ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 31 Δεκέμβρη 1996
Σελ. /28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η "βασιλόπιτα"

Το έθιμο κρατάει από πολύ παλιά. Κάθε νύχτα, δηλαδή, σαν την αποψινή, οι εκάστοτε άρχοντες του τόπου καλούν κοντά τους όλον τον κόσμο για να κόψουν και να μοιράσουν, λέει, την πατροπαράδοτη (βασιλό)πίτα. Σ' αυτήν όμως την καθιερωμένη πρωτοχρονιάτικη γιορτή γίνονται, πάντοτε, τόσα "μασκαραλίκια", ώστε πολλοί υποστηρίζουν ότι η εν λόγω εκδήλωση δεν πρέπει να διοργανώνεται στις 31 Δεκέμβρη, αλλά την Κυριακή της αποκριάς!

Εν πάση περιπτώσει, παρά τις κατά καιρούς αντιρρήσεις για την ημερομηνία, η γιορτή της κοπής της πίτας παραμένει μέχρι των ημερών μας αμετακίνητη και ως εκ τούτου ο σημερινός άρχων Κ. Σημίτης είναι έτοιμος να τηρήσει απόψε το παμπάλαιον έθιμο.

Εκεί, δηλαδή, περί την 12η νυκτερινή, θα εμφανιστεί - όπως έκαναν και οι προκάτοχοί του - στη μεγάλη αίθουσα της εκδήλωσης, κρατώντας το ταψί με την πίτα. Με ιεροτελεστικές κινήσεις θα την αποθέσει επάνω στο προ αυτού τραπέζι και θα αναζητήσει αμέσως ένα μαχαίρι. Ευθύς τότε, ο παρακαθήμενός του Γιάννος θα πεταχτεί επάνω και θα ρωτήσει:

- Ποιο απ' όλα να φέρω, πρόεδρε; Εκείνο το οδοντωτό, με το οποίο πετσοκόβουμε τα εισοδήματα των μισθωτών ή το άλλο, το ίσιο, με το οποίο λιανίζουμε τις κοινωνικές δαπάνες;

- Αυτά τα μαχαίρια, ανόητε, δεν είναι για τη σημερινή δουλιά. Το μεγάλο, της "σύγκλισης", είναι κατάλληλο για την πίτα και φέρτο γρήγορα!

Τρία λεπτά αργότερα, ο άρχων σταυρώνει με το μαχαίρι τη "βασιλόπιτα", ευχόμενος "καλή χρονιά" σε όλους κι έπειτα αρχίζει τον τεμαχισμό. Το πρώτο κομμάτι για την ΕΟΚ, το δεύτερο για το Μάαστριχτ, το τρίτο για τους "συμμάχους" και αφού τελειώνει έτσι με τα ...ιερά μερίδια, έρχεται πλέον στα ατομικά. Τραβάει, λοιπόν, μια βαθιά μαχαιριά και, χραπ, κόβει ένα τεράστιο κομμάτι για τους βιομήχανους. Μετά πατάει πάλι το μαχαίρι και κόβει το ίδιο μεγάλα κομμάτια για τους εφοπλιστές, τους μεγαλοεργολάβους, τους τραπεζίτες και άλλους αγάδες της χώρας.

Οι δικαιούμενοι να πάρουν αυτά τα χορταστικότατα μερίδια τρίβουν τα χέρια τους από χαρά, ενώ, αντιθέτως, το "πόπολο", που στριμώχνεται πίσω τους, γουρλώνει τα μάτια του και ξεφωνίζει: "Ρε, πρόεδρε, με τέτοιες κομματάρες που δίνεις σ' αυτούς, τι θα μείνει να πάρουμε εμείς;".

- Μη στενοχωριέστε, θα σας βολέψω κι ελόγου σας! απαντάει ατάραχος εκείνος. Και κόβοντας από τα υπολείμματα της πίτας μια φετούλα λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο, φωνάζει τον Εργάτη και του λέει: "Ορίστε, κύριε, πάρε το μερτικό σου και πάψε να φωνάζεις"!

Ο εργάτης βγαίνει απ' τα ρούχα του, βλέποντας την αδικία εις βάρος του και φωνάζει έξαλλος, καθώς αποχωρεί απ' τη γιορτή: "Σιγά να μη δεχτώ αυτήν την κουτσουλιά, μπαγαπόντη! Θα τα πούμε από αύριο στους δρόμους"!

Ο άρχων κλονίζεται για λίγο, αλλά συνέρχεται την άλλη στιγμή και συνεχίζει την μπαμπέσικη μοιρασιά του, δίνοντας, αράδα, κάτι κομματάκια μια σταλιά στον Υπάλληλο, και τους άλλους φουκαράδες. Και δεν πτοείται ο ερίφης ούτε όταν διαπιστώνει ότι τελείωσε η πίτα και απόμεινε χωρίς κομμάτι ο Συνταξιούχος. "Μωρέ, θα τον βολέψω κι αυτόν"! λέει από μέσα του. Και αμέσως, χωρίς ίχνος ντροπής, μαζεύει τα ψίχουλα απ' το ταψί και τα προσφέρει ίσια στον ασπρομάλλη απόμαχο, λέγοντας: "Να, πάρε κι εσύ το μερτικό σου και καλοφάγωτο"!

Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ

Οι άστεγοι της άπιαστης "ευτυχίας"

Τούτες τις γιορτινές μέρες μαζεύτηκαν στην Ομόνοια - όπως και κάθε βράδυ - οι ναρκομανείς, που βιώνουν τον αποκλεισμό και την απόρριψη

Τούτες τις γιορτινές μέρες το υπουργείο Υγείας, ο Δήμος Αθηναίων και ο Ερυθρός Σταυρός, βάλθηκαν να μας πείσουν για το αμέριστο ενδιαφέρον τους προς τους άστεγους σε μια απ' τις αρχαιότερες - αλλά απρόσωπες πια - πόλεις του κόσμου, την Αθήνα.

Οι ανακοινώσεις για συσσίτια - εδώ και εκεί - έδιναν και έπαιρναν απ' τις παραμονές ακόμα των γιορτών. Δέκα όμως μέτρα κάτω απ' τις ιλουστρασιόν εικόνες - που εισβάλλουν απρόσκλητες στο σπίτι του καθενός - καταγράφεται η άλλη, η σκληρή, η "πραγματική" πραγματικότητα.

Κόντευαν μεσάνυχτα. Στην Ομόνοια, με τη γιορτινή περιβολή, ο κόσμος αρχίζει να λιγοστεύει. Οι τελευταίοι περαστικοί, κουμπωμένοι στα χειμωνιάτικα ρούχα τους, διασχίζουν βιαστικοί το υπόγειο αφήνοντας πίσω τους τη βρωμιά και τη δυσοσμία. Βιαστικά και τα τελευταία τρένα εγκαταλείπουν τις αποβάθρες.

Οταν φτάσει η ώρα, ο εργάτης του δήμου με τη μάνικα στο ένα χέρι και τη σφουγγαρίστρα στο άλλο, θ' αρχίσει, με νωχελικές κινήσεις, τον καθαρισμό του δαπέδου.

Λίγο αργότερα, κάποιες σκυφτές φιγούρες κάνουν την εμφάνισή τους. Εμφανίζονται έναςένας και με βήματα βαριά. Βουβοί και άμοιροι. Εξαντλημένοι "πιάνουν" τις γωνιές τους.

Και έπειτα, κάποιες φωνές, ταράζουν την ησυχία του παγωμένου υπόγειου. Είναι μια ομάδα από νέα παιδιά. Αλλοι ξαπλωμένοι κι άλλοι καθιστοί, σε χαρτόκουτα και εφημερίδες, με τις πλάτες στον τοίχο, και τα σύνεργα του θανάτου στα χέρια. "Εδώ καταλήγουμε κάθε βράδυ", λένε. Εδώ εξαργυρώνουν το σακούλι της καθημερινής επαιτείας με τα λίγα γραμμάρια μιας θανατηφόρας και άπιαστης "ευτυχίας".

Είναι οι άστεγοι μιας άλλης κατηγορίας. Γιατί και να έβρισκαν στέγη, η αρρώστια κάθε βράδυ τους οδηγεί εδώ, στο υπόγειο της Ομόνοιας. Αστεγοι, όχι μόνο γιατί δε βρίσκουν στέγη. Αλλά κυρίως, γιατί όπου και αν πήγαν, δε βρήκαν στέγη κατανόησης και αγάπης. Βιώνουν τον αποκλεισμό και την απόρριψη. Αυτό είναι και το πιο μεγάλο τους παράπονο...

Καθένας έχει και τη δική του ιστορία. "Ιστορία" πόνου, στερήσεων και αδιεξόδου. Ο Γιάννης από το Βόλο, ο Νίκος από τον Πειραιά. Η Αννα, ο Σωτήρης... Ολοι τους ξέρουν. Τούτος ο δρόμος έχει ένα και δραματικό τέλος. Κάθε φορά που η "παρέα" λιγοστεύει, δίνουν έναν όρκο. "Θα ξεκόψω, θα σταματήσω...".

Και ύστερα από λίγο καιρό, πέφτουν ξανά στα δίχτυα της σκόνης. Οι περισσότεροι επιχείρησαν να αποτοξινωθούν. Ομως, η απόχη των παραισθήσεων αποδείχτηκε πιο δυνατή απ' τον κόσμο της ψυχής τους και αδρανοποίησε τη θέλησή τους.

Ο Γιάννης, 29 χρόνων, είναι παιδί χωρισμένης οικογένειας. Μόνο τη μάννα του ξέρει... Πριν δυο χρόνια, έκανε ακόμα μια προσπάθεια να ξεφύγει. Αντεξε δεκαοχτώ μήνες. Ομως, αποδείχτηκε πως ήταν κάτι πάνω από τις δυνάμεις του. Ηταν και αυτή η "πίεση" από τον αδελφό του. "Με ήθελε να είμαι όπως είναι αυτός. Δεν μπορούσε να με καταλάβει", λέει. "Οταν, εξομολογείται, χαθεί η επικοινωνία με το σπίτι, κόβεται και το τελευταίο μονοπάτι".

Ο Νίκος, 27 χρόνων, πατέρας ενός μωρού πενήντα ημερών. Προσπάθησε να αποτοξινωθεί, οι γονείς του τον έβαλαν στο πρόγραμμα κάποιας κοινότητας. Αφού βρήκε δουλιά, άντεξε για μερικούς μήνες. Οταν έχασε τη δουλιά, άρχισαν ξανά οι τσακωμοί στο σπίτι. Κατέληξε και αυτός στην Ομόνοια. Πιστεύει πως αν βρει δουλιά, θα μπορέσει να ξαναφτιάξει τη ζωή του.

Ο Σωτήρης είναι 27 χρόνων. Πάνω από 13 χρόνια - τα μισά της ζωής του - βολοδέρνει στους δαίδαλους των ναρκωτικών. Και αυτός ο σύγχρονος "Μινώταυρος", πιο αιμοδιψής και ύπουλος απ' τον μυθικό, ξέφυγε και απ' αυτόν ακόμα τον "Θησέα"...

Η δεκαεξάχρονη Αννα, δεν πρόλαβε να ζήσει την ξέγνοιαστη εφηβεία της. Από τα δεκατρία της κιόλας, έπεσε στα δίχτυα της ύπουλης μάγισσας. Μόνο που το δικό της "παραμύθι" δεν έχει αίσιο τέλος. Το ζαχαρόσπιτο που την έκλεισαν, έχει ατσάλινα τα σίδερα και τις πόρτες...

Ο Γιάννης, ο Νίκος, η Αννα, ο Σωτήρης, μέχρι χτες, ήταν ο διπλανός μας, ο φίλος μας, ο "κολλητός", ο γιος, ο αδερφός... Απόψε είναι ο "άστεγος" της Ομόνοιας, ο άγνωστος, ο αλήτης, το περιθώριο... Αύριο..;

Ανεβαίνουμε στην πλατεία. Φώτα, βιτρίνες, λαμπιόνια, χριστουγεννιάτικα δέντρα. Ολα μοιάζουν μαγικά... Τα τσιγγανάκια με τα μαγνητόφωνα στη διαπασών.

Ομόνοια. Σήμερα είναι παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Κάπου, στο βάθος του χρόνου, γεννήθηκε ο Χριστός!...

Γιάννης ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το δικό τους εισιτήριο δεν έχει επιστροφή...

Γιορτινές μέρες στο υπόγειο της Ομόνοιας



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ