ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 31 Γενάρη 2010
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΙΚΟΙ
Τους χρυσοπληρώνουμε για τα δάνεια...

...κι αυτοί αξιώνουν νέα αντιλαϊκά μέτρα για να εξασφαλιστεί η ακόμα μεγαλύτερη στήριξη του κεφαλαίου

Τώρα συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο ότι οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ για τη θύελλα των αντιλαϊκών μέτρων που θα ακολουθούσαν μετά τις εκλογές ωχριούν μπροστά στους σχεδιασμούς που ΕΕ και κυβέρνηση έχουν στο τραπέζι προκειμένου να ικανοποιήσουν τις πολύπλευρες αξιώσεις της οικονομικής ολιγαρχίας. Το τετράμηνο που μεσολάβησε από τις εκλογές ήταν μια πορεία που, στο φόντο της καθημερινής τρομοκράτησης - εκβιασμού των εργαζομένων για τη συνεχή επιδείνωση των οικονομικών δεικτών, συνοδεύτηκε από μέτρα και αποφάσεις που πλήττουν ακόμα περισσότερο το λαϊκό εισόδημα, υπονομεύουν παραπέρα τη θέση των λαϊκών στρωμάτων στην κοινωνία, προετοιμάζουν το έδαφος για την εφαρμογή του «Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης», ένα πρόγραμμα που απειλεί να σαρώσει ό,τι μπορεί να έχει απομείνει από τις λαϊκές κατακτήσεις άλλων εποχών.

Βέβαια, μπορεί το ένα αντιλαϊκό μέτρο να διαδέχεται το άλλο, όμως φαίνεται πως κάποιες δυνάμεις απαιτούν τη λήψη και άλλων, πρόσθετων, ακόμα πιο επώδυνων μέτρων, για τα εισοδήματα των εργαζομένων, για τις εργασιακές σχέσεις, για τον τρόπο συνταξιοδότησης και το ύψος των συντάξεων, για το μέγεθος του έτσι κι αλλιώς συρρικνωμένου πλέον δημόσιου τομέα, για τις συνθήκες κερδοφορίας του κεφαλαίου και άλλα πολλά. Και όταν σηκώνεται φωνή αντίδρασης γι' αυτού του είδους τις μεθοδεύσεις και τα μέτρα σε βάρος των εργαζομένων, τότε εμφανίζεται ο μπαμπούλας των... αγορών, οι οποίες, όπως λένε με μια φωνή, ομαδόν, οι απολογητές του συστήματος, αξιώνουν να προχωρήσουν εδώ και τώρα οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις. Και πίσω από την αχλή που αφήνουν τα γενικά και αφηρημένα για τις «αγορές», κόβονται μισθοί και συντάξεις, επιταχύνεται το ξεκλήρισμα των αγροτών, αυξάνονται οι άμεσοι και οι έμμεσοι φόροι, αυξάνονται τα τέλη κυκλοφορίας και τα διόδια, καταργούνται τα κονδύλια κοινωνικού χαρακτήρα από τον προϋπολογισμό.

Αγορές = καπιταλισμός

Ωραίο το κόλπο τους. Ξεχνούν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, το καπιταλιστικό κέρδος, την ολοένα μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίων, την αξίωση των εκπροσώπων του κεφαλαίου να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση σε βάρος των εργαζομένων, παραβλέπουν τον ίδιο τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος που με κάθε τρόπο και κάθε εποχή θέτει ως πρωταρχικό του στόχο τη χρηματοδότηση και την ενίσχυση του κεφαλαίου, όλα αυτά τα παραγράφουν και βάζοντας την ταμπέλα «αγορές», προσπαθούν να συσκοτίσουν την πραγματικότητα και να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους.

Η αλυσίδα, βέβαια, είναι κάπως διαφορετική. Η πολιτική του αστικού κράτους να στηρίζει τους εκπροσώπους του κεφαλαίου και να παίζει το ρόλο του στα πλαίσια του οξύτατου επιχειρηματικού ανταγωνισμού (είτε μέσα στα όρια της χώρας, είτε στο πλαίσιο των ανταγωνισμών που αναπτύσσονται στους κόλπους διακρατικών ιμπεριαλιστικών σχηματισμών όπως είναι η ΕΕ), δημιουργεί συνεχώς ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό, αφού το αδηφάγο κεφάλαιο αξιώνει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα του παραγόμενου πλούτου. Τα ελλείμματα αυτά πρέπει να καλύπτονται. Κάποτε, πριν από μία εικοσαετία, καλύπτονταν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από τον λεγόμενο εσωτερικό δανεισμό. Με ομόλογα και έντοκα γραμμάτια που εξέδιδε το δημόσιο και τα οποία αγοράζονταν, είτε από ντόπιες τράπεζες και επιχειρήσεις, είτε με πόρους από την αποταμίευση (τραπεζικές καταθέσεις). Ωστόσο, με βάση τις ρυθμίσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τις επιλογές των κυβερνώντων, από τα τέλη της δεκαετίας του '90 οι τραπεζικοί όμιλοι, που κερδίζουν τεράστια ποσά από τη διακίνηση των ομολόγων στη λεγόμενη δευτερογενή αγορά (πολλαπλές αγοραπωλησίες ομολόγων), έχουν καταφέρει να είναι οι αποκλειστικοί «αγοραστές» κρατικών τίτλων.

Λεηλασία τόκων 110 δισ.

Αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσει κάποιος τα ποσά που έχουν πληρωθεί με χρήματα των εργαζομένων της χώρας, σε τόκους προς διάφορες, ντόπιες και ξένες, τράπεζες, όπως εμφανίζονται στους ετήσιους προϋπολογισμούς της χώρας. Οι τόκοι λοιπόν εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, μόνο την τελευταία δεκαετία, έχουν ως εξής:

  • 1999: 9,7 δισ. ευρώ
  • 2000: 10,0 δισ. ευρώ
  • 2001: 9,7 δισ. ευρώ
  • 2002: 9,5 δισ. ευρώ
  • 2003: 9,5 δισ. ευρώ
  • 2004: 9,5 δισ. ευρώ
  • 2005: 9,8 δισ. ευρώ
  • 2006: 9,5 δισ. ευρώ
  • 2007: 9,8 δισ. ευρώ
  • 2008: 11,2 δισ. ευρώ
  • 2009: 12,3 δισ. ευρώ

Μιλάμε για ένα ποσό της τάξης των 110,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν περίπου στο ΑΕΠ ενός εξαμήνου. Το γεγονός ότι οι τόκοι που πληρώνονται για το δημόσιο χρέος χρόνο με το χρόνο αυξάνονται, όπως είναι κατανοητό, κάθε άλλο παρά ενοχλεί τους πιστωτές, οι οποίοι όσο μεγαλύτερος είναι ο δανεισμός, τόσο διευρύνεται η κερδοφορία τους. Εκείνο όμως που, με βάση τους λεγόμενους δείκτες αξιολόγησης, τους προκαλεί προβληματισμό, είναι το γεγονός της μεγάλης αύξησης των τοκοχρεολυσίων σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τα δεδομένα και οι αναλογίες που δημιουργούνται σε μια οικονομία δεν αλλάζουν εύκολα. Τα τοκοχρεολύσια, τα τελευταία χρόνια, διαμορφώθηκαν:

2006: 12,4% του ΑΕΠ

2007: 14,6% του ΑΕΠ

2008: 15,7% του ΑΕΠ

2009: 17,3% του ΑΕΠ

Θα πει κανείς, τα ποσοστά αυτά είναι χαμηλά, σε σχέση με την περίοδο «σύγκλισης» της ελληνικής οικονομίας, ενόψει της ΟΝΕ και του ευρώ. Ναι, αυτό είναι σωστό, μόνο που σήμερα υπάρχουν αρκετοί λόγοι που διαφοροποιούν εντελώς την κατάσταση. Ο πρώτος, ότι βρισκόμαστε στο μέσον μιας οξύτατης οικονομικής κρίσης και παρά τα όσα λέγονται επίσημα για επικείμενο ξεπέρασμά της, τα πάντα θα πρέπει να θεωρούνται ανοιχτά και για το χρόνο και για το χαρακτήρα της όποιας ανάκαμψης μπορεί να προκύψει. Ο δεύτερος, ότι τα βασικά περιουσιακά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το δημόσιο την προηγούμενη δεκαετία και τα οποία λειτουργούσαν ως «εγγύηση» για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, σήμερα, ελέω ιδιωτικοποιήσεων, έχουν μεταβιβαστεί σε ιδιωτικούς ομίλους. Ο τρίτος συνδέεται με τον... «κακοχαρακτηρισμό» των οικονομιών που δεν καταφέρνουν να διατηρούν τα ελλείμματα και το χρέος στα όρια που επιτρέπονται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Επίσης, το γεγονός ότι και στην Ελλάδα κυκλοφορεί το ευρώ, κάτι που θεωρητικά αποκλείει «δυνατότητες» για παρεμβάσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες (υποτίμηση νομίσματος), ώστε να διευκολυνθεί η αποπληρωμή των χρεών.

Με βάση όλα αυτά, οι... αγορές, οι γνωστοί οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας επιχειρήσεων και κρατών (η «Μούντις», η «Φιτς» και η «Στάνταρ & Πουλς»), κοράκια με νύχια γαμψά - όργανα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού και της διεθνούς πλουτοκρατίας, που από μόνοι τους συγκεντρώνουν και έχουν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο μέρος από τον παγκόσμιο πλούτο, έρχονται και προσαρμόζουν τα κριτήρια που χρησιμοποιούν στην περίπτωση της Ελλάδας. Ποια είναι αυτά τα κριτήρια. 1) Ο βαθμός προθυμίας του πελάτη να πληρώσει το χρέος του. 2) Η δυνατότητα του πελάτη να πληρώσει το χρέος. 3) Τα κεφάλαια που διαθέτει ο πελάτης για να πληρώσει το χρέος. 4) Η ύπαρξη εγγυήσεων σε περίπτωση που ο πελάτης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην πληρωμή του χρέους. 5) Η γενική οικονομική κατάσταση του πελάτη και η δυνατότητά του να διαθέσει πρόσθετα κεφάλαια για την πληρωμή του χρέους.

Κοντολογίς, αυτό που αξιολογούν οι... αγορές, οι συνεργάτες δηλαδή των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ, είναι η δυνατότητα των δανειοληπτών να διαθέτουν όλο και περισσότερα κεφάλαια, προκειμένου να είναι σε θέση να αποκληρώσουν τα δάνειά τους. Οι τραπεζικοί όμιλοι (ένα μέρος των... αγορών, δηλαδή), γνωρίζοντας ότι αυτό που λέμε οικονομία της χώρας έχει λεηλατηθεί από το μεγάλο κεφάλαιο και ποντάροντας στις δυσμενείς προοπτικές που υπάρχουν, παρεμβαίνουν σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι να δανείζουν την ελληνική κυβέρνηση με όλο και υψηλότερα επιτόκια. Το δεύτερο είναι να ασκούν πιέσεις στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, με στόχο το δημόσιο να έχει περισσότερους πόρους - κεφάλαια, ώστε πάντα να είναι σε θέση να αποπληρώνει τα δάνεια.

Εδώ ακριβώς οι άρπαγες του τραπεζικού κεφαλαίου συναντώνται απευθείας με τα άλλα τμήματά του (τα άλλα κομμάτια των αγορών) και όλοι μαζί από κοινού απαιτούν και αξιώνουν: Ψαλίδισμα των μισθών συνολικά, μείωση των απασχολουμένων στο δημόσιο, αύξηση της φορολογίας στα λαϊκά στρώματα, μείωση των κρατικών δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, εντελώς ελαστικές σχέσεις απασχόλησης, κατάργηση των συντάξεων όπως τις έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα, παραπέρα ιδιωτικοποίηση του τομέα της Υγείας, απόλυτη σύνδεση της Παιδείας με την επιχειρηματικότητα. Εκβιάζουν, με δυο λόγια, για ακόμα πιο αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα, ώστε να βρεθούν ακόμα πιο πολλά κεφάλαια για τη δική τους στήριξη, για να αυξηθεί το κομμάτι του κοινωνικού πλούτου που νέμονται, για να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Στόχος τους, να βγουν όσο γίνεται πιο αλώβητοι από την οικονομική κρίση και να εξασφαλιστούν οι συνθήκες για την παραπέρα ισχυροποίησή τους την περίοδο που θα ακολουθήσει. Κι όλα αυτά σε βάρος των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, που θα συνεχίσουν να χρυσοπληρώνουν το κεφάλαιο. Μέχρι να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη, αλλά και τη δύναμη που έχουν για την κλιμάκωση του αγώνα τους στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης και της ανατροπής της κυριαρχίας του.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ