ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Μάρτη 2000
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Πολύπλοκες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις

Απο την πρόσφατη διάσκεψη μελών του Ευρωπαικού Στρατιωτικού Σώματος

Associated Press

Απο την πρόσφατη διάσκεψη μελών του Ευρωπαικού Στρατιωτικού Σώματος
«Βέτο» πρόβαλε ο Κλίντον στην πρόταση της ΕΕ για την εκλογή του Γερμανού υφυπουργού Κοχ Βέζερ στο διευθυντικό πόστο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το αμερικανικό επιχείρημα είναι ότι ο Γερμανός οικονομολόγος δε διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για απαίτηση της Ουάσιγκτον να τοποθετηθεί στη σημαντική αυτή θέση άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης των ΗΠΑ, «ειδικός», που δε θα πει ποτέ «όχι» στα κελεύσματά τους.

Η «Φραγκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ», η εκφραστικότερη εφημερίδα του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου, σε κύριο σχόλιό της - στις 4 Μάρτη - το διατυπώνει αυτό χωρίς περιστροφές: Πίσω από την άρνηση των ΗΠΑ, γράφει, «βρίσκεται η συντονισμένη δύναμη των αμερικανικών συμφερόντων. Μ' αυτό συμπορεύεται και η κατανομή της εξουσίας και της επιρροής στη διεθνή πολιτική».

Η αρνητική στάση του Λευκού Οίκου προκάλεσε, όπως αναμενόταν, πικρόχολα σχόλια στην επίσημη Γερμανία, που εκφράστηκαν και σε δηλώσεις σημαινόντων κυβερνητικών παραγόντων. Ο καγκελάριος Σρέντερ με μετριοπαθείς δηλώσεις προσπάθησε όμως να μειώσει την εντύπωση που δημιούργησαν όσα είπαν αρμόδιοι υπουργοί του για «διαφορά Αμερικής - Γερμανίας», υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ελεύθερη έκφραση γνώμης και όχι για ουσιαστική διαφορά. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι τόσο στην περίπτωση αυτή, όσο και σε άλλα ζητήματα εκδηλώνονται τελευταία διαφορετικές αντιλήψεις, που δε στερούνται σημασίας.

Ο Χορστ Κέλλερ ελπίζει σε καλλίτερη τύχη σαν υποψήφιος διευθυντής του ΔΝΤ αν προταθεί σαν υποψήφιος ολόκληρης της ΕΕ και όχι μόνο της Γερμανίας

Associated Press

Ο Χορστ Κέλλερ ελπίζει σε καλλίτερη τύχη σαν υποψήφιος διευθυντής του ΔΝΤ αν προταθεί σαν υποψήφιος ολόκληρης της ΕΕ και όχι μόνο της Γερμανίας
Θα θυμάται ο αναγνώστης της εφημερίδας («Ρ», 8/2 με τον τίτλο οι ΗΠΑ «Υπαγορεύουν νέες απαιτήσεις») ότι στη 36η Διάσκεψη για την πολιτική της ασφάλειας στις 6/2 στο Μόναχο, ο υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Κοέν, απαίτησε από τους Ευρωπαίους συνεταίρους να διαθέσουν τα απαραίτητα μέσα για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών μηχανισμών τους, γιατί αλλιώς οι ΗΠΑ δε θα δεχτούν εφαρμογή «ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας». Δεν κουράστηκε επίσης να τονίζει ότι η στρατηγική του «πολέμου των Αστρων» είναι ακίνδυνη και αποσκοπεί στην άμυνα εναντίον «αχρείων κρατών», όπως είναι το Ιράκ, η Κορεατική Λαϊκή Δημοκρατία και η Λιβύη, που υποθάλπουν...«τρομοκράτες».

Στις 22 Φλεβάρη οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» αποκάλυπταν ότι οι ΗΠΑ ήδη τον προηγούμενο Σεπτέμβρη εγκαταστήσανε στη Νορβηγία σταθμό - ραντάρ, που δοκιμάστηκε στις ΗΠΑ με επιτυχία στα τεστ για τον «πόλεμο των άστρων». Μετά απ' αυτό ακούστηκαν στη Μόσχα, από τους υπευθύνους του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, δηλώσεις ότι οι ενέργειες αυτές αντιβαίνουν στη συμφωνία του 1972 για τον περιορισμό των συστημάτων πυρηνικής άμυνας (ΑΒΜ) και ότι « αν οι ΗΠΑ αθετήσουν τη συμφωνία ΑΒΜ, θα εγκαταλείψουμε εμείς τη συμφωνία START I και START II.» Η γνώμη των Ρώσων και Κινέζων ειδικών είναι ότι οι συνεχιζόμενες πυραυλικές προσπάθειες των ΗΠΑ έχουν ως στόχο όχι τα «αχρεία κράτη», αλλά τη Ρωσία και την Κίνα.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, τι θα πράξουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπροστά στα αμερικανικά αυτά σχέδια; θα πειθαρχήσουν τυφλά ή θα αντισταθούν; Φυσικά, με βεβαιότητα, δεν είναι δυνατό να γίνει πρόβλεψη, γιατί αρκετές φορές έχουν εκδηλωθεί αναμεταξύ τους διαφορές, αλλά τελικά οι «Ευρωπαίοι συνέταιροι» σκύβουν το κεφάλι μπροστά στο «μεγάλο αφεντικό».

O Κοχ Βέσσερ παραιτήθηκε απο υποψήφιος για την ηγεσία του ΔΝΤ λόγω και των αμερικάνικων πιέσεων

Associated Press

O Κοχ Βέσσερ παραιτήθηκε απο υποψήφιος για την ηγεσία του ΔΝΤ λόγω και των αμερικάνικων πιέσεων
Ας δούμε ωστόσο πώς εμφανίζεται η κατάσταση αυτή τη στιγμή.

Ο διπλωματικός συνεργάτης της «Νόιες Ντόιτσλαντ» (1 Μάρτη), Ράινερ Ρουπ, γράφει σχετικά ότι «η Αγγλία και η Γαλλία, παρά το ότι ανήκουν στο ΝΑΤΟ δεν απέκρυψαν ποτέ πως αποκρούουν τα σχέδια των ΗΠΑ. Δύο Αμερικανοί ειδικοί περιέγραψαν πρόσφατα στην "International Herald Tribune" το ευρωπαϊκό δίλημμα έως εξής: "`Η αυτοί - Ευρωπαίοι - ακολουθούν μια διαφορετικά άλλη πολιτική ασφάλειας από τις ΗΠΑ, πράγμα που δημιουργεί φόβους απόσπασης από την Αμερική ή αναπτύσσουν για την προστασία τους ένα παρόμοιο καλό σύστημα άμυνας. Η Γαλλία και η Αγγλία φοβούνται ότι η ρωσική πλευρά διαθέτει ακόμη αρκετές εμπειρίες, ώστε να πάρει αποτελεσματικά αντίμετρα, που θα έκαναν άνευ σημασίας τα ευρωπαϊκά δυναμικά εκφοβισμού».

Τι θα συμβεί συνεπώς; Θα αρνηθούν οι Αγγλο-Γάλλοι να μετάσχουν σε μια πολυέξοδη πυραυλική κούρσα ή τελικά θα υποχωρήσουν και θα αγοράσουν «σύγχρονο εξοπλισμό από τις ΗΠΑ»;

Ο Σάρπινγκ στη Σίντρα

Ας δούμε τώρα τι έγινε στη Διάσκεψη των Υπουργών Εθνικής Αμυνας της ΕΕ στις 28 Φλεβάρη στην πορτογαλική Σίντρα. Πήραν την απόφαση μέσα στο τρέχον έτος η κάθε χώρα να δηλώσει με πόσες και ποιες μονάδες θα μετάσχουν στις λεγόμενες μονάδες αντίδρασης στην κρίση. Οπως είναι γνωστό, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, από το περασμένο φθινόπωρο, στο Ελσίνκι αποφασίστηκε η συγκρότηση αυτού του κοινού ευρωπαϊκού στρατού, δύναμης 60.000 ανδρών.

Ολα ωραία και αρμονικά; Ομως στη Σίντρα ακούστηκαν από το Γερμανό υπουργό Εθνικής Αμυνας, Ρούντολφ Σάρπινγκ, τον «ως τα μπούνια» ΝΑΤΟικό πολιτικό, κάποιες παραφωνίες που μπορεί να μην άρεσαν σε άλλους. Είπε π.χ. ότι ευρωπαϊκές αποστολές στρατιωτικών δυνάμεων, «χωρίς βοήθεια του ΝΑΤΟ θα κόστιζαν πολύ και πολιτικά δεν είναι επιθυμητές». Το ΝΑΤΟ, πρόσθεσε, παραμένει η «σπονδυλική στήλη», από την οποία η Ευρώπη δεν μπορεί να παραιτηθεί.

Στις 29 Φλεβάρη η «Μπερλίνερ Τσάιτουνγκ» σχολίαζε σχετικά: Στη Σίντρα οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύονται με τρεις «διπλωματικούς παρατηρητές». Σ' αυτούς η δήλωση του Σάρπινγκ θα ήταν αναμφίβολα ευπρόσδεκτη. Αντίθετα η Γαλλία θα αισθάνθηκε την πίστη του Σάρπινγκ στο ΝΑΤΟ σαν κήρυξη μάχης. Το Παρίσι ελπίζει ότι η νέα πολιτική ασφάλειας της ΕΕ θα επιτρέψει στους Ευρωπαίους περισσότερη ανεξαρτησία απέναντι στις ΗΠΑ. Οι δηλώσεις του Σάρπινγκ έρχονται επιπλέον σε αντίφαση προς τις αποφάσεις κορυφής του Ελσίνκι...

Σημαντικές διαφορές μεταξύ της πορτογαλικής προεδρίας της ΕΕ και του Σάρπινγκ εκδηλώθηκαν και σε ένα δεύτερο σημείο. Ο Γερμανός επέμεινε ότι οι αποστολές της ΕΕ σε κρίσιμες περιοχές δεν πρέπει να γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά ότι θα πρέπει να περιορίζονται στον «ευρω-ατλαντικό» χώρο ασφάλειας. Αν, πρόσθεσε, η Γαλλία και η Αγγλία θέλουν να δράσουν και πιο πέρα, αυτό μπορεί να γίνει μόνο εθνικά, δηλαδή από τις χώρες αυτές χωριστά, όχι όμως στα πλαίσια της ΕΕ.

Ο Πορτογάλος υπουργός Κάστρο Κάλντες προχώρησε περισσότερο: «Για τις αποστολές της ΕΕ δεν υπάρχουν γεωγραφικά όρια», είπε. «Οι δυνάμεις κρίσεων θα μπορούν να δρουν παντού, όπου το απαιτούν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα». Με ποια πλευρά είναι όλες οι χώρες της ΕΕ δεν ήταν σαφές. «Μόνο η αγγλική κυβέρνηση σε σχετικό ντοκουμέντο αναφέρει ότι μεγάλες ευρωπαϊκές στρατιωτικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να γίνονται μέσα ή γύρω από την Ευρώπη. Οταν όμως πρόκειται για μικρές αποστολές στρατού, τότε οι δυνάμεις αυτές θα έπρεπε να είναι διαθέσιμες για να αντιδράσουν σε κρίσεις και στον υπόλοιπο κόσμο».

Ο Γάλλος υπουργός Αλέν Ρισάρ απαίτησε από τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, ώστε σε κεντρικούς τεχνολογικούς τομείς να καλυφθεί η απόσταση από τις ΗΠΑ.

Παράπονα για τον Φίσερ

Το αμερικανικό περισκόπιο δεν αφήνει χωρίς εντατική παρακολούθηση τις δηλώσεις και ενέργειες των Ευρωπαίων συνεταίρων. Αυτή τη φορά μπήκε στο στόχαστρο και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γιόσκα Φίσερ, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να του αμφισβητηθεί η πίστη στη ΝΑΤΟική συμμαχία.

Παρ' όλα αυτά σύμβουλοι της αμερικανικής κυβέρνησης τον επικρίνουν ότι προσπαθεί να αποκλίνει από τη γερμανική παραδοσιακή γραμμή της τυφλής υποταγής στην πολιτική που χαράσσουν οι ΗΠΑ. Πιστεύουν ότι εγκατέλειψε τη ρότα των προηγούμενων ΥΠΕΞ Γκένσερ και Κίνκελ της κυβέρνησης Κολ και φοβούνται ότι έτσι μπορεί τάχα να μπει σε «ξένα» λιμάνια. Στην πραγματικότητα και ο Φίσερ είναι μέσα στο γενικό ΝΑΤΟικό παιχνίδι, αλλά κοιτάζει μήπως με κάποιες άλλες μεθόδους μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα γερμανικά συμφέροντα.

Η επικρίτρια του Φίσερ αυτή τη φορά είναι η Αμερικανίδα πολιτειολόγος, Ιουλιάνα Σμιθ, του Βρετανο-Αμερικανικού Συμβουλίου Ασφαλείας, που συμβουλεύει την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Μαζί με τον Πολ Χόκνος, η κυρία Σμιθ, που προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Αμερικανική Ακαδημία του Βερολίνου, υποστηρίζει ότι οι θέσεις του Φίσερ έχουν εγκαταλείψει τον πραγματικό αυτοπεριορισμό της εποχής Κολ - Γκένσερ - Κίνκελ και σε πολλά σημεία βρίσκεται σε σύγκρουση προς την αμερικανική στάση.

Κατά τη γνώμη της Σμιθ, ο Κλίντον και η Ολμπράιτ θεωρούν σαν τις «μεγαλύτερες απειλές για την εθνική ασφάλεια τα όπλα μαζικής καταστροφής, τα χημικά και βιολογικά όπλα και την τρομοκρατία. Σαν αμυντική στρατηγική προτιμούν τα στρατιωτικά μέσα, συμπεριλαμβανόμενης (εν μέρει) και μιας νέας εκδοχής του διαστημικού πυραυλικού αμυντικού συστήματος του Ρήγκαν. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνηγορεί επιπλέον υπέρ μιας ετοιμοπόλεμης ευρωπαϊκής ασφάλειας υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ».

Υπάρχουν αρκετά άλλα σημεία «διαφορών» με τον Φίσερ κατά την Αμερικανίδα ειδικό, παρά το γεγονός ότι κατ' αρχήν σε αποφασιστικά σημεία υπάρχει ομοφωνία , όπως π.χ «στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της εξασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εγγύησης των διατλαντικών σχέσεων». Ομως οι «Κοκκινοπράσινοι» από τον ΥΠΕΞ Φίσερ ποντάρουν ουσιαστικά περισσότερο στην αποφυγή της σύγκρουσης, με χρήση πολιτικών μέσων... Η στρατηγική της ήρεμης διπλωματίας του Φίσερ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την τακτική του «ροπάλου» των ΗΠΑ (εφημερίδα «Ντερ Ταγκεσπίγκελ»).

Υπάρχουν, λοιπόν, οι αντιθέσεις που τότε αυξάνονται και πότε μειώνονται ή καλύπτονται κάτω από ένα παχύ στρώμα σιωπής και από παντού διαπιστώνεται ότι η κύρια ιμπεριαλιστική δύναμη που χρησιμοποιεί την τακτική «του ροπάλου» είναι οι ΗΠΑ. Το ζήτημα είναι αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να παίζουν το ρόλο του κομπάρσου ή κάτω από τη λαϊκή πίεση θα αντιτάξουν ένα ΟΧΙ στις αμερικανικές επιδιώξεις τυφλής πειθαρχίας των συνεταίρων τους στην Ευρώπη.


Θανάσης ΒΟΡΕΙΟΣ


ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Ο ρατσισμός - ακόμα ένα εμπόδιο στον εκδημοκρατισμό

Ο ρατσισμός δεν είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο. Για τη Λατινική Αμερική, μάλιστα, αποτελεί, σύμφωνα με τον Περουβιανό κοινωνιολόγο Χοσέ Κάρλος Λουσιάνο, ένα σοβαρό αναπτυξιακό πρόβλημα

Σκηνές σαν αυτή, από τη στιγμή πανηγυρισμού της γυναικείας ομάδας ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, είναι μάλλον από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στην λατινοαμερικανική «χοάνη»
Σκηνές σαν αυτή, από τη στιγμή πανηγυρισμού της γυναικείας ομάδας ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, είναι μάλλον από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στην λατινοαμερικανική «χοάνη»
Υπάρχουν δύο ειδών ρατσισμού στην πατρίδα του, υποστηρίζει ο Περουβιανός κοινωνιολόγος Χοσέ Κάρλος Λουσιάνο, πρόεδρος της ομάδας εργασίας για το Συντονισμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κατά του Ρατσισμού, στο ισπανικό ηλεκτρονικό περιοδικό «Ρεμπελιόν». Υπάρχει ο ρατσισμός «χαμηλής έντασης» ενάντια σε ανθρώπους αφρικανικής καταγωγής και ο ρατσισμός «υψηλής έντασης» ενάντια στους ιθαγενείς. Στην πλειοψηφία των λατινοαμερικανικών πόλεων, οι πολίτες αφρικανικής καταγωγής, οι ιθαγενείς και οι μιγάδες ζουν πλάι πλάι και φαινομενικά, τουλάχιστον, αρμονικά. Ωστόσο, πίσω από αυτήν τη φαινομενικά αρμονική συμβίωση, «παφλάζουν» η ανεπιείκεια και η ασυνεννοησία.

Σύμφωνα με μία μελέτη της Διααμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης που έγινε το 1996, το 31% από τα 490.000.000 κατοίκους της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής είναι μαύροι ή λεγόμενοι μιγάδες. Οι κοινότητες των μαύρων ανήκουν, σε όλες αυτές τις χώρες, μεταξύ των πιο φτωχών.

Από τα 9,5 εκατ. Αφρικανούς που έγιναν σκλάβοι στη Λατινική Αμερική, πάνω από το ένα τρίτο μεταφέρθηκε στη Βραζιλία. Η θρησκεία τους, οι χοροί τους και η μουσική τους οροθετούνται ως σημαντικά συστατικά στοιχεία της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ομως, η ποιότητα ζωής των Αφροβραζιλιάνων κινείται στα ίδια επίπεδα με αυτήν των φτωχότερων αφρικανικών εθνών. Παρά το ότι ένα μεγάλο ποσοστό των Βραζιλιάνων - σύμφωνα με εκτιμήσεις, μεταξύ 42 και 60% - είναι αφρικανικής καταγωγής, πολλοί αποσιωπούν αυτή την κληρονομιά.

Το όριο ζωής για τους μαύρους και τους μιγάδες βρίσκεται στα 59 χρόνια, ενώ για τους υπόλοιπους Βραζιλιάνους βρίσκεται στα 65 χρόνια. Το ένα τρίτο των μαύρων εργατών δεν παίρνει ούτε καν τον κατώτατο μισθό. Ενώ μαύρες γυναίκες κερδίζουν, κατά μέσο όρο, μόνο τα μισά από αυτά των λευκών γυναικών. Επιπλέον το 29% των Αφροβραζιλιάνων γυναικών δε γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση.

Στη συνέχεια, ο Περουβιανός κοινωνιολόγος σημειώνει ότι η έλλειψη προόδου στην καταπολέμηση του ρατσισμού έχει σχέση με το γεγονός ότι οι μαύροι, σχεδόν, δεν εκπροσωπούνται στην επίσημη πολιτική, αν και η κατάληψη δημοσίων θέσεων από έγχρωμους δεν είναι εγγύηση και για κάποια αλλαγή. Η πλειοψηφία των αγγλόφωνων κρατών της Καραϊβικής κυβερνάται από μαύρους, ωστόσο, οι τελευταίοι δε συνεισφέρανε ιδιαίτερα στη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης του πληθυσμού τους.

Ενα παράδειγμα για τα παραπάνω είναι το νησί - κράτος Τρινιδάδ και Τομπάγο, που από την ανεξαρτησία το 1962 μέχρι το 1995 κυβερνάται από μαύρους. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει να κυριαρχεί μεγάλη φτώχεια σε αυτήν τη χώρα. Ενώ οι μαύροι κυβερνώντες επικέντρωναν την προσοχή τους στη διατήρηση της εξουσίας, ο λευκός πληθυσμός αφιερωνόταν στο εμπόριο, σε έναν τομέα, που κατέχουν μέχρι και σήμερα. Και στο Μπαρμπάντος, μια χώρα με σχετική ευημερία και ένα Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν πάνω από 6 δισ. δολάρια, ο πλούτος βρίσκεται στα χέρια μιας μικρής λευκής μειοψηφίας. Ενώ οι μαύροι δεν εκπροσωπούνται στον ιδιωτικό τομέα και στην εργοδοσία.

Ο ρατσισμός στη Λατινική Αμερική μπορεί, πάντα σύμφωνα με τον Λουσιάνο, να μετρηθεί με το αν έχουν όλοι οι άνθρωποι πρόσβαση σε δουλιά, εκπαίδευση και ιατρική περίθαλψη. Σύμφωνα με την περουβιανή νομοθεσία, «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι», συνεχίζει ο κοινωνιολόγος. «Αν, όμως, παρατηρήσει κανείς τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, διαπιστώνει ότι δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτε, ώστε να αλλάξουν οι παράγοντες διάκρισης, σε βάρος συγκεκριμένων εθνικών ομάδων». Πολλοί μιλούν όλο περηφάνια για τους Ευρωπαίους παππούδες τους, αλλά αποσιωπούν τους, τυχόν, ιθαγενείς προγόνους τους. Αυτή η στάση απέναντι στην προσωπική ιστορία, αντανακλάται και στην εθνική ιστορία, όπου η κοινωνία των ιθαγενών και των μαύρων, μονομερώς, αγνοείται. Και ο Λουσιάνο συνοψίζει: «Αν συνεχίσουν να υπάρχουν αυτές οι ανισότητες, σίγουρα δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε έναν πραγματικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας μας».


Γ.Καρ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ