ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Αυγούστου 2004
Σελ. /28
ΔΙΕΘΝΗ
ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ
Αναζωπύρωση στο σιιτικό νότο

Το 2χρονο αγοράκι έχασε και τους δυο γονείς από τις σφαίρες των κατακτητών...

Associated Press

Το 2χρονο αγοράκι έχασε και τους δυο γονείς από τις σφαίρες των κατακτητών...
Δε χρειάστηκαν παρά λίγες ώρες, για να κλιμακωθούν οι μάχες μεταξύ σιιτών μαχητών και κατοχικών στρατευμάτων στο Νότιο Ιράκ και να λάβουν χαρακτήρα γενικευμένης σύρραξης σε πολλές σιιτικές πόλεις. Μέσα σε λιγότερο από δύο 24ωρα, οι συγκρούσεις συγκλόνιζαν τις Νατζάφ, Αμάρα, Βασόρα και Νασιρίγια, ενώ πολύωρες και αιματηρές μάχες μαίνονταν και στη σιιτική συνοικία, Σαντρ Σίτι, της Βαγδάτης.

Τις τελευταίες βδομάδες επικρατούσε σχετική ηρεμία ανάμεσα στις κατοχικές δυνάμεις και στους σιίτες μαχητές, μετά από περισσότερους από δύο μήνες σκληρών μαχών που σημάδεψαν την περασμένη άνοιξη. Μετά από μαραθώνιες διαμεσολαβήσεις Ιρακινών φυλάρχων, πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών, οι αιματηρές συρράξεις τερματίστηκαν με την επίτευξη εκεχειρίας. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, οι αμερικανικές δυνάμεις αποδέχτηκαν να αποχωρήσουν από το κέντρο των σιιτικών πόλεων, ενώ την ίδια στιγμή οι μαχητές του Μουκτάντα Σαντρ δεσμεύτηκαν να μην προκαλέσουν επεισόδια και ένταση.

Την περασμένη Τετάρτη το βράδυ, κανείς δεν κατάλαβε γιατί, ξαφνικά και απροειδοποίητα, ισχυρές αμερικανικές δυνάμεις περικύκλωσαν το σπίτι και τα γραφεία του νεαρού σιίτη ηγέτη στη Νατζάφ και προκάλεσαν τη νέα στρατιωτική κλιμάκωση. Σύμφωνα με τις ελάχιστες δημοσιογραφικές πληροφορίες, τις τελευταίες ημέρες η ένταση ανάμεσα στις κατοχικές δυνάμεις και στο «Στρατό του Μεχντί» του Σαντρ ήταν εμφανές ότι αυξάνονταν. Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικές δυνάμεις προκαλούσαν τους σιίτες ενόπλους, παραβιάζοντας τα νοητά όρια της δικαιοδοσίας τους μέσα στην πόλη.

Οπως και την προηγούμενη φορά, πριν από λίγους μήνες, έτσι και τώρα, οι κατοχικές δυνάμεις φαίνεται ότι πυροδότησαν την ένταση. Πιθανότατα, σήμερα, όπως και τότε, υποθέτουν ότι μέσα από τη στρατιωτική κλιμάκωση και την κατά μέτωπο επίθεση θα εξολοθρεύσουν, μια και καλή, την απειλή των σιιτών ενόπλων και της μερίδας εκείνης της σιιτικής κοινωνίας που δε δείχνει διατεθειμένη να περιμένει επ' αόριστον και με σταυρωμένα χέρια την ημέρα τερματισμού της κατοχής.

Πιθανότατα, όμως, σήμερα, όπως και τότε, εκτός από το αίμα που θα κυλήσει άφθονο, οι κατοχικές δυνάμεις, ασχέτως αν έχουν διασφαλίσει και την υποστήριξη της δοτής κυβέρνησης Αλάουι, δε θα καταφέρουν να εξαφανίσουν από προσώπου γης τους ενοχλητικούς μαχητές, αφού μέρα με τη μέρα η ιρακινή αντίσταση διογκώνεται και βελτιώνεται σε όλα τα επίπεδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πρόβλεψη του στρατιωτικού «ηγέτη» της εισβολής, απόστρατου στρατηγού Τόμι Φρανκς, ότι τα κατοχικά στρατεύματα θα παραμείνουν στο Ιράκ μέχρι και 5 χρόνια, προσπαθώντας «να σταθεροποιήσουν την κατάσταση», μοιάζει να πλησιάζει την πραγματικότητα. Μέχρι τότε, όμως, μένει να φανεί πόσοι από τους «πρόθυμους συμμάχους» θα μείνουν στο πλευρό των ΗΠΑ.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Οι «μακίλας» και οι συμφωνίες «ελευθέρου εμπορίου»

Στις δεκαετίες του '60 και του '70 ξεκίνησε η διαδικασία μεταφοράς μέρους της βιομηχανίας συναρμολόγησης από το έδαφος των ΗΠΑ προς τη Λατινική Αμερική. Αργότερα, στη δεκαετία του '90, με τη μεγάλη ώθηση στη φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου και στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, το φαινόμενο είχε ήδη εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ τα κεφάλαια που επενδύονταν δεν ήταν πια μόνο βορειοαμερικανικά, αλλά και ευρωπαϊκά και ιαπωνικά.

Στη Λατινική Αμερική σήμερα αυτές οι βιομηχανίες είναι κοινώς γνωστές ως «μακίλας» (μακίλα είναι ένας αραβικός όρος που σημαίνει «μερίδα σπόρου ή αλευριού ή λαδιού που αναλογεί στον μυλωνά για το άλεσμα»). Οι μακίλας, λοιπόν, συνδέονται σταθερά με ελαστικές σχέσεις εργασίας, έλλειψη συνδικαλιστικής ελευθερίας και διαπραγμάτευσης, μισθούς πείνας, εξαντλητικά ωράρια και, σημείωση πολύ σημαντική, προτεραιότητα στις συμβάσεις των γυναικών. Αυτό το τελευταίο, επειδή η επικρατούσα κουλτούρα επιτρέπει τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των γυναικών, τις οποίες τις πληρώνουν λιγότερο για ίδια εργασία με τους άνδρες και οι οποίες χειραγωγούνται και τρομοκρατούνται ευκολότερα (μια εγκυμοσύνη, για παράδειγμα, μπορεί να είναι αφορμή για απόλυση).

Αυτές οι βιομηχανίες, στην πραγματικότητα, δεν παρουσιάζουν κανένα κέρδος για τις χώρες στις οποίες εγκαθίστανται. Κέρδη, σε κάθε περίπτωση, έχουν τα κεφάλαια που τις προωθούν, αφού επωφελούνται από τα προνόμια που προσφέρουν οι χώρες που τις δέχονται (φτηνά εργατικά χέρια, εκτός συνδικάτων, φοροαπαλλαγές, έλλειψη περιβαλλοντικών ελέγχων). Για παράδειγμα, για ένα πουκάμισο μάρκας GAP, ένας Καναδός καταναλωτής πληρώνει 34 δολάρια, ενώ στο Σαλβαδόρ μία εργάτρια σε μακίλα κερδίζει 27 σεντς του δολαρίου (!) για την κατασκευή του.

Η επανεγκατάσταση (ευφημισμός της μόδας για τη μεταφορά σε συμφερότερα μέρη) της διεθνικής παραγωγικής δραστηριότητας είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και έχει πραγματοποιηθεί από τις ΗΠΑ προς το Μεξικό, την Κεντρική Αμερική και την Ασία, αλλά και από την Ταϊβάν, την Ιαπωνία, και τη Νότια Κορέα προς τη νοτιοανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική.

Στην περίπτωση της Ευρώπης, οι ιταλικές, οι γερμανικές και οι γαλλικές εταιρίες μετέφεραν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες, κατ' αρχήν σε χώρες με χαμηλότερους μισθούς όπως η Ελλάδα, η Τουρκία και η Πορτογαλία και στη συνέχεια, μετά τις ανατροπές, στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, προς την Ανατολική Ευρώπη. Σήμερα έχουν εγκατασταθεί και στη Λατινική Αμερική.

Αυτές οι εταιρίες, οι μακιλαδόρας, ξεκινούν, τελειώνουν ή συμβάλουν με κάποιον τρόπο στην κατασκευή ενός προϊόντος που προορίζεται για εξαγωγή, ενώ βρίσκονται σε «ελεύθερες ζώνες», θύλακες που πρακτικά βρίσκονται έξω από κάθε έλεγχο, χωρίς ποτέ να παράγουν εξ ολοκλήρου το τελικό εμπόρευμα. Είναι μόνο ένας κρίκος της αλυσίδας, εξαρτώμενες ολοκληρωτικά από το εξωτερικό, τόσο στην προμήθεια των βασικών προϊόντων όσο και στην αγορά που θα απορροφήσει το εμπόρευμά τους.

Στη λατινοαμερικάνικη υποήπειρο, με δεδομένη τη διαρθρωτική φτώχεια και την ιστορική αποβιομηχανοποίηση, ακόμα περισσότερο με τη νεοφιλελεύθερη «σκούπα» που σάρωσε σχεδόν τα πάντα σε αυτήν την περιοχή τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, κυβερνήσεις αλλά και τομείς της κοινωνίας επιθυμούν διακαώς την εγκατάσταση των μακίλας πιστεύοντας ότι έτσι θα υπάρξουν επενδύσεις, ότι θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, και η εγχώρια οικονομία θα ευνοηθεί. Δυστυχώς, τίποτε από αυτά δε συμβαίνει.

Στην πραγματικότητα αυτές οι διεθνικές εταιρίες επιζητούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση του κόστους της παραγωγής, μεταφέροντας κάποιες δραστηριότητες από τις βιομηχανικές χώρες στις περιφερειακές με χαμηλούς μισθούς, κυρίως σε κλάδους όπου απαιτείται εντατική χρήση των εργατικών χεριών (κλωστοϋφαντουργία, συναρμολόγηση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προϊόντων, παιχνιδιών, επίπλων). Αν αυτοί οι ευνοϊκοί όροι αλλάξουν, αμέσως οι εν λόγω εταιρίες «σηκώνουν πανιά» χωρίς να τις δένει τίποτε με τον τόπο όπου περιστασιακά ανέπτυξαν κάποιες δραστηριότητες. Το τι αφήνουν πίσω τους, ελάχιστα τις ενδιαφέρει. Στο κάτω κάτω της γραφής η άφιξή τους δεν καταχωρείται σε κάποιο εθνικό σχέδιο βιομηχανοποίησης, παραγωγικού εκσυγχρονισμού, αν και δημαγωγικά μπορεί να τις παρουσιάζουν σαν τέτοιες.

Ολη αυτή η επιχειρηματική αναδιάρθρωση πραγματοποιείται εν μέσω αρκετών κοινωνικών συγκρούσεων στις χώρες του Βορρά, αφού εκατοντάδες εργοστάσια κλείνουν και αφήνουν πίσω τους χιλιάδες ανέργους. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του '90 περισσότερες από 900.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν στις ΗΠΑ στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και 200.000 στον ηλεκτρονικό κλάδο. Η διαδικασία συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς και σήμερα οι μεγάλες διεθνικές εταιρίες προσπαθούν να εγκαταστήσουν μακίλας σχεδόν σε ολόκληρο το Νότο, και όχι μόνο βιομηχανικών αγαθών αλλά και μέρος της διεκπεραίωσης των υπηρεσιών.

Το φαινόμενο δεν παρουσιάζει μείωση, αλλά αντίθετα αυξάνεται. Η υπογραφή των εμπορικών συμφωνιών όπως η γνωστή και επίκαιρη Συνθήκη Ελευθέρου Εμπορίου (TLC) μεταξύ της Ουάσιγκτον και συγκεκριμένων λατινοαμερικάνικων χωρών, που προετοιμάζουν το έδαφος για τη Ζώνη Ελευθέρου Εμπορίου της Αμερικής (ALCA), ουσιαστικά αποτελούν το τρομακτικό σενάριο, όπου ολόκληρη η περιοχή μπορεί να μετατραπεί σε μία απέραντη «μακίλα». Οι συνέπειες είναι κάτι παραπάνω από προβλέψιμες και φυσικά καθόλου ευοίωνες για τη Λατινική Αμερική.

Οι λατινοαμερικάνικες «μακίλας» δεν έχουν επιφέρει απολύτως κανένα κέρδος στην περιοχή, αντίθετα τροφοδοτούν την ιδεολογία της εξάρτησης και της υποταγής. Αυτός είναι ο καπιταλισμός στην παγκοσμιοποιημένη, ακόμα πιο βάρβαρη, εκδοχή του.


Γιάννα ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ