«Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης»
Την καταχνιά ετούτη, τα άσπρο πούσι, τη βροχή, το χαλάζι, την μπόρα, τον ήλιο που φεγγοβολεί και γαληνεύει την ψυχή και το μαύρο σκοτάδι, που κρύβει τόση φοβέρα, τα ταξίδια των άστρων στον ουρανό, τ' αστραπόβροντα και τη βουή του αγέρα, τη μανιασμένη θάλασσα, το φούσκωμα του ποταμιού, την αρρώστια και το θάνατο, όλα τα μυστήρια του φυσικού κόσμου, τα αντίκρυσε το ανθρώπινο μυαλό χιλιάδες χρόνια τώρα και προσπάθησε να τα εξηγήσει. Κι απάνω στην αγωνία του για να ξεδιαλύνει τα μυστήρια ετούτα, πέρασε σιγά - σιγά ο άνθρωπος, με τη βοήθεια του μυαλού του μα και με τη βοήθεια του χεριού του, από την ανθρωπομορφική εξήγηση των φυσικών φαινομένων στην ανακάλυψη της φυσικής αιτιότητας. Και σήμερα σπρώχνοντας ολοένα το μυστήριο μακρύτερα, κυριαρχεί με τη γνώση του απάνω στις φυσικές ενέργειες ολοένα σε μεγαλύτερη έχταση. Γιατί ο υλικός κόσμος, παρουσιάζοντας άμεση αντίσταση στην ενέργεια του ανθρώπου, δίνοντας αποτελέσματα αντίθετα από τις προσδοκίες του, όταν ο άνθρωπος αντικρίζει τον υλικό κόσμο με ατελή γνώση και με λανθασμένη αιτιοκρατία, κάνει να μετατραπεί το αυτονόητο σε προβληματικό, γεννάει την απορία, τη θέληση της γνώσης. Η γνώση υπηρετεί, την ανάγκη του χειρισμού και της δημιουργίας των πραγμάτων, που χρειάζεται άμεσα στη ζωή του ο άνθρωπος. Η απορία και η θέληση της γνώσης, γεννιέται στον άνθρωπο από την αντίσταση, που βρίσκει στην ενέργειά του, στη θέληση της ζωής, από την επιτυχία ή την αποτυχία της δράσης του.
Κι αυτός όμως ο φυσικός κόσμος ούτε έγινε μυστήριο από την πρώτη στιγμή, ούτε έγινε στο σύνολό του. Οι ανάγκες της ζωής, οι δυσκολίες στην ικανοποίηση τους, η πάλη για την απόχτηση των υλικών αγαθών, η δημιουργία του εργαλείου, η ανάπτυξη της τεχνικής, ο καταμερισμός της δουλιάς και η κοινωνική διαφοροποίηση, που τον παρακολουθεί, είνε οι αντικειμενικοί όροι για να γίνεται κι εδώ ολοένα το αυτονόητο μυστηριακό και προβληματικό.
Η προβληματικότητα του φυσικού κόσμου και η βαθμιαία κατάχτησή του με τη γνώση, είνε ένα φαινόμενο κοινωνικό, μια λειτουργία κοινωνική, εξαρτημένη από ορισμένες κοινωνικές προϋποθέσεις. Οπου δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την εξέλιξη της προβληματικότητας, εκεί σταματάει και το μυστήριο και η ορμή για τη γνώση, έτσι οι πρωτόγονοι λαοί μένουνε για χιλιετηρίδες αποκοιμισμένοι απάνω στην απλοϊκή ανθρωπομορφική αντίληψη του φυσικού κόσμου. Μα όχι μόνο οι πρωτόγονοι. Και η ιστορική ανθρωπότητα έμεινε, για χίλια εφτακόσια πάνω κάτω χρόνια, αποκοιμισμένη απάνω στο μαλακό προσκέφαλο της αριστοτελικής φυσιογνωσίας. Γιατί στο διάστημα αυτό οι κοινωνικοί όροι είχανε σταματήσει την ανθρώπινη ενέργεια απάνω σε μια ορισμένη τεχνική. Η αγία Γραφή και ο Αριστοτέλης έδιναν στους κατοίκους της Ευρώπης την απάντηση σε όλα, από την κοσμογονία ως τη σχέση του σώματος με την ψυχή και την τύχη τους μετά το θάνατο.
3. Το μυστήριο του κοινωνικούκόσμου.
Γιατί όλοι ετούτοι οι δεσμοί και οι θεσμοί, έχοντας ανάγκη για τον καταναγκαστικό χαραχτήρα τους από μιαν υπερανθρώπινη καθιέρωση, έδωσαν στην ανθρωπομορφική εξήγηση χαραχτήρα πολύ πιο μόνιμο. Τα δαιμόνια, τα πνέματα, οι ηρωοποιημένοι πρόγονοι, οι θεοί, η θεία βούληση υποκατάστησαν το αυτονόητο. Η θεία βούληση κανονίζει τη διαγωγή και τη μοίρα του καθενός και ενσαρκώνεται στη μορφή της επιταγής, του κανόνα, του δίκιου.
Για να δημιουργηθεί η απορία και η προβληματικότητα για τη σύσταση της κοινωνίας, για την ύπαρξή της, για την πηγή του κοινωνικού καταναγκασμού, του έθιμου, του δίκιου, των νόμων, του ηθικού χρέους, πρέπει και εδώ να προϋπάρξουν οι κατάλληλοι κοινωνικοί όροι. Και οι όροι αυτοί είνε ορισμένες αντιθέσεις, ορισμένοι ανταγωνισμοί, που πρέπει να φτάσουν σε αρκετήν ένταση, σε αρκετήν οξύτητα για να κάνουν αισθητό τον καταναγκασμό. Μόνο, όταν γεννηθούν οι όροι για να υπερνικηθεί ορισμένη μορφή καταναγκασμού, γεννιέται η απορία για την ύπαρξή του, η αμφιβολία για την πηγή του, η κριτική σκέψη και η αναζήτηση.
Με τον ίδιο τρόπο όταν φτάσει σε μια σύγκρουση κοινωνική και ζητήσει να ξεφύγει τους καταναγκασμούς, που τον πιέζουνε, ή να καλυτερέψει τους θεσμούς που του κανονίζουνε τη θέση του και το φέρσιμό του απέναντι στους συνανθρώπους του, αναγκάζεται να σκεφτεί απάνω στην πηγή του καταναγκασμού, να κρίνει τους κοινωνικούς θεσμούς, να απορήσει. Τότε και μόνο τού γεννιέται η προβληματικότητα της κοινωνικής ζωής και η ανάγκη να βρει την εξήγηση, που εξυπηρετεί τις προθέσεις του.
Ωστε και η σκέψη απάνω στα κοινωνικά φαινόμενα, όπως και η σκέψη απάνω στα φυσικά φαινόμενα, είνε κι αυτή ένα κοινωνικό φαινόμενο, μια λειτουργία συναρτημένη με άλλους όρους, που μόνο η ύπαρξή τους γεννάει την προϋπόθεση για τη δημιουργία αυτής της σκέψης.
Αύριο: Η Κοινωνιολογική σκέψη