ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Νοέμβρη 2010
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Πρόταση - πρόκληση της Ουάσιγκτον με πολύ επικίνδυνες προεκτάσεις

Από πρόσφατες συγκρούσεις ενάντια στην εποικιστική δραστηριότητα στην Ανατ. Ιερουσαλήμ
Από πρόσφατες συγκρούσεις ενάντια στην εποικιστική δραστηριότητα στην Ανατ. Ιερουσαλήμ
Διπλωματικός «οργασμός» επικρατεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα τόσο στην ισραηλινή όσο και στην αμερικανική πρωτεύουσα καθώς μέσα από αλλεπάλληλες επαφές και συνεννοήσεις, οι δύο πλευρές προσπαθούν να καταλήξουν στο τελικό πλαίσιο προσφοράς που η Ουάσιγκτον προτείνει ως δέλεαρ στην ισραηλινή ηγεσία προκειμένου η τελευταία ν' αποδεχτεί ένα νέο εποικιστικό μορατόριουμ στη Δυτική Οχθη. Σε γενικές γραμμές η πρόταση συζητήθηκε επί 7ωρο κατά τη συνάντηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, με την Αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του πρώτου στις ΗΠΑ πριν από περίπου δέκα μέρες.

Γνωστοποιήθηκε, όμως, μετά από τουλάχιστον τρεις μέρες, όταν ο Νετανιάχου ενημέρωσε, σχετικά, το υπουργικό του συμβούλιο. Εκτοτε, οι πληροφορίες και οι ερμηνείες επ' αυτών διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς, όμως, να έχουν υπάρξει, τουλάχιστον από αμερικανικής πλευράς, επίσημες δηλώσεις. Παρ' όλα αυτά, το να μην ισχύει, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του, το περιεχόμενο που αποδίδουν στην πρόταση οι ισραηλινές πηγές είναι μάλλον απίθανο.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις υπάρχουσες πληροφορίες, η Ουάσιγκτον είναι διατεθειμένη να δωρίσει στο Ισραήλ 20 μαχητικά τύπου F35, ενώ δεσμεύεται ότι θα μπλοκάρει κάθε, αρνητική γι' αυτό, απόφαση που συζητείται στον ΟΗΕ, ως αντάλλαγμα για την υιοθέτηση, εκ μέρους της ισραηλινής ηγεσίας, ενός νέου εποικιστικού μορατόριουμ στη Δυτική Οχθη για 90 μέρες. Η Ουάσιγκτον δεσμεύεται, επίσης, ότι μετά το πέρας αυτού του χρονικού διαστήματος δε θα ζητήσει άλλο «πάγωμα» της εποικιστικής δραστηριότητας ενώ, όπως υποστηρίζουν πάντα οι ισραηλινές πηγές, δε συμπεριλαμβάνεται στο 90ήμερο αυτό μορατόριουμ η Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Εσωτερικές διαφωνίες

Παρά το γεγονός ότι το πακέτο των αμερικανικών προτάσεων είναι υπέρ το δέον φιλο-ισραηλινό, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου βρίσκεται αντιμέτωπος με ισχυρές αντιδράσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, ο οποίος αποτελείται από τα πλέον ακραία στοιχεία της ισραηλινής πολιτικής σκηνής, όπως είναι το ακροδεξιό «Ισραελ Μπεϊτένιου» του υπουργού Εξωτερικών, Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, και το αναλόγων απόψεων «Εβραϊκό σπίτι», αλλά και τα θρησκευτικά κόμματα «Σας» και «Ενωμένο Τοράχ - Ιουδαϊσμός». Οι μοναδικές σίγουρες θετικές ψήφοι στο υπουργικό συμβούλιο είναι αυτές του, επίσης, συγκυβερνώντος Εργατικού Κόμματος, οι οποίες, όμως, δεν είναι αρκετές δεδομένης της αντίδρασης υπουργών ακόμη και του κόμματος του Νετανιάχου, Λικούντ.

Ετσι, ένα μεγάλο γαϊτανάκι παζαριού έχει ξεκινήσει και εντός της ισραηλινής κυβέρνησης, με το «Σας» να διαπραγματεύεται την αποχή του από την ψηφοφορία με αντάλλαγμα διαβεβαιώσεις ότι η ανοικοδόμηση στους εποικισμούς που κατοικούνται από υπερορθόδοξους εβραίους και βρίσκονται πέριξ της Ανατολικής Ιερουσαλήμ θα εντατικοποιηθούν (και εννοείται θα χρηματοδοτηθούν). Για να σιωπήσει, όμως, το «Σας» ζητά, επίσης, την αμερικανική πρόταση και τις εγγυήσεις γραπτώς, κάτι που η Ουάσιγκτον φερόταν να εξετάζει αλλά δεν είχε αποδεχτεί επισήμως, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές.

Η αρχική τακτική Ομπάμα

Από την άλλη, αν μπορεί ν' αποδοθεί ένας χαρακτηρισμός σε αυτήν την πρόταση, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυτός της «απελπισμένης πρόκλησης». Είναι προφανές ότι η αμερικανική διπλωματία έχει φτάσει σε αδιέξοδο με το πολυδιαφημισμένο της σχέδιο περί «άμεσων διαπραγματεύσεων», για τις οποίες και πίεσε ασφυκτικά και μάλιστα έθεσε το φιλόδοξο στόχο να έχουν καταλήξει σε οριστική ισραηλινο-παλαιστινιακή ειρηνευτική συμφωνία εντός ενός έτους.

Οι διαπραγματεύσεις αυτές, όπως και όλες οι ανάλογες στο παρελθόν και πιθανότατα στο μέλλον, ήταν θνησιγενείς καθώς η ισραηλινή πλευρά, για άλλη μια φορά, εμφανίστηκε απρόθυμη να συζητήσει το οτιδήποτε πέραν των, μειζόνων κατά τη γνώμη της, ζητημάτων ασφαλείας. Η κατηγορηματική άρνηση της ισραηλινής ηγεσίας, λόγω και της σύνθεσης της κυβέρνησης Νετανιάχου, να προχωρήσει έστω και σε κάποια κίνηση «καλής θέλησης» για τα «μάτια του κόσμου», που θα διευκόλυνε τα σχέδια της Ουάσιγκτον, οδήγησε στο νέο αναμενόμενο αδιέξοδο.

Διατυπώνοντας την προαναφερόμενη πρόταση, η αμερικανική ηγεσία δίνει την εντύπωση ότι καταβάλλει μια ύστατη προσπάθεια να φτάσει στον αρχικό της στόχο: Την επίτευξη έστω και μιας συμφωνίας - παρωδίας. Μιας συμφωνίας εντυπωσιασμού, η οποία θα αποπνέει μια επίφαση επίλυσης του Παλαιστινιακού, ασχέτως αν η πραγματικότητα θα είναι πολύ διαφορετική, αφού το μείζον ζήτημα της κατοχής δε θίγεται διόλου σε όλες αυτές τις επαφές, αλλά, αντίθετα, ως συνήθως, το θύμα και ο θύτης καλούνται να συζητήσουν πώς θα ικανοποιηθούν οι αξιώσεις του θύτη μέσα από επαναδιαπραγμάτευση όλων των, κατά τ' άλλα, ειλημμένων σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ.

Η αμερικανική ηγεσία ουδεμία πρόθεση ουσιαστικής επίλυσης του ζητήματος έχει και αυτό αποδεικνύεται από όλες τις κινήσεις της. Αυτό που επιζητά εναγωνίως είναι μια τέτοια εξέλιξη που θα βελτιώσει σημαντικά την εικόνα της στον ευρύτερο μουσουλμανικό - αραβικό κόσμο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η εδραίωση της παρουσίας και των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή της πολύτιμης γεωστρατηγικά και ενεργειακά ευρείας Μέσης Ανατολής και να μην αφεθούν πολλά περιθώρια για «ανάληψη πρωτοβουλιών» από άλλες επίδοξες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το Παλαιστινιακό είναι το πλέον ενδεδειγμένο «πεδίο δράσης» λόγω της συμβολικής και πρακτικής επιρροής που ασκεί σε όλη τη μουσουλμανική - αραβική κοινή γνώμη.

Επικίνδυνες ισορροπίες

Με την τελευταία αυτή πρόταση, η Ουάσιγκτον μοιάζει να «παίζει ένα από τα τελευταία της χαρτιά». Προσφέροντας, επί της ουσίας, ακόμη περισσότερη υποστήριξη στην ισραηλινή πολιτική και κατοχή, ελπίζει να χρησιμοποιήσει την «καραμέλα» του εποικιστικού παγώματος για να πιέσει την παλαιστινιακή πλευρά, η οποία το έχει θέσει ως προϋπόθεση συζήτησης με τη συναίνεση του Αραβικού Συνδέσμου, και φιλοδοξεί να πετύχει τελική συμφωνία για τα σύνορα μεταξύ Ισραήλ και ενός παλαιστινιακού κράτους εντός 90 ημερών. Το σκεπτικό της είναι ότι εφόσον έχει καταληχθεί η συνοριακή γραμμή, μπορούν τα υπόλοιπα μεγάλα θέματα, όπως είναι η τύχη των προσφύγων αλλά και ο χαρακτήρας του συγκεκριμένου παλαιστινιακού κράτους, να συζητηθούν μετά.

Αυτό που δε λαμβάνει υπόψη του το σκεπτικό αυτό είναι ότι στην περίπτωση του Παλαιστινιακού η χάραξη της συνοριακής γραμμής δεν είναι μια απλή υπόθεση. Πρόκειται για μια διαδικασία που αφορά στο μέλλον των μεγάλων εποικισμών, στο τελικό καθεστώς της Ανατολικής Ιερουσαλήμ (την οποία το Ισραήλ δεν εντάσσει καν στο εποικιστικό μορατόριουμ των 90 ημερών), στο τελικό ποσοστό του εδάφους που θα μείνει στην παλαιστινιακή πλευρά με δεδομένη την ύπαρξη του διαχωριστικού τείχους που προσαρτά ακόμη περισσότερη παλαιστινιακή γη, αλλά και στον έλεγχο των πολύτιμων υδάτινων πόρων της Δυτικής Οχθης, τους οποίους οι εποικισμοί έχουν «καταλάβει». Επίσης, αφορά στο κατά πόσο θα είναι ανεξάρτητο ένα κράτος του οποίου τα σύνορα στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν τα ελέγχει το Ισραήλ, θα τα επιβλέπουν διεθνή (πιθανώς ΝΑΤΟικά) στρατεύματα, το οποίο δε θα ελέγχει τον εναέριο χώρο του, όπου δεν είναι βέβαιο ότι θα συνδέεται η Γάζα με τη Δ. Οχθη (και πώς θα γίνει αυτό) και σε τελική ανάλυση δε θα μπορεί καν, υπ' αυτές τις συνθήκες, να ελέγχει την οικονομία του.

Το ότι η αμερικανική πρόταση, για μία ακόμη φορά, δεν έχει καμία σχέση με την ουσία του προβλήματος, δηλαδή την ισραηλινή κατοχή, είναι ξεκάθαρο. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που, τόσο ανοιχτά, η Ουάσιγκτον «παζαρεύει» με το Ισραήλ, χωρίς ούτε καν να έχει ενημερώσει, για τους «τύπους» έστω, τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή την Παλαιστινιακή Αρχή. Αυτό από μόνο του καθιστά εξαιρετικά προβληματική, σχεδόν απαγορευτική, την οποιαδήποτε υποχώρηση από την παλαιστινιακή πλευρά, που έχει, ήδη, εκφράσει αγανάκτηση, και σαφώς επιμένει για ολικό εποικιστικό «πάγωμα», συμπεριλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ. Σε αντίθετη περίπτωση, απειλείται η ίδια η επιβίωση της Παλαιστινιακής Αρχής μέσα από μια τέτοια διαδικασία.

Από όλα τα παραπάνω είναι ηλίου φαεινότερο ότι ακόμη και αν όλη αυτή η κινητικότητα οδηγήσει σε κάποιου είδους εξέλιξη σε επίπεδο συνομιλιών, αυτή θα είναι βραχυπρόθεσμη. Και η κατάρρευσή της θα είναι αιματηρότατη. Και όπως έχουν επανειλημμένως προειδοποιήσει πολλοί καλοί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον στην περιοχή, όπως ο Αιγύπτιος Πρόεδρος και ο Ιορδανός βασιλιάς, μια νέα αποτυχία θα πυροδοτήσει την, ήδη, διογκωμένη βραδυφλεγή βόμβα της αγανάκτησης στην περιοχή με ανεξέλεγκτες και απρόβλεπτες συνέπειες, όχι μόνο για τους άμεσα εμπλεκόμενους.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ