Η στήλη συστήνοντας στους αναγνώστες να δουν την παράσταση και να διαβάσει το πρόγραμμά της, σημειώνει μόνο ότι ο πικραμένος από συμπατριώτες ομοτέχνους του, μεγάλος κωμωδιογράφος αποχαιρέτησε το 1762, με αυτή την αλληγορική κωμωδία του, τη γενέτειρά του Βενετία, φεύγοντας για το Παρίσι. Σε κείμενό του γι' αυτό το έργο, λέει: «για να μην εκθέσω τον εαυτό μου και τα θέματα που με απασχολούσαν, μετέτρεψα τους κωμικούς σ' ένα σωματείο υφαντουργών, δηλαδή κατασκευαστών υφασμάτων, ενώ εγώ κρύφτηκα πίσω από τον τίτλο του σχεδιαστή. Οι κωμικοί θέτουν σε εφαρμογή τα έργα των δημιουργών και οι υφαντουργοί δουλεύουν πάνω στα σχέδια των σχεδιαστών τους». Οπως ο Γκολντόνι έφυγε για το Παρίσι, όπου θαύμαζαν τα έργα του, έτσι και στην κωμωδία του ο σχεδιαστής υφασμάτων Αντζολέτο, αποφασίζει να φύγει για τη Μόσχα, όπου θαυμάζουν τα σχέδιά του. Ο Αντζολέτο γνωστοποιεί την απόφασή του στο δείπνο που προσφέρει, στο τέλος του καρναβαλιού, στη συντεχνία του ο γέρος, χήρος υφαντουργός Ζαμαρία. Εγνοια του Αντζολέτο είναι ότι φεύγοντας θα στερηθεί την αγαπημένη του Ντομένικα, το μοναχοπαίδι του Ζαμαρία, αν ο πατέρας της δε δεχτεί να την παντρευτεί και οι τρεις μαζί να φύγουν για τη Μόσχα. Το σχέδιο ευοδώνεται με ένα ερωτικό «κόλπο», με τη συμπαιγνία της ηλικιωμένης Γαλλίδας κεντήστρας Γκατώ. Το δείπνο μετατρέπεται σε «γαϊτανάκι» κωμικών καταστάσεων και ερωτικών παρεξηγήσεων, που λύνονται αισίως.