ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Νοέμβρη 2002
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ
Αρνητικές εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις

Από την απεργία των λιμενεργατών

Associated Press

Από την απεργία των λιμενεργατών
Το τελευταίο διάστημα στις ΗΠΑ, η αγωνιστική πορεία των λιμενεργατών της Δυτικής Ακτής, η λήξη της συλλογικής σύμβασης εργασίας τους, το λοκ-άουτ που επέβαλαν οι ναυτιλιακές εταιρίες, η «αλληλοβοήθεια» και «συνεργασία» αυτών των εταιριών με την κυβέρνηση των ΗΠΑ και οι δηλώσεις του Μπους, πως υπονομεύεται η οικονομία, η «εθνική ασφάλεια και υγεία», με αποτέλεσμα να επικαλεστεί συγκεκριμένο νόμο, ώστε να ξανανοίξουν όλα τα λιμάνια, είναι μια αλυσίδα γεγονότων που σηματοδοτούν παραπέρα εξελίξεις στα εργασιακά θέματα των ΗΠΑ.

Τους τελευταίους 9 μήνες, 7 λιμενεργάτες (από τους οποίους οι 5 μέλη της Διεθνούς Ενωσης Λιμενεργατών και Αποθηκάριων - ILWU) βρήκαν φρικτό θάνατο κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Αλλοι 1.163 εργάτες - μέλη του σωματείου τραυματίστηκαν στη δουλιά, 696 από τους οποίους αναγκάστηκαν να απέχουν από την εργασία τους για 4 και παραπάνω μέρες.

Θέτοντας το θέμα αλλιώς, το 16% των 10.500 λιμενεργατών που δουλεύουν στα λιμάνια της Δυτικής Ακτής, από το Λος Αντζελες ως το Σιάτλ, τραυματίστηκε κατά την εργασία του στους πρώτους εννιά μήνες αυτού του χρόνου.

Το στοιχείο αυτό τοποθετεί τους λιμενεργάτες λίγο πίσω από τους εργάτες καθαριότητας και λίγο μπροστά από τους οικοδόμους, στη λίστα των επαγγελμάτων με τους περισσότερους θανάτους το 2001, σύμφωνα με τις στατιστικές του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ.

Πώς άρχισαν τα πράγματα...

Πριν λήξει η συλλογική σύμβαση εργασίας, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ILWU και της εργοδοτικής Ναυτιλιακής Ενωσης Ειρηνικού (PMA), και - λόγω των πρόσφατων θανάτων των 7 λιμενεργατών - το θέμα της ασφάλειας στον τόπο εργασίας ήταν ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης.

Ξεκάθαρη θέση δίπλα στους εργοδότες και, στην ουσία, ενισχύοντάς τους, πήραν ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και η υπουργός Εργασίας, Ελέιν Τσάο, που ξεκαθάρισαν τη θέση τους ότι δε θα ανέχονταν καμιά διακοπή όταν έληγε η σύμβαση.

Αφού πέρασε το καλοκαίρι με απειλές και χωρίς κανένα αποτέλεσμα, στις 29 Σεπτέμβρη, η PMA έκανε λοκ-άουτ στους 10.500 εργάτες στα 29 λιμάνια, κατηγορώντας μάλιστα το σωματείο των εργαζομένων ότι συνδέεται με τη μείωση του ρυθμού παραγωγής. Το σωματείο από την πλευρά του επισήμανε ότι το μόνο που έκανε ήταν να τηρήσει τους κανόνες ασφάλειας, σύμφωνα με τη σύμβαση.

Στο μεταξύ, πιέσεις προς τον Μπους άρχισε να ασκεί και ο «Συνασπισμός της Προκυμαίας της Δυτικής Ακτής», (μιας ομάδας που συμπεριλαμβάνει εταιρίες - γίγαντες, όπως είναι οι «Wal -Mart», «Toyota», «Gap» και «3M», καθώς και πολλές ναυτιλιακές εταιρίες, συμπεριλαμβάνοντας και την PMA), και απαίτησαν να επικαλεστεί το Νόμο Ταφτ - Χάρτλεϊ, ώστε να τερματιστεί το λοκ-άουτ, το οποίο, αξίζει να υπενθυμίσουμε, ότι η ίδια η PMA είχε επιβάλλει. Η ILWU επέμεινε πως η PMA θα πρέπει να τερματίσει την ανταπεργία και επανειλημμένα πρότεινε να επεκτείνει τη σύμβαση. Λίγο πριν επιβάλει το συγκεκριμένο νόμο ο Μπους, ο Λευκός Οίκος συγκέντρωσε τους επιχειρηματίες - αλλά όχι και το σωματείο - για μια «ενημέρωση». Προσπαθώντας να δικαιολογήσουν αυτήν την πράξη, αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι έψαχναν για έναν τρόπο να αποφύγουν μια πολιτική έκρηξη, που θα έφερνε η επιβολή του Νόμου Ταφτ - Χάρτλεϊ. Λίγο πριν επιβληθεί ο συγκεκριμένος νόμος, το σωματείο είχε συμφωνήσει με την πρόταση του Λευκού Οίκου για μια 30ήμερη «περίοδο ηρεμίας», η οποία θα έδινε την ευκαιρία στον Μπους να συμμετάσχει χωρίς τέτοια προβλήματα στις εκλογές και μετά να ζητήσει την επιβολή του νόμου. Ωστόσο, η PMA αρνήθηκε.

Ο Νόμος Ταφτ - Χάρτλεϊ

Ο Νόμος Ταφτ - Χάρτλεϊ είναι μια τροποποίηση του Νόμου Εθνικών Εργατικών Σχέσεων του 1932, που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 1947 ώστε, όπως αναφέρει, να αποκατασταθεί μια πιο ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες. Εκτός πολλών άλλων, δημιουργεί την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαμεσολάβησης για να βοηθήσει, υποτίθεται, την εργοδοσία και τα σωματεία να βρουν μια συμβιβαστική λύση στις διαφορές τους. Επίσης δίνει κάποιες ιδιαίτερες εξουσίες στον Πρόεδρο, ώστε να χρησιμοποιηθούν για να διατηρήσει την τάξη σε κάποιες καταστάσεις έκτακτες (όπως η απεργία ή το λοκ-άουτ), οι οποίες πιθανά να προκαλούσαν αρνητικές συνέπειες σε μια ολόκληρη βιομηχανία ή θα απειλούσαν την εθνική υγεία ή ασφάλεια. Συγκεκριμένα, με παρέμβασή του ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από ομοσπονδιακό δικαστήριο να διατάξει να ξανανοίξουν, για 80 μέρες, οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε απεργία ή σε λοκ-άουτ.

Στην περίπτωση των λιμενεργατών, η επιβολή του συγκεκριμένου νόμου, σημαίνει πως για 80 μέρες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε απεργία, δηλαδή θα περάσει πρώτα η δραστήρια σεζόν εκφόρτωσης, και τους πιο ήπιους σε παραγωγή μήνες, μια πιθανή απεργία δε θα έχει το ίδιο αντίκτυπο. Επιπρόσθετα, θα μπορούσε να επιβληθεί χρηματική ποινή ή ακόμα και ποινή φυλάκισης σε μέλη των σωματείων και συνδικαλιστικά στελέχη αν το δικαστήριο κρίνει ότι παραβίασαν τη σύμβαση ή τη δικαστική εντολή, η οποία συμπεριλαμβάνει μια διάταξη ότι θα πρέπει οι λιμενεργάτες να εργάζονται με «λογική» ταχύτητα. Ο Πρόεδρος του σωματείου, Τζέιμς Σπινόσα, επέμεινε ότι το σωματείο θα ακολουθήσει τους κώδικες ασφαλείας, αλλά προέβλεψε ότι η εργοδοσία θα κατηγορήσει τους εργάτες για μείωση ρυθμού παραγωγής και θα πάει το σωματείο στο δικαστήριο.

Ευθύνονται οι λιμενεργάτες...

Ο Τύπος πάντως, προσπάθησε να περάσει την όλη είδηση ως μια διαφορά ανάμεσα στους λιμενεργάτες και τους εργοδότες, αφήνοντας αιχμές, και πολλές φορές λέγοντας ανοιχτά ότι την ευθύνη φέρουν οι λιμενεργάτες, «ξεχνώντας» φυσικά ότι το λοκ-άουτ το επέβαλαν άλλοι, προκαλώντας τη συμφόρηση. Επίσης, υπολογίζουν τη ζημιά σε 2 δισεκατομμύρια δολάρια για κάθε μέρα που περνάει, λόγω του λοκ-άουτ. Κάτι που, όπως έγραφαν, δεν απασχολεί τους λιμενεργάτες, μιας και είναι από τους πιο καλοπληρωμένους εργαζόμενους της χώρας. Επιπλέον, κατηγορούν το σωματείο των λιμενεργατών ότι δε θέλει να ενταχθούν νέες τεχνολογίες στην παραγωγή...

Αυτό που αξίζει να αναφέρει κανείς είναι ότι από τα 10.500 καταγραμμένα μέλη του σωματείου, κατά μέσο όρο λαμβάνουν ετήσια 80.000 δολάρια, που αντικαθρεφτίζει την αύξηση της παραγωγής στα λιμάνια, αλλά και την ικανότητα του σωματείου να εξασφαλίσει ένα μέρος αυτού του κέρδους. Ωστόσο, άλλοι 5.000 εποχιακοί λιμενεργάτες βγάζουν πολύ λιγότερα, ενώ υπάρχουν 10.000 πολύ κακοπληρωμένοι οδηγοί φορτηγών, που έχουν προσδιοριστεί ως αυτοαπασχολούμενοι, ώστε να σταματήσουν οι προσπάθειες να συνδικαλιστούν. Ο Πίτερ Ολνεϊ, διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας και Απασχόλησης του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, υπολογίζει πως οι εργάτες στοιχίζουν μόνο το 5% των εξόδων.

Αυτό που ξεχνούν να αναφέρουν είναι ότι εδώ και χρόνια, η ILWU μάταια προσπαθεί να κάνει τη PMA να συμφωνήσει να καταγράψει και να εκπαιδεύσει περισσότερους εργάτες για δουλιές του λιμανιού, ώστε να καλύψει την αύξηση των εμπορευμάτων στα λιμάνια, και έτσι να προχωράει η δουλιά πιο καλά και με ασφάλεια.

Πάντως, η επιβολή του Νόμου Ταφτ - Χάρτλεϊ προσθέτει ένα νέο όπλο στα χέρια της PMA, καθώς πιέζει για περισσότερη παραγωγή, ανεξάρτητα από την ασφάλεια και τις συνθήκες υγιεινής των εργατών. Πρόκειται για ένα μαχαίρι στην καρδιά όλων των εργαζομένων, και θα πρέπει να καταδικαστεί και να καταπολεμηθεί απ' όλους όσοι νοιάζονται για το δικαίωμα στην εργασία σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Ενα περιβάλλον που θα είναι ελεύθερο από τις απαιτήσεις των εργοδοτών για «παραγωγή με οποιοδήποτε κόστος». Ηδη στο εξωτερικό, τα σωματεία στην Αυστραλία, στην Κορέα και την Ιαπωνία, καθώς και κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Δανία, έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους προς την ILWU, και υπάρχουν σκέψεις για μια συνάντηση όλων των συνδικαλιστικών ηγετών των σωματείων των λιμενεργατών του κόσμου για να σχεδιάσουν την παραπέρα δράση τους.

Για τις επιδιώξεις στο αμέσως επόμενο διάστημα της κυβέρνησης Μπους μίλησε στην εφημερίδα του ΚΚ ΗΠΑ, «Πιπλς Ουίκλι Ουόρλντ», ο Λιντσέι Μακ Κλόγλιν, νομικός διευθυντής της ILWU. Οπως είπε, «οι ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές το έχουν ξεκαθαρίσει ότι σκοπεύουν να προωθήσουν αυτή τη νομοθεσία και τον επόμενο χρόνο, για να εξασφαλίσουν πως αυτό το σωματείο δε θα μπορεί να απεργήσει». Πρόσθεσε ότι «μόλις το κάνουν αυτό σε μας, τότε όλοι οι εργαζόμενοι θα γευτούν τις συνέπειες... Τέτοια νομοθεσία θα μπορούσε να συμπεριλάβει τους μεταλλεργάτες, τους εργαζόμενους στις αυτοκινητοβιομηχανίες, τους ανθρακωρύχους και άλλους βιομηχανικούς εργάτες».


Κλωντίν ΧΕΣΠΕΡ


ΓΑΛΛΙΑ
Η φτώχεια χαρακτηρίζεται έγκλημα και διώκεται ποινικά

«Τάξη», αποφάσισε να βάλει στη χώρα του ο υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, με το νέο νομοσχέδιο για την εσωτερική ασφάλεια. Απώτερος στόχος του, η δημιουργία συναισθήματος πλήρους ανασφάλειας, για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και απόλυτης ασφάλειας, για την ανώτερη αστική τάξη. Σύμφωνα με τον υπουργό και την κυβέρνηση το νομοσχέδιο αυτό δημιουργήθηκε με γνώμονα την «προστασία των Γάλλων πολιτών, που είχαν απελπιστεί από την αδυναμία της πολιτείας να προστατέψει τη ζωή και τα υπάρχοντά τους». Γι' αυτό, λοιπόν, οι κυβερνώντες αποφάσισαν να «καθαρίσουν» τους δρόμους από τα «μιάσματα», που ενοχλούν τα ευαίσθητα μάτια των αστών και να πετάξουν σαν «σκουπίδια», όσους δε χρειάζονται και μολύνουν την εικόνα του ιδανικού κόσμου τους.

Ανοιξαν, λοιπόν, το κουτί της Πανδώρας και έβγαλαν ένα νομοσχέδιο, κατάλληλα προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της ΕΕ και των μονοπωλίων, προορισμένο για να γονατίσει τους οικονομικούς μετανάστες, τους επαίτες και γενικότερα όσους το καθεστώς αρέσκεται να χαρακτηρίζει «περιθωριακούς». Με λάβαρο τα συμφέροντα της αστικής τάξης, η κυβέρνηση Ραφαρέν θυμίζει συνεχώς στους Γάλλους ψηφοφόρους το μεγάλο λάθος, που διέπραξαν στις εκλογές, ψηφίζοντάς την...

Πραγματοποιώντας τις προεκλογικές του υποσχέσεις, ο Πρόεδρος Σιράκ και η γαλλική κυβέρνηση, ξεκινούν μια σειρά μεταρρυθμίσεων στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας, με στόχο τη δημιουργία ενός καθαρά, αστυνομοκρατούμενου κράτους, που θυμίζει άλλες εποχές...

Και ενώ ο κύριος Σαρκοζί βαφτίζει τον εαυτό του υποστηρικτή των ανυπεράσπιστων πολιτών και θέλει να παρουσιάζεται στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης ως νέος «Ρομπέν των Δασών», δεν καταφέρνει να αποβάλει το χαρακτηρισμό του «σερίφη», που δικαίως του έχουν αποδώσει όλες οι προοδευτικές δυνάμεις τις χώρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των άρθρων του επίμαχου νομοσχεδίου, αφορούν σε παραχώρηση υπερβολικών ελευθεριών στην Αστυνομία και παραδίνουν τον πολίτη «άοπλο», σαν δώρο στα χέρια της. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι, ενώ μέχρι σήμερα οι αστυνομικές αρχές δεν είχαν πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούσαν προσωπικά δεδομένα πολιτών χωρίς δικαστική άδεια, τώρα αποκτούν ελεύθερη πρόσβαση, όπου θεωρείται «απαραίτητο», στο όνομα της διασφάλισης της τάξης. Κρατούνται δείγματα γενετικού υλικού και «αρχείο υπόπτων», για όσους συλλαμβάνονται, για να περιοριστούν δήθεν τα κρούσματα βιασμών και κλοπών.

Επίσης, με βάση το ίδιο νομοσχέδιο, θεωρείται αδίκημα και τιμωρείται και η επαιτεία, αφού ενοχλεί τους κατοίκους των αστικών κέντρων και προσβάλλει την αισθητική τους. Αδίκημα είναι πλέον και η κατάληψη κενών δημόσιων και ιδιωτικών χώρων, για οποιοδήποτε λόγο χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι άστεγοι που βρίσκουν κατάλυμα σε εγκαταλειμμένα κτίρια, ή δημόσιους χώρους, διώκονται. Στο ίδιο πλαίσιο διώκονται και οι νομάδες, που στήνουν τους καταυλισμούς τους σε διάφορα μέρη της χώρας.

Η αστυνομία αποκτά πρωτάκουστα δικαιώματα, στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ενώ το Σώμα θα ενισχυθεί με 13.500 επιπλέον αστυνομικούς, στην επόμενη πενταετία. Μπορεί να διεξάγεται σωματική έρευνα σε όποιον θεωρείται ύποπτος και επιτρέπεται η προσαγωγή και ανάκρισή του από τις αρχές. Μπορεί να γίνεται έλεγχος σε οποιοδήποτε όχημα κρίνεται σκόπιμο, από τους αστυνομικούς χωρίς ένταλμα και παρακολουθείται το διαδίκτυο. Ποινικοποιούνται και οι διαδηλώσεις, αφού υποτίθεται ότι γίνεται κατάληψη δημοσίου χώρου, χωρίς την άδεια της πολιτείας.

Να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα πάντα με το νέο νομοσχέδιο που κυοφορεί η κυβέρνηση Ραφαρέν, όσοι εμπίπτουν στα παραπάνω αδικήματα και ανήκουν στην πολύπαθη τάξη των οικονομικών μεταναστών, αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά τον κίνδυνο της απέλασης. Ενώ οι «άνθρωποι χωρίς χαρτιά», αυτοί που ζήτησαν καταφύγιο στη χώρα με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής και τυγχάνουν πάντα της χειρότερης εκμετάλλευσης, υποχρεώνονται να την εγκαταλείψουν.

Μην ποινικοποιείτε τη φτώχεια, καταπολεμείστε την

Η υπερψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου, από το Υπουργικό Συμβούλιο και η προώθησή του για έγκριση στη Βουλή, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Κατατέθηκε στο γαλλικό κοινοβούλιο, έγγραφη καταγγελία του νομοσχεδίου, που υπογράφεται από 34 αριστερές οργανώσεις και το Σοσιαλιστικό κόμμα, που δηλώνει ότι θα το καταψηφίσει.

Η φιλότιμη προσπάθεια του κ.Σαρκοζί να «καθαρίσει» τους δρόμους από τα «ταραχοποιά στοιχεία», δεν εκτιμήθηκε από την αριστερά και τις οργανώσεις προστασίας των δικαιωμάτων των μεταναστών. Χαρακτηρίζουν το νομοσχέδιο «κοντόφθαλμο και επικίνδυνο», καθιστώντας σαφές ότι «παύει πλέον να πρόκειται για ένα νομικό κώδικα και μετατρέπεται σε αστυνομικό κώδικα».

Παράλληλα, έχουν ξεκινήσει διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας σε όλη τη Γαλλία, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, ενώ αναμένεται δυναμική συνέχεια, προκειμένου να μην περάσει το νομοσχέδιο στη Βουλή.

Γενική δοκιμή

Εάν η γαλλική κυβέρνηση καταφέρει, τελικά, να περάσει το νομοσχέδιο για την «εσωτερική ασφάλεια», αναίμακτα, θα ανοίξει το δρόμο για ανάλογες ενέργειες, σε όλη την Ευρώπη, αφού, όταν τα καταφέρει ένας, σημαίνει ότι μπορούν και οι υπόλοιποι.

Ετσι ο κύριος στόχος της κυβέρνησης, είναι να δημιουργηθεί στη συνείδηση του κόσμου, μέσω των δικτύων προπαγάνδας και της φιλτραρισμένης ενημέρωσης, η εντύπωση ότι πρόκειται για αναγκαία μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματά τους. Γίνεται, επίσης, προσπάθεια δημιουργίας αρνητικού κλίματος, προς τους οικονομικούς μετανάστες, προκειμένου να επιτευχθεί η απομάκρυνσή τους από τη χώρα. Περνά, λοιπόν, το μήνυμα ότι η κυβέρνηση ενεργεί με βάση το συμφέρον του λαού και στέκεται στο πλευρό των ανυπεράσπιστων. Ετσι αποφεύγονται οι αντιδράσεις και σώζεται το γόητρο της κυβέρνησης.

Στα πλαίσια αυτής της προπαγάνδας κυμαίνονται και οι δηλώσεις του κ.Σαρκοζί, που χαρακτήρισε τους κατηγόρους του «υποκριτές, που δεν έχουν να προτείνουν καμία λύση στο πρόβλημα και δεν έχουν κάνει και καμία προσπάθεια επίλυσης του θέματος στο παρελθόν». Παράλληλα, διατείνεται ότι «γίνεται μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν, όσοι κάνουν τη ζωή στις πόλεις αδύνατη και επικίνδυνη».

Γεγονός είναι ότι το υπό ψήφιση νομοσχέδιο -που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα περάσει, αφού η κυβέρνηση, έχει την πλειοψηφία στη Βουλή- εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και στόχους. Η εξαθλίωση των ασθενέστερων τάξεων, η, κυριολεκτική, καταδίωξη των οικονομικών μεταναστών, η ποινικοποίηση - απαγόρευση των διαδηλώσεων και η δημιουργία ενός αστυνομοκρατούμενου κράτους, αυξάνουν τη δύναμη της υψηλής αστικής τάξης και περιορίζουν τραγικά τη δυνατότητα αντίδρασης των οικονομικά αδύνατων τάξεων.

Στο όνομα της εσωτερικής ασφάλειας, η φτώχεια βαφτίζεται αδίκημα, η διαδήλωση εγκληματική πράξη, οι μετανάστες «ταραξίες», που πρέπει να απομακρυνθούν με κάθε τρόπο και όλα αυτά πραγματοποιούνται από έναν υπουργό Εσωτερικών, γιο -για φαντάσου!!- Ούγγρου μετανάστη. Και αυτά, δεν είναι, παρά μόνον η αρχή...


Αλεξάνδρα ΦΩΤΑΚΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ