Πέμπτη 30 Απρίλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
"Δε βολεύονται"

"Δε βολεύονται"

Η "Ρωμιοσύνη" γράφτηκε στην Αθήνα από το 1945 έως το 1947 και όχι πάντως εν θερμώ, για τα μέτρα του Ρίτσου. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο "Επιτάφιος" γράφτηκε αμέσως μόλις ο ποιητής είδε τη φωτογραφία της μάνας να σπαράζει επάνω από το νεκρό παιδί της, στα γεγονότα της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας στη Θεσσαλονίκη, το 1936, και τα 14 άσματά του δημιουργήθηκαν μόλις μέσα σε δυο μερόνυχτα.Δυο χρόνια, λοιπόν, είναι ικανό χρονικό διάστημα για να ανακαλεί ο ποιητής τα γεγονότα με νοσταλγία. Τουλάχιστον τέτοια γεγονότα, που υπήρξαν κοσμοϊστορικά, και που συχνά βρίσκουμε μέσα στους στίχους του, ακόμα και δεκαετίες μετά. Τότε, που σαφέστατα δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ο Ρίτσος δεν κράτησε ασφαλή χρονολογική απόσταση από τη διεξαγωγή τους και, άρα, δεν επήλθαν οι αναγκαίες εξαλλαγές που βοηθούν στις αισθητικές μεταπλάσεις. Ομως και στη "Ρωμιοσύνη", οι εξαλλαγές αυτές συντελέστηκαν και τελεσφόρησαν.

Το ποίημα ξεκινάει με την καθολική αίσθηση αντίστασης από τον Τόπο, τον Χώρο, τους Ανθρώπους: "Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα, / αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, / αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο".Ετσι. "Δε βολεύονται". Ενα ρήμα που δεν κρύβει μέσα του την έννοια της αντίστασης. Επιστρατεύεται από τον ποιητή για να περιγράψει ακριβέστατα την καθολική αντίθεση και, επομένως, αντίσταση αυτού του λαού. "Δε βολεύονται". Από εκεί ξεκινούν όλα.

Εξιστορούνται ακόμα οι καιροί ενός ευτυχισμένου παρελθόντος - παρόντος, οπότε ο λαός ήταν ξεσηκωμένος και η Εθνική Αντίσταση στο απόγειό της. Η γνώση της πικρής κατάληξης δε φαίνεται να επηρεάζει τον ποιητή. Παρουσιάζει την ατμόσφαιρα της εποχής, ξεδιπλώνει τα όνειρα, τα οράματα. Οι "πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα",που λάμπουνε τα μάτια τους "πάνου στα καραούλια",βλέπουν (πιο πολύ εντός τους) "μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη/ και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους/ για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα".Είναι σημαντική η έκφραση "απ' τα χέρια τους".Σαν τα οικόσιτα πουλιά, που τρέφονται από τη χούφτα, έτσι και τα περιστέρια τρέφονται από τη μεγάλη χούφτα των οραμάτων. Κι έπειτα, πετούν για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα, για να σκορπίσουν τα μηνύματά τους.

Η Πατρίδα ήταν δική τους χιλιάδες χρόνια πριν, θα είναι χιλιάδες χρόνια μετά.Δεν μπορούν τα "ξένα βήματα" να τη δυναστεύουν. "Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια, / κάθε λιθάρι ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια, / κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα".Κι εκείνοι, με όρθιο πάντα το κεφάλι, είναι αποφασισμένοι: "Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει, / μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο, / στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι".Η ακαταδεξιά, τα ασάλευτα μάτια τους. Αδρές γραμμές, απρόσμενες, για όσους ζωσμένοι τα άρματα της πατρίδας τα τίμησαν, με ένα μοναδικό πείσμα: Οτι δε θα τους καταβάλουν, δε θα τους νικήσουν, δε θα τους λυγίσουν.

Οι μνήμες από αλλοτινές μαύρες μέρες, γερά ριζωμένες στα κύτταρα, είναι εκεί. Οι μανάδες που ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους σε καιρούς συμφοράς, εκείνοι που "ξερίζωσαν τ' αμπέλια της Μονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των οχτρών το στόμα",κάνουν το ίδιο και σήμερα. "Οσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα, / όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό".Δε χρειάζονται τα μεγάλα λόγια από τον ποιητή, οι μεγάλες πράξεις είναι αυτές που μιλάνε.Ο ίδιος είναι μετρημένος, με την έννοια του αρχαιοελληνικού "Μέτρον άριστον". Ο,τι έχει να πει, το λέει θαρρετά, όμως χαμηλόφωνα.Να ακούγονται, ανάμεσα στους στίχους του, τα βήματα των ζωντανών και η σιωπή των σκοτωμένων, πάντα παρόντων στη σύναξη, στην παλιγγενεσία. Οσο δρόμο κι αν χρειαστεί να κάνουν, θα τον κάνουν. Ετσι κι αλλιώς, "ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού".

Τίποτα πιο δυνατό απ' το λαό

Εφτασε η ώρα του Τέλους, η ώρα της Εξόδου.Η Εξοδος υπήρξε για την Ελλάδα όμορφη, αλλά πολύ μικρή σε διάρκεια. Ηρθαν οι διώξεις, ο εμφύλιος. Ο ποιητής, όταν ολοκληρώνει την ποιητική σύνθεση, ζει ήδη στην ατμόσφαιρα αυτή, των διώξεων. Η σύλληψή του είναι πολύ κοντά. Δε θα δώσει, λοιπόν, ένα θριαμβευτικό τέλος στη "Ρωμιοσύνη" του. Οση ελπίδα του επιτρέπεται, όμως, θα την έχει. Ισως κι ακόμη περισσότερη. Το τέλος της "Ρωμιοσύνης" περικλείει ένα φινάλε σπαρακτικό, σαν το μαντίλι αποχαιρετισμού που κουνιέται ελαφρά όταν κλείνει η αυλαία. Μιλά για τον ξενιτεμένο (μεταφορικά βέβαια) που επιστρέφει στο πατρικό του "κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο".Και λέει:

"Και να την ώρα πια που το φεγγάρι τον φιλάει σιμά στ' αυτί με κάποια στενοχώρια, / τα φύκια, η γλάστρα, το σκαμνί κ' η πέτρινη ανεμόσκαλα του λένε καλησπέρα/ και τα βουνά κ' οι θάλασσες κ' οι πολιτείες κι ο ουρανός του λένε καλησπέρα/ και τότε πια τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' του μπαλκονιού τα κάγκελα/ μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του/ μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του".Να κλάψει ήσυχα, ήρεμα. Σαν να μη χάθηκε τίποτα, σαν όλα να είναι κερδισμένα και μπροστά μας. Αλλά και με έναν αδιόρατο υπαινιγμό, ότι τα νέα βάσανα, που δεν κατονομάζονται, θα περάσουν κι εκείνα. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο.

Ας μη θεωρηθεί παράξενο που διαλέξαμε για τα 89 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή (1/14 του Μάη 1909) μια τόσο γνωστή ποιητική του σύνθεση. Ισως κάποιοι, που δεν την έχουν υπόψη τους, να παρακινούνταν να εντρυφήσουν σε αυτήν. Ισως άλλοι, να ήθελαν να την ξαναθυμηθούν. Ενα ποίημα, ακόμα και από τα πλέον διάσημα, έχει πάντα ανάγκη διαμεσολάβησης. Σε εποχές που γύρω από τον Γιάννη Ρίτσο φαίνεται να ορθώνεται μια τρομακτική σιωπή, είναι ακόμα μεγαλύτερη η ανάγκη να σκύβουμε στα κείμενά του. Για να γνωρίσουμε μέσα από αυτά το πείσμα, που κάνει τον άνθρωπο Ανθρωπο, την ομορφιά, που κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζούμε.Ως, ακόμα, παραμυθία, μια και σκοπός της τέχνης είναι και να παρηγορεί. Ως ένα παράθυρο ανοιγμένο προς το Αύριο,από το οποίο πάντοτε τα περιστέρια φεύγουν για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Αντιγόνη ΚΑΡΑΤΑΣΣΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ