ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 30 Απρίλη 1998
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πρωτομαγιά της Ρωμιοσύνης και του ποιητή της

Δεκαετίες μετά την Εθνική Αντίσταση κι ενώ οι γενιές που την έζησαν "αποχωρούν" και στη συλλογική μνήμη μένουν μόνο οι κορυφαίοι πρωταγωνιστές, οι οποίοι σε λίγο θα περάσουν στη σφαίρα ενός άλλου θρύλου, της αιωνιότητας, έρχεται συχνά στο νου ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου από τη "Ρωμιοσύνη",που μιλά για "τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους". Χωρίς να παραθέτει ονόματα, βέβαιος εκ των προτέρων ότι θα ξεχαστούν για να μείνουν μονάχα οι πράξεις τους, ο ποιητής μιλά για κείνους, προβάλλοντας τις πράξεις του "τώρα" (αμέσως μετά την Κατοχή) στο "αύριο".Το "χθες",πανταχού παρόν, δε χρησιμοποιείται μονάχα για να δηλώσει τα παρελθόντα, αλλά και για να εξηγήσει τα οράματα του μέλλοντος.

Πολλά έργα έχουν γραφτεί για εκείνη την περίοδο, όμως η "Ρωμιοσύνη" είναι αναμφισβήτητα εκείνο που ξεχωρίζει. Και όχι μόνο επειδή το έχει μελοποιήσει, άριστα, ο Μίκης Θεοδωράκης.Η ποιότητα του κειμένου, η Ποιητική του, είναι μοναδικές. Η στόφα ενός μεγάλου ποιητή, που υπήρξε ο Ρίτσος, είναι πρόδηλη στο έργο αυτό. Ετσι, δικαιώνοντας αισθητικά πρώτα απ' όλα τον μέγιστο εκείνον αγώνα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας, αλλά και τους ανθρώπους του, ο ποιητής τούς δίνει διαβατήριο αθανασίας.

Ηταν στρατευμένος και το έλεγε

Τα "επικαιρικά" λεγόμενα έργα του Γιάννη Ρίτσου, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται το ποίημα - ποταμός "Οι γειτονιές του κόσμου" και άλλες ποιητικές συνθέσεις, είναι από τα πλέον περιφρονημένα από την κριτική των αστών. Ο ποιητής, ο γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909, ο ποιητής που δεν έκρυβε ποτέ την κομματική του ένταξη στο ΚΚΕ, "ελέγχθηκε" πάρα πολλές φορές για τη στράτευση της ποίησής του.Απαντούσε πάντοτε πως είναι "ευχαριστημένος που τα ποιήματά του είναι στρατευμένα" και πως "το θέμα είναι αν ένα στρατευμένο ποίημα δικαιώνεται αισθητικά, αν δηλαδή είναι ποίημα".

Τι σημαίνει, όμως, αισθητική δικαίωση; Γιατί ένα ποίημα του Ρίτσου, όπως η "Ρωμιοσύνη", που είναι πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό από έναν μη εθισμένο στην ποίηση αναγνώστη, είναι ποίημα για το οποίο αξίζει να επιμείνει κανείς; Τι ρόλο, τελικά, παίζει η ποίηση στη ζωή ενός ανθρώπου που ασχολείται με τα κοινά και έχει μάθει να διαβάζει κομμάτια που με αδρές γραμμές παρουσιάζουν τα προβλήματα του κόσμου γύρω του και όχι κείμενα περίπλοκα, που χρειάζονται και φαντασία και έμπνευση και ενόραση, ίσως, ακόμα για να μπουν στην καρδιά και το μυαλό του;

Η ποίηση - και η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου πρωτίστως - είναι ό,τι οξύνει την ευαισθησία μας. Είναι αυτό που μας σπρώχνει να παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας με μιαν άλλη ματιά, εκείνο που μας βοηθάει στις δύσκολες ώρες να μην υποχωρούμε. Είναι μια Πράξη που μας κάνει να ονειρευόμαστε - και το Ονειρο για έναν επαναστάτη είναι αναντικατάστατο.Πολλές φορές, οι σύντροφοί μας πέρασαν βάσανα και βάσανα, μαρτύρια και μαρτύρια, επειδή ένα τραγούδι, ένα ποίημα, ένας μόνο στίχος, τους κράτησαν ορθούς, πήραν μέσα τους συμβολικές και μεγάλες διαστάσεις, αξιοθαύμαστα μεγάλες, θα έλεγε κανείς. Μαζί, φυσικά, με την περηφάνια της ιδεολογίας τους.

Ο έρωτας της επανάστασης

Μετά τα εισαγωγικά, καιρός να επιστρέψουμε στη "Ρωμιοσύνη", με την πρόσθετη πάντως επισήμανση ότι επαναστατικό δεν είναι μόνο το ποίημα που μιλάει για την Επανάσταση. Ενα ερωτικό κομμάτι του Γιάννη Ρίτσου, αλλά και όποιου ποιητή, ένα κομμάτι που σε κάνει να αγαπάς τη ζωή την ίδια περισσότερο, είναι κι αυτό με τη σειρά του επαναστατικό ποίημα.Δεν είναι, όμως, του παρόντος και ας μην επεκταθούμε.

Η "Ρωμιοσύνη" έχει, όπως και όλα τα ποιήματα, τα δικά του κλειδιά, τις δικές του συνιστώσες, προκειμένου να διαβαστεί ανετότερα. Το μεγαλύτερο "κλειδί" για την ποιητική αυτή σύνθεση, είναι οι στίχοι "Δέντρο το δέντρο, πέτρα - πέτρα πέρασαν τον κόσμο, / μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο. / Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι".Ο ποιητής εξηγούσε πάντοτε, όταν πολύ σπάνια μιλούσε για τη δημιουργία του, πως το "φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι" σημαίνει ότι τα χέρια τους ήταν στεγνά γιατί τα έδωσαν όλα. Δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους.

Η περιγραφή είναι ακριβέστατη. Εκείνοι που σήκωσαν το βάρος της Εθνικής Αντίστασης δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους, τα έδωσαν όλα. Ηταν από την αρχή αποφασισμένοι να τα δώσουν, όπως δείχνει και η στάση που κράτησαν ύστερα και η κατοπινή πορεία τους. Θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, ας πούμε, αν, στη διάρκεια του εμφυλίου και των μετεμφυλιακών καθεστώτων, υπέγραφαν ότι αποκηρύσσουν "τον κομμουνισμόν και τας παραφυάδας αυτού". Δεν το έκαναν. Νοιάστηκαν για τη λευτεριά της πατρίδας, όχι για τους εαυτούς τους.

"Δε βολεύονται"

Η "Ρωμιοσύνη" γράφτηκε στην Αθήνα από το 1945 έως το 1947 και όχι πάντως εν θερμώ, για τα μέτρα του Ρίτσου. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο "Επιτάφιος" γράφτηκε αμέσως μόλις ο ποιητής είδε τη φωτογραφία της μάνας να σπαράζει επάνω από το νεκρό παιδί της, στα γεγονότα της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας στη Θεσσαλονίκη, το 1936, και τα 14 άσματά του δημιουργήθηκαν μόλις μέσα σε δυο μερόνυχτα.Δυο χρόνια, λοιπόν, είναι ικανό χρονικό διάστημα για να ανακαλεί ο ποιητής τα γεγονότα με νοσταλγία. Τουλάχιστον τέτοια γεγονότα, που υπήρξαν κοσμοϊστορικά, και που συχνά βρίσκουμε μέσα στους στίχους του, ακόμα και δεκαετίες μετά. Τότε, που σαφέστατα δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ο Ρίτσος δεν κράτησε ασφαλή χρονολογική απόσταση από τη διεξαγωγή τους και, άρα, δεν επήλθαν οι αναγκαίες εξαλλαγές που βοηθούν στις αισθητικές μεταπλάσεις. Ομως και στη "Ρωμιοσύνη", οι εξαλλαγές αυτές συντελέστηκαν και τελεσφόρησαν.

Το ποίημα ξεκινάει με την καθολική αίσθηση αντίστασης από τον Τόπο, τον Χώρο, τους Ανθρώπους: "Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα, / αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, / αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο".Ετσι. "Δε βολεύονται". Ενα ρήμα που δεν κρύβει μέσα του την έννοια της αντίστασης. Επιστρατεύεται από τον ποιητή για να περιγράψει ακριβέστατα την καθολική αντίθεση και, επομένως, αντίσταση αυτού του λαού. "Δε βολεύονται". Από εκεί ξεκινούν όλα.

Εξιστορούνται ακόμα οι καιροί ενός ευτυχισμένου παρελθόντος - παρόντος, οπότε ο λαός ήταν ξεσηκωμένος και η Εθνική Αντίσταση στο απόγειό της. Η γνώση της πικρής κατάληξης δε φαίνεται να επηρεάζει τον ποιητή. Παρουσιάζει την ατμόσφαιρα της εποχής, ξεδιπλώνει τα όνειρα, τα οράματα. Οι "πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα",που λάμπουνε τα μάτια τους "πάνου στα καραούλια",βλέπουν (πιο πολύ εντός τους) "μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη/ και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους/ για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα".Είναι σημαντική η έκφραση "απ' τα χέρια τους".Σαν τα οικόσιτα πουλιά, που τρέφονται από τη χούφτα, έτσι και τα περιστέρια τρέφονται από τη μεγάλη χούφτα των οραμάτων. Κι έπειτα, πετούν για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα, για να σκορπίσουν τα μηνύματά τους.

Η Πατρίδα ήταν δική τους χιλιάδες χρόνια πριν, θα είναι χιλιάδες χρόνια μετά.Δεν μπορούν τα "ξένα βήματα" να τη δυναστεύουν. "Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια, / κάθε λιθάρι ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια, / κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα".Κι εκείνοι, με όρθιο πάντα το κεφάλι, είναι αποφασισμένοι: "Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει, / μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο, / στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι".Η ακαταδεξιά, τα ασάλευτα μάτια τους. Αδρές γραμμές, απρόσμενες, για όσους ζωσμένοι τα άρματα της πατρίδας τα τίμησαν, με ένα μοναδικό πείσμα: Οτι δε θα τους καταβάλουν, δε θα τους νικήσουν, δε θα τους λυγίσουν.

Οι μνήμες από αλλοτινές μαύρες μέρες, γερά ριζωμένες στα κύτταρα, είναι εκεί. Οι μανάδες που ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους σε καιρούς συμφοράς, εκείνοι που "ξερίζωσαν τ' αμπέλια της Μονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των οχτρών το στόμα",κάνουν το ίδιο και σήμερα. "Οσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα, / όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό".Δε χρειάζονται τα μεγάλα λόγια από τον ποιητή, οι μεγάλες πράξεις είναι αυτές που μιλάνε.Ο ίδιος είναι μετρημένος, με την έννοια του αρχαιοελληνικού "Μέτρον άριστον". Ο,τι έχει να πει, το λέει θαρρετά, όμως χαμηλόφωνα.Να ακούγονται, ανάμεσα στους στίχους του, τα βήματα των ζωντανών και η σιωπή των σκοτωμένων, πάντα παρόντων στη σύναξη, στην παλιγγενεσία. Οσο δρόμο κι αν χρειαστεί να κάνουν, θα τον κάνουν. Ετσι κι αλλιώς, "ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού".

Τίποτα πιο δυνατό απ' το λαό

Εφτασε η ώρα του Τέλους, η ώρα της Εξόδου.Η Εξοδος υπήρξε για την Ελλάδα όμορφη, αλλά πολύ μικρή σε διάρκεια. Ηρθαν οι διώξεις, ο εμφύλιος. Ο ποιητής, όταν ολοκληρώνει την ποιητική σύνθεση, ζει ήδη στην ατμόσφαιρα αυτή, των διώξεων. Η σύλληψή του είναι πολύ κοντά. Δε θα δώσει, λοιπόν, ένα θριαμβευτικό τέλος στη "Ρωμιοσύνη" του. Οση ελπίδα του επιτρέπεται, όμως, θα την έχει. Ισως κι ακόμη περισσότερη. Το τέλος της "Ρωμιοσύνης" περικλείει ένα φινάλε σπαρακτικό, σαν το μαντίλι αποχαιρετισμού που κουνιέται ελαφρά όταν κλείνει η αυλαία. Μιλά για τον ξενιτεμένο (μεταφορικά βέβαια) που επιστρέφει στο πατρικό του "κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο".Και λέει:

"Και να την ώρα πια που το φεγγάρι τον φιλάει σιμά στ' αυτί με κάποια στενοχώρια, / τα φύκια, η γλάστρα, το σκαμνί κ' η πέτρινη ανεμόσκαλα του λένε καλησπέρα/ και τα βουνά κ' οι θάλασσες κ' οι πολιτείες κι ο ουρανός του λένε καλησπέρα/ και τότε πια τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' του μπαλκονιού τα κάγκελα/ μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του/ μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του".Να κλάψει ήσυχα, ήρεμα. Σαν να μη χάθηκε τίποτα, σαν όλα να είναι κερδισμένα και μπροστά μας. Αλλά και με έναν αδιόρατο υπαινιγμό, ότι τα νέα βάσανα, που δεν κατονομάζονται, θα περάσουν κι εκείνα. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο.

Ας μη θεωρηθεί παράξενο που διαλέξαμε για τα 89 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή (1/14 του Μάη 1909) μια τόσο γνωστή ποιητική του σύνθεση. Ισως κάποιοι, που δεν την έχουν υπόψη τους, να παρακινούνταν να εντρυφήσουν σε αυτήν. Ισως άλλοι, να ήθελαν να την ξαναθυμηθούν. Ενα ποίημα, ακόμα και από τα πλέον διάσημα, έχει πάντα ανάγκη διαμεσολάβησης. Σε εποχές που γύρω από τον Γιάννη Ρίτσο φαίνεται να ορθώνεται μια τρομακτική σιωπή, είναι ακόμα μεγαλύτερη η ανάγκη να σκύβουμε στα κείμενά του. Για να γνωρίσουμε μέσα από αυτά το πείσμα, που κάνει τον άνθρωπο Ανθρωπο, την ομορφιά, που κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζούμε.Ως, ακόμα, παραμυθία, μια και σκοπός της τέχνης είναι και να παρηγορεί. Ως ένα παράθυρο ανοιγμένο προς το Αύριο,από το οποίο πάντοτε τα περιστέρια φεύγουν για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Αντιγόνη ΚΑΡΑΤΑΣΣΟΥ


"Δε βολεύονται"

"Δε βολεύονται"

Η "Ρωμιοσύνη" γράφτηκε στην Αθήνα από το 1945 έως το 1947 και όχι πάντως εν θερμώ, για τα μέτρα του Ρίτσου. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο "Επιτάφιος" γράφτηκε αμέσως μόλις ο ποιητής είδε τη φωτογραφία της μάνας να σπαράζει επάνω από το νεκρό παιδί της, στα γεγονότα της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας στη Θεσσαλονίκη, το 1936, και τα 14 άσματά του δημιουργήθηκαν μόλις μέσα σε δυο μερόνυχτα.Δυο χρόνια, λοιπόν, είναι ικανό χρονικό διάστημα για να ανακαλεί ο ποιητής τα γεγονότα με νοσταλγία. Τουλάχιστον τέτοια γεγονότα, που υπήρξαν κοσμοϊστορικά, και που συχνά βρίσκουμε μέσα στους στίχους του, ακόμα και δεκαετίες μετά. Τότε, που σαφέστατα δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ο Ρίτσος δεν κράτησε ασφαλή χρονολογική απόσταση από τη διεξαγωγή τους και, άρα, δεν επήλθαν οι αναγκαίες εξαλλαγές που βοηθούν στις αισθητικές μεταπλάσεις. Ομως και στη "Ρωμιοσύνη", οι εξαλλαγές αυτές συντελέστηκαν και τελεσφόρησαν.

Το ποίημα ξεκινάει με την καθολική αίσθηση αντίστασης από τον Τόπο, τον Χώρο, τους Ανθρώπους: "Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα, / αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, / αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο".Ετσι. "Δε βολεύονται". Ενα ρήμα που δεν κρύβει μέσα του την έννοια της αντίστασης. Επιστρατεύεται από τον ποιητή για να περιγράψει ακριβέστατα την καθολική αντίθεση και, επομένως, αντίσταση αυτού του λαού. "Δε βολεύονται". Από εκεί ξεκινούν όλα.

Εξιστορούνται ακόμα οι καιροί ενός ευτυχισμένου παρελθόντος - παρόντος, οπότε ο λαός ήταν ξεσηκωμένος και η Εθνική Αντίσταση στο απόγειό της. Η γνώση της πικρής κατάληξης δε φαίνεται να επηρεάζει τον ποιητή. Παρουσιάζει την ατμόσφαιρα της εποχής, ξεδιπλώνει τα όνειρα, τα οράματα. Οι "πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα",που λάμπουνε τα μάτια τους "πάνου στα καραούλια",βλέπουν (πιο πολύ εντός τους) "μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη/ και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους/ για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα".Είναι σημαντική η έκφραση "απ' τα χέρια τους".Σαν τα οικόσιτα πουλιά, που τρέφονται από τη χούφτα, έτσι και τα περιστέρια τρέφονται από τη μεγάλη χούφτα των οραμάτων. Κι έπειτα, πετούν για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα, για να σκορπίσουν τα μηνύματά τους.

Η Πατρίδα ήταν δική τους χιλιάδες χρόνια πριν, θα είναι χιλιάδες χρόνια μετά.Δεν μπορούν τα "ξένα βήματα" να τη δυναστεύουν. "Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια, / κάθε λιθάρι ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια, / κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα".Κι εκείνοι, με όρθιο πάντα το κεφάλι, είναι αποφασισμένοι: "Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει, / μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο, / στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι".Η ακαταδεξιά, τα ασάλευτα μάτια τους. Αδρές γραμμές, απρόσμενες, για όσους ζωσμένοι τα άρματα της πατρίδας τα τίμησαν, με ένα μοναδικό πείσμα: Οτι δε θα τους καταβάλουν, δε θα τους νικήσουν, δε θα τους λυγίσουν.

Οι μνήμες από αλλοτινές μαύρες μέρες, γερά ριζωμένες στα κύτταρα, είναι εκεί. Οι μανάδες που ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους σε καιρούς συμφοράς, εκείνοι που "ξερίζωσαν τ' αμπέλια της Μονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των οχτρών το στόμα",κάνουν το ίδιο και σήμερα. "Οσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα, / όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό".Δε χρειάζονται τα μεγάλα λόγια από τον ποιητή, οι μεγάλες πράξεις είναι αυτές που μιλάνε.Ο ίδιος είναι μετρημένος, με την έννοια του αρχαιοελληνικού "Μέτρον άριστον". Ο,τι έχει να πει, το λέει θαρρετά, όμως χαμηλόφωνα.Να ακούγονται, ανάμεσα στους στίχους του, τα βήματα των ζωντανών και η σιωπή των σκοτωμένων, πάντα παρόντων στη σύναξη, στην παλιγγενεσία. Οσο δρόμο κι αν χρειαστεί να κάνουν, θα τον κάνουν. Ετσι κι αλλιώς, "ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού".

Τίποτα πιο δυνατό απ' το λαό

Εφτασε η ώρα του Τέλους, η ώρα της Εξόδου.Η Εξοδος υπήρξε για την Ελλάδα όμορφη, αλλά πολύ μικρή σε διάρκεια. Ηρθαν οι διώξεις, ο εμφύλιος. Ο ποιητής, όταν ολοκληρώνει την ποιητική σύνθεση, ζει ήδη στην ατμόσφαιρα αυτή, των διώξεων. Η σύλληψή του είναι πολύ κοντά. Δε θα δώσει, λοιπόν, ένα θριαμβευτικό τέλος στη "Ρωμιοσύνη" του. Οση ελπίδα του επιτρέπεται, όμως, θα την έχει. Ισως κι ακόμη περισσότερη. Το τέλος της "Ρωμιοσύνης" περικλείει ένα φινάλε σπαρακτικό, σαν το μαντίλι αποχαιρετισμού που κουνιέται ελαφρά όταν κλείνει η αυλαία. Μιλά για τον ξενιτεμένο (μεταφορικά βέβαια) που επιστρέφει στο πατρικό του "κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο".Και λέει:

"Και να την ώρα πια που το φεγγάρι τον φιλάει σιμά στ' αυτί με κάποια στενοχώρια, / τα φύκια, η γλάστρα, το σκαμνί κ' η πέτρινη ανεμόσκαλα του λένε καλησπέρα/ και τα βουνά κ' οι θάλασσες κ' οι πολιτείες κι ο ουρανός του λένε καλησπέρα/ και τότε πια τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' του μπαλκονιού τα κάγκελα/ μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του/ μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του".Να κλάψει ήσυχα, ήρεμα. Σαν να μη χάθηκε τίποτα, σαν όλα να είναι κερδισμένα και μπροστά μας. Αλλά και με έναν αδιόρατο υπαινιγμό, ότι τα νέα βάσανα, που δεν κατονομάζονται, θα περάσουν κι εκείνα. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο.

Ας μη θεωρηθεί παράξενο που διαλέξαμε για τα 89 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή (1/14 του Μάη 1909) μια τόσο γνωστή ποιητική του σύνθεση. Ισως κάποιοι, που δεν την έχουν υπόψη τους, να παρακινούνταν να εντρυφήσουν σε αυτήν. Ισως άλλοι, να ήθελαν να την ξαναθυμηθούν. Ενα ποίημα, ακόμα και από τα πλέον διάσημα, έχει πάντα ανάγκη διαμεσολάβησης. Σε εποχές που γύρω από τον Γιάννη Ρίτσο φαίνεται να ορθώνεται μια τρομακτική σιωπή, είναι ακόμα μεγαλύτερη η ανάγκη να σκύβουμε στα κείμενά του. Για να γνωρίσουμε μέσα από αυτά το πείσμα, που κάνει τον άνθρωπο Ανθρωπο, την ομορφιά, που κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζούμε.Ως, ακόμα, παραμυθία, μια και σκοπός της τέχνης είναι και να παρηγορεί. Ως ένα παράθυρο ανοιγμένο προς το Αύριο,από το οποίο πάντοτε τα περιστέρια φεύγουν για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Αντιγόνη ΚΑΡΑΤΑΣΣΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ