Ο λόγος που ίσως απαιτηθούν αυτά τα νέα εμβόλια είναι ότι τα υπάρχοντα δεν είναι αρκετά για να δώσουν τέλος στην πανδημία COVID-19. Τα εμβόλια με βάση το mRNA, αν αποδειχτούν και μακροπρόθεσμα πετυχημένα, έχουν το πρόβλημα των συνθηκών διατήρησής τους (-70 βαθμούς Κελσίου το ένα και -20 το άλλο), που κάνουν πολύ δύσκολη τη χρήση τους σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας και αλλού. Επιπλέον, είναι αρκετά ακριβά και όπως πρέπει να έχει γίνει πια σαφές σε όλους, δεν υπάρχουν λεφτά για την υγεία των φτωχών... Τα εμβόλια της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας ουσιαστικά μποϊκοτάρονται από τις δυτικές χώρες και με το εμβόλιο της «AstraZeneca» έχουν ήδη δημιουργηθεί πολλά προβλήματα σε σχέση με τη διανομή του. Για να περάσει η πανδημία, θα πρέπει να υπάρξει παγκόσμια ανοσία της αγέλης, αλλιώς με το άνοιγμα των συνόρων θα εμφανίζονται επιδημικά κύματα ακόμη και σε χώρες με ανοσία.
Το κυριότερο όμως, όπως τονίζει ο Ντάνι Ολτμαν, ανοσολόγος στο Ιμπίριαλ Κόλετζ του Λονδίνου, είναι πόσο χρόνο θα διαρκεί η ανοσία από τον εμβολιασμό. Αν διαρκεί μερικούς μήνες αντί για μερικά χρόνια, σε έξι μήνες από σήμερα θα έχει επιτευχθεί μικρή πρόοδος. Εως τότε ίσως είμαστε αντιμέτωποι με πιο επιθετικές μεταλλάξεις του ιού.
Αξιοποιώντας την τεράστια πρόοδο που επιτελέστηκε τα τελευταία 15 χρόνια γύρω από τα εμβόλια, οι ερευνητές διερευνούν τώρα ακόμη πιο πρωτοποριακές (και μη επιβεβαιωμένες) τεχνικές συγκριτικά με τα εμβόλια mRNA. Υπάρχουν 240 υποψήφια καινοτόμα εμβόλια, που βρίσκονται υπό ανάπτυξη και δοκιμή. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά:
Το εμβόλιο αυτοενισχυόμενου RNA πάνω στο οποίο εργάζεται το Ιμπίριαλ Κόλετζ του Λονδίνου, είναι παρόμοιο με τα εμβόλια mRNA, εισάγοντας στα ανθρώπινα κύτταρα γενετικό κώδικα για την παραγωγή της πρωτεΐνης της ακίδας πρόσδεσης του κορονοϊού, με επακόλουθο την παραγωγή από το ανοσοποιητικό σύστημα αντισωμάτων, που δεσμεύουν αυτήν την πρωτεΐνη. Η διαφορά με τα mRNA εμβόλια είναι ότι η παραγωγή αντισωμάτων συνεχίζεται επί μακρόν (άγνωστο μέχρι πότε και με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται) και γι' αυτό δεν χρειάζεται δεύτερη υπενθυμιστική δόση εμβολίου. Επιπλέον, το RNA που χρησιμοποιεί αυτό το εμβόλιο μπορεί να παρασκευαστεί σε μεγάλες ποσότητες με μικρό κόστος.
Το εμβόλιο πρωτεϊνικής υπομονάδας είναι αυτό που επιδιώκει να κατασκευάσει η αμερικανική «Novavax», εισάγοντας στον οργανισμό ολόκληρη την πρωτεΐνη ακίδας του κορονοϊού. Η παραγωγή της πρωτεΐνης γίνεται βιοτεχνολογικά με καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων κυττάρων σκώρου και το κόστος της διεργασίας είναι χαμηλό. Επιπλέον, το εμβόλιο μπορεί να φυλαχτεί σε συνθήκες θαλάμου συντήρησης απλού ψυγείου (2 - 8 βαθμοί Κελσίου). Για τη μη συγκόλληση των πρωτεϊνών χρησιμοποιείται σαπωνίνη, μια ουσία από τον φλοιό δέντρου, που φύεται στη Χιλή.
Οπως και η «Novavax», ερευνητές στο πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον επέλεξαν να επικεντρώσουν στις ίδιες τις πρωτεΐνες του SARS-CoV-2. Αντί όμως να εισάγουν με το εμβόλιο ολόκληρη την πρωτεΐνη της ακίδας, στόχευσαν την «αχίλλειο πτέρνα» του ιού, τον υποδοχέα πρόσδεσης, δηλαδή το κομμάτι της πρωτεΐνης ακίδας, που μπορεί συγχωνευθεί με τα ανθρώπινα κύτταρα (RBD). Τα συνθετικά παρασκευασμένα RBD προσκολλώνται πάνω σε σφαιρικά νανοσωματίδια, προκαλώντας δέκα φορές ισχυρότερη ανοσολογική παραγωγή αντισωμάτων, συγκριτικά με τη χρήση ολόκληρης της πρωτεΐνης ακίδας. «Δεν παίρνουμε απλώς υπάρχουσες πρωτεΐνες τροποποιώντας τες λίγο, αλλά κατασκευάζουμε εντελώς νέες, που κάνουν ακριβώς αυτό που θέλουμε», δηλώνει ένας εκ των ερευνητών, ο βιοχημικός Νιλ Κινγκ. Το εμβόλιο αυτό βρίσκεται στην πρώτη φάση κλινικών δοκιμών.
Πέρα από τη χρησιμότητα των εμβολίων πρώτης γενιάς και την ενδεχόμενη των εμβολίων δεύτερης γενιάς, αν και εφόσον υπάρξουν, αδιαμφισβήτητη είναι η ανάγκη να παρθούν τώρα μέτρα προστασίας του λαού, στον χώρο εργασίας, στους χώρους σπουδών, στις συγκοινωνίες. Αλλά αυτά έχουν κόστος για το κεφάλαιο (τα απαραίτητα ποσά θα πάψουν να είναι διαθέσιμα για την τροφοδοσία της κερδοφορίας του, αφού θα μετατραπούν σε λεωφορεία, αίθουσες διδασκαλίας, λιγότερο «παστωμένες» γραμμές παραγωγής και χώρους γραφείων). Γι' αυτό και οι κυβερνήσεις διαχειριστές της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων δεν κάνουν καμία κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή.
Το αν ο εμβολιασμός εμποδίζει τη μετάδοση του ιού με φορέα τον εμβολιασμένο δεν αφορά μόνο την τρέχουσα πανδημία. Αυτή η αποστειρωτική δράση, δηλαδή η εξασφάλιση πρακτικά μηδενικού ιικού φορτίου στους εμβολιασμένους ακόμη κι αν εκτεθούν στον ιό, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην καταπολέμηση μέχρι εξαφάνισης της ευλογιάς, μιας ασθένειας που σκότωσε 300 εκατομμύρια ανθρώπους από το 1900 και έως την επίσημη εξάλειψή της, το 1980. Το εμβόλιο κατά της ευλογιάς παράγει αντισώματα και γενικότερα ανοσολογική αντίδραση, που καθαρίζει πλήρως τον ιό από τον οργανισμό.
Κι άλλα εμβόλια που χρησιμοποιούνται σήμερα, όπως εκείνο της ιλαράς, πετυχαίνουν αποτελεσματική αποστειρωτική δράση απέναντι στον αντίστοιχο ιό, ενώ εμβόλια όπως της ηπατίτιδας Β δεν έχουν τέτοια αποτελεσματικότητα. Με τα εμβόλια αυτού του είδους το ανοσοποιητικό εκπαιδεύεται, ώστε να μην εκδηλωθούν τα συμπτώματα της ασθένειας, που προκαλεί η μόλυνση με τον ιό, αλλά το παθογόνο παραμένει στον οργανισμό και μπορεί να μολύνει άλλους ανθρώπους. Η έλλειψη αποστειρωτικής ανοσίας σημαίνει ότι το παθογόνο μπορεί να συνεχίσει να κυκλοφορεί μέσα στον πληθυσμό, προκαλώντας την ασθένεια σε μη εμβολιασμένους και ευπαθείς, ή ακόμα να εξελιχθεί, ώστε να αποφεύγει τις ανοσολογικές αντιδράσεις.
Μπορεί η αποστειρωτική ανοσία να ήταν ο στόχος των εμβολίων για την COVID-19, όμως σύμφωνα με την Νατάσα Κρόουφορντ, ανώτερη τεχνική σύμβουλο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αυτού του είδους η ανοσία δεν είναι απαραίτητη για να κοπάσει η πανδημία. Σημασία έχει πόσο ο εμβολιασμός μπορεί να περιορίσει την ανεξέλεγκτη διάδοση του ιού.
Για παράδειγμα, ο ροταϊός, που προκαλεί έντονο εμετό και διάρροια και γι' αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τα βρέφη και τα μικρά παιδιά, δεν παύει να παράγει αντίγραφά του στον οργανισμό του εμβολιασμένου. Γι' αυτό εκδηλώνεται σ' αυτόν μια ελαφριά μορφή της ασθένειας, όμως ταυτόχρονα το μικρότερο ιικό φορτίο περιορίζει τη δυνατότητα μετάδοσής του, προσφέροντας έμμεση προστασία στους μη μολυσμένους. Τέσσερα με δέκα χρόνια μετά την έναρξη του εμβολιασμού για τον ροταϊό στις ΗΠΑ, υπήρξε μείωση από 74% έως 90% στα θετικά τεστ για τον ιό αυτόν. Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα με άλλα παθογόνα, όπως το βακτήριο του κοκκίτη, που αν δεν εξαλειφθεί πλήρως μπορεί να επανέλθει επιθετικά μετά τη μείωση των αντισωμάτων στον οργανισμό. Ομως και στην περίπτωση του κοκκίτη, ο εμβολιασμός οδήγησε στη μείωση των κρουσμάτων στο ένα δέκατο όσων εμφανίζονταν πριν από την έναρξή του. Ο ιός της πολιομυελίτιδας δεν εξαλείφεται από το σχετικό εμβόλιο που λαμβάνεται από το στόμα. Παρ' όλα αυτά, χάρη στη συστηματική χρήση του ο ιός αυτός κοντεύει να εξαλειφθεί σε παγκόσμια κλίμακα και αυτό θα είχε ήδη συμβεί αν δεν υπήρχαν μη εμβολιασμένα τμήματα του πληθυσμού.
Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από τέσσερις μήνες, υπολογίστηκε ότι αν ένα εμβόλιο για τον κορονοϊό προστατεύει το 80% αυτών που εμβολιάζονται και εμβολιαστεί το 75% του πληθυσμού, τότε θα μπορούσε να καμφθεί η επιδημία, με παύση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Αν όμως, το εμβόλιο απλώς εμποδίζει την εκδήλωση της ασθένειας ή απλώς μειώνει το μεταδιδόμενο ιικό φορτίο, πρόσθετα μέτρα δημόσιας υγείας θα πρέπει να διατηρηθούν. Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με τον Μπ. Λι, έναν από τους ερευνητές, ακόμη κι ένα μη αποστειρωτικό εμβόλιο θα μείωνε την πίεση στο σύστημα Υγείας και θα έσωζε ζωές.
Το εμβόλιο της γρίπης ίσως είναι το κοντινότερο παράδειγμα του τι πρέπει να περιμένουμε από τα εμβόλια για την COVID-19. Τα εμβόλια αυτά δεν είναι αποστειρωτικά και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αφενός τα κάνουν λιγότερο από το 50% των ενηλίκων και αφετέρου ο ιός της γρίπης μπορεί να μεταλλάσσεται γρήγορα και να μεταπηδά από ένα βιολογικό είδος σε ένα άλλο, του επιτρέπει να αλλάζει συνεχώς, δυσκολεύοντας το ανοσοποιητικό μας σύστημα να τον αναγνωρίσει. Παρ' όλα αυτά ο εμβολιασμός για τη γρίπη μειώνει τις νοσηλείες των ηλικιωμένων κατά 40% και την ανάγκη για ΜΕΘ (ανεξαρτήτως ηλικίας των ενηλίκων) κατά 82%.
Η έρευνα για τους εποχικούς κορονοϊούς δείχνει ότι και ο SARS-CoV-2 θα εξελιχθεί, ώστε να ξεφεύγει από το ανοσοποιητικό και τα εμβόλια, αν και μάλλον με πιο αργό ρυθμό συγκριτικά με τη γρίπη. Ωστόσο, η εμπειρία και από τους άλλους ιούς δείχνει ότι δεν χρειάζεται 100% αποτελεσματικότητα των εμβολίων ή 100% κάλυψη του πληθυσμού για να νικηθεί μια μολυσματική ασθένεια.