Το έδαφος ήταν γόνιμο και για την εμφάνιση μιας σειράς φιλοσοφικών προσεγγίσεων που θα έπαιρναν υπόψη τους το νέο επιστημολογικό εποικοδόμημα στο μέτρο που καθόριζε ένα πλαίσιο συζήτησης που κάλυπτε το οντολογικό - γνωσιολογικό πεδίο της κλασικής φιλοσοφίας σχεδόν στην ολότητά του, δηλ. από τον υποατομικό κόσμο, στη γένεση και εξέλιξη του σύμπαντος ως τους ψυχικούς αυτοματισμούς και τη συγκρότηση του συνειδότος εγώ. Και τέτοια ρεύματα υπήρξαν κατά κύριο λόγο, ο κύκλος του νεοθετικισμού της Βιέννης τις δεκαετίες του μεσοπολέμου που από μία άποψη περιλαμβάνει και τον Βιτγκενστάιν του Tractatus Logico - Philosophicus, η θεωρία της φαινομενολογίας του Χούσερλ, ο συγγενής υπαρξισμός των Σαρτρ, Μερλώ - Ποντύ, Λεβινάς, η θεωρία του αποδομισμού του Ντεριντά κ.ά. Τα ρεύματα αυτά, αν και έχουν σημαντικές διαφορές από το γενικό πλαίσιο ερμηνείας του διαλεκτικού υλισμού, συγκλίνουν ωστόσο στον ένα ή τον άλλο βαθμό όσον αφορά την απόρριψη του ιδεαλιστικού εποικοδομήματος της επιστημολογίας - περιλαμβανομένης και της ιδεαλιστικής ερμηνείας της κβαντομηχανικής από τη σχολή της Κοπεγχάγης - αναγορεύοντας την ανθρώπινη συνείδηση σε συν-διαμορφωτή του αντικειμενικού μοντέλου της φύσης. Μην ξεχνάμε όμως ότι ο υλισμός των Μαρξ - Ενγκελς έθεσε για πρώτη φορά και τη σχέση της επιστημονικής - φιλοσοφικής γνώσης σαν μέρος του εποικοδομήματος με τη βάση του που είναι η οικονομική - ταξική διάρθρωση και η συνεπαγόμενη θεσμική συγκρότηση της κοινωνίας σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο.
Ας γίνουμε πιο σαφείς, αναφερόμενοι στην έννοια του φαινομενολογικού ορίζοντα νοούμενου όχι φυσικά με τη συνηθισμένη έννοια του φυσικού ορίζοντα, αλλά με την έννοια του πεδίου που συν-καθορίζεται από την αποβλεπτικού τύπου2 συνείδηση του υποκειμένου κατά την εναργή παρουσία του στον κόσμο, αλλά και από την ίδια την φύση σαν προ-εμπειρικό του πεδίο. Τα όρια του ορίζοντα αυτού είναι μεν αναλλοίωτα καθόσον αναφέρονται στη συνειδησιακή - αποβλεπτική δομή του υποκειμένου και τον τρόπο συγκρότησης της πραγματικότητας από αυτό, είναι ωστόσο μετατοπίσιμα στο βαθμό που μετατοπίζεται το αποβλεπτικό του πεδίο. Πιο απλά, αν υποθέσουμε ότι ευσταθούν κάποιες κοσμολογικές θεωρίες που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν άλλα παράλληλα ή εξωτικά σύμπαντα (π.χ. θεωρία Αντρέι Λίντε) και σε κάποιο πολύ μακρινό μέλλον οι μελλοντικοί μας απόγονοι θα είχαν τις τεχνολογικές δυνατότητες να ταξιδέψουν ως εκεί, ποτέ δε θα μπορούσαν να ισχυρισθούν ότι όντως βρίσκονται σε κάποιο άλλο σύμπαν και όχι στο δικό μας. Κι' αυτό γιατί στο βαθμό που θα εξακολουθούσαν να είναι άνθρωποι με την ιδιαίτερη «αρχιτεκτονική» ενσωματωμένης συνείδησης και αποβλεπτικού τύπου συγκρότησης της αντικειμενικής πραγματικότητας θα μπορούσαν μόνο να ισχυρισθούν ότι αυτό το οποίο βλέπουν ή αλληλεπιδρούν είναι απλώς μια επέκταση του δικού τους «ορίζοντα», όπως τον είχαν συγκροτήσει με όρους αμοιβαιότητας στο σύμπαν - μήτρα τους. Αυτή είναι εξάλλου και η επικρατούσα σήμερα ερμηνεία των τεσσάρων παγκόσμιων σταθερών της φυσικής (και όχι παγκόσμιων σταθερών), δηλ. της παγκόσμιας σταθεράς έλξης G, της σταθεράς Πλανκ h, της ταχύτητας του φωτός c και της σταθεράς του Μπόλτσμαν κ. Οι σταθερές αυτές, δηλαδή, εκφράζουν εγγενώς τα όρια της ανθρώπινης γνώσης που είναι μεν αναπόφευκτα και μη αλλοτριώσιμα, αλλά που ταυτόχρονα μετατοπίζονται όπως ο «ορίζοντας». Ταυτόχρονα, οι τέσσερις σταθερές αρθρώνουν την ύπαρξη των γραμμών οριζόντων που μας χωρίζουν από το άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο. Η ταχύτητα του φωτός c, για παράδειγμα, είναι κατά τη γενική σχετικότητα το ανώτατο όριο ταχύτητας στο σύμπαν, γιατί η άρνησή της θα οδηγούσε σε φαινόμενα ακαριαίας επίδρασης από απόσταση και σε παράλογα αποτελέσματα, όπως το νοητικό πείραμα Αϊνστάιν - Ποντόλσκι - Ρόουζεν (Υπάρχει τελευταία ωστόσο ένσταση με πειραματικές αξιώσεις και γι' αυτήν τη θέση). Η σταθερά του Πλανκ εκφράζει ένα κατώτατο όριο ή κβάντο δράσης στο σύμπαν με την έννοια μιας ελάχιστης δράσης που πρέπει να παραχθεί από μια συσκευή μέτρησης, ώστε να έχουμε «απόκριση» του μετρούμενου κβαντικού αντικειμένου (ΔΑ * ΔΕ >/ h - πρώτη ανισότητα τού Χάιζενμπεργκ). Με δυο λόγια, οι σταθερές της σχετικότητας G και c έχουν σχέση με το αδύνατο του ορισμού ενός απόλυτου χώρου και ενός απόλυτου χρόνου στο σύμπαν, ενώ οι σταθερές h και κ μπορεί να υποστηριχθεί ότι ορίζουν τα όρια του υποατομικού σύμπαντος με την ταυτόχρονη άρση της αιτιοκρατούμενης και καλώς ορισμένης πραγματικότητας. Μια σύγχρονη ερμηνεία, στα πλαίσια της κβαντικής βαρύτητας, της σταθεράς παγκόσμιας έλξης G σε συνδυασμό με τις σταθερές h και c οδηγεί στις έννοιες του χρόνου και του μήκους Πλανκ και την υποψία ότι ο ίδιος ο χωρόχρονος έχει κβαντική δομή με συνεπαγόμενη μια α-κατανόητη μη περαιτέρω «διαιρετότητά» του.
Εξίσου σημαντική είναι η θέση ότι ο τρόπος συγκρότησης της πραγματικότητας από ένα υποκείμενο φορέα αυτοσυγκροτούμενης χρονικής συνείδησης οριοθετεί όχι μόνο το «βάθος» της παρατήρησης εντός του φυσικού κόσμου, αλλά και τα όρια της τυπικής γλώσσας των αντίστοιχων λογικο-μαθηματικών μοντέλων.
Η κατάσταση κβαντικού εναγκαλισμού (quantum entanglement) θεωρείται από πολλούς θεωρητικούς της κβαντομηχανικής ότι εκφράζει ακριβώς το κατώφλι μιας φυσικής κατάστασης «απρόσιτης» στην εξαντικειμένισή της από την συνείδηση του υποκειμένου μέσω του τριγώνου κβαντικό γεγονός - συσκευή μέτρησης - νοούν υποκείμενο. Το ίδιο μπορούμε να ισχυρισθούμε σε θεωρητικό επίπεδο για τον χρόνο (10-44 sec) και το μήκος Πλανκ (10-33 cm) τα οποία αντιπροσωπεύουν τον ορίζοντα της Μεγάλης Εκρηξης, το κατώφλι, δηλ., πού καταρρέει η φυσική μας διαίσθηση για την βαρύτητα και το συνεχές του χωρόχρονου. Αντίστοιχα, είναι σήμερα ανοικτό στην μαθηματική κοινότητα κατά πόσο προτάσεις που αναφέρονται στο μαθηματικό συνεχές ή άπειρο είναι εν τέλει αναλυτικού χαρακτήρα και σαν τέτοιες μπορούν να χειρισθούν.
Από την άποψη αυτή η συμβολή της διαλεκτικής - υλιστικής σκέψης έγκειται στην καθιέρωση ενός πλαισίου ερμηνείας όπου η αντικειμενική πραγματικότητα είναι αυτή που είναι όχι όμως ερήμην μιας ανώτερης μορφής υλικής πραγματικότητας που την απεικονίζει και αυτή είναι η ανθρώπινη συνείδηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι η Διαλεκτική της Φύσης γράφτηκε περίπου 130 χρόνια πριν, ο Φ. Ενγκελς είχε ήδη χαρακτηρίσει το μαθηματικό άπειρο σαν μια αφαίρεση που αντλεί την αρχή της από την φυσική πραγματικότητα και τον τρόπο με τον οποίο αυτή συγκροτείται.3
Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του ανθρώπου - φορέα συνείδησης σε σχέση με τον φυσικό κόσμο πού τον «διαπερνά» και ταυτόχρονα τον υπερβαίνει και η έννοια του μετατοπίσιμου αλλά αναπαλλοτρίωτου κοσμικού ορίζοντα που επάγει η αρχιτεκτονική αυτή καθορίζει τα όρια της επιστημονικής γνώσης αλλά και το εύρος των καλώς τιθέμενων ερωτημάτων σε σχέση με τον κόσμο αυτό. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία και στην βάση όσων προαναφέρθηκαν δεν μπορούν να υπαχθούν ερωτήματα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε μεταφυσικά ή τελεολογικά, όπως, λόγου χάρη, η αναζήτηση ενός υπέρτατου όντος δημιουργού του σύμπαντος. Μάλλον εδώ ακόμα και όσοι έλκονται από μεταφυσικού ή θεολογικού τύπου ερμηνείες πρέπει να μένουν σιωπηλοί με την βιτγκενσταϊνιανή έννοια της φράσης.
Σημειώσεις:
1 Βλ. Φ. Ενγκελς, Η Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 53, Εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα.
2 Η αποβλεπτικότητα είναι ένας φαινομενολογικός όρος που εκφράζει τον απριορικού χαρακτήρα προσανατολισμό της συνείδησης του υποκειμένου προς το αντικείμενό της.
3 ibid., σελ. 400-401.