ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Φλεβάρη 2004
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Σκέψεις για την εξωτερική πολιτική...

Θα μπορούσε κάποιος αφελής να ισχυριστεί ότι οι ετεροπροσχωρήσεις που εξελίσσονται στο ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία δεν αφορούν τα μείζονα θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό ανατρέπεται και μόνο από τις ισχυρές πιέσεις που δέχτηκαν Ελλάδα και Κύπρος για ένα αμερικανόπνευστο «κλείσιμο» του Κυπριακού. Επεται κι η προσφυγή στο ΔΔ της Χάγης για ανάλογο «κλείσιμο» της ελληνοτουρκικής διένεξης, δηλαδή των τουρκικών απαιτήσεων στο Αιγαίο.

Το συναινετικό έως αγαπησιάρικο και πανηγυριτζίδικο κλίμα που επικράτησε στη Βουλή των Ελλήνων μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ κατά τη συζήτηση επικύρωσης της ευρω-ενωσιακής διεύρυνσης των «δέκα» μαζί με την Κύπρο, υπήρξε εύγλωττη απόδειξη για τη μελλοντική στάση των δυο κομμάτων.

Και τα δυο κόμματα, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, έχουν εναποθέσει την τύχη της Κύπρου στην ευρω-ατλαντική σκακιέρα με ότι συνεπάγεται αυτό. Από κοντά κι ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της... καθόδου προσπαθεί φωνακλάδικα να καλύψει τη συναίνεσή του σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτή η κοινή πολιτική της υποταγμένης συναίνεσης παρουσιάζεται ανάγλυφα στη σχέση ΠΑΣΟΚ - ΝΔ με τις προσχωρήσεις πολιτικών προσώπων που υπήρξαν μέχρι πρότινος πολέμια των κομμάτων που τώρα προσχωρούν.

Χαρακτηριστικότατη η προσχώρηση Ανδριανόπουλου και Μάνου στο ΠΑΣΟΚ που, πέραν όλων των άλλων, βάζει σε ανησυχία τους Ελληνες... για την τύχη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ακρόπολης. Πάνω απ' όλα όμως δείχνει τη σύμπλευση των δυο κομμάτων. Το πλέον, μέχρι στιγμής, τραγικό της δικομματικής προεκλογικής κόντρας είναι η πλήρης αποσιώπηση των οξύτατων προβλημάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ολα τα σκεπάζουν η «δημιουργική και βραβευμένη από τους εταίρους προεδρία του Κώστα Σημίτη στην Ευρωπαϊκή Ενωση», η «επιτυχημένη εξωτερική πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου» κι η «υπεύθυνη συναίνεση της Νέας Δημοκρατίας στα εθνικά θέματα».

Ουδείς λόγος για τις υπουργικές και πρωθυπουργικές υπογραφές συμφωνιών με την Τουρκία «περί ζωτικών συμφερόντων κι ενδιαφερόντων», «περί ΔΔ της Χάγης», «περί αμφισβητήσιμης εθνικής κυριαρχίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ», «περί εκχώρησης ελληνικών χώρων για επιθετικά σχέδια», «περί μισθοφορικού στρατού στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν κι έπεται το Ιράκ» κι άλλα τινά εξόχου αντεθνικής διπλωματικής ασυλίας.

Ισως στο μέλλον κάποια παλικάρια της φακής, επικαλεστούν δηλώσεις τους κατά του ενδοτισμού. Αυτό θα μοιάζει με «παρόλα» που τη βάζει κάποιος παρακαταθήκη στο συρτάρι του για να τη χρησιμοποιήσει σε χαλεπούς καιρούς. Η ελληνική εξωτερική πολιτική μοιάζει απόπαιδο, νόθο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που δεν τη συζητούν υπό το πρόσχημα να μην μπουν τα εθνικά θέματα στο πεδίο της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Από αρνητική άποψη ίσως αυτό να ωφελεί με την έννοια ότι εάν μπει στο στόχαστρο της υπαρκτής δικομματικής χυδαιότητας θα βγει ζημιωμένη. Οι κακομοίρηδες της δικομματικής φαγούρας δείχνουν να το κατανοούν αυτό, δηλαδή να κατανοούν την κατάντια τους.

Ωστόσο, τα οξυμένα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παραμένουν στην ημερήσια διάταξη. Μαζί τους παραμένει κι η ανάγκη ανάδειξής τους σε καθημερινή δημόσια θέα από το μαχόμενο κίνημα ειρήνης που δεν έχει ακόμη δείξει τα έντονα αντανακλαστικά του κόντρα στη χυδαία προεκλογική βαβούρα. Δε βελτιώνονται οι υπογεγραμμένες κυβερνητικές συμφωνίες για μείζονος, στρατηγικής σημασίας θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Η σφαίρα όταν βγει από το όπλο δε γυρίζει πίσω κι η εξωτερική πολιτική με τις συμφωνίες της έχει συνέχεια στην εναλλαγή των κυβερνήσεων. Αυτό είναι που προκαλεί ανατριχίλα, ακόμη και τον κίνδυνο πιθανής πολεμικής σύρραξης. Στην ύπουλη κι επικίνδυνη προσπάθεια αποσιώπησης των οξύτατων προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής, στην άνανδρη εναπόθεση των εθνικών προβλημάτων στην ποδιά του ευρω-ατλαντισμού, στην ντροπή του μισθοφορικού στρατού, μια επίκληση υπάρχει: Ελληνες, αντισταθείτε!


Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ


ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Νομιμοποιώντας την εκμετάλλευση...

Την προσέγγιση του σημαντικού 7% των ισπανόφωνων ψηφοφόρων και την ψήφο τους είχε στόχο η πρόσφατη πρόταση για τη μετανάστευση που εξάγγειλε ο Αμερικανός Πρόεδρος, που μεταξύ άλλων θα έχει σαν αποτέλεσμα την παραπέρα εκμετάλλευση των μεταναστών. Στις εκλογές του 2000 είχε λάβει το ένα τρίτο αυτών των ψήφων.

Την πρόταση για τους μετανάστες ανακοίνωσε ο Αμερικανός Πρόεδρος στις 7 Δεκέμβρη, η οποία απευθύνεται σε όλους τους μη - καταγραμμένους ξένους εργάτες που βρίσκονται στο έδαφος των ΗΠΑ. Με βάση αυτό το σχέδιο, όσοι ξένοι επιθυμούν να εργαστούν στις ΗΠΑ θα πρέπει, εκτός από μια συγκεκριμένη αίτηση, να αποδείξουν πως έχουν ήδη εργασία ή πρόταση για εργασία και τότε θα λάβουν ειδική άδεια εργασίας για 3 χρόνια που θα μπορούσε να αναθεωρηθεί για μια μη καθορισμένη περίοδο. Φυσικά, δεν υπάρχει καμία εγγύηση για την απόκτηση εργασίας μακροπρόθεσμα. Ούτε υπάρχουν εγγυήσεις για την απόκτηση άδειας παραμονής. Οσοι ήδη βρίσκονται στις ΗΠΑ θα καλούνται να πληρώσουν ένα ποσό για να εγγραφούν στη λίστα για την προσωρινή άδεια εργασίας, ενώ όσοι θα έρθουν από τις χώρες τους δεν υποχρεούνται για κάτι τέτοιο.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι παράνομοι εργάτες στις ΗΠΑ δουλεύουν όπου βρουν, σε αγροτικές καλλιέργειες, ως καμαριέρες ή λαντζέρηδες σε εστιατόρια, με χαμηλό μισθό, χωρίς ασφάλιση και ουσιαστικά χωρίς δικαιώματα. Χαρακτηριστικό στοιχείο μπορεί κανείς να αναφέρει πως στη Φλόριντα, οι δύο στους τρεις εργάτες στη συγκομιδή πορτοκαλιών και γκρέιπφρουτ είναι παράνομοι. Ενώ από τους 90.000 εργάτες στην ίδια πολιτεία, που απασχολούνται στη γεωργία εκτιμάται ότι το 70-80% είναι παράνομοι και οι περισσότεροι απ' αυτούς προέρχονται από το Μεξικό.

Για τους πάνω από 9 εκατομμύρια Μεξικανούς που εργάζονται παράνομα στις ΗΠΑ, η κατάθεση των αιτήσεων αποτελεί ρίσκο, μιας και οι αιτούντες θα έχουν πάντα το φόβο της απέλασης. Οπως είπε και ο Μπους με έμφαση, δε θα υπάρξει αμνηστία για τους «παράνομους», που τώρα ωστόσο τους αποκαλεί «μη-καταγραμμένους». «Οι συμμετέχοντες που δεν παραμένουν με εργασίες, που δεν ακολουθούν τους κανόνες ή που παραβιάζουν το νόμο, δε θα δικαιούνται να συνεχίσουν και θα τους ζητηθεί να επιστρέψουν στα σπίτια τους», πρόσθεσε.

Παράλληλα, ο Μπους υποστήριξε ότι οι εργοδότες «θα πρέπει κατ' αρχήν να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να προσλάβουν Αμερικανό εργάτη». Υποσχέθηκε ότι «η κυβέρνηση θα αναπτύξει ένα γρήγορο και απλό σύστημα για τους εργοδότες, ώστε να βρίσκουν Αμερικανούς εργάτες».

Για τους ξένους εργάτες που δουλεύουν παράνομα στις ΗΠΑ, η «προσφορά» δεν αντιπροσωπεύει τίποτα απολύτως εκτός από την επίσημη νομιμοποίηση της εκμετάλλευσης των εργατών που ποτέ δεν έχουν λάβει κοινωνικές, ιατρικές ή εκπαιδευτικές παροχές σ' αυτή τη χώρα εξαιτίας της παράνομης κατάστασής τους. Η φτώχεια στο Μεξικό, θα τους αναγκάσει ξανά και ξανά να περνούν τα σύνορα, όπως κάνουν επανειλημμένα. Οι Αμερικανοί εργοδότες, όπως πάντα, θα συνεχίσουν να κερδίζουν από τους παρανόμους, επειδή τους χρειάζονται και θα συνεχίσουν να τους προσφέρουν εργασία με εξευτελιστικούς μισθούς.

Κανείς δεν το εξήγησε καλύτερα από τον Τόμας Ντόνοχιου, πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ. Αντιδρώντας στην ανακοίνωση, ο Ντόνοχιου τόνισε πως υπάρχουν 10,5 εκατομμύρια παράνομοι (στις ΗΠΑ). Αν πάνε σπίτια τους (σ.σ. αν απελαθούν) θα πρέπει να κλείσει η χώρα. Ανακεφαλαιώνοντας, η οικονομία των ΗΠΑ θα παραλύσει χωρίς το παράνομο εργατικό δυναμικό!

Οι αντιδράσεις...

Η ανακοίνωση αυτή του Μπους είχε ποικίλες αντιδράσεις. Από τη μια εκφράστηκε η θετική αντίδραση από τις βιομηχανίες για το συγκεκριμένο πρόγραμμα μιας και θα τους εξασφαλίσει φτηνό και χωρίς δικαιώματα εργατικό δυναμικό. Επίσης, υπήρξαν και εθνικιστικές και ρατσιστικές κραυγές από κάποιους Ρεπουμπλικάνους που χαρακτήριζαν το σχέδιο τέτοιο, που «νομιμοποιεί αυτούς που δεν το αξίζουν», οι οποίοι δε συνεισφέρουν στην κοινωνία και μάλιστα το αντίθετο, παίρνουν τις δουλιές από τους Αμερικανούς εργάτες.

Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί είχαν συσπειρωθεί τονίζοντας ότι το σχέδιο είναι ένα πολιτικό τέχνασμα που προσφέρει ψεύτικες υποσχέσεις νομιμοποίησης στους ξένους παράνομους εργάτες.

Από την πλευρά του AFL-CIO (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών), ο πρόεδρος Τζον Σουίνι επισήμανε ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα θα «υπηρετήσει τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και όχι αυτών των μεταναστών και των οικογενειών τους». Ο ίδιος τόνισε ότι η πρόταση «δημιουργεί μια κατώτατη κοινωνική τάξη εργατών... (και) βαθαίνει το ενδεχόμενο για κακομεταχείριση και εκμετάλλευση αυτών των εργατών». Θα δημιουργήσει μια ακόμα μεγαλύτερη τάξη κατηγοριοποίησης των εργατών στους τόπους εργασίας και θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την ποιότητα εργασίας και της ασφάλειας για όλους τους εργάτες».

Ο πρόεδρος της Ενωσης Εργατών Τέρενς Ο' Σάλιβαν, είπε σε ειδησεογραφική υπηρεσία ότι ο Μπους προτείνει να «αλυσοδέσει τον εργάτη στον εργοδότη». Το να αλυσοδένεται ένας εργάτης με τον εργοδότη του «προστατεύονται οι επιχειρήσεις και οι εργοδότες... αλλά αφήνει τους εργάτες μόνους και τρωτούς και υπόχρεους σε αυτούς τους εργοδότες, με αντάλλαγμα να έχουν το δικαίωμα να μείνουν εδώ».

Το πρόγραμμα «Μπρασέρο»

Του προσωρινού εργατικού σχεδίου είχαν προηγηθεί και άλλα τον προηγούμενο αιώνα. Το πρόγραμμα «Μπρασέρο», κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε από το Μεξικό προσωρινούς εργάτες κατά τη διάρκεια της συγκομιδής στις νοτιοδυτικές περιοχές.

Από το 1942 μέχρι το 1964, η κυβέρνηση μαζί με τους μεγαλοεπιχειρηματίες ξεκίνησαν την εισαγωγή εργατών από το Μεξικό με βάση το πρόγραμμα «Μπρασέρο», που προέρχεται από την ισπανική λέξη «μπράσο» που σημαίνει χέρι και αναφέρεται στη χειρωνακτική εργασία. Αρχικά έφτασαν περίπου 400.000 εργάτες γι' αυτό το πρόγραμμα, το οποίο όμως ξεκαθάριζε ότι θα επέστρεφαν στη χώρα τους στο τέλος, ώστε να λάβουν το υπόλοιπο 10% της αμοιβής τους. Δεκάδες χρόνια μετά, οι περισσότεροι από αυτούς ακόμα περιμένουν, κάνοντας μηνύσεις, ώστε να λάβουν τα χρήματά τους.

Η κυβέρνηση και οι επιχειρήσεις συνεργάστηκαν για να υποσκάψουν τα εργατικά δικαιώματα των πολιτών, τους κατέχοντας πράσινη κάρτα, τους λαθραίους μετανάστες, βάζοντας φυσικά φραγμό στη συνδικαλιστική οργάνωσή τους. Η εργατική δύναμη αυξήθηκε από τους 4.203 το 1942 σε περίπου 300.000 το 1959. Αρκετοί «μπρασέρο» ανακάλυψαν ότι δουλεύοντας χωρίς ντοκουμέντα είχαν περισσότερα πλεονεκτήματα, οπότε όσο προχωρούσε το πρόγραμμα, τόσο αυξάνονταν και οι παράνομοι εργάτες. Η κυβέρνηση απάντησε με αύξηση των απελάσεων. Ετσι, το 1942 απελάθηκαν 5.100 και ο αριθμός αυτός έφτασε σε πάνω από ένα εκατομμύριο το 1954 κατά τη διάρκεια του ρατσιστικού προγράμματος «Επιχείρηση Ουέτμπακ» της κυβέρνησης.

Απ' ό,τι φαίνεται, εκτός από προεκλογικό τέχνασμα για την υφαρπαγή όχι και λίγων ψήφων από τους ισπανόφωνους ψηφοφόρους, αν τελικά εφαρμοστεί το συγκεκριμένο σχέδιο, θα βαθύνει ακόμα παραπέρα η εκμετάλλευση των μεταναστών, θα μπει φραγμός στο δικαίωμά τους να οργανώνονται, να συνδικαλίζονται και να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίες με δικαιώματα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ