η υποατομική οντότητα; Είναι η Θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης μια πλήρης θεωρία για το Σύμπαν με την έννοια ότι μπορεί να ενσωματώσει θεωρητικά οποιεσδήποτε νέες παρατηρήσεις ή μετρήσεις (τη στιγμή που ήδη αμφισβητείται έντονα η ερμηνευτική της επάρκεια με δεδομένα νέων παρατηρήσεων), ή είναι απλώς ένα θεωρητικό μοντέλο που περιγράφει ως ένα σημείο επιτυχώς το τρέχον παρατηρησιακό - επιστημολογικό παράδειγμα;

Ολα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν τεθεί στην ουσία τους εδώ και έναν περίπου αιώνα, όταν κατά ένα θαυμαστό τρόπο οι θετικές επιστήμες οδηγήθηκαν μέσα από μια σειρά θεωρητικών προβληματισμών που προκάλεσε η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής μετά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση του 19ουαιώνα - ενδεικτική περίπτωση κρίσης του επιστημονικού παραδείγματος κατά Τ. Κουν - σε νέους ριζοσπαστικούς προσανατολισμούς. Ηταν η εποχή της εισαγωγής της κβαντομηχανικής από τον Μαξ Πλανκ λίγα χρόνια νωρίτερα μέσω της περιγραφής της ακτινοβολίας του μέλανος σώματος, η εποχή της εισαγωγής της ειδικής και μια δεκαετία περίπου αργότερα της γενικής σχετικότητας από τον Α. Αϊνστάιν, η εποχή της εισαγωγής του ατομικού μοντέλου του Ε. Ράδερφορντ, η εποχή της κρίσης των θεμελίων των μαθηματικών και της προσπάθειας συνεπούς θεμελίωσής τους από τους Ράσελ - Γουάιτχεντ μέσω του συστήματος της Principia Mathematica. Οι ριζικές ανατροπές στο κλασικό επιστημονικό παράδειγμα που είχε δώσει ωστόσο στο επιστημονικό εποικοδόμημα τέτοιου εύρους θεωρίες όπως η Νευτώνεια μηχανική, οι ηλεκτρομαγνητικές εξισώσεις του Ρ. Μάξουελ, η κλασική μαθηματική ανάλυση και ο λογισμός των μεταβολών των Κωσύ - Λαγκράνζ, κ.λπ., δεν μπορούσαν παρά να δώσουν νέο περιεχόμενο στην ιστορικά φορτισμένη σχέση της επιστήμης με την φιλοσοφία και την αναλυτική λογική. Πόσο μάλλον που η χειραφέτηση της δυτικής φιλοσοφίας από παλιότερες ιδεαλιστικές προκαταλήψεις είχε υιοθετήσει μέσω του διαλεκτικού υλισμού των Μαρξ - Ενγκελς και του θετικισμού του Ογκ. Κοντ ένα προσανατολισμό προς μια συν-καθοριζόμενη φυσιοκρατία που έπαιρνε υπόψη του τους νόμους της χεγκελιανής διαλεκτικής στην πρώτη περίπτωση και την επιστημολογική - εμπειρική εξέλιξη στη δεύτερη. Ο διαλεκτικός υλισμός μάλιστα σαν όργανο ερμηνείας των δεδομένων των θετικών επιστημών έθεσε για πρώτη φορά σε διαλεκτική βάση τη συμβολή της ανθρώπινης συνείδησης στη συγκρότηση ενός αντικειμενικού μοντέλου του φυσικού κόσμου ικανού να ερμηνευθεί με τους διαλεκτικούς νόμους της κίνησης και μεταβολής και, ταυτόχρονα, ανοικτού στην αλληλεπίδρασή του με τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή τον άνθρωπο.1

Το έδαφος ήταν γόνιμο και για την εμφάνιση μιας σειράς φιλοσοφικών προσεγγίσεων που θα έπαιρναν υπόψη τους το νέο επιστημολογικό εποικοδόμημα στο μέτρο που καθόριζε ένα πλαίσιο συζήτησης που κάλυπτε το οντολογικό - γνωσιολογικό πεδίο της κλασικής φιλοσοφίας σχεδόν στην ολότητά του, δηλ. από τον υποατομικό κόσμο, στη γένεση και εξέλιξη του σύμπαντος ως τους ψυχικούς αυτοματισμούς και τη συγκρότηση του συνειδότος εγώ. Και τέτοια ρεύματα υπήρξαν κατά κύριο λόγο, ο κύκλος του νεοθετικισμού της Βιέννης τις δεκαετίες του μεσοπολέμου που από μία άποψη περιλαμβάνει και τον Βιτγκενστάιν του Tractatus Logico - Philosophicus, η θεωρία της φαινομενολογίας του Χούσερλ, ο συγγενής υπαρξισμός των Σαρτρ, Μερλώ - Ποντύ, Λεβινάς, η θεωρία του αποδομισμού του Ντεριντά κ.ά. Τα ρεύματα αυτά, αν και έχουν σημαντικές διαφορές από το γενικό πλαίσιο ερμηνείας του διαλεκτικού υλισμού, συγκλίνουν ωστόσο στον ένα ή τον άλλο βαθμό όσον αφορά την απόρριψη του ιδεαλιστικού εποικοδομήματος της επιστημολογίας - περιλαμβανομένης και της ιδεαλιστικής ερμηνείας της κβαντομηχανικής από τη σχολή της Κοπεγχάγης - αναγορεύοντας την ανθρώπινη συνείδηση σε συν-διαμορφωτή του αντικειμενικού μοντέλου της φύσης. Μην ξεχνάμε όμως ότι ο υλισμός των Μαρξ - Ενγκελς έθεσε για πρώτη φορά και τη σχέση της επιστημονικής - φιλοσοφικής γνώσης σαν μέρος του εποικοδομήματος με τη βάση του που είναι η οικονομική - ταξική διάρθρωση και η συνεπαγόμενη θεσμική συγκρότηση της κοινωνίας σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο.

Αν μπορεί να βρεθεί μια κοινή συνισταμένη μεταξύ αυτών των ρευμάτων που η αγγλοσαξονική σχολή της αναλυτικής φιλοσοφίας αποκαλεί με τον ενιαίο όρο ηπειρωτική φιλοσοφία είναι η συνυπαγωγή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο του υποκειμένου ως «δρώσας» συνιστώσας στο οντολογικό ερώτημα του Είναι μέσα στον Κόσμο - Φύση. Υπό το πρίσμα αυτό, η συμβολή της φιλοσοφικής αυτής προσέγγισης μέσω των ιδιαίτερων κατευθύνσεών της - ιδιαίτερα της φαινομενολογικής - στη δόμηση ενός ανοικτού μοντέλου που είναι ικανό να «διαλεχθεί» με το επίκαιρο επιστημολογικό εποικοδόμημα στο σύνολό του είναι ακριβώς η ανάδειξη του ρόλου του συνειδότος υποκειμένου στη συγκρότηση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας και το πλαίσιο ερμηνείας που εξ αυτού του λόγου καθορίζει. Οπως θα συνεχίσουμε παρακάτω αυτό το πλαίσιο ερμηνείας δίνει και το εύρος του πεδίου μέσα στο οποίο μπορεί το υποκείμενο να θέτει καλώς εννοούμενα οντολογικά ερωτήματα, ώστε να αναμένει καλά θεμελιωμένες απαντήσεις. Σε τελική ανάλυση, το εύρος αυτό επικαθορίζει και τα όρια του επιστημονικώς διαλέγεσθαι, με άλλα λόγια τα σύνορα της επιστήμης ως μιας εγγενώς εξικνούμενης κατάστασης πραγμάτων.

Ας γίνουμε πιο σαφείς, αναφερόμενοι στην έννοια του φαινομενολογικού ορίζοντα νοούμενου όχι φυσικά με τη συνηθισμένη έννοια του φυσικού ορίζοντα, αλλά με την έννοια του πεδίου που συν-καθορίζεται από την αποβλεπτικού τύπου2 συνείδηση του υποκειμένου κατά την εναργή παρουσία του στον κόσμο, αλλά και από την ίδια την φύση σαν προ-εμπειρικό του πεδίο. Τα όρια του ορίζοντα αυτού είναι μεν αναλλοίωτα καθόσον αναφέρονται στη συνειδησιακή - αποβλεπτική δομή του υποκειμένου και τον τρόπο συγκρότησης της πραγματικότητας από αυτό, είναι ωστόσο μετατοπίσιμα στο βαθμό που μετατοπίζεται το αποβλεπτικό του πεδίο. Πιο απλά, αν υποθέσουμε ότι ευσταθούν κάποιες κοσμολογικές θεωρίες που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν άλλα παράλληλα ή εξωτικά σύμπαντα (π.χ. θεωρία Αντρέι Λίντε) και σε κάποιο πολύ μακρινό μέλλον οι μελλοντικοί μας απόγονοι θα είχαν τις τεχνολογικές δυνατότητες να ταξιδέψουν ως εκεί, ποτέ δε θα μπορούσαν να ισχυρισθούν ότι όντως βρίσκονται σε κάποιο άλλο σύμπαν και όχι στο δικό μας. Κι' αυτό γιατί στο βαθμό που θα εξακολουθούσαν να είναι άνθρωποι με την ιδιαίτερη «αρχιτεκτονική» ενσωματωμένης συνείδησης και αποβλεπτικού τύπου συγκρότησης της αντικειμενικής πραγματικότητας θα μπορούσαν μόνο να ισχυρισθούν ότι αυτό το οποίο βλέπουν ή αλληλεπιδρούν είναι απλώς μια επέκταση του δικού τους «ορίζοντα», όπως τον είχαν συγκροτήσει με όρους αμοιβαιότητας στο σύμπαν - μήτρα τους. Αυτή είναι εξάλλου και η επικρατούσα σήμερα ερμηνεία των τεσσάρων παγκόσμιων σταθερών της φυσικής (και όχι παγκόσμιων σταθερών), δηλ. της παγκόσμιας σταθεράς έλξης G, της σταθεράς Πλανκ h, της ταχύτητας του φωτός c και της σταθεράς του Μπόλτσμαν κ. Οι σταθερές αυτές, δηλαδή, εκφράζουν εγγενώς τα όρια της ανθρώπινης γνώσης που είναι μεν αναπόφευκτα και μη αλλοτριώσιμα, αλλά που ταυτόχρονα μετατοπίζονται όπως ο «ορίζοντας». Ταυτόχρονα, οι τέσσερις σταθερές αρθρώνουν την ύπαρξη των γραμμών οριζόντων που μας χωρίζουν από το άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο. Η ταχύτητα του φωτός c, για παράδειγμα, είναι κατά τη γενική σχετικότητα το ανώτατο όριο ταχύτητας στο σύμπαν, γιατί η άρνησή της θα οδηγούσε σε φαινόμενα ακαριαίας επίδρασης από απόσταση και σε παράλογα αποτελέσματα, όπως το νοητικό πείραμα Αϊνστάιν - Ποντόλσκι - Ρόουζεν (Υπάρχει τελευταία ωστόσο ένσταση με πειραματικές αξιώσεις και γι' αυτήν τη θέση). Η σταθερά του Πλανκ εκφράζει ένα κατώτατο όριο ή κβάντο δράσης στο σύμπαν με την έννοια μιας ελάχιστης δράσης που πρέπει να παραχθεί από μια συσκευή μέτρησης, ώστε να έχουμε «απόκριση» του μετρούμενου κβαντικού αντικειμένου (ΔΑ * ΔΕ >/ h - πρώτη ανισότητα τού Χάιζενμπεργκ). Με δυο λόγια, οι σταθερές της σχετικότητας G και c έχουν σχέση με το αδύνατο του ορισμού ενός απόλυτου χώρου και ενός απόλυτου χρόνου στο σύμπαν, ενώ οι σταθερές h και κ μπορεί να υποστηριχθεί ότι ορίζουν τα όρια του υποατομικού σύμπαντος με την ταυτόχρονη άρση της αιτιοκρατούμενης και καλώς ορισμένης πραγματικότητας. Μια σύγχρονη ερμηνεία, στα πλαίσια της κβαντικής βαρύτητας, της σταθεράς παγκόσμιας έλξης G σε συνδυασμό με τις σταθερές h και c οδηγεί στις έννοιες του χρόνου και του μήκους Πλανκ και την υποψία ότι ο ίδιος ο χωρόχρονος έχει κβαντική δομή με συνεπαγόμενη μια α-κατανόητη μη περαιτέρω «διαιρετότητά» του.

Εξίσου σημαντική είναι η θέση ότι ο τρόπος συγκρότησης της πραγματικότητας από ένα υποκείμενο φορέα αυτοσυγκροτούμενης χρονικής συνείδησης οριοθετεί όχι μόνο το «βάθος» της παρατήρησης εντός του φυσικού κόσμου, αλλά και τα όρια της τυπικής γλώσσας των αντίστοιχων λογικο-μαθηματικών μοντέλων.

Είναι γνωστό ότι η στροφή του λογικού θετικισμού της Βιέννης προς την εγκυρότητα των λογικών θεωριών μέσω της επιστημονικής τους επικύρωσης και η επακόλουθη αρχή της επαληθευσιμότητας προσέκρουσε στην ένσταση του Καρλ Πόπερ για το μάταιο της επιβεβαίωσης των λεγόμενων καθολικών προτάσεων μιας τυπικής θεωρίας μέσω της επιστημονικής τους επαλήθευσης. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την εγκυρότητα μιας καθολικής μαθηματικής πρότασης, πολύ περισσότερο μιας εμπειρικής πρότασης της Φυσικής, αν δεν προϋποθέσουμε μια ad hoc επ' άπειρον επέκταση του πεδίου της φυσικής μας εμπειρίας την οποία ωστόσο δεν έχουμε κανένα εμπειρικό τρόπο να αποδείξουμε; Η άρνηση, για παράδειγμα, μιας τέτοιας καθολικής πρότασης στα σύνολο των πραγματικών αριθμών (Αρχιμήδεια ιδιότητα) μας οδηγεί στο «εξωτικό» σύμπαν των μη-συμβατικών πραγματικών αριθμών. Η Ποππεριανή υποκατάσταση της αρχής της επαληθευσιμότητας με το κριτήριο της διαψευσιμότητας όπου αρκεί μία και μόνο εμπειρική διάψευση μιας τυπικής πρότασης για να απορριφθεί, εκφράζει ακριβώς και τους εγγενείς περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ανεξάρτητη του τρόπου συγκρότησής της και αν υπάρχει τέτοια δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί παρά μόνον διαμεσολαβούμενη και διϋποκειμενικώς οριζόμενη από την συγκροτούσα αντίληψη των υποκειμένων - φορέων συνείδησης που είναι οι άνθρωποι. Αν η επιστήμη είναι η εξαντικειμένιση της εμπειρίας τότε η εμπειρία υπεκφεύγει της επιστημονικής της σύλληψης κατά το «έλλειμμα» της συγκρότησής της σε μία αντικειμενική - οντική δομή εντός ενός αντικειμενικού χωρόχρονου και την επακόλουθη αφαίρεσή της στα πλαίσια μιας τυπικής μαθηματικής θεωρίας.

Η κατάσταση κβαντικού εναγκαλισμού (quantum entanglement) θεωρείται από πολλούς θεωρητικούς της κβαντομηχανικής ότι εκφράζει ακριβώς το κατώφλι μιας φυσικής κατάστασης «απρόσιτης» στην εξαντικειμένισή της από την συνείδηση του υποκειμένου μέσω του τριγώνου κβαντικό γεγονός - συσκευή μέτρησης - νοούν υποκείμενο. Το ίδιο μπορούμε να ισχυρισθούμε σε θεωρητικό επίπεδο για τον χρόνο (10-44 sec) και το μήκος Πλανκ (10-33 cm) τα οποία αντιπροσωπεύουν τον ορίζοντα της Μεγάλης Εκρηξης, το κατώφλι, δηλ., πού καταρρέει η φυσική μας διαίσθηση για την βαρύτητα και το συνεχές του χωρόχρονου. Αντίστοιχα, είναι σήμερα ανοικτό στην μαθηματική κοινότητα κατά πόσο προτάσεις που αναφέρονται στο μαθηματικό συνεχές ή άπειρο είναι εν τέλει αναλυτικού χαρακτήρα και σαν τέτοιες μπορούν να χειρισθούν.

Αν τα μεγάλα ζητήματα της μη-πληρότητας των μαθηματικών θεωριών (θεωρήματα του Κ. Γκαίντελ) και της μη-αποφασισιμότητας κρίσιμων εικασιών για το μαθηματικό άπειρο έχουν μία υποκείμενη κοινή συνιστώσα με τα μεγάλα ανοικτά προβλήματα της σύγχρονης φυσικής -κβαντομηχανικής - κοσμολογίας, αυτή πιθανόν να είναι η αναγωγή του πεδίου αναφοράς τους στον θεμελιώδη τρόπο συγκρότησής του και στην υποκειμενική αρχή του, η οποία δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη συνείδηση με την (αυτοσυγκροτούμενη) χρονικότητά της εντός του κόσμου - φορέα νοήματος που την περιβάλλει.

Από την άποψη αυτή η συμβολή της διαλεκτικής - υλιστικής σκέψης έγκειται στην καθιέρωση ενός πλαισίου ερμηνείας όπου η αντικειμενική πραγματικότητα είναι αυτή που είναι όχι όμως ερήμην μιας ανώτερης μορφής υλικής πραγματικότητας που την απεικονίζει και αυτή είναι η ανθρώπινη συνείδηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι η Διαλεκτική της Φύσης γράφτηκε περίπου 130 χρόνια πριν, ο Φ. Ενγκελς είχε ήδη χαρακτηρίσει το μαθηματικό άπειρο σαν μια αφαίρεση που αντλεί την αρχή της από την φυσική πραγματικότητα και τον τρόπο με τον οποίο αυτή συγκροτείται.3

Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του ανθρώπου - φορέα συνείδησης σε σχέση με τον φυσικό κόσμο πού τον «διαπερνά» και ταυτόχρονα τον υπερβαίνει και η έννοια του μετατοπίσιμου αλλά αναπαλλοτρίωτου κοσμικού ορίζοντα που επάγει η αρχιτεκτονική αυτή καθορίζει τα όρια της επιστημονικής γνώσης αλλά και το εύρος των καλώς τιθέμενων ερωτημάτων σε σχέση με τον κόσμο αυτό. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία και στην βάση όσων προαναφέρθηκαν δεν μπορούν να υπαχθούν ερωτήματα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε μεταφυσικά ή τελεολογικά, όπως, λόγου χάρη, η αναζήτηση ενός υπέρτατου όντος δημιουργού του σύμπαντος. Μάλλον εδώ ακόμα και όσοι έλκονται από μεταφυσικού ή θεολογικού τύπου ερμηνείες πρέπει να μένουν σιωπηλοί με την βιτγκενσταϊνιανή έννοια της φράσης.

Σημειώσεις:

1 Βλ. Φ. Ενγκελς, Η Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 53, Εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα.

2 Η αποβλεπτικότητα είναι ένας φαινομενολογικός όρος που εκφράζει τον απριορικού χαρακτήρα προσανατολισμό της συνείδησης του υποκειμένου προς το αντικείμενό της.

3 ibid., σελ. 400-401.


Του
Στάθη ΛΕΙΒΑΔΑ*
*Ο Στάθης Λειβαδάς είναι Δρ. Φιλοσοφίας Μαθηματικών Πανεπιστημίου Πατρών



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ