Την επαναφορά της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο μετά από 12 χρόνια αναστολής της συμμετοχής της αποφάσισε την Κυριακή η πλειοψηφία των υπουργών Εξωτερικών των χωρών - μελών του, σε συνάντησή τους στο Κάιρο.
Η απόφαση προκάλεσε επικρίσεις από ΗΠΑ, Βρετανία και Κατάρ, ενώ την ικανοποίησή της εξέφρασε η Ρωσία.
Αναλυτικά, η απόφαση του Αραβικού Συνδέσμου αναφέρει την άμεση συμμετοχή της Συρίας στα όργανα του οργανισμού, συνοδεία έκκλησης που ζητά τον τερματισμό της κρίσης του πολέμου που ξεκίνησε το 2011, τον επαναπατρισμό των Σύρων προσφύγων που αναζήτησαν καταφύγιο κυρίως σε γειτονικές χώρες, την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών.
Θέτει επίσης ζήτημα απομάκρυνσης των Ιρανών μαχητών από τη Συρία, ωστόσο δεν υπάρχει αναφορά στην παρουσία και δράση κατοχικών δυνάμεων από τις ΗΠΑ και την Τουρκία.
Ο δε Ιορδανός ΥΠΕΞ, Α. Σαφάντι, λίγες μέρες πριν, είχε τονίσει πως η επαναφορά της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο αποτελεί την αρχή «μιας μακράς και δύσκολης διαδικασίας» για ζητήματα που αφορούν το Προσφυγικό, την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και τη δράση Ιρανών μαχητών στο συριακό έδαφος.
Στην απόφαση που εξέδωσαν 13 από τους 22 υπουργούς Εξωτερικών του Αραβικού Συνδέσμου, αναφέρεται ακόμη πως η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, ο Λίβανος, η Αίγυπτος και ο γγ του Αραβικού Συνδέσμου θα συγκροτήσουν υπουργική ομάδα που θα αναλάβει επαφές με τη συριακή κυβέρνηση και θα αναζητήσει λύση για τον τερματισμό της κρίσης που ξεκίνησε ο πόλεμος το 2011 μέσω «ανταποδοτικών βημάτων».
Ο γγ του Αραβικού Συνδέσμου, Αχμεντ Αμπούλ Γκάιτ εκτίμησε ότι η απόφαση του Καΐρου αποτελεί την αρχή μίας «διαδικασίας σταδιακής επίλυσης της συριακής κρίσης».
Το συριακό υπουργείο Εξωτερικών, σχολιάζοντας την αναμενόμενη απόφαση του Αραβικού Συνδέσμου, απάντησε πως δέχθηκε την απόφαση «με μεγάλη προσοχή» και ζήτησε ακόμη «μεγαλύτερη αραβική συνεργασία και εταιρικές σχέσεις».
Η εξέλιξη, που αναδεικνύει το ρευστό γεωπολιτικό τοπίο στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Κατάρ (που είναι μέλος του Αραβικού Συνδέσμου) και των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
«Δεν θεωρούμε ότι η Συρία αξίζει να επανενταχθεί στον Αραβικό Σύνδεσμο επί του παρόντος», δήλωσε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. «Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι δεν θα εξομαλύνουμε τις σχέσεις μας με το καθεστώς Ασαντ και δεν υποστηρίζουμε τους συμμάχους και εταίρους μας που το πράττουν», πρόσθεσε.
Εκπρόσωπος του Φόρεϊν Οφις στο Λονδίνο δήλωσε ότι η Βρετανία παραμένει αντίθετη στη συμμετοχή «του καθεστώτος Ασαντ», ισχυριζόμενος πως η συριακή κυβέρνηση «θα συνεχίσει τις συλλήψεις, βασανιστήρια και δολοφονίες αθώων Σύρων».
Το δε Κατάρ ανακοίνωσε πως η επαναφορά της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο γίνεται δίχως να έχει αλλάξει η θέση της χώρας. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Κατάρ, Μ. Ανσάρι, ανέφερε ότι η χώρα του δεν θα σταθεί «εμπόδιο» στις αποφάσεις άλλων αραβικών κρατών, προσθέτοντας πως η εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στην Ντόχα και τη Δαμασκό θα εξαρτηθεί από πολιτικές προόδους που «θα ανταποκρίνονται στους πόθους του αδελφού συριακού λαού».
Αντίθετα, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών εξήρε την απόφαση του Αραβικού Συνδέσμου, επισημαίνοντας πως πρόκειται για «καλοδεχούμενο βήμα που αναμενόταν από καιρό» και «λογικό αποτέλεσμα μίας διαδικασίας» για την επαναφορά της Συρίας «στην αραβική οικογένεια».
Από τη συγκέντρωση στην Αβάνα |
Η Συνομοσπονδία Εργατών Κούβας, λόγω της σοβαρής έλλειψης καυσίμων, απόρροια της έντασης του πολύμορφου αποκλεισμού των ΗΠΑ, είχε καλέσει σε συγκεντρώσεις στις συνοικίες, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις άλλες πόλεις, για να αποφεύγονται οι μεγάλες μετακινήσεις. Ετσι δεν πραγματοποιήθηκαν φέτος η γνώριμη μεγάλη συγκέντρωση και η πορεία στην Πλατεία της Επανάστασης.
Μια από τις κεντρικές εκδηλώσεις στην Αβάνα πραγματοποιήθηκε στην κεντρική λεωφόρο της Μαλεκόν, πολύ κοντά στα γραφεία της πρεσβείας των ΗΠΑ. Μαζί με τους χιλιάδες εργαζόμενους, το «παρών» έδωσε ο Πρόεδρος της χώρας και Α' Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚ Κούβας, Μιγκέλ Ντίας Κανέλ, όπως και ο επαναστάτης ηγέτης Ραούλ Κάστρο.
Ο Ουλίσες Γκιλάρτε ντε Νασιμιέντο, γγ της Συνομοσπονδίας και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ Κούβας, σημείωσε στην κεντρική ομιλία ότι η αλλαγή στη μορφή των συγκεντρώσεων «δεν αλλάζει σε τίποτε την πίστη των εργατών να υπερασπιστούν την πατρίδα τους και τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού». Και πρόσθεσε: «Οι Κουβανοί, όπως έχει αναγνωρίσει η ιστορία μας, τόσα χρόνια, δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ τον σταθερό μας σκοπό να συνεχίσουμε να κατακτάμε νέες νίκες». Ανέφερε ακόμα ότι οι πρόσφατες εκλογικές διαδικασίες για τον Οικογενειακό Κώδικα, την ανάδειξη της νέας Εθνοσυνέλευσης της Λαϊκής Εξουσίας, όπως και την έγκριση του Συντάγματος, επιβεβαιώνουν την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού στην Επανάσταση.
Ενα παλαιστινιακό δημοτικό σχολείο που κάλυπτε τις ανάγκες 81 παιδιών κοντά στη Βηθλεέμ της κατεχόμενης Δυτικής Οχθης κατεδάφισαν την Κυριακή μπουλντόζες του κατοχικού ισραηλινού στρατού, με το πρόσχημα πως είχε οικοδομηθεί αυθαίρετα.
Το δημοτικό σχολείο αλ Ταχάντι είχε ισοπεδωθεί και το 2017 με παρόμοιο πρόσχημα. Ξαναχτίστηκε στη συνέχεια, με κονδύλια και της ΕΕ, η οποία υποκριτικά διαμαρτύρεται τώρα για την κατεδάφιση, ενώ στηρίζει στην πράξη τη διαιώνιση της κατοχής της Παλαιστίνης και εξισώνει με κάθε ευκαιρία τον θύτη με το θύμα.
Σύμφωνα με διεθνή και τοπικά ΜΜΕ, τα ισραηλινά στρατεύματα μπήκαν στο χωριό όπου βρισκόταν το σχολείο τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής και χρησιμοποίησαν δακρυγόνα για να διαλύσουν συγκεντρωμένους κατοίκους, προτού προχωρήσουν στην καταστροφή του κτίσματος.
Τον Μάρτη, δικαστήριο της Ιερουσαλήμ έκανε δεκτό το αίτημα της ισραηλινής ακροδεξιάς οργάνωσης «Ρεγκαβίμ» που ζητούσε να κατεδαφιστεί ξανά το σχολείο, αποφαινόμενο πως οικοδομήθηκε «αυθαίρετα» και ήταν δήθεν «επικίνδυνο».
Μετά τη νέα βάρβαρη κατεδάφιση του σχολείου, η αντιπροσωπεία της ΕΕ στην Παλαιστίνη ανέφερε ότι «παρακολουθούσε στενά την υπόθεση αυτή και είχε ζητήσει από τις ισραηλινές αρχές να μην προχωρήσουν στην κατεδάφιση». Με προκλητική υποκρισία, πρόσθεσε ότι «το δικαίωμα των παιδιών στην Εκπαίδευση πρέπει να γίνεται σεβαστό», λες και δεν καταπατά καθημερινά η συνέχιση της κατοχής όλα τα δικαιώματα των παιδιών της Παλαιστίνης...
Το Ισραήλ κατεδαφίζει συστηματικά σπίτια και άλλα κτίρια που εγείρονται από Παλαιστίνιους στη Δυτική Οχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ χωρίς άδεια των ισραηλινών αρχών. Καταστρέφει επίσης σπίτια οικογενειών Παλαιστινίων φερόμενων ως δραστών επιθέσεων, σύμφωνα με την απαράδεκτη πρακτική της συλλογικής τιμωρίας.
Στο μεταξύ, ο Ισραηλινός ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, εξέφρασε χτες το μεσημέρι τη δυσαρέσκειά του για την απόφαση της ΕΕ να ακυρώσει εκδήλωση για τη «Μέρα της Ευρώπης» στο Τελ Αβίβ επειδή σκόπευε να εκφωνήσει ομιλία. «Είναι ντροπή η ΕΕ που ισχυρίζεται πως εκπροσωπεί τις αξίες της δημοκρατίας και της πολυπολιτισμικότητας να κλείνει στόματα. Αυτό δεν είναι διπλωματικά ορθό», ανέφερε.
Την Κυριακή, η «Χαμάς» προειδοποίησε την ισραηλινή κυβέρνηση πως δεν θα επιτρέψει την «ιουδαιοποίηση» της Ιερουσαλήμ, ενόψει της πορείας που ετοιμάζουν μέσα από τη μουσουλμανική συνοικία του ανατολικού τομέα της κατεχόμενης Ιερουσαλήμ δεξιές και εθνικιστικές οργανώσεις την Πέμπτη για τη Μέρα της Ισραηλινής Σημαίας.
Ο εκπρόσωπος της «Χαμάς», Αμπντ αλ Λατίφ αλ Κάνου, δήλωσε ότι η Ιερουσαλήμ «θα παραμείνει παλαιστινιακή πρωτεύουσα» και ότι δεν θα πετύχουν τα σχέδια για ιουδαιοποίηση του τεμένους αλ Ακσα και της παλιάς πόλης με εκδηλώσεις όπως η παρέλαση για τη σημαία, στην οποία συχνά ακούγονται ισλαμοφοβικά και αντιαραβικά συνθήματα.
Στο μεταξύ, το Σαββατόβραδο χιλιάδες Ισραηλινοί συμμετείχαν εκ νέου (όπως κάνουν εδώ και πολλές βδομάδες) σε διαδήλωση κατά των δικαστικών μεταρρυθμίσεων που προωθεί η κυβέρνηση Νετανιάχου.
Συνομιλίες στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας ξεκίνησαν το Σάββατο αντιπροσωπείες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών της σύγκρουσης στο Σουδάν, των στρατηγών Αμπντέλ Φατάχ αλ Μπουρχάν και Μοχάμεντ Χαμντάν Ντάγκαλο, χωρίς ωστόσο να καταγράφεται μέχρι χτες κάποιο απτό αποτέλεσμα.
Στο επίκεντρο τίθενται τα παζάρια με στόχο μια εκεχειρία που θα τηρηθεί, αφού όλες οι προηγούμενες που ανακοινώθηκαν έχουν μείνει «κενό γράμμα» και συνεχίζονται οι σφοδρές μάχες που ξεκίνησαν στις 15 Απρίλη, προκαλώντας πάνω από 700 νεκρούς (εκ των οποίων οι 100 στο Νταρφούρ), πάνω από 7.000 τραυματίες, 335.000 εκτοπισμένους εντός της χώρας και πάνω από 117.000 πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες.
Ρεπορτάζ του σαουδαραβικού δικτύου «Αλ Αραμπίγια» αναφέρει πως κατά τις συνομιλίες αξιωματούχοι της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ «άσκησαν πιέσεις» και στις δύο πλευρές να συμμετάσχουν σε «σοβαρές συνομιλίες», ώστε να προχωρήσουν μια αποτελεσματική εκεχειρία, η διευκόλυνση της αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας στους πληγέντες, η αποκατάσταση βασικών υπηρεσιών και ο προγραμματισμός διευρυμένων διαπραγματεύσεων για «μόνιμη» παύση των εχθροπραξιών. Η ίδια πηγή μετέδωσε πως οι συνομιλίες θα συνεχιστούν και τις επόμενες μέρες.
Στη συνάντηση της Τζέντα συμμετείχε και ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC), Χουσεΐν Μπραχίμ Τάχα.
Ο δε γγ του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), Τζασίμ Μοχάμεντ Αλμπουνταΐνι, χαιρέτισε την πρωτοβουλία ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας για την έναρξη προκαταρκτικών συνομιλιών μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εκφράζοντας την ελπίδα ότι μπορεί να συμβάλουν στην εξεύρεση λύσης «που θα προστατεύσει την εδαφική ενότητα, την ασφάλεια και τη σταθερότητα του Σουδάν και του λαού του».
Την Κυριακή, ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Σαλμάν και ο πρωθυπουργός και πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν αποδέσμευσαν 100 εκατ. δολάρια για την παροχή ιατρικής βοήθειας και τη στήριξη των εκτοπισμένων στο Σουδάν.