ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 6 Φλεβάρη 2013
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ πεδίο ισχυρών αντιθέσεων

Αύριο και την Παρασκευή η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, όπου θα κορυφωθούν τα παζάρια για να πετύχουν συμβιβασμό

Βρετανία και Γαλλία είναι από τους βασικούς ανταγωνιστές στη διαμόρφωση του προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2014 - 2020
Βρετανία και Γαλλία είναι από τους βασικούς ανταγωνιστές στη διαμόρφωση του προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2014 - 2020
Εν μέσω αντιπαραθέσεων συνέρχεται την Πέμπτη και την Παρασκευή στις Βρυξέλλες η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, με θέμα τον προϋπολογισμό για την περίοδο 2014 - 2020. Η προηγούμενη Σύνοδος (22 και 23 Νοέμβρη 2012) δεν είχε καταλήξει σε συμβιβασμό, παρά τα παζάρια και την τροποποίηση των προτάσεων, που έκανε την τελευταία ώρα ο πρόεδρος της ΕΕ Χ. Βαν Ρομπάι.

Με στόχο να επέλθει συμβιβασμός στη Σύνοδο που ξεκινάει αύριο, οι αρχηγοί των ισχυρότερων καπιταλιστικών οικονομιών της ΕΕ περιφέρονται από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα για παρασκηνιακές συνεννοήσεις, προκειμένου ο καθένας να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την αστική τάξη της χώρας του. Την Κυριακή συναντήθηκαν στο Παρίσι ο Φ. Ολάντ με τον Μ. Μόντι, ενώ σήμερα ο Γάλλος Πρόεδρος θα υποδεχτεί την Α. Μέρκελ.

Στη Σύνοδο Κορυφής, ο Χ. Βαν Ρομπάι σκοπεύει να παρουσιάσει μια νέα πρόταση για προϋπολογισμό κάτω του 1 τρισ. ευρώ, θέλοντας να αποσπάσει τη συναίνεση των χωρών που ζητούν μειώσεις (με πρώτη τη Βρετανία) και των χωρών που επιμένουν στη διατήρηση των ποσών που λαμβάνουν, στο όνομα τάχα της «συνοχής» της ΕΕ. Δίνοντας το κλίμα της επικείμενης Συνόδου, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζ. Μπαρόζο ομολόγησε ότι «οι διαπραγματεύσεις είναι δύσκολες» και πρόσθεσε με νόημα ότι «στο τέλος θα χρειαστεί και η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν αρκεί η συμφωνία των ηγετών».

Δείχνοντας τις προθέσεις των διαβουλεύσεων αύριο και μεθαύριο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την Κυριακή με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, επανέλαβε τη θέση του για μείωση ή πάγωμα των δαπανών του προϋπολογισμού. «Η επίτευξη συμφωνίας θα είναι δύσκολη. Δεν είναι ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί, αλλά αυτό θα γίνει μόνο εάν μειωθούν οι δαπάνες στην πρόταση των 973 δισ. ευρώ», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κάμερον. Ο Βρετανός πρωθυπουργός συνομίλησε τηλεφωνικά και με την Α. Μέρκελ, που επίσης επιθυμεί μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού.

Τα παζάρια του Νοέμβρη

Στην προηγούμενη Σύνοδο του Νοέμβρη, ο Χ. Βαν Ρομπάι παρουσίασε αρχικά πρόταση για προϋπολογισμό ύψους 1,047 τρισ. ευρώ και στη συνέχεια μειωμένο κατά περίπου 75 δισ. ευρώ. Η αδυναμία επίτευξης συμβιβασμού για την κατάρτιση του προϋπολογισμού της ΕΕ κατέδειξε ότι οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες θέλουν να αποφύγουν μεγαλύτερη συμμετοχή στην ενίσχυση οικονομικά ασθενέστερων κρατών και να στερήσουν πολύτιμα κεφάλαια από τη δική τους πλουτοκρατία. Μια τακτική που αποτελεί επίσης βασική προϋπόθεση για να ανακάμψουν τα μονοπώλια κάθε χώρας, σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης.

Η Βρετανία, που δε συμμετέχει στην Ευρωζώνη, απαιτούσε μείωση, «ή στη χειρότερη περίπτωση, πάγωμα» του προϋπολογισμού. Απειλώντας με βέτο, αρνήθηκε οποιαδήποτε αλλαγή στην έκπτωση που της έχει παραχωρηθεί σε ό,τι αφορά το μερίδιό της στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και απέρριψε την πρόταση να αποκτήσει αυτός «ίδιους πόρους».

Στις κόντρες τον περασμένο Νοέμβρη, πρωταγωνίστησαν και άλλα κράτη, όπως η Γαλλία, η οποία θέλει να μη μειωθούν τα κονδύλια του προϋπολογισμού που αφορούν τον αγροτικό τομέα και η Ισπανία, που ενδιαφέρεται για τα κονδύλια σχετικά με την αλιεία. Η Σουηδία, από την πλευρά της, θέλει μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων, ζητώντας περισσότερα χρήματα για τις «νέες βιομηχανίες». Με τις περικοπές διαφωνεί και η Πολωνία, που λαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.

Σε μια προσπάθεια να συγκεράσει τις αντιθέσεις, ο Χ. Βαν Ρομπάι πρότεινε τον Νοέμβρη να παραμείνει ο προϋπολογισμός της ΕΕ στο 1,01% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, αλλά να γίνει ανακατανομή των κεφαλαίων. Μεταξύ άλλων, πρότεινε να δοθούν επιπλέον 8 δισ. ευρώ στην ΚΑΠ και επιπλέον 10,6 δισ. στην πολιτική συνοχής υπέρ των φτωχότερων χωρών. Για το λόγο αυτό αφαιρούσε 20,3 δισ. από πολλά κονδύλια, μεταξύ των οποίων και 13 δισ. που προορίζονταν για την «ανάπτυξη» και τις «μεγάλες υποδομές». Η νέα πρόταση δεν ικανοποίησε τους βασικούς διαφωνούντες και έτσι η Σύνοδος έληξε χωρίς αποφάσεις.

Αλισβερίσι για το συμβιβασμό

Με δεδομένα τα παραπάνω, κλειδί για τον επιχειρούμενο συμβιβασμό στα παζάρια που ξεκινάνε πάλι αύριο, θα αποτελέσει το αίτημα της Γαλλίας και της Ιταλίας για επιπλέον κονδύλια από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), ώστε με τη σειρά τους να αποδεχτούν την «κόκκινη γραμμή» του Λονδίνου που είναι η διατήρηση των βρετανικών επιστροφών. Τις αντιθέσεις περιπλέκει η στάση της Δανίας, η οποία απειλεί με βέτο αν δεν εξασφαλίσει και εκείνη επιστροφές.

Οπως φαίνεται πάντως, για να βρεθούν τα χρήματα που ζητούν Γαλλία και Ιταλία, πρέπει να μειωθούν τα κονδύλια από την έρευνα και την ανάπτυξη, ενώ θα χρειαστεί να αυξηθούν ως ένα σημείο και τα κονδύλια για τη λεγόμενη «συνοχή», που είναι ο φερετζές με τον οποίο η ιμπεριαλιστική ΕΕ προσπαθεί να κρύψει την αγιάτρευτη ανισομετρία στο εσωτερικό της.

Σε κάθε περίπτωση, σημείο εκκίνησης της Συνόδου, είναι η συμφωνία μεταξύ των 27 ότι οι δαπάνες για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη θα πρέπει να είναι αυξημένες κατά 15% από τον προηγούμενο προϋπολογισμό, δείχνοντας ότι η διαμάχη στη Σύνοδο είναι συνέχεια των ανταγωνισμών για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο Α. Σαμαράς είχε πει στη διάρκεια της προηγούμενης Συνόδου ότι τα κονδύλια που διεκδικεί για την ντόπια πλουτοκρατία ξεκινούν από «χαμηλή αφετηρία», δηλαδή από τα 11,2 δισ., ποσό που είναι μειωμένο κατά 40% σε σχέση με την προηγούμενη επταετία, γεγονός που απέδωσε, εκτός των άλλων, και στο ότι η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε με στοιχεία του 2007 - 2009, δηλαδή στοιχεία πριν την κρίση.

Εκτίμησε, ωστόσο, ότι «μπορεί να αυξηθεί σημαντικά η συμμετοχή μας στα κοινοτικά κονδύλια», επικαλούμενος ότι υπάρχει πρόταση του προέδρου της ΕΕ Χ. Βαν Ρομπάι «για 20% παραπάνω από όσα έδιναν αρχικά».


ΓΑΛΛΙΑ
Στοχευμένες παρεμβάσεις ενάντια στο «σκληρό ευρώ»

Στην κόντρα για το μείγμα διαχείρισης της κρίσης αφορά η κριτική που οξύνεται για τη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης

Στοχευμένες παρεμβάσεις, με στόχο την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης, που ακουμπάει το μείγμα διαχείρισης της κρίσης, συνεχίζει να κάνει η Γαλλία, προκαλώντας επιπλέον τριγμούς στις σχέσεις της με τη Γερμανία. Μετά τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών, που είπε ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η πολιτική του «σκληρού ευρώ», την οποία προκρίνει η Γερμανία, σειρά πήρε ο ίδιος ο Γάλλος πρόεδρος Φρ. Ολάντ, μιλώντας χτες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και παρά την κρίση στην Ευρωζώνη, από τις αρχές του έτους το ευρώ σημειώνει κέρδη 2,7% έναντι των 10 κυριοτέρων νομισμάτων. Την ίδια περίοδο, το γεν υποχώρησε κατά 7,7% και το δολάριο κατά 0,3%. Οι ενστάσεις της Γαλλίας έγκεινται στο γεγονός ότι το μείγμα που επιλέγεται για τη διαχείριση της κρίσης, κρατάει ψηλά το ευρώ και πλήττει τις εξαγωγές, άρα και τις δυνατότητες ανάκαμψης καπιταλιστικών οικονομιών της Ευρωζώνης, σε αντίθεση με την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, που «κόβουν χρήμα» και αδυνατίζουν το νόμισμά τους, κάνοντας φτηνότερα τα προϊόντα που εξάγουν.

Σ' αυτό το πνεύμα, ο Φρ. Ολάντ χαρακτήρισε «πολύ ευάλωτο» σε διακυμάνσεις το ευρώ και κάλεσε για την υιοθέτηση συναλλαγματικής πολιτικής σε ό,τι αφορά το κοινό νόμισμα. «Χωρίς συναλλαγματική πολιτική, η αξία του ευρώ δεν βρίσκει αντιστοιχία στην πραγματική οικονομία», υποστήριξε. Πρόσθεσε ακόμα ότι «πρέπει να ξεκινήσουμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την αναμόρφωση του διεθνούς νομισματικού συστήματος, επειδή σε αντίθετη περίπτωση ζητάμε από τις χώρες να καταβάλλουν προσπάθειες ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας που υποδαυλίζονται από το ισχυρό ευρώ».

Ομολογεί δηλαδή ότι, ανεξάρτητα από το μείγμα της διαχείρισης της κρίσης, τα αντιλαϊκά μέτρα είναι δεδομένα στη Γαλλία και σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, στο όνομα του να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων. Ο ίδιος διαπίστωσε ότι «η κρίση της Ευρωζώνης είναι πίσω μας» και πως «η απειλή που αντιμετωπίζουμε πλέον δεν είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης των αγορών αλλά των λαών».

Επιβεβαιώνοντας ότι στο παρασκήνιο μαίνεται ο πόλεμος ανάμεσα σε ανταγωνίστριες καπιταλιστικές οικονομίες, ο Γάλλος πρόεδρος είπε ακόμα ότι χώρες με ισχυρές εξαγωγές (όπως η Γερμανία και ορισμένες σκανδιναβικές) πρέπει να φροντίσουν για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, ώστε να αποφευχθούν οι ανισορροπίες μέσα στην ΕΕ. «Οι χώρες της πρώτης κατηγορίας θα πρέπει να τονώσουν την εγχώρια ζήτηση δίνοντας ώθηση και στις υπόλοιπες οικονομίες», είπε χαρακτηριστικά.


Για τους αναγνώστες του «Ριζοσπάστη»

Εάν δεν βρίσκετε τον «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» στο περίπτερο τηλεφωνήστε μας στο 210.3320.816



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ