ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 23 Μάη 2002
Σελ. /40
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Απούλητα ή σε εξευτελιστικές τιμές

Σήμερα στις 11 το πρωί η κινητοποίηση των αγροτών στην κεντρική πλατεία των Φιλιατρών

Απούλητα ή σε εξευτελιστικές τιμές παραδίδουν τα προϊόντα τους οι αγρότες των περιοχών Αχαΐας - Ηλείας - Μεσσηνίας στους εμπόρους, ενώ στον καταναλωτή, σε ορισμένα είδη, η τιμή ξεπερνά ακόμα και δέκα (!) φορές την αρχική τιμή πώλησης από τον παραγωγό.

Τα σοβαρότερα προβλήματα εστιάζονται στα αγγουράκια και τις πατάτες, ενώ και οι υπόλοιπες καλλιέργειες υπαίθριων κηπευτικών αλλά και των θερμοκηπίων (ντομάτες, φασόλια, κολοκυθάκια, πιπεριές κ.ά.) πωλούνται σε πολύ χαμηλές τιμές. Τα αγγουράκια, για παράδειγμα, πωλούνται στον έμπορο για 14 δραχμές (!) το ζευγάρι και στην αγορά φτάνουν μέχρι και τις 200 δραχμές (!). Οι ντομάτες «φεύγουν» από το χωράφι στις 50 - 60 δραχμές το κιλό και καταλήγουν στον καταναλωτή 350 - 400 δραχμές το κιλό.

Η ανησυχία των αγροτών εντείνεται ακόμα περισσότερο, καθώς βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της παραγωγής των προϊόντων και το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο για όλα τα αγροτικά προϊόντα του καλοκαιριού κι όχι μόνο.

Για το λόγο αυτό, οι αγρότες πριν αποσώσουν εντελώς από την αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης, προετοιμάζουν τις επόμενες αγωνιστικές κινήσεις τους.

Στη Μεσσηνία, οι αγρότες της περιοχής θα πραγματοποιήσουν συλλαλητήριο, σήμερα Παρασκευή 24 του Μάη, στις 11 π.μ., στην κεντρική πλατεία των Φιλιατρών, με αφορμή τις τιμές στα κηπευτικά προϊόντα.

Στην Ηλεία, σε ανακοίνωσή της η Ομοσπονδία Αγροτικών Συλλόγων του νομού, σημειώνει πως «το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών και στην Ηλεία έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα κι οστά. Ετσι μετά το χτύπημα των κτηνοτρόφων, των παραγωγών βιομηχανικής ντομάτας, των βαμβακοπαραγωγών, των ελαιοπαραγωγών, που ενώ κοντεύει καλοκαίρι έχουν απούλητο το λάδι, παρότι υπάρχει έλλειψη, των καλλιεργητών υπαίθριων κηπευτικών και υπό κάλυψη (θερμοκήπια), πετούν στην κυριολεξία τα προϊόντα τους, δυστυχώς το κακό από ότι δείχνουν τα πράγματα θα συνεχιστεί σε όλα τα αγροτικά προϊόντα του καλοκαιριού. Ολοι αυτοί που κόπτονται τάχα για τους αγρότες, είναι αυτοί που έχουν τις ευθύνες, είναι όλοι αυτοί που μας έταξαν τα χρυσά ευρωπαϊκά κουτάλια για να τρώμε, είναι αυτοί που εφαρμόζουν ή στηρίζουν τις αντιαγροτικές αποφάσεις της ΕΕ». Και καταλήγει στην ανακοίνωση πως «τα κριτήρια της ΟΝΕ και του πληθωρισμού δεν μπορούν να τα φορτώνουν στις πλάτες των αγροτών με το χτύπημα των τιμών των προϊόντων και την αύξηση του κόστους παραγωγής και να αφήνουν τους κερδοσκόπους, βιομηχάνους, εμπόρους κι εισαγωγείς να ρουφούν το αίμα των αγροτών και των καταναλωτών».


ΑΛΙΕΙΑ
Στους ... «ιχθυοκλωβούς» της ΕΕ

Εχει συμπληρωθεί μια δεκαπενταετία εφαρμογής Κοινοτικών Προγραμμάτων στην Αλιεία με σκοπό την ορθολογική εκμετάλλευση του ενάλιου πλούτου, αλλά δεν υπάρχει ακόμα υπεύθυνη και τεκμηριωμένη άποψη στο αν η εφαρμογή της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής(ΚΑΠ) συνέβαλε στην ανάκαμψη των αλιευτικών αποθεμάτων και στην πολυπόθητη επίτευξη ισορροπίας μεταξύ αλιευτικών πόρων και εκμετάλλευσής τους.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι υπάρχει ακόμη πρόβλημα στα ιχθυοαποθέματα της Μεσογείου (και κατ' επέκταση και των ελληνικών θαλασσών) δικαιολογώντας και επιμένοντας σε πρόσθετους περιορισμούς. Οι ψαράδες, ωστόσο, αμφισβητούν την ορθότητα των επιστημονικών απόψεων της Κοινότητας και, ακόμη περισσότερο, την ειλικρίνεια των προθέσεών της.

Στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας (ΕΠΑΛ) 1994-'99 όχι μόνο δεν είχαμε ανάκαμψη στις αλιευτικές αποδόσεις αλλά, αντίθετα, είχαμε μείωση των αλιευτικών αποδόσεων της τάξης του 24%. Από τις 209.000 τόνους που είχαμε το 1993 η παραγωγή μειώθηκε σταδιακά και το 1999 έφθασε στις 159.000 τόνους. Αντίθετα, την ίδια εποχή η αύξηση παραγωγής από τις Υδατοκαλλιέργειες ανήλθε από τις 11.500 τόνους το 1993 στις 37.500 τόνους το 1999 στα ψάρια και από τις 16.500 τόνους το 1993, έφθασαν στις 28.000 τόνους το 1999 στα όστρακα.

Αυτή η αύξηση ήταν αναμενόμενη, λόγω της μακρόχρονης, πολύπλευρης και απλόχερης υποστήριξης του τομέα των Υδατοκαλλιεργειών από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι Υδατοκαλλιέργειες έχοντας εξ αρχής εξαγωγικό προσανατολισμό, μπορεί να συνέβαλαν στην άνοδο των εξαγωγών αλιευμάτων, σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν κατάφεραν να μειώσουν το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο στα αλιεύματα, αφού οι εισαγωγές αυξήθηκαν σταδιακά από τις 57.000 τόνους το 1993 στις 96.000 τόνους το 1999.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν επίσημες ενδείξεις για αύξηση κατανάλωσης ιχθυηρών την τελευταία δεκαετία, η θεαματική άνοδος των εισαγωγών οφείλεται στη μείωση αλιευμάτων εγχώριας παραγωγής λόγω μείωσης του αλιευτικού στόλου αφ' ενός και στην έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς καταναλωτικού κοινού να στραφεί προς τα προϊόντα των Υδατοκαλλιεργειών αφ' ετέρου.

Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική, ως γνωστόν, έχει δύο βασικούς πυλώνες: Τη συρρίκνωση του αλιευτικού στόλου με στόχο τον περιορισμό των αλιευτικών δραστηριοτήτων και την αύξηση της παραγωγής αλιευτικών προϊόντων μέσω Υδατοκαλλιεργειών. Η πολιτική αυτή διαφαίνεται και από τον τρόπο, που χορηγήθηκαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις και ποιοι τελικά τις καρπώθηκαν.

Στο προηγούμενο ΕΠΑΛ, 1994-'99, το υψηλότερο ποσοστό επιχορήγησης διατέθηκε για τις Υδατοκαλλιέργειες (36,5%) και κατά δεύτερο λόγο (22,7%) στη μεταποίηση και εμπορία αλιευμάτων. Αντίθετα, σε ό,τι αφορούσε άμεσα τους ψαράδες το υψηλότερο ποσοστό (21,3%) διατέθηκε σε διαλύσεις σκαφών. Ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από αυτό που διατέθηκε για εκσυγχρονισμό και αντικατάσταση σκαφών (11,9%).

Είναι σαφές από την πολιτική των χρηματοδοτήσεων ότι η εκδίωξη των ψαράδων από τη θάλασσα έχει προτεραιότητα έναντι της παραμονής τους στο επάγγελμα, βελτίωσης των συνθηκών δουλιάς και μεγιστοποίησης των αλιευτικών τους αποδόσεων. Από την άλλη η ενίσχυση των εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου είναι προφανής και στοχεύει στη δυνατότητα να ελέγξουν μακροπρόθεσμα τις παραγωγικές διαδικασίες στον ενάλιο πλούτο.

Αυτό γίνεται ακόμα πιο κατανοητό εάν δούμε ότι από τις εγκριθείσες πιστώσεις που αναφέραμε, οι υδατοκαλλιεργητές απορροφούν το 70%, οι μεταποιητές και έμποροι το 64% ενώ από πλευράς ψαράδων οι διαλύσεις σκαφών απορρόφησαν το 90% έναντι μόνο 55% για εκσυγχρονισμό και ανανέωση.

Για τη χαμηλή απορροφητικότητα των κονδυλίων για εκσυγχρονισμό και αντικατάσταση σκαφών, βασική αιτία είναι οι όροι και προϋποθέσεις αναγνώρισης δικαιούχων επιδότησης, που για την πλειοψηφία των ψαράδων είναι απαγορευτικές, αν και το 70% του αλιευτικού μας στόλου είναι σκάφη ηλικίας άνω των 15 ετών. Οι ίδιοι όροι και προϋποθέσεις αποτελούν σοβαρό μειονέκτημα για την ανταγωνιστικότητα του αλιευτικού μας στόλου και την είσοδο νέων ανθρώπων στο επάγγελμα του ψαρά. Παρ' όλα τα εμφανή αρνητικά αποτελέσματα για την αλιεία και τις δυσμενείς εξελίξεις, το καινούριο ΕΠΑΛ, 2000-2006, κινείται στην ίδια φιλοσοφία. Ενδεικτικά, υδατοκαλλιεργητές, μεταποιητές και έμποροι λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος, το 38,5% επί των συνολικών πιστώσεων. Ακολουθούν οι πιστώσεις για αποσύρσεις- διαλύσεις σκαφών, 20%, και για τον εκσυγχρονισμό 11,5%.

Αν κοντά σε όλα αυτά λάβουμε υπόψη ότι δεν έχει επέλθει κάποια αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο της αλιείας, δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε ποιοι τελικά θα ωφεληθούν από τις κοινοτικές επιδοτήσεις και για ποιους προορίζονται τελικά οι ενισχύσεις αυτές. Οι ίδιοι ωφελημένοι της προηγούμενης 6ετίας θα είναι πάλι αυτοί που θα απορροφήσουν τα κοινοτικά κονδύλια για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Από την πολιτική των κοινοτικών επιδοτήσεων στην αλιεία συμπεραίνεται ότι οι παρεμβάσεις δε στοχεύουν στην ανάκαμψη των ιχθυοαποθεμάτων, κάτι που θα ήθελε κάθε ψαράς, αλλά στην αναδιάρθρωση του αλιευτικού τομέα και στη δημιουργία μιας επιχειρησιακής αλιείας, η οποία θα επιτευχθεί με την εκδίωξη χιλιάδων μικρών και μικρομεσαίων ψαράδων σε βάθος χρόνου, όχι πολύ μακρινό.

Οι μόνοι ωφελημένοι θα είναι μεγάλες αλιευτικές επιχειρήσεις που έχουν άμεσες διασυνδέσεις με διεθνή κυκλώματα εμπορικών αλιευμάτων, οι οποίες θα αποκομίσουν τεράστια οικονομικά κέρδη. Στα χέρια τέτοιων εταιριών θα περάσει αποκλειστικά η διαχείριση του ενάλιου πλούτου. Πρόκειται για μια αλιεία όπου θα εξαφανιστεί ο κοινωνικός της χαρακτήρας. Δηλαδή, μια αλιεία των ολίγων.

Από την άλλη οι ιδιώτες υδατοκαλλιεργητές, στο μέτρο που θα εξασφαλίσουν θεσμικό πλαίσιο για τις υδατοκαλλιέργειες, θα δημιουργήσουν, μέσω των χωροθετήσεων, προϋποθέσεις για ιδιωτικές θαλάσσιες εκτάσεις όπου θα απαγορεύεται, εννοείται, κάθε είδους πρόσβαση στους αλιευτικούς πόρους, στους μικρούς κατά κανόνα παράκτιους ψαράδες της περιοχής.

Για την επιτυχία αυτών των στόχων πέρα από τα οικονομικά κίνητρα για την εκδίωξη των μικρομεσαίων ψαράδων έχουν ληφθεί μια σειρά από διοικητικά μέτρα που συνίστανται σε οικονομικούς και αλιευτικούς περιορισμούς και οι οποίοι ορθώνονται ως καθημερινά εμπόδια στο επάγγελμά τους και ως αντικίνητρα για περαιτέρω συνέχιση της παραμονής τους στη θάλασσα. Σε ένα τέτοιο κλίμα ο ψαράς βλέπει τις οικονομικές ενισχύσεις για απόσυρση του σκάφους του ως λύση ανάγκης.

Συνολική προοπτική της κατάστασης μετά την αποχώρηση των ψαράδων θα είναι η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης πολλών παράκτιων και νησιωτικών περιοχών, με αποτέλεσμα τον οικονομικό και κοινωνικό τους μαρασμό.

Η μόνη ελπίδα για να ξεπεραστεί η μίζερη προοπτική για την αλιεία είναι οι ψαράδες να αντιπαλέψουν όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις σε βάρος τους, που προέρχονται από την αλιευτική πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και μέσα από τους αγώνες τους να οικοδομηθεί μια άλλη αλιευτική πολιτική. Στο επίκεντρο της οποίας θα βρίσκεται ο ψαράς που μέσα από τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς θα διασφαλίσει την προστασία και την ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων. Ετσι ώστε η αλιεία μας να συνεχίσει να έχει ένα μέλλον τέτοιο όπως ταιριάζει σε μια χώρα βουτηγμένη στη θάλασσα και με τρισχιλιετή ναυτική και αλιευτική παράδοση.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ