ΚΚ Τουρκίας |
«Είναι γνωστό», τονίζει το ΚΚ Τουρκίας στο σχετικό κείμενό του, «ότι το Κόμμα για τη Σοσιαλιστική Εξουσία κέρδισε νομική αναγνώριση με την αίτηση που υπέβαλε στο υπουργείο Εσωτερικών το 1993, και συνέχισε έκτοτε την πολιτική του δραστηριότητα δίχως διακοπή, συμμετέχοντας στις γενικές και τοπικές εκλογές του 1999. Το 2000, το Κόμμα ενέταξε το στόχο της κατάργησης της διάταξης η οποία απαγορεύει την ίδρυση κομμάτων με το όνομα κομμουνιστικό (που περιέχεται στο Αρθρο 96 του Νόμου περί Πολιτικών Κομμάτων) στο πρόγραμμά του. Το Κόμμα για τη Σοσιαλιστική Εξουσία ποτέ δεν επιχείρησε να αποκρύψει την κομμουνιστική του ταυτότητα και στο Εκτακτο Συνέδριό του την 11η Νοέμβρη 2001, έλαβε την απόφαση να αλλάξει το όνομά του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Ετσι, έκανε το πιο σημαντικό βήμα εναντίον της απαγόρευσης η οποία δεν υφίσταται πλέον στο Σύνταγμα, και η οποία θεωρείται «παρακμασμένη» και «πρωτόγονη», όχι μόνο από πολιτικούς επιστήμονες, αλλά και από δικαστικούς.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μετονομασία του Κόμματος για τη Σοσιαλιστική Εξουσία σε Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας οφείλεται να ιδωθεί ως μια προσπάθεια αποκατάστασης ενός ιστορικού λάθους. Υπήρξαν περίοδοι, στην ιστορία άλλων χωρών, που τα κομμουνιστικά κόμματα τελούσαν υπό απαγόρευση. Αλλά ανάμεσα στις χώρες που έχουν φθάσει σε ένα επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης, είναι πάρα πολύ λίγες εκείνες στις οποίες η απαγόρευση να διάρκεσε τόσο πολύ. Στην εποχή που ακολούθησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε πολλές χώρες που βίωσαν το σκότος του φασισμού, για παράδειγμα στη Χιλή, στην Αργεντινή, στην Ελλάδα, στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία, τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν παράνομα και οι ηγέτες και τα μέλη τους υφίσταντο βαριές πιέσεις και συνέπειες. Παρ' όλ' αυτά, δεν κατέστη δυνατό να εξαλειφθούν αυτά τα κόμματα. Σήμερα, στις προαναφερθείσες χώρες και σε άλλες, τα κομμουνιστικά κόμματα είναι από τις πιο σεβαστές και επιδραστικές πολιτικές οντότητες που υπάρχουν.
Στην Τουρκία, είναι ανώφελο να περιμένει κανείς την αποκατάσταση αυτού του ιστορικού λάθους από τις πολιτικές δυνάμεις που ακόμη υψώνουν το λάβαρο του αντικομμουνισμού του ψυχρού πολέμου, κι αντιμετωπίζουν κάθε αριστερή ιδέα (πόσο μάλλον τον κομμουνισμό) με βίαια υστερία. Επιπλέον, οι νομοθετικές διατάξεις που θεσπίζονται υπό τον τίτλο της «συμμόρφωσης με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης», αν και φέρνουν ορισμένη πρόοδο σε κάποια πεδία, δε θα πρέπει να εκληφθούν ως μια διαδικασία εκδημοκρατισμού (της Τουρκίας). Είναι προφανές ότι αυτές οι διατάξεις απλώς εμβαθύνουν κι εμπεδώνουν την εξάρτηση της χώρας μας από τις ΗΠΑ και τις ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ, ενώ οι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων μεταφέρονται στο εξωτερικό. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι κύριοι παράγοντες αυτής της διαδικασίας θα είναι παγερά αδιάφοροι για την κατάργηση της απαγόρευσης του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι φυσικό ότι η προσπάθεια να αρθεί η απαγόρευση αυτή θα γίνει από τις ίδιες εκείνες δυνάμεις που πλήττει η απαγόρευση. Στην πραγματικότητα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας έδειξε ευρύτατα πόσο παρακμιακή και παράλογη είναι η απαγόρευση της «ίδρυσης κομμάτων υπό το όνομα κομμουνιστικό».
«Το Κόμμα για τη Σοσιαλιστική Εξουσία μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας, όχι μόνο με στόχο να διορθώσει αυτό το ιστορικό λάθος, αλλά και ως ένδειξη σεβασμού προς τον αγώνα του και προς την κοινωνία. Η διαφθορά στην πολιτική στο σημερινό σύστημα προκαλεί σε όλους αγανάκτηση. Η πηγή αυτής της παρακμής δε θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια την πολιτική, αλλά στο σύστημα που την οργανώνει και την ορίζει, που τη μανιπουλάρει σύμφωνα με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Μπορεί να προβάλλεται η εσφαλμένη θέση ότι τα προβλήματα στην Τουρκία και σε άλλες χώρες αποτελούν συνέπειες της διαφθοράς και της προσωπικής ανευθυνότητας. Για το ΚΚ Τουρκίας, που εμπλέκεται στην πολιτική με τον ξεκάθαρο στόχο να αλλάξει το σύστημα, υπάρχει μια ισχυρότατη σχέση ανάμεσα σε αυτό το στόχο και τον τρόπο που επιδιώκεται αυτή η πολιτική».
«Το ΚΚ Τουρκίας συμμετείχε στις γενικές εκλογές της 3ης Νοέμβρη 2002 και παρά τις δεκαετίες αντικομμουνισμού, απέσπασε το θαυμασμό και κέρδισε μεγάλη επιρροή με την εκλογική του εκστρατεία, κάτι που δεν καταδεικνύεται από το ποσοστό των ψήφων που έλαβε, και παρ' όλες τις προσπάθειες των κυρίαρχων δυνάμεων και τις εκτεταμένες εκστρατείες με στόχο την ενίσχυση ακροδεξιών ιδεολογικών αναφορών (πράγμα που δεν είναι μια υποκειμενική ανάλυση του ΚΚ Τουρκίας: μια ματιά στις εξελίξεις μετά το φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτέμβρη 1980 αρκεί να δώσει την εικόνα γι' αυτό), φαίνεται ότι μια πλατιά πλειοψηφία του λαού δε δικαιολογεί ούτε υιοθετεί την προσπάθεια να τεθεί το ΚΚ Τουρκίας εκτός νόμου. Αυτό το γεγονός από μόνο του δεν έχει ειδική σημασία όσον αφορά ένα πολιτικό ή νομικό πρόβλημα, αλλά αποτελεί άλλο ένα στοιχείο που καταδεικνύει πόσο πρωτόγονη είναι η απαγόρευση.
Μια άποψη που προβάλλεται ισχυρίζεται ότι «ο κομμουνισμός έπαψε να αποτελεί απειλή», κι έτσι επιχειρεί να εξηγήσει το πώς το ΚΚ Τουρκίας κέρδισε την εκτίμηση του λαού πριν, αλλά και μετά τις εκλογές. Αν και αρχικά μοιάζει ένα αθώο σχόλιο, στην πραγματικότητα κρύβει μια συστηματική αντικομμουνιστική συμπεριφορά, η οποία έχει και νομική συνιστώσα. Αν ο ορισμός της «απειλής» αφορά στη Σοβιετική Ενωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση. [...] Αλλά αν ο ορισμός αφορά την επιρροή του κομμουνισμού ως ιδεολογίας, απαιτεί μεγαλύτερη ακόμη προσοχή. [...] Το ΚΚ Τουρκίας απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε τέτοιο ορισμό «απειλής». Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας είναι το κόμμα της εργατικής τάξης, των πατριωτών, του διαφωτισμού, της ειρήνης, της ισότητας και της ελευθερίας. Αν για τη νομιμοποίηση ενός κόμματος με αυτές τις αρχές χρειάζεται η παραδοχή ότι «ο κομμουνισμός πέθανε, έχασε την επιρροή του και έπαψε να αποτελεί απειλή», κατανοεί κανείς πόσο βαθιά - πολιτικά και νομικά - τραυματισμένη είναι αυτή η χώρα».
Και το κείμενο καταλήγει: «Η πλατιά πλειοψηφία της κοινωνίας καθόλου δεν ενοχλείται με αυτά που επιδιώκει το ΚΚ Τουρκίας. Ποιος θα είχε πρόβλημα με την απελευθέρωση της χώρας μας από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό, την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ελεύθερη και δωρεάν παιδεία και υπηρεσίες υγείας προσβάσιμες σε όλους, τη λύτρωση του λαού μας και του κόσμου από τους πολέμους και τη βαριά σκιά των όπλων μαζικής καταστροφής, την απελευθέρωση από την ανεργία και την πείνα; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι προφανής και το ΚΚ Τουρκίας δεν έχει καμία ενοχή που ενοχλεί μια μικρή μειοψηφία...».
Associated Press |
Ωστόσο, στις αρχές Δεκέμβρη η κοινή πορεία δύο λαών, που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ξεστράτισε επιφανειακά, για λίγο, απ' το «χάρτη» του κοινού «πεπρωμένου».
Οι μεν, ο λαός των Ογκόνι και άλλων φυλών της Νιγηρίας, εξακολουθούν να ζουν ξεχασμένοι απ' τη λήθη της ειδησεογραφίας, καθώς η τελευταία έχει καιρό να «ταραχτεί» απ' τις πολύνεκρες εκρήξεις των πετρελαιαγωγών ή τις εξεγέρσεις ενάντια στα εγκλήματα του μεγάλου κεφαλαίου.
Οι δε, τα 4.100.000 κατοίκων του Ατσεχ, βρήκαν στις 9 Δεκέμβρη μία θέση στο φακό «ενημέρωσης» μεγάλων δικτύων ΜΜΕ, όταν υπέγραψαν συμφωνία «ειρήνης» στη Γενεύη ο εκπρόσωπος των αυτονομιστών του «Κινήματος για ένα Ελεύθερο Ατσεχ», Ζαΐνι Αμπντουλάχ, και ο επικεφαλής της ομάδας διαπραγματευτών της Ινδονησίας, Βιργιόνο Σάστρο Χαντόγιο. Τα αστικά ΜΜΕ έσπευσαν να πιστέψουν τα χαμόγελα όσων υπέγραψαν. Εσπευσαν να υιοθετήσουν τις «βάσιμες ελπίδες» ενός διεθνούς «Κέντρου ανθρωπιστικού δικαίου», ονόματι «Ερρίκος Ντινάν», που, αντικαθιστώντας το ρόλο του ΟΗΕ(!), μεσολάβησε μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών για την εξεύρεση «λύσης». Εσπευσαν να αναπαράγουν τις δηλώσεις «συγκρατημένης αισιοδοξίας» «διεθνών» καλοθελητών, όπως ο Αμερικανός στρατηγός ε.α. Αντονι Ζίνι...
Associated Press |
Αν και το κείμενο της συμφωνίας δεν έχει δοθεί ολόκληρο στη δημοσιότητα, έχουν γνωστοποιηθεί ορισμένα απ' τα βασικά του στοιχεία.
- Αμεση παύση πυρός ανάμεσα σε αυτονομιστικές δυνάμεις και ινδονησιακά στρατεύματα.
- Εγκατάσταση στις 20 Δεκέμβρη μίας 15μελούς Επιτροπής Ασφάλειας, με επικεφαλής τον Ταϊλανδό αντιστράτηγο Θανονγκσάκ Τουβινάν, η οποία θα έχει τη γενική επίβλεψη της αποστολής μιας άλλης ομάδας 150 ξένων παρατηρητών και ελεγκτών της διαδικασίας παύσης πυρός.
- Εναρξη της διαδικασίας παράδοσης όπλων των ανταρτών τον ερχόμενο Φλεβάρη. Αποχώρηση ενός μέρους των 33.000 Ινδονήσιων στρατιωτών.
- Εναρξη «ειρηνευτικής πολιτικής διαδικασίας», με την ονομασία «Διάλογος Επί Πάντων» με τη συμμετοχή πολιτικών, θρησκευτικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στόχος η ετοιμασία γενικών εκλογών το 2004.
- Το τελικό καθεστώς διοίκησης της επαρχίας επιλέγεται να μην αποσαφηνίζεται. Επειδή οι διαφορές των αντιμαχόμενων πλευρών παραμένουν αγεφύρωτες, με τους αντάρτες να διεκδικούν την ανεξαρτησία και την κυβέρνηση της Τζακάρτα να υπόσχεται αορίστως τη χορήγηση ενός «καθεστώτος ειδικής αυτονομίας». Ως εκ τούτου δεν αποσαφηνίζεται εάν η τοπική κυβέρνηση και οι αρχές που θα αναδειχτούν, εάν και όταν γίνουν στο Ατσεχ εκλογές, θα έχουν τη δυνατότητα άσκησης τοπικής πολιτικής και άντλησης εσόδων απ' την εκμετάλλευση της ξυλείας, του πετρελαίου και φυσικού αερίου της επαρχίας απ' το ξένο μεγάλο κεφάλαιο.
- Δε γίνεται αναφορά στη διενέργεια ερευνών για την απονομή δικαιοσύνης όσον αφορά στα αμέτρητα εγκλήματα του παρελθόντος που αφορούν είτε στις συγκρούσεις αυτονομιστών - στρατιωτών, είτε στη μαζική εξολόθρευση και «αναγκαστική» μετανάστευση πληθυσμών.
Ακόμη και Ινδονήσιοι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν πως η συμφωνία Ατσεχ έγινε για να εκτονωθεί, επί του παρόντος, η βία (δηλαδή να σταματήσει για κάποιο διάστημα ο πόλεμος) ούτως ώστε να προσελκυστούν «ξένοι επενδυτές»!
- Η συμφωνία στιγματίζεται υστερόβουλα απ' την απουσία οιασδήποτε αναφοράς σε έρευνες ή διώξεις για τις παρελθούσες ωμότητες, εντούτοις περιέχει διάταξη για τη «δέσμευση» ξένων δωρητών «οικονομικής και άλλης βοήθειας» από είκοσι χώρες, με αντάλλαγμα «ειρήνη στο Ατσεχ»...
Δεν είναι περίεργο μετά απ' αυτά, αλλά ενδεικτικό το γεγονός πως μία βδομάδα μετά τις υπογραφές, αυτονομιστές και στρατός αντάλλαξαν κατηγορίες για τον - υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες - θάνατο ακόμη 15 ανθρώπων στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Ατσεχ. Ούτε αιφνιδιάζουν οι καταγγελίες του Ισναντέρ αλ Φάσεχ, εκπροσώπου των ανταρτών στην Μπάντα Ατσεχ, πως ο ινδονησιακός στρατός ενισχύει τις δυνάμεις του στο βόρειο άκρο της περιοχής ετοιμάζοντας μία νέα (προ εφαρμογής της «συμφωνίας»;) εκκαθαριστική επιχείρηση... Αλλωστε οι προσπάθειες του «Κέντρου Ερρίκος Ντινάν» για το Ατσεχ της Ινδονησίας είχαν και το 2000 οδηγήσει σε χάρτινη συμφωνία εκεχειρίας. Η τελευταίας «εσοδείας» συμφωνία της 9ης Δεκέμβρη ίσως να κρατήσει περισσότερο. Οσο όμως είναι δομημένη στη βάση «θολών καταστάσεων», όσο έχει θεμέλιο λίθο τη λήθη των εγκλημάτων του παρελθόντος, με αντάλλαγμα την «ελαφρώς λιγότερο» βρώμικη ανάπτυξη του αύριο, είναι καθαρό πως η ειρήνη στο Ατσεχ, όσο και εκείνη στο ξεχασμένο Δέλτα του Νίγηρα, έχει ακόμη να διαβεί χιλιόμετρα μέχρι να την απολαύσουν οι λαοί...